ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Κ. ΓΟΥΓΟΥΣΗΣ ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ ΑΝΔΡΟΛΟΓΟΣ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Κ. ΓΟΥΓΟΥΣΗΣ  ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ ΑΝΔΡΟΛΟΓΟΣ

ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΟΠΑΠ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΤΣΙΟΠΛΗΣ

ΟΠΤΙΚΑ ΚΑΤΑΝΑΣ

ΟΠΤΙΚΑ ΚΑΤΑΝΑΣ

Κάντε ΚΛΙΚ στην εικόνα


Κάντε ΚΛΙΚ στην εικόνα

Αναζήτηση

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΤΩΡΑ ΣΕ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Η χαρά των παιδιών, στα Γρεβενά

Η χαρά των παιδιών, στα Γρεβενά

Κάντε ΚΛΙΚ



Κάντε ΚΛΙΚ στην εικόνα

ΕΛΑΣΤΙΚΑ ΓΕΩΡΓΙΤΣΗΣ Α & Γ ΟΕ

ΕΛΑΣΤΙΚΑ ΓΕΩΡΓΙΤΣΗΣ Α & Γ  ΟΕ
Κάντε ΚΛΙΚ στις εικόνες

Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Εξωσωματική γονιμοποίηση μετά τα 40 ...

 

Η δυνατότητα της γυναίκας για τεκνοποίηση ξεκινά από την
εμμηναρχή, κατά την πρώιμη εφηβική περίοδο, και τερματίζεται με την εμμηνόπαυση.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής τους ζωής περίπου 15% των ζευγαριών αντιμετωπίζουν προβλήματα στην επίτευξη εγκυμοσύνης. Σε πολλές περιπτώσεις η ...
προσπάθεια τεκνοποίησης γίνεται για πρώτη φορά από γυναίκες που βρίσκονται στο τέλος της τρίτης ή στην αρχή της τέταρτης δεκαετίας της ζωής τους. To φαινόμενο αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, λόγω της τάσης για αναβολή τεκνοποίησης προς εξυπηρέτηση της επαγγελματικής σταδιοδρομίας.

Είναι γνωστό, ότι η γονιμότητα μειώνεται με την αύξηση της ηλικίας της γυναίκας. Σε μια κλασική μελέτη από τους Tielze et al. (1) παρατηρήθηκε ότι το ποσοστό υπογονιμότητας από 10% στην ηλικία των 34 ετών ανέρχονταν σε περισσότερο από 85% σε γυναίκες ηλικίας 44 ετών.

Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί έκπληξη, η ολοένα αυξανόμενη συχνότητα χρήσης των μεθόδων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και κυρίως της εξωσωματικής γονιμοποίησης από γυναίκες προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας με σκοπό την απόκτηση ενός παιδιού. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Γαλλικού Μητρώου για την Εξωσωματική Γονιμοποίηση (FIVNAT), το ποσοστό των γυναικών με ηλικία >40 έτη που υποβάλλεται σε εξωσωματική γονιμοποίηση παρουσιάζει ανοδική τάση, ενώ για το έτος 2002 ανήλθε σε 12% (2).

Τα ποσοστά επίτευξης κλινικής εγκυμοσύνης στην Ευρώπη μετά από κλασική εξωσωματική γονιμοποίηση ή μικρογονιμοποίηση σε γυναίκες όλων των ηλικιών για το έτος 2002 ανέρχονται σε 26.0% και 27.2%, αντίστοιχα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας (ESHRE) (3).

Το ποσοστό αυτό αναμένεται να είναι σημαντικά χαμηλότερο σε γυναίκες προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας, όπως αυτές με ηλικία πάνω από 40 έτη (4). Ωστόσο, δεν είναι σαφές εάν όλες οι γυναίκες αυτής της ηλικιακής ομάδας έχουν την ίδια πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης ή εάν η πρόγνωση διαφοροποιείται με βάση επιμέρους χαρακτηριστικά της κάθε γυναίκας. Επίσης, δεν είναι γνωστό εάν η πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης εξαρτάται από τη θεραπευτική στρατηγική που ακολουθείται στις γυναίκες αυτές.

Επηρεάζει η ηλικία της γυναίκας το ποσοστό γέννησης ζώντος νεογνού μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση;

Η αρνητική συσχέτιση της ηλικίας της γυναίκας με την πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση έχει διαφανεί από πολλές πρόσφατες μελέτες. Στη μεγαλύτερη από αυτές, που προέρχεται από το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης ασθενειών των Η.Π.Α. (CDC), ανασκοπήθηκαν 128.000 κύκλοι εξωσωματικής γονιμοποίησης που πραγματοποιήθηκαν κατά το έτος 2004 (4). Με βάση τα στοιχεία αυτά υποστηρίζεται, ότι καθώς η ηλικία της γυναίκας αυξάνεται, μειώνεται η πιθανότητα επαρκούς απόκρισης στην ωοθηκική διέγερση και επακόλουθα η πιθανότητα πραγματοποίησης ωοληψίας. Επιπλέον, σε γυναίκες που φτάνουν στο στάδιο της ωοληψίας, η πιθανότητα εμβρυομεταφοράς μειώνεται με την αύξηση της ηλικίας.

Η πιθανότητα επίτευξης κλινικής εγκυμοσύνης παρουσιάζει, επίσης, μια σταθερή πτώση για κάθε έτος που προστίθεται στην ηλικία των γυναικών ιδιαίτερα μετά την ηλικία των 40 ετών (23.0% για γυναίκες 40 ετών και 3.8% για γυναίκες με ηλικία μεγαλύτερη των 44 ετών), ενώ μειώνεται το ποσοστό των κύκλων με επίτευξη κλινικής εγκυμοσύνης που καταλήγουν σε γέννηση ζώντος νεογνού. Συγκεκριμένα, το ποσοστό γέννησης ζώντος νεογνού μετά από κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης με αυτόλογο γεννητικό υλικό σε γυναίκες ηλικίας 40 ετών ανέρχεται σε 16.1%, ενώ μειώνεται δραματικά σε 0.8% σε γυναίκες με ηλικία μεγαλύτερη των 44 ετών. Το φαινόμενο αυτό ερμηνεύεται κυρίως από την αύξηση του ποσοστού των αποβολών που παρατηρείται παράλληλα με την αύξηση της ηλικίας της γυναίκας από περίπου 30% σε ηλικία 40 ετών σε >60% σε γυναίκες με ηλικία μεγαλύτερη των 40 ετών (4).

Με ποιο τρόπο επηρεάζει η ηλικία την πιθανότητα επίτευξης κύησης μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση;



Θηλυκοί γαμέτες

Σε γυναίκες με ηλικία μεγαλύτερη από 40 έτη, η πραγματοποίηση εξωσωματικής γονιμοποίησης με τη χρήση ωαρίων από δότρια οδηγεί σε ποσοστά γέννησης ζώντος νεογνού περίπου 45% (4). Αυτό οδήγησε τους ερευνητές να υποθέσουν ότι κύριο ρόλο στην έκπτωση της γονιμότητας με την πάροδο της ηλικίας της γυναίκας διαδραματίζει η έκπτωση του αριθμού των ωαρίων και η συνυπάρχουσα αύξηση του ποσοστού ανευπλοϊδίας στα ωάρια αυτά (5,6).

Ενδομήτριο

Υπάρχουν ενδείξεις ότι η μείωση της πιθανότητας επίτευξης εγκυμοσύνης μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση παράλληλα με την αύξηση της ηλικίας της γυναίκας μπορεί να οφείλεται επιπρόσθετα στην έκπτωση της ενδομήτριας υποδεκτικότητας. Σε μελέτες που πραγματοποιήθηκαν με χρήση ωαρίων από δότρια, διαπιστώθηκε σημαντικά μεγαλύτερη πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης σε γυναίκες με ηλικία μικρότερη των 40 ετών σε σχέση με εκείνες με μεγαλύτερη ηλικία (7,8). Ωστόσο τα δεδομένα αυτά δεν επαληθεύθηκαν από άλλες εργασίες που υποστήριξαν ότι η πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης σε γυναίκες που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση με δωρεά ωαρίων είναι ανεξάρτητη της ηλικίας της λήπτριας (9-11).

Υπάρχει ανώτατο όριο ηλικίας πέρα από το οποίο η εξωσωματική γονιμοποίηση δεν αποτελεί ρεαλιστική επιλογή για την επίτευξη γέννησης ζώντος νεογνού;

Το παραπάνω ερώτημα έχει διερευνηθεί εκτενώς στη βιβλιογραφία. Σε μία σχετική μελέτη οι Klipstein et al. (12) ανασκόπησαν 2705 κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης σε γυναίκες με ηλικία μεγαλύτερη των 40 ετών και επιβεβαίωσαν ότι η πιθανότητα γέννησης ζώντος νεογνού μειώνεται σημαντικά μετά τα 40 έτη, ενώ καμία γέννηση ζώντος νεογνού δεν παρατηρήθηκε σε γυναίκες μεγαλύτερες των 45 ετών.

Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε μία πρόσφατη μελέτη από τους Tsafrir et al. (13), οι οποίοι ανέλυσαν 1217 κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης που πραγματοποιήθηκαν από 381 γυναίκες με ηλικία μεγαλύτερη των 40 ετών. Στη μελέτη αυτή το ποσοστό γέννησης ζώντος νεογνού σε γυναίκες 44-45 ετών ήταν μόλις 6.8%, ενώ σε γυναίκες μεγαλύτερη ηλικίας δεν παρατηρήθηκε καμία γέννηση ζώντος νεογνού. Επιπλέον, σε μία μελέτη των Ron-El et al. (14), οι οποίοι ανασκόπησαν 431 κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης σε γυναίκες μεγαλύτερες των 41 ετών, το όριο ηλικίας πέρα από το οποίο δεν προέκυψε καμία γέννηση ζώντος νεογνού προσδιορίστηκε στα 44 έτη.

Τέλος, από τα δεδομένα του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης ασθενειών των Η.Π.Α. προκύπτει ότι κατά το έτος 2004 δεν παρατηρήθηκε καμία γέννησης ζώντος νεογνού σε γυναίκες με ηλικία> 45 έτη που υποβλήθηκαν σε εξωσωματική γονιμοποίηση (4).

Τα παραπάνω δεδομένα υποστηρίζουν ότι η μέθοδος της εξωσωματικής γονιμοποίησης με αυτόλογα ωάρια σε γυναίκες με ηλικία μεγαλύτερη των 45 ετών δεν προσφέρει ρεαλιστικές πιθανότητας γέννησης ζώντος νεογνού.

Προγνωστικές παράμετροι γέννησης ζώντος νεογνού μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση σε γυναίκες με ηλικία μεγαλύτερη των 40 ετών.

Αριθμός ωαρίων που λαμβάνονται κατά την ωοληψία

Στη μελέτη των Ciray et al. (16), ανασκοπήθηκαν 1114 κύκλοι εξωσωματικής γονιμοποίησης οι οποίοι πραγματοποιήθηκαν σε γυναίκες με ηλικία ≥40 έτη και υποστηρίχθηκε ότι η πιθανότητα γέννησης ζώντος νεογνού παρουσιάζεται σημαντικά μειωμένη στις γυναίκες στις οποίες ανευρίσκονται λιγότερα από 6 ωάρια κατά την ωοληψία σε σχέση με εκείνες στις οποίος ο αριθμός των ωαρίων που λαμβάνονται είναι 6 ή περισσότερα (5.9% έναντι 15.0%, αντίστοιχα; p<0.0001). Παρόμοια αποτελέσματα ανακοινώθηκαν από τους Tsafrir et al. (13), οι οποίοι υποστήριξαν ότι η πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης παρουσιάζεται σημαντικά αυξημένη στην ομάδα των γυναικών με περισσότερα από 4 ωάρια κατά την ωοληψία σε σχέση με τις γυναίκες με 4 ή λιγότερα (14.9% έναντι 5.3%, αντίστοιχα; ποσοστιαία διαφορά: +9.6% 95% CI: +5.8 - +13.6). Αριθμός διαθέσιμων εμβρύων για μεταφορά και κρυοσυντήρηση Σε πολλές χώρες της Ευρώπης δίνεται η δυνατότητα μεταφοράς αυξημένου αριθμού εμβρύων σε γυναίκες με ηλικία μεγαλύτερη των 39 ετών. Η σημασία του αριθμού των εμβρύων που προκύπτουν μετά από ωοθηκική διέγερση σε αυτές τις γυναίκες για την επίτευξη εγκυμοσύνης και τη γέννηση ζώντος νεογνού έχει μελετηθεί από πολλούς ερευνητές (12,13,16-18). Στη μελέτη των Klipstein et al. (12) σε γυναίκες > 40 ετών, για κάθε παραπάνω έμβρυο που μεταφέρονταν αυξάνονταν σημαντικά η πιθανότητα γέννησης ζώντος νεογνού ανεξάρτητα από την επίδραση της ηλικίας της γυναίκας.

Παρόμοια συμπεράσματα δημοσιεύθηκαν από τους Opsahl et al. (18), οι οποίοι ανασκόπησαν 201 και 136 κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης σε γυναίκες 40-41 και 42-43 ετών, αντίστοιχα. Και στις δύο περιπτώσεις, το ποσοστό γέννησης ζώντος νεογνού παρουσίαζε σημαντική αύξηση στις γυναίκες στις οποίες μεταφέρθηκαν περισσότερα από 4 έμβρυα συγκριτικά με εκείνες στις οποίες μεταφέρθηκαν 1-3 έμβρυα (40-41:+13.1%, 95% CI:+4.6%-+23.1%; 42-43:+11.7%, 95% CI:+3.3- +23.2).

Τέλος, οι Combelles et al. (19) επιβεβαίωσαν τη θετική συσχέτιση που παρουσιάζει ο αριθμός των μεταφερόμενων εμβρύων με τη γέννηση ζώντος νεογνού αναλύοντας 863 κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης σε γυναίκες με ηλικία μεγαλύτερη των 40 ετών. Στη μελέτη αυτή η μεταφορά ≥5 εμβρύων οδήγησε σε αύξηση του ποσοστού γέννησης ζώντος νεογνού κατά 18.1% (95% CI: + 13.5- +22.7). Οι ερευνητές αυτοί παρατήρησαν ότι η μεταφορά περισσότερων από 5 εμβρύων δεν προσφέρει σημαντική αύξηση στα ποσοστά γέννησης ζώντος νεογνού σε σχέση με τα ποσοστά μετά από μεταφορά ακριβώς 5 εμβρύων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι και στις 3 παραπάνω μελέτες (12,18,19) η μεταφορά αυξημένου αριθμού εμβρύων δεν οδήγησε σε αυξημένο ποσοστό πολύδυμων γεννήσεων. Στη μελέτη των Klipstein et al. (12), το ποσοστό αυτό ήταν 15.3% (14.1% γέννηση διδύμων και 1.2% γέννηση τριδύμων), ενώ στη μελέτη των Opsahl et al. (18), προέκυψε γέννηση διδύμων σε ποσοστό 10% επί του συνόλου των γεννήσεων. Από την άλλη πλευρά, οι Combelles et al. (19) παρατήρησαν αύξηση του ποσοστού πολύδυμων γεννήσεων στις γυναίκες που πραγματοποιήθηκε μεταφορά ≥5 εμβρύων (28.0%) σε σχέση με τις γυναίκες με μεταφορά <5 εμβρύων (13.3%), η οποία όμως δε ήταν στατιστικώς σημαντική (ποσοστιαία διαφορά:+14.6% 95% CI: -11.2-+28.4). Επιπλέον, στη μελέτη των Klipstein et al. (12) υποστηρίχθηκε ότι η ύπαρξη επιπρόσθετων εμβρύων κατάλληλων για κρυοσυντήρηση αποτελεί ανεξάρτητο προγνωστικό δείκτη της έκβασης του κύκλου εξωσωματικής γονιμοποίησης σε γυναίκες ηλικίας 40-43 ετών. Συγκεκριμένα, η πιθανότητα γέννησης ζώντος νεογνού μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση στις γυναίκες αυτές, ήταν αυξημένη στην περίπτωση που διέθεταν υπεράριθμα έμβρυα κατάλληλα για κρυοσυντήρηση συγκριτικά με εκείνες που δε διέθεταν (23.5% έναντι 8.9%, αντίστοιχα). Η διαφορά αυτή (14.6%) παρέμεινε στατιστικά σημαντική (p=0.02) ακόμα και μετά την αφαίρεση της επίδρασης της ηλικίας της γυναίκας και του αριθμού των εμβρύων που μεταφέρθηκαν. Οι προγνωστικοί αυτοί δείκτες υπογραμμίζουν τη σημασία της ποσότητας και της ποιότητας της ωοθηκικής απάντησης της γυναίκας σε αυτή την ηλικία για την τελική έκβαση του κύκλου εξωσωματικής γονιμοποίησης. Γυναίκες που έχουν επαρκές ωοθηκικό δυναμικό, απαιτούν μικρότερη ολική δόση γοναδοτροπινών, διαθέτουν μεγαλύτερο αριθμό ωαρίων μετά την ωοληψία και μεγαλύτερο αριθμό εμβρύων για μεταφορά (13,16). Φαίνεται ότι η μεταφορά αυξημένου αριθμού εμβρύων στις γυναίκες αυτές αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες τους για επίτευξη γέννησης ζώντος νεογνού, χωρίς παράλληλα να αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο πολύδυμης κύησης. Επιπλέον, η ύπαρξη υπεράριθμων, κατάλληλων για κρυοσυντήρηση, εμβρύων υποδεικνύει μια ομάδα γυναικών στην οποία η ωοθηκική απάντηση είναι όχι μόνο αριθμητικά, αλλά και ποιοτικά καλύτερη. Οι γυναίκες αυτές, ηλικίας συνήθως 40-43 ετών, παρουσιάζουν ακόμη ευνοϊκότερη πρόγνωση για την απόκτηση ζώντος νεογνού μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση. Δοκιμασίες προγνωστικές της ωοθηκικής απάντησης σε γυναίκες με ηλικία > 40 ετών

Λόγω της σημασίας της ωοθηκικής απάντησης για την επίτευξη γέννησης ζώντος νεογνού μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση για τις γυναίκες με ηλικία≥ 40 έτη, έγινε προσπάθεια από πολλούς ερευνητές να βρεθεί μια παράμετρος που θα μπορούσε να προγνώσει τη γέννηση ζώντος νεογνού στις γυναίκες αυτές. Οι δύο κύριες δοκιμασίες που έχουν μελετηθεί είναι το επίπεδο της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH) κατά την 3η ημέρα του κύκλου (12,13,16,20) ή μετά από δοκιμασία κιτρικής κλομιφένης (CCCT) (16). Οι Opsahl et al. (18) υποστήριξαν ότι επίπεδα FSH<12 IU/L κατά την 3η ημέρα του κύκλου ή μετά από CCCT συνδέονται με βελτιωμένη πιθανότητα γέννησης ζώντος νεογνού. Αυτό, ωστόσο, δεν επιβεβαιώθηκε στις μελέτες των Klipstein et al. (12), Tsafrir et al. (13), Van Rooij et al. (20) και ούτε έχει επιβεβαιώθει σε γυναίκες όλων των ηλικιών (21). Πώς μπορούμε να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητα του κύκλου εξωσωματικής γονιμοποίησης σε γυναίκες με ηλικία μεγαλύτερη των 40 ετών; Επίμηκες έναντι βραχέος πρωτοκόλλου GnRH-αγωνιστών Διάφοροι ερευνητές στο παρελθόν έχουν υποστηρίξει ότι το βραχύ πρωτόκολλο GnRH-αγωνιστών αποδίδει καλύτερα αποτελέσματα σε γυναίκες με χαμηλό ωοθηκικό δυναμικό (22). Η υπόθεση αυτή έχει διερευνηθεί και σε γυναίκες με ηλικία>40 έτη. Οι Bongain et al. (23) ανασκόπησαν 187 κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης στους οποίους χρησιμοποιήθηκε το επίμηκες (n=118) και το βραχύ πρωτόκολλο (n=69). Το ποσοστό γέννησης ζώντος νεογνού δε διέφερε σημαντικά ανάμεσα στις δύο παραπάνω ομάδες (4.2% έναντι 2.9%, αντίστοιχα; ποσοστιαία διαφορά: +1.3% 95% CI: -6.1- + 7.0%).

Από την άλλη, σε μια προοπτική τυχαιοποιημένη μελέτη των Sbracia et al. (24) πραγματοποιήθηκε σύγκριση του βραχέως με το επίμηκες πρωτόκολλο σε 220 γυναίκες με ηλικία≥40 έτη που υποβλήθηκαν στον πρώτο τους κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης. Στη μελέτη αυτή το επίμηκες πρωτόκολλο απέδωσε σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό ωαρίων κατά την ωοληψία [βραχύ (μέσος όρος ± τυπική απόκλιση): 4.5 ± 3.1 έναντι επιμήκους: 8.4 ± 5.8; p=0.001] και εμβρύων (βραχύ: 2.9 ± 1.8 έναντι επιμήκους: 4.9 ± 2.7; p=0.001). Επιπλέον, αν και ο αριθμός των εμβρύων που μεταφέρθηκαν δε διέφερε σημαντικά ανάμεσα στις δυο ομάδες, το ποσοστό επίτευξης εγκυμοσύνης ήταν σημαντικά μεγαλύτερο στην ομάδα των γυναικών που διεγέρθηκαν με το επίμηκες πρωτόκολλο συγκριτικά με εκείνες που διεγέρθηκαν με το βραχύ πρωτόκολλο (επίμηκες: 22.7% έναντι βραχέος: 10.9%; ποσοστιαία διαφορά: +11.8% 95% CI: + 1.9- +21.6).

Με βάση τα αποτελέσματα της τυχαιοποιημένης αυτής μελέτης, το μακρύ πρωτόκολλο φαίνεται να πλεονεκτεί για τη διέγερση των γυναικών με ηλικία≥40 έτη.

Φυσικός κύκλος

Λόγω των χαμηλών ποσοστών γέννησης ζώντος νεογνού μετά από διέγερση των ωοθηκών σε γυναίκες με ηλικία> 40 έτη, έχει προταθεί η χρήση του φυσικού κύκλου, δηλαδή η πραγματοποίηση εξωσωματικής γονιμοποίησης με ωάριο που λαμβάνεται χωρίς ωοθηκική διέγερση. Οι Bar-Hava et al. (25) πραγματοποίησαν 48 φυσικούς κύκλους σε 20 γυναίκες ηλικίας 44-47 ετών, από τους οποίους 20 έφτασαν στην ωοληψία, ενώ προέκυψε μία κλινική εγκυμοσύνη (2.1%). Με βάση τα παραπάνω στοιχεία η πραγματοποίηση εξωσωματικής γονιμοποίησης σε φυσικό κύκλο σε γυναίκες με ηλικία 44-47 έτη δεν αποτελεί ρεαλιστική επιλογή για την γέννηση ζώντος νεογνού.

Συμπεράσματα

Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες οδηγούν το σύγχρονο ζευγάρι στην καθυστέρηση της προσπάθειας απόκτησης ενός παιδιού. Η επιλογή αυτή συχνά οδηγεί σε υπογονιμότητα, η οποία καθιστά αναγκαία την εφαρμογή των μεθόδων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως αυτή της εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Η αρνητική επίπτωση της ηλικίας στη γονιμότητα της γυναίκας, επηρεάζει σημαντικά και το αποτέλεσμα της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Στις γυναίκες με ηλικία 40-45 έτη η πιθανότητα απόκτησης παιδιού μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση είναι σημαντικά μειωμένη και συχνά απαιτούνται πολλές προσπάθειες, οι οποίες συνεπάγονται υψηλό οικονομικό και ψυχολογικό κόστος. Στις γυναίκες αυτές ο αριθμός των ωαρίων και των διαθέσιμων για μεταφορά ή κρυοσυντήρηση εμβρύων που προκύπτουν από την ωοθηκική διέγερση, έχει προγνωστική αξία για την έκβαση του κύκλου εξωσωματικής γονιμοποίησης. Επιπλέον, το επίμηκες πρωτόκολλο φαίνεται να πλεονεκτεί του βραχέος όσον αφορά την ωοθηκική διέγερση. Από την άλλη πλευρά, σε γυναίκες με ηλικία μεγαλύτερη των 45 ετών η εξωσωματική γονιμοποίηση με αυτόλογα ωάρια δε φαίνεται να αποτελεί ρεαλιστική επιλογή για την απόκτησης ζώντος νεογνού.

Η πραγματοποίηση εξωσωματικής γονιμοποίησης με δωρεά ωαρίων ή η υιοθεσία αποτελούν εναλλακτικές λύσεις, οι οποίες όμως συχνά δε γίνονται αποδεκτές από το ζευγάρι.

Για τους παραπάνω λόγους η μέθοδος της εξωσωματικής γονιμοποίησης, θα πρέπει όπου αυτή είναι αναγκαία να εφαρμόζεται εγκαίρως. Σε διαφορετική περίπτωση, χάνεται πολύτιμος χρόνος και τόσο οι πιθανότητες όσο και οι επιλογές του ζευγαριού για την απόκτηση παιδιού περιορίζονται δραστικά.

Κολυμπιανάκης Στρατής MD MSc PhD
Επίκουρος Καθηγητής Μαιευτικής, Γυναικολογίας και Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή
www.easy-ivf.gr και www.easy-ivf.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου