Το Έπος του Πρώτου Λεωφορείου στην Ελλάδα (1896-1945)
Στην Ελλάδα το πρώτο λεωφορείο εμφανίστηκε το 1896 και ήταν γαλλικής κατασκευής. Ήταν ένα όχημα 14 θέσεων και θεωρήθηκε μεγαθήριο
για την εποχή εκείνη, μιας και τα ελάχιστα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν τότε ήταν για 5-7 επιβάτες.Το πρωτοπόρο αυτό λεωφορείο δεν είχε την τύχη να κυκλοφορήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα καθώς έγινε παρανάλωμα του πυρός από σπινθήρα που προκλήθηκε στην καπνοδόχο του, όπως έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής.
Τα πρώτα λεωφορεία δεν είχαν βέβαια την τελειότητα, την κομψότητα και την τεχνολογία των σημερινών.
Ήταν τετράγωνα, ακαλαίσθητα, με πρόχειρη κατασκευή αμαξώματος, με οροφή πάνινη ή από μουσαμά, ξύλινα καθίσματα, ξύλινους τροχούς με παρμάκια όπως στα κάρα, όπου, αντί για σιδερένιο στεφάνι, είχαν συμπαγή λάστιχα. Τα περισσότερα από αυτά ήταν φορτοεπιβατηγά, μετέφεραν δηλαδή εμπορεύματα και επιβάτες μαζί.
Η μπαταρία ήταν άγνωστη για την εποχή. Για να λειτουργήσει η μηχανή υπήρχε ένα σύστημα, το οποίο ονομαζόταν «Μανιατώ». Έτσι εάν κάποια στιγμή έσβηνε η μηχανή, ο οδηγός κατέβαινε από το αυτοκίνητο, πήγαινε στο μπροστινό του μέρος και με τη «μανιβέλα» έδινε στροφές στη μηχανή, η οποία με τη βοήθεια του συστήματος «Μανιατώ» επαναλειτουργούσε.
Τα φανάρια των πρώτων εκείνων λεωφορείων λειτουργούσαν με ασετυλίνη, ενώ η ταχύτητά τους δεν υπερέβαινε τα 10-20 χιλιόμετρα την ώρα.
Ιστορικά έμειναν τα FORD με τα μουστάκια, τα οποία κυκλοφόρησαν στη δεκαετία του 1920 και ήταν πέντε θέσεων.
Τα ονόμασαν έτσι, γιατί στο τιμόνι τους δεξιά και αριστερά είχαν δύο μικρούς λεβιέδες που χρησιμοποιούνταν ο ένας για γκάζι και ο άλλος για αβάνς. Το σασμάν δεν είχε λεβιέ ταχυτήτων, αλλά κάτω στο πάτωμα είχε τρία πεντάλ, το μεσαίο ήταν της όπισθεν, το άλλο για τις ταχύτητες και το τρίτο για το φρένο. Η κουκούλα του ήταν από πανί ή μουσαμά που άνοιγε. Πίσω είχε σχάρα για τις αποσκευές και δεξιά-αριστερά μασπιέδες, δηλαδή σκαλοπάτια.
Στη σχάρα και στα φτερά φόρτωναν τις αποσκευές (καλάθια, ταγάρια, τορβάδες, τσουβάλια, βαρελάκια, κοτόπουλα) και ό,τι άλλο ήθελαν να μεταφέρουν οι επιβάτες συνολικού βάρους 500 και 600 οκάδων.
Στα πέντε καθίσματα βολεύονταν 8-10 επιβάτες και άλλοι τόσοι όρθιοι στους μασπιέδες. Προνομιούχοι ήταν όσοι κάθονταν στα φτερά, πάνω από το φανάρι.
Ταυτόχρονα με τα «φορντάκια» κυκλοφόρησαν και λεωφορεία 15 θέσεων από διάφορες εταιρείες, όπως FIAT, RENAULT, CHEVROLET, με τέσσερις σειρές μονοκόμματα καθίσματα και οκτώ πόρτες ανά δύο σε κάθε σειρά καθισμάτων. Αυτά ήταν πιο εξελιγμένα από τα FORD καθώς διέθεταν λεβιέ ταχυτήτων έξω από το αυτοκίνητο, αριστερά του οδηγού.
Οι δρόμοι ήταν πρόχειρα κατασκευασμένοι, καρόδρομοι, δηλαδή στενοί και χωμάτινοι με πέτρες, γούβες και λάσπες. Γέφυρες φυσικά δεν υπήρχαν και τα αυτοκίνητα ήταν αναγκασμένα τον χειμώνα να περνούν μέσα από ποτάμια. Δεν ήταν λίγες οι φορές που εγκλωβίζονταν μέσα σε αυτά.
Στις περιπτώσεις αυτές κατέβαιναν οι επιβάτες κι έσπρωχναν προκειμένου να ξεκολλήσει το λεωφορείο!
Στη δεκαετία του 1920, η εξυπηρέτηση των οδικών Υπεραστικών Συγκοινωνιών πραγματοποιούνταν με τις σούστες και με τα μικρά αυτά λεωφορεία. Όσοι από τους καροτσέρηδες είχαν κάποια οικονομική δυνατότητα, αγόραζαν ένα αυτοκίνητο και το μετέτρεπαν σε λεωφορείο ή φορτηγό.
Με απλή άδεια της Αστυνομίας κυκλοφορούσαν και εκτελούσαν συγκοινωνία ή μεταφορές σε όποια περιοχή θεωρούσαν περισσότερο προσοδοφόρα.
Χωρίς κανέναν περιορισμό καθόριζαν οι ίδιοι τα δρομολόγια και το ύψος του κομίστρου ανάλογα με την επιβατική κίνηση και τυχόν ανταγωνισμό. Μάλιστα, πολλές φορές φαίνεται να προσέφεραν καθ’ οδόν και μακαρονάδα!
Οι κοινές διευθύνσεις αποτέλεσαν το πρώτο βήμα οργάνωσης των Συγκοινωνιών και λειτούργησαν μέχρι τον Οκτώβριο του 1940 που κηρύχθηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, οπότε επιτάχθηκαν όλα τα αυτοκίνητα, φορτηγά και λεωφορεία για να καλυφθούν οι ανάγκες του στρατού.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου 1940-1941 τα Υπεραστικά Λεωφορεία προσέφεραν μεγάλες υπηρεσίες. Μετατράπηκαν σε νοσοκομειακά αυτοκίνητα ή χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά προσωπικού, πυρομαχικών, τροφίμων και λοιπών εφοδίων του στρατού.
Με την κατάρρευση του Μετώπου, όσα λεωφορεία διασώθηκαν και βρέθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους, τέθηκαν και πάλι σε κυκλοφορία για την εξυπηρέτηση των εμπορευματικών και επιβατικών μεταφορών.
Για να κυκλοφορήσει ένα αυτοκίνητο κατά τη διάρκεια της Κατοχής έπρεπε να είναι εφοδιασμένο με άδεια και ειδικό σήμα, από τις αρχές Κατοχής. Το σήμα αυτό το τοποθετούσαν στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου.
Οι Ιταλοί είχαν για σήμα ένα άστρο, ενώ οι Γερμανοί τον γνωστό αγκυλωτό σταυρό του Χίτλερ. Οι επιβάτες έπρεπε να ήταν εφοδιασμένοι με ειδική άδεια των δυνάμεων Κατοχής για να ταξιδεύσουν από και προς την Αθήνα ή τις άλλες πόλεις εκτός του νομού.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, που δεν υπήρχε βενζίνη, πολλά αυτοκίνητα κινούνταν με νέφτι, ενώ άλλα μετατράπηκαν σε «γκαζοζέν». Το γκαζοζέν ήταν δημιούργημα του ελληνικού δαιμονίου.
Η τροφοδοσία του γινόταν μέσω ενός μεγάλου μεταλλικού λέβητα, ο οποίος ήταν τοποθετημένος στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και τον οποίο γέμιζαν με κάρβουνο. Με μία χειροκίνητη συσκευή, που βρισκόταν στο κάτω μέρος του λέβητα και την κουνούσε ο βοηθός του αυτοκινήτου, άναβαν τα κάρβουνα και παραγόταν αέριο. Το αέριο αυτό διοχετευόταν με λεπτούς σωλήνες στο καρμπυρατέρ του λεωφορείου και με αυτόν τον τρόπο κινούταν το αυτοκίνητο. Τα αυτοκίνητα με γκαζοζέν ανέπτυσσαν ταχύτητα 40-50 χιλιόμετρα.
Φυσικά κατά τη διάρκεια της Κατοχής ίσχυε και πάλι ο «νόμος της ζούγκλας». Κάθε λεωφορείο δούλευε σε όποια γραμμή έκρινε ο ιδιοκτήτης ότι ήταν περισσότερο κερδοφόρα. Τα κόμιστρα δίνονταν σε είδος, δηλαδή στάρι, καλαμπόκι, φασόλια, λάδι με κοντότα κ.ά. Οι μεγάλες συναλλαγές πραγματοποιούνταν πολλές φορές με χρυσές λίρες.
Μεταπολεμική περίοδος
Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε και πάλι η ανασυγκρότηση των Λεωφορειακών Συγκοινωνιών με βάση το συμμαχικό υλικό. Πήραν τα κατεστραμμένα στρατιωτικά αγγλικά και καναδέζικα αυτοκίνητα, τα επισκεύασαν και κυκλοφορούσαν παράλληλα με τα αυτοκίνητα της Αμερικανικής βοήθειας M.A.G.
Τα φορτηγά αυτά αυτοκίνητα τα παρεχώρησε το κράτος στους πληγέντες αυτοκινητιστές, οι οποίοι απώλεσαν τα αυτοκίνητά τους στην Αλβανία. Έδινε ένα αυτοκίνητο ανά δύο αυτοκινητιστές, οι οποίοι σιγά σιγά τα μετέτρεψαν σε λεωφορεία.
Οι λεωφορειακές συγκοινωνίες κατά τη μεταπολεμική περίοδο παρουσίασαν αλματώδη άνοδο. Και αυτό γιατί το αυτοκίνητο παρέμεινε ως το μοναδικό χερσαίο μεταφορικό μέσο, μιας και οι σιδηρόδρομοι είχαν καταστραφεί από τους Γερμανούς κατά την υποχώρησή τους. Από την άλλη πλευρά η αεροπορική συγκοινωνία ήταν ανύπαρκτη.
Οι πόλεις και τα χωριά άρχισαν να ανασυγκροτούνται, οι βιομηχανίες να επαναλειτουργούν, το εμπόριο να κινείται, το βιοτικό επίπεδο να ανεβαίνει, νέοι δρόμοι να κατασκευάζονται, οι παλιοί να επιδιορθώνονται και αρκετοί από αυτούς να ασφαλτοστρώνονται. Είχε έρθει η ώρα και για την ανασυγκρότηση των Συγκοινωνιών.
Οι λεωφορειούχοι οργανώθηκαν σε Κοινά Ταμεία ανά Γραμμή, ενώ καθιερώθηκαν και οι τύποι Τ1 και Τ2 24 θέσεων.
Το 1960 καθιερώθηκε ο τύπος Ε32 θέσεων και οι αυτοκινητιστές αντικατέστησαν τα λεωφορεία τους με καινούρια και σύγχρονα, όλα ευρωπαϊκής προέλευσης και κυρίως γερμανικά.










Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου