Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 στην Κύπρο πραγματοποιήθηκε από την
Εθνική Φρουρά της Κύπρου και μερίδα στελεχών της ΕΟΚΑ Β΄, κατ' εντολή της Χούντας των Συνταγματαρχών του Δημήτρη Ιωαννίδη, με σκοπό την ανατροπή του εκλεγμένου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπου Μακάριου Γ' και την επίτευξη της ένωσης με την Ελλάδα [1][2][3].Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ήταν σε σύγκρουση με το στρατιωτικό καθεστώς στην Ελλάδα, ενώ αντιμετωπιζόταν με καχυποψία από τις ΗΠΑ. Θεωρείτω ως ο "Κάστρο της Μεσογείου", ενώ από τη μια μιλούσε για την πολιτική των Αδεσμεύτων και από την άλλη χαρακτήριζε τους πολέμιούς του ως "νεκροθάφτες της Ενώσεως". Στην Κύπρο επίσης, υπήρχαν Έλληνες στρατιωτικοί και στρατιώτες τόσο ως ξεχωριστή δύναμη (Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ)) όσο και εντός της Εθνικής Φρουράς. Στην πραγματικότητα οι ΗΠΑ δεν ήθελαν με τίποτε στρατιωτική σύγκρουση (πόλεμο) μεταξύ δύο μελών του ΝΑΤΟ, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Οι ΗΠΑ ήθελαν εξωμάλυνση της κατάστασης στην περιοχή, άμεση διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος με απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου Μακάριου και υποστήριξαν παρασκηνιακά μέσω της CIA το σχέδιο για ελληνικό πραξικόπημα και τουρκική εισβολή, χρησιμοποιώντας ως εργαλεία και πιόνια τους κάποιες ηγετικές προσωπικότητες και οργανώσεις από όλες τις πλευρές.
Στις 15 Ιουλίου 1974 έτσι εκδηλώθηκε το πραξικόπημα στην Κύπρο, από την Εθνική Φρουρά. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος διέφυγε προς την Πάφο, πρόεδρος τοποθετήθηκε ο Νίκος Σαμψών που στη συνέχεια ανακήρυξε την "Ελληνική Δημοκρατία της Κύπρου".[7][8] Ο Μακάριος μέσω Μάλτας και Λονδίνου έφτασε στη Νέα Υόρκη, όπου στις 19 Ιουλίου έλαβε μέρος στη σύσκεψη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Εκεί, κατήγγειλε τη χούντα των Αθηνών για εισβολή.
Στις 20 Ιουλίου, η Τουρκία επικαλούμενη το άρθρο 4 της συνθήκης Εγγυήσεων, εισέβαλε στην Κύπρο. Ουσιαστικά έγινε στρατιωτική αποβίβαση, χωρίς ιδιαίτερες αντιστάσεις από την ελληνοκυπριακή πλευρά, λόγω και των διαβεβαιώσεων που είχαν οι Τούρκοι κατά το προηγούμενο διάστημα.
Στις 23 Ιουλίου ο Νίκος Σαμψών προ της διαφαινόμενης κατάρρευσης παραιτήθηκε, όπως και το στρατιωτικό καθεστώς στην Ελλάδα. Όμως τα γεγονότα στην Κύπρο συνέχισαν να ξετυλίγονται και με μια δεύτερη επιχείρηση, τον Ατίλλα ΙΙ, τον Αύγουστο του ιδίου έτους, η Τουρκία κατέλαβε το 36% των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας και εκτόπισε 180 χιλιάδες Κύπριους (άλλες 20.000 παρέμειναν εγκλωβισμένοι), ενώ συνολικά σκοτώθηκαν περίπου 3.000 ελληνοκύπριοι.[9]
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο τον Δεκέμβρη του 1974. Έδωσε "κλάδο ελαίας" (απονομή χάριτος) στους πραξικοπηματίες και στα μέλη της ΕΟΚΑ Β[10][11]'- οι οποίοι υπολογίζονται γύρω στις πέντε χιλιάδες ενεργά μέλη[12] [13]. Από το 1974 μέχρι σήμερα συνεχίζονται συνομιλίες για ειρηνική και δίκαιη επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος.
Η Κυπριακή Δημοκρατία ιδρύθηκε το 1960 και σύμφωνα με το Σύνταγμα της, ήταν δικοινοτικό κράτος. Το 1960 η Κύπρος είχε 573.566 κατοίκους, εκ των οποίων 441.656 Έλληνοκύπριοι (77%) και 104.942 (18,3%) Τουρκοκύπριοι και 26.968 (4,7%) λοιποί (Μαρωνίτες, Αρμένιοι).[14] Η Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) εγκαταστάθηκε στην Κύπρο στις 16 Αυγούστου του 1960 με 950 άνδρες και η ΤΟΥΡΔΥΚ με 650. Η ΕΛΔΥΚ εγκαταστάθηκε στο στρατόπεδό της, έξω από τη Λευκωσία στο δρόμο προς τον Γερόλακκο[15]
Τον Νοέμβριο του 1963 ο Μακάριος κατέθεσε τα 13 σημεία του για την τροποποίηση του Συντάγματος με σκοπό την άμβλυνση του δικοινοτικού χαρακτήρα του κράτους. Αυτό οδήγησε στις διακοινοτικές ταραχές του 1963, οι οποίες οδήγησαν τους Τουρκοκύπριους να μετακινηθούν εντός θυλάκων.[14]
Ο ΟΗΕ στις 4 Μαρτίου 1964 αποφάσισε τη σύσταση Ειρηνευτικής Δύναμης (UNFICYP) για τη διατήρηση της ειρήνης στην Κύπρο. [16]
Στις 25 Φεβρουαρίου 1964, αποφασίστηκε η δημιουργία της Εθνοφυλακής, ένα είδος εθελοντικής Εθνοφρουράς. Η βάση της δημιουργίας της ήταν τα «υπαρχηγεία» της «Οργάνωσης Ακρίτας». Σημαντική στην Εθνική Φρουρά ήτανε η «Βασική διαταγή υπ’ αριθ. 1» και προνοούσε δυαδική αρχηγία σε όλα τα επιτελεία της εθελοντικής Εθνοφρουράς: ένας Ελληνοκύπριος και ένας Ελλαδίτης αξιωματικός. Η εθελοντική συμμετοχή όμως δημιουργούσε προβλήματα και έτσι, στις 13 Μαρτίου 1964, σε σύσκεψη στο καστρί υπό του πρωθυπουργού της Ελλάδας, Γεωργίου Παπανδρέου τίθεται ως επικεφαλής του ιδρυθέντος Ειδικού Μικτού Επιτελείου Κύπρου (ΕΜΕΚ), που στόχο είχε να «επιλαμβάνεται παντός στρατιωτικού ζητήματος διά την Κύπρον», ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας. Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκε στην Κύπρο η Στρατιωτική Διοίκηση Κύπρου (ΣΔΙΚ), η οποία έπαιρνε εντολές από το ΕΜΕΚ, ενώ παράλληλα αποφασίστηκε και η μυστική αποστολή ελληνικής μεραρχίας που θωράκισε το νησί. Μέχρι τον Ιούνιο του 1964 δημιουργήθηκε η Εθνική Φρουρά.[16]
Ο μεσολαβητής για το Κυπριακό, πρώην υπουργός Εξωτερικών, Ντιν Ατσεσον κατέθεσε σχέδιο (παρουσιάστηκαν δυο περίπου όμοιες εκδοχές) το 1965 που προέβλεπε την εγκατάσταση τουρκικής βάσης κατά κυριαρχία σε ευρεία εδαφική ζώνη στη χερσόνησο της Καρπασίας ίση με το 10%-11% του εδάφους του νησιού ως αντάλλαγμα για την ένωση του υπολοίπου της Κύπρου με την Ελλάδα. Για τους Τουρκοκύπριους που δεν θα μετέβαιναν στην τουρκική ζώνη προβλεπόταν εκτεταμένη αυτοδιοίκηση σε καντόνια εντός της ελληνικής ζώνης. Ήταν μια λύση που προσέγγιζε περισσότερο στην έννοια της διπλής ένωσης, της διανομής του νησιού μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.Η λύση αυτή θεωρείτο ριζική και οριστική από την αμερικανική οπτική καθώς έθετε την Κύπρο υπό τον έλεγχο δύο κρατών-μελών του ΝΑΤΟ και ταυτόχρονα εξάλειφε μια εστία διαμάχης μεταξύ συμμάχων στην ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία όμως, δεν δεχότανε εκμίσθωση, αλλά ζητούσε κυριαρχία. Ούτε ο Μακάριος αποδέχτηκε το σχέδιο και εγκαταλείφθηκε.[17]
Το καθεστώς της 21ης Απριλίου επιθυμώντας την ένωση κινείτο προς την κατεύθυνση της υπονόμευσης του Μακαριακού καθεστώτος. Τον Νοέμβριο του 1967 ο Γρίβας επιχειρεί κατά του τουρκοκυπριακού χωριού Κοφίνου που προκάλεσε πιέσεις προς την Αθήνα και στην τελική απόσυρση των απεσταλμένων εκεί ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων. Την άνοιξη του 1968 ξεκινούν σειρά διακοινοτικών συνομιλιών με θέμα την εσωτερική δομή της Κυπριακής Δημοκρατίας που πλησίασαν τη συμφωνία.Την ίδια χρονιά επανεκλέγεται στο προεδρικό αξίωμα ο Μακάριος.
Το 1970 σημειώθηκε απόπειρα δολοφονίας κατά του Μακαρίου, του οποίου η πολιτική επιβραβεύεται στις βουλευτικές εκλογές του ίδιου έτους. Από το προηγούμενο έτος είχε αρχίσει να δρα στο νησί το Εθνικό Μέτωπο. Το 1970 επίσης δολοφονείται ο Πολύκαρπος Γεωρκάτζης ο οποίος συνδέθηκε με την απόπειρα κατά του Μακαρίου.[18]
Ο Γρίβας επέστρεψε στην Κύπρο στις αρχές του φθινοπώρου 1971 και δημιουργεί την ΕΟΚΑ Β΄.
Το 1972, εξελίχθηκε το "εκκλησιαστικό πραξικόπημα". Τρεις Κύπριοι μητροπολίτες απαιτώντας από τον Μακάριο να παραιτηθεί από το κοσμικό του αξίωμα (του προέδρου της Δημοκρατίας) τον καθαίρεσαν από αρχιεπίσκοπο το 1972, αλλά τελικά υπερίσχυσε ο Μακάριος καθώς η μείζων Σύνοδος τους καθαίρεσε το 1973.
Τον Οκτώβριο του 1973 γίνεται νέα δολοφονική απόπειρα κατά του Μακαρίου. Μετά το θάνατο του Γρίβα η ΕΟΚΑ Β΄ τελούσα υπό άμεση εξάρτηση από τη χούντα των Αθηνών ασκεί δριμεία πολεμική σε βάρος του Μακαρίου.
Τον Ιούλιο του 1974 ο Μακάριος ζητάει την απόσυρση των Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες που είχε, ανησυχούσε για τυχόν Πραξικόπημα εναντίον του από στελέχη που ελέγχονται από το καθεστώς της Χούντας των Αθηνών[19]. Ο Ιωαννίδης πίστευε, ακράδαντα στο ότι οι ΗΠΑ θα έκαναν τα πάντα, προκειμένου να αποφευχθεί μία στρατιωτική σύρραξη Ελλάδας - Τουρκίας, η οποία θα αποτελούσε πλήγμα στη νοτιοανατολική πτέρυγα της συμμαχίας, αφού και οι δύο χώρες ήταν μέλη του ΝΑΤΟ. Η πεποίθησή του αυτή, τον οδήγησε, πιθανότατα, στο σχεδιασμό της ανατροπής του Μακάριου[20] και την εγκαθίδρυση καθεστώτος μαριονετών, που ο ίδιος θα έλεγχε, με τελικό σκοπό την Ένωση Ελλάδας - Κύπρου. Έτσι εξηγείται η απάθεια με την οποία αντιμετώπισε την είδηση της τουρκικής εισβολής στη νήσο, όσο και η έκρηξή του μόλις συνειδητοποίησε την κατάσταση, φωνασκώντας προς την Αμερικανική πλευρά "Μας εξαπατήσατε", αλλά και κατοπινή δήλωσή του πως αν έλεγε την αλήθεια για την Κύπρο, τότε όλη η Ελλάδα θα ψήφιζε το ΚΚΕ.
Την Ελλάδα κυβερνούσε, από το 1967, το καθεστώς 21ης Απριλίου. Κυρίαρχος της πολιτικής ζωής ήτανε ο Δημήτριος Ιωαννίδης, ο οποίος κατάφερε να εκπαραθυρώσει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο μετά την Εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973. Στις 25 Νοεμβρίου του 1973, ανακηρύχθηκε Πρόεδρος ο Στρατηγός Φαίδωνας Γκιζίκης πρωθυπουργός ο Αδαμάντιος. Ανδρουτσόπουλου. Ο Υπουργός Εξωτερικών ήταν ο Σπ. Τετενές, παραιτήθηκε την 1 Ιουλίου 1974, τον διαδέχθηκε ο Κ. Κυπραίος. Ο Ιωαννίδης αυτοχρίστηκε ως Ταξίαρχος και ανάλαβε παρασκηνιακά τη διακυβέρνηση της χώρας (εξ ου και "αόρατος δικτάτωρ")[21]
Πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ο Ρίτσαρντ Νίξον και υπουργός Εξωτερικών ο Χένρυ Κίσινγκερ με βοηθό του τον υφυπουργό Εξωτερικών Τζόσεφ Σίσκο. Ο Νίξον βρισκόταν στη δίνη του σκανδάλου Watergate, και έτσι ο Χένρυ Κίσινγκερ αναλάμβανε περισσότερες πρωτοβουλίες. Πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα ήταν ο Χένρυ Τάσκα.
Στην Τουρκία Πρωθυπουργός ήταν ο Μπουλέντ Ετζεβίτ και υπουργός Εξωτερικών ο Τουράν Γκιουνές που τον αντικαθιστούσε ο τότε υπουργός Αμύνης Χασάν Ισίκ.
Στην Αγγλία Πρωθυπουργός ήταν ο Χάρολντ Ουίλσον και υπουργός Εξωτερικών ο Τζέιμς Κάλαχαν.
Τέλος Γ.Γ. του ΟΗΕ ήταν ο Κουρτ Βαλντχάιμ ο οποίος ένα μήνα πριν, 2 Ιουνίου, κατά τη μετάβασή του από ΗΠΑ προς Βηρυττό, στάθμευσε στην Αθήνα.
Τον Μάρτιο του 1974, η Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών ανακάλυψε έγγραφα της ΕΟΚΑ Β' τα οποία κατέγραφαν πλάνα για διενέργεια πραξικοπήματος υποβοηθούμενο από τη Χούντα των Αθηνών. [22] [23]
Στις 2 Ιουλίου του 1974, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, απαίτησε την παραίτηση των Ελλήνων αξιωματικών που ήταν μέλη της κυπριακής Εθνικής Φρουράς. η Χούντα των Αθηνών, διέταξε τότε πραξικόπημα, για ανατροπή του Μακαρίου, ο οποίος με την πολιτική του, απομακρυνόταν από τον στόχο της Ένωσις Κύπρου-Ελλάδας.
Στις 15 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε το πραξικόπημα. Μονάδες της Εθνικής Φρουράς βομβάρδισαν το προεδρικό, το οποίο υπερασπίστηκαν δυνάμεις της Αστυνομίας, ονομαζόμενες Εφεδρικό.
Η Τουρκία, αντιλαμβανόμενη ότι το συγκεκριμένο πραξικόπημα στόχευε στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα δια της βίας, εισέβαλε στο βόρειο τμήμα του νησιού για να προστατέψει την τουρκική κοινότητα καθώς και τα εθνικά της συμφέροντα.
Το πραξικόπημα στέφθηκε από αποτυχία και ο Σαμψών δεν παρέμεινε στην εξουσία παρά μόνο για διάστημα εννέα ημερών από τις 15 ως τις 23 Ιουλίου[24], 3 μέρες μετά την εισβολή της Τουρκίας. Την ίδια μέρα, κατέρρευσε και το στρατιωτικό καθεστώς στην Αθήνα. Κατά το πραξικόπημα 91 άνθρωποι σκοτώθηκαν και 250 τραυματίστηκαν.[25]
Στις 08:15 (τοπική ώρα εκδήλωσης του πραξικοπήματος), δύο ισχυρές φάλαγγες αρμάτων εξήλθαν στο οδικό δίκτυο, η μία από το στρατόπεδο Κοκκινοτριμυθιάς, που αποτελούταν από όλα τα άρματα της Κυπριακής Εθνοφρουράς, περίπου 35 ρωσικής προέλευσης τύπου Τ-34, και με δύναμη 300 ανδρών, με κύριο σκοπό την εξουδετέρωση της Προεδρικής Φρουράς, (δύναμη 150 ανδρών), δίπλα στο Προεδρικό Μέγαρο και η δεύτερη φάλαγγα από το στρατόπεδο Καποτά (Παλλουριώτισσα) με κάποια λίγα άρματα βρετανικής προέλευσης τύπου ΜΗ και 20 οχήματα που μετέφεραν μονάδα ΛΟΚ (32 ΜΚ και ένα λόχο της 31 ΜΚ) περίπου 300 ανδρών με σκοπό την εξουδετέρωση του αστυνομικού Εφεδρικού Σώματος που έδρευε περίπου 1 χλμ. μακρύτερα του Προεδρικού Μεγάρου.[26] Στη συνέχεια οι δύο φάλαγγες θα συνέκλιναν και περικυκλώνοντας θα πυρπολούσαν κανονιοβολώντας το Μέγαρο της Προεδρίας. Τελικά οι δυνάμεις που έλαβαν μέρος ήταν η 31η και η 33η μοίρες καταδρομών, η ίλη αρμάτων της 21ης επιλαρχίας μέσων αρμάτων και της 23ης επιλαρχίας αναγνώρισης, 2 τάγματα πεζικού από την Κερύνεια και 2 λόχοι της ΕΛΔΥΚ. Διοικητής των αρμάτων της 21ης ήταν ο επίλαρχος Κορκόντζελος, της 23ης ο αντισυνταγματάρχης Λαμπρινός, ενώ των καταδρομών ο ταγματάρχης Δαμασκηνός.[27].
Ο Μακάριος φθάνοντας στο γραφείο του περί τις 08:15 δέχθηκε μια σχολική αντιπροσωπεία από την Αίγυπτο που τον ανέμενε.[26] Τη στιγμή της προσφώνησης εκ μέρους του συνοδού καθηγητή από χειρογράφου, ακούστηκαν υπόκωφοι κανονιοβολισμοί. Ο Μακάριος καθησυχάζοντας τον καθηγητή τον παρότρυνε να συνεχίσει. Όταν και πάλι ακούστηκαν δυνατότεροι οι κανονιοβολισμοί που προέρχονταν από το στρατόπεδο του Εφεδρικού Σώματος, που υπερασπιζόταν ο ταγματάρχης Πανταζής και όλοι έδειχναν ανήσυχοι, ο Μακάριος επανέλαβε ατάραχος "συνέχισε παιδί μου". Τη στιγμή όμως εκείνη εισόρμησαν στην αίθουσα υποδοχής ο υπασπιστής του Μακαρίου με τον διοικητή της Προεδρικής Φρουράς, (ανεψιό του Μακαρίου) προειδοποιώντας τον για την επίθεση και παροτρύνοντάς τον να φύγει.
Στα λίγα λεπτά που ακολούθησαν ο Μακάριος με πολιτική περιβολή και φέροντας τραγιάσκα οδηγείται από τους συνοδούς του στην πίσω έξοδο ασφαλείας του μεγάρου, που παραμένει αφύλακτη και μέσα από ένα ξεροπόταμο φθάνει σε δημόσιο δρόμο. Τα δε παιδιά κυριολεκτικά είχαν φυγαδευτεί από την κυρία είσοδο του κτιρίου.[26]
Την κρίσιμη στιγμή εκείνη και ενώ πίσω του βάλλεται και πυρπολείται το προεδρικό μέγαρο, φθάνει απόσπασμα του Εφεδρικού που σπεύδει να προστατέψει τον Μακάριο. Τελικά αστυνομικό όχημα ακολουθώντας αγροτικούς δρόμους μεταφέρει τον Πρόεδρο με ασφάλεια σε ένα μοναστήρι, στο όρος Τρόοδος. Εκεί ο Πρόεδρος ακούει τον ραδιοφωνικό σταθμό της Λευκωσίας, που ήδη είχε περιέλθει στους πραξικοπηματίες, να επαναλαμβάνει το θάνατό του.
Στις 11:00 ο ταξίαρχος Γεωργίτσης ενημερώνει τον ομόβαθμό του Ιωαννίδη στον ειδικό θάλαμο επιχειρήσεων του τότε Πενταγώνου (στην Αθήνα), που παρακολουθεί την εξέλιξη μαζί με τους αρχηγούς των Όπλων[26] ότι η επιχείρηση τελείωσε με επιτυχία. Μία ώρα αργότερα ενημερώνεται για τη διαφυγή του Μακάριου.
Στις 13:00 ο Μακάριος, ακολουθώντας άλλη διαδρομή, κατήλθε από το Τρόοδος και φέροντας ράσα κατευθύνθηκε στην Πάφο, όπου και εισερχόμενος στον εκεί καθεδρικό ναό, απηύθυνε διάγγελμα διαψεύδοντας την είδηση του θανάτου του:[26][28]
Το μήνυμα αυτό αν και δεν ακούγονταν δυνατά λόγω της περιορισμένης εμβέλειας του ραδιοφωνικού σταθμού, έγινε αμέσως γνωστό από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Τελ Αβίβ που το είχε λάβει και με τον ισχυρό πομπό του άρχισε ν' αναμεταδίδει.[26]
Στις 15:00 οι πραξικοπηματίες στη Κύπρο, μη έχοντας πιθανώς γνωστά τα τεκταινόμενα στη Πάφο, δεδομένου ότι είχαν διακοπεί οι τηλεφωνικές συνδέσεις, παραβλέποντας τον εκ του συντάγματος νόμιμο διάδοχο στη θέση του προέδρου που ήταν ο τότε πρόεδρος της κυπριακής Βουλής των Αντιπροσώπων Γλαύκος Κληρίδης, επιλέγουν (και συγκεκριμένα ο Συνταγματάρχης Καταδρομών Κομπόκης, αφού προηγουμένως αποτάνθηκε μάταια σε κάποια άλλα πρόσωπα) τον δημοσιογράφο και βουλευτή τότε Νίκο Σαμψών, ο οποίος υπήρξε εμβληματικός αγωνιστής της ΕΟΚΑ και θεωρείτω "χασάπης" από του Άγγλους και τους Τούρκους, λόγω της δράσης του από το 1955 μέχρι το 1974. Ωστόσο, ο Νίκος Σαμψών δεν είχε εμπλακή στην προπαρασκευή του πραξικοπήματος, ούτε είχε ηγετική θέση στην ΕΟΚΑ Β', παρά μόνο θωρείτω τότε ως εμβληματική προσωπικότητα της λεγόμενης "ενωτικής παρατάξεως".
Λίγη ώρα μετά, ο Νίκος Σαμψών ορκίζεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κύπρου, εκφωνεί και το διάγγελμα επί την ανάληψη των καθηκόντων του κηρύσσοντας στρατιωτικό νόμο, χωρίς όμως να προβεί σε διάλυση της Βουλής, ή σε δίωξη πολιτικών προσώπων. Στη θέση αυτή θα παραμείνει για οκτώ ημέρες. Στη τελετή ορκωμοσίας του χοροστάτησε ο καθαιρεθείς πριν ένα χρόνο, επίσκοπος Γεννάδιος (πρώην Πάφου), ο οποίος και ορίστηκε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου.
Σημειώνεται ότι ο επίσκοπος Γεννάδιος μαζί με τους επισκόπους Ανθέμιο, (πρώην Κιτίου) και Κυπριανό, (πρώην Κερύνειας), είχαν προκαλέσει Εκκλησιαστικό πραξικόπημα το 1973, τους οποίους στη συνέχεια καθαίρεσε ο Μακάριος προκαλώντας Μείζονα Σύνοδο, στην οποία αν και προσκλήθηκαν η Εκκλησία της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν παρευρέθησαν.
Το ίδιο απόγευμα φαινόταν ότι το πραξικόπημα είχε τελικά επικρατήσει με απολογισμό 91 νεκρούς και 250 τραυματίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου