«Φεύγετε να φεύγομε γιατ’ έρχετ’ ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του…», είναι το άσμα που σύμφωνα με την Νεοελληνική μυθολογία τραγουδούν οι καλικάντζαροι όταν -παραμονή των Θεοφανίων- εγκαταλείπουν... τη γη για να κατέβουν πάλι κάτω στα έγκατα της, να συνεχίσουν τη δουλειά που είχαν αφήσει στη μέση. Το πελέκημα του δέντρου (με τσεκούρια, με πριόνια ή και με τα δόντια τους), που κρατά όρθιο τον κόσμο. Υπάρχουν βέβαια κι άλλες εκδοχές τούτης της δοξασίας, όπως η παρακάτω:
«Οι καρκάντσαλοι έχουν την κατοικία τους στον Αδη κι ροκανούν μι τα δόντια τους τα στύλια απού βαστούν τον ουρανό να μην πέσει κι πλακώσει τη γη. Κι ρουκανώντας, ρουκανώντας κουντεύουν να κόψουν τα στύλια. Τα φέρνουν ίσαμ’ αδράχτι απ’ γνέθουν οι γυναίκες μα τους πλακώνουν οι μέρις των Χριστουγέννων κι τ’ αφήνουν κι βγαίνουν στον κόσμο. Κι όσου να γυρίσουν πίσω, τα βρίσκουν όπους ήταν εξ αρχής, αφάγουτα».
Τα περίεργα αυτά γεννήματα της φαντασίας του ελληνικού λαού ήταν δαιμόνια που ανέβαιναν στην γη σε τακτά χρονικά διαστήματα, κυρίως στην διάρκεια του δωδεκαημέρου, μεταξύ της παραμονής των Χριστουγέννων και της παραμονής των Θεοφανίων.
Ο Νικόλαος Πολίτης υποστηρίζει ότι όλες οι δοξασίες σχετικά με τους καλικάντζαρους είναι ελληνικές (παραθέτοντας σημαντική επιχειρηματολογία που δεν είναι δυνατόν να μεταφερθεί εδώ λόγω χώρου) και προέρχονται από δεισιδαιμονίες και έθιμα που συνυφάνθηκαν με παλαιότερες μυθικές παραστάσεις. Λαϊκές δοξασίες για τα δαιμόνια του δωδεκαημέρου αναφέρει πρώτος ο Αλλάτιος τον 17ο αιώνα, ενώ έχουν διάφορα ονόματα με γνωστότερο και ευρύτερα διαδεδομένο το καλικάντζαρος, σε όλες τις παραλλαγές του: καλκάντζαρος, καλκαντζόνι, καλκάνι, καλικάντσιαρος, καρκάντζαλος, σκαλικάντζαρος, καρκάντζολος κ.λ.π. Αυτόν τον τελευταίο τύπο δανείστηκαν οι Αλβανοί σχηματίζοντας τη λέξη καρκαντζιόλι, οι Τούρκοι το καρά κοντζόλ και οι Βούλγαροι το κοροκοντζέρε και κερεκοντζούλ. Στα κοινά ονόματά τους ανήκουν και τα: παγανά, παρωρίτες, βουρβούλακες (που σημαίνει και τους βρυκόλακες), κωλοβελόνηδες (Αττική), πλανήταροι (Κύπρος), Τσιλικρωτά (Μάνη), καλιοντζήδες (Ζαγόρι) κ.ά.
Ο Φαίδων Κουκουλές παραδέχεται εν μέρει την ερμηνεία του Νικόλαου Πολίτη και προσθέτει ότι οι καλικάντζαροι προήλθαν και από τους κανθάρους. Κάνθαροι ή καλικάντζαροι κατ' ευφημισμό ήταν βλαπτικά κολεόπτερα για τους αγρούς και για τ' αμπέλια. Ύστερα εμφανίστηκαν σαν δαιμόνια με μορφή κανθάρων. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους οι μεταμφιεσμένοι και άλλα στοιχεία κυρίως παλαιά, προστέθηκαν και μεταπλάστηκαν στα σημερινά δαιμόνια τους καλικάντζαρους.
Ο Κωνσταντίνος Ρωμαίος υποστήριξε την άποψη πως οι καλικάντζαροι προέρχονται από τις αρχαίες κήρες δηλ. τις ψυχές των νεκρών. Την ίδια άποψη ασπάστηκε και ο Γεώργιος Μέγας και ο Γεώργιος Παπαχαραλάμπους.
Ο Κυριάκος Χατζηϊωάννου εξέφρασε τη γνώμη ότι οι καλικάντζαροι παρουσιάζουν ομοιότητες με τους ελληνικούς Σατύρους και με τα αραβικά δαιμόνια τζιν . Στη συνέχεια υποστήριξε ότι οι καλικάντζαροι έχουν χαρακτηριστικά που για να ερμηνευθούν πρέπει να ανατρέξουμε στη γιορτή των αρχαίων Κρονίων και όχι των ρωμαϊκών Σατουρναλίων, όπως υποστήριξε ο Νικόλαος Πολίτης. Ακολούθως εισηγήθηκε την άποψη ότι οι μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου είναι υπολείμματα των μεταμφιεσμένων κατά τις πομπές που γίνονταν προς τιμή του Θεού Διονύσου, των υπολοίπων Θεών και του αυτού Δαίμονα.
Υπάρχουν κι άλλες απόψεις που θα μπορούσαμε να τις παραθέσουμε συγκεντρωτικά:
Επειδή οι δώδεκα μέρες του Δωδεκαημέρου προστέθηκαν για να εναρμονιστεί ο σεληνιακός με τον ηλιακό χρόνο θεωρήθηκαν μέρες εμβόλιμες, μη κανονικές. Κατά το διάστημα αυτό επέρχεται μια αναστάτωση στην τροχιά του χρόνου. Σ' αυτή την αλλαγή παρουσιάζονται μυστηριώδη όντα ενοχλητικά ή βλαπτικά. Τέτοιοι είναι οι καλικάντζαροι που αντιπροσωπεύουν τους Δαίμονες της βλαστήσεως. Η βλάστηση αρχίζει να οργιάζει αυτή την εποχή. Σε τέτοια ανάστατη εποχή βρίσκουν ευκαιρία και οι Νεκρικοί Δαίμονες (που σχετίζονται με τους Βλαστικούς Δαίμονες, να επιφαίνονται πάνω στη γη. Εμφανίζονται δηλαδή οι νεκρικές ψυχές σαν Δαίμονες.
Κοινό γνώρισμα των καλικαντζάρων είναι η δυσμορφία τους, τα μακριά αχτένιστα μαλλιά, τα κόκκινα μάτια, τα καπρόδοντα, τα μακριά νύχια, τα γαϊδουρινά πόδια. Πολλές φορές ήταν κουτσοί, άλλοτε ήταν κουτσός μόνον ο αρχηγός τους. Όπως δε πιστεύεται ανήκαν στα «πονηρά» πνεύματα. Αντίθετα, ο Θάνος Βελλούδιος στην μελέτη του εμφανίζει και μία κατηγορία «καλών πνευμάτων» τις «Καλοκυράδες» και τους «Χρυσαφέντες», που ο Ν.Γ. Πολίτης υποστηρίζει ότι ήταν ονομασίες που δίδονταν κατ’ ευφημισμόν. Είναι ντυμένοι με κουρέλια και σιδεροπάπουτσα, αλλά βασικά στοιχεία της ένδυσής τους ήταν επίσης η σκούφια ή κατσούλα, φτιαγμένη από γουρουνότριχες «ως πίλος οξυκόρυμβος» και η καπότα, η οποία θυμίζει «τους δασείς χιτώνας των Σιληνών». Κατά κανόνα πάντως οι καλικάντζαροι δεν έκαναν μεγάλο κακό στους ανθρώπους, όσο κι αν τους «σταύρωναν» και τους πείραζαν.
Καλικάντζαροι γίνονταν τα παιδιά που τύχαινε να γεννηθούν την ημέρα των Χριστουγέννων, ή κατ’ άλλους σε όλη την διάρκεια του δωδεκαήμερου και το παιδί γλίτωνε μόνον αν βαπτιζόταν αυθημερόν και ο παπάς δεν έκανε κανένα λάθος κατά την διάρκεια του μυστηρίου.
Στην περίοδο του δωδεκαημέρου συναντώνται έθιμα χριστιανικά και ειδωλολατρικά μαζί, τα οποία συμπορεύονται με αφετηρία την τροπή του ήλιου (21 Δεκεμβρίου). Έτσι οι καλικάντζαροι δείχνουν να είναι απόγονοι των μεταμφιεσμένων του Δωδεκαημέρου στο Βυζάντιο, έθιμο που περνάει σε πολλά μέρη της Μακεδονίας με τις τελετές του Αράπη, τα Μωμοέρια, τα Μπουμπουσάρια κ.ά. αλλά και τα Καστοριανά Ρογκατσάρια (που ο Λουκάτος θεωρεί πιθανόν το όνομα να είναι παραφθορά του Λυκοκαντζάρια - Καλικαντζάρια) καθώς επίσης και των νεκρικών δαιμόνων, συμβολίζοντας τους αρχαίους Κήρες ή Νεκυδαίμονες, που την περίοδο αυτή του χειμώνα και των τροπών του ήλιου ανέβαιναν στη γη. Κατά τον Πολίτη οι μεταμφιεσμένοι του Δωδεκαημέρου «παρέσχον το ενδόσιμον εις την φαντασίαν του λαού» για να πλάσει τους καλικαντζάρους, καταλήγοντας ότι η δοξασία «περί επιφοιτήσεως αυτών εις την γην μόνον κατά το δωδεκαήμερον θα ήτο ακατανόητος εάν δεν ανεφέρετο εις τους εορταστάς του Δωδεκαημέρου».
Ο Ν.Γ. Πολίτης παρατηρεί ότι τα σωματικά ελαττώματα των καλικαντζάρων «υπενθυμίζουσι τας διαστρόφους μορφάς των Καβειρίων δαιμόνων και των άλλων πλασμάτων των κατά τόπους διονυσιακών λατρειών». Ο ίδιος αναφέρει ότι έδειξε σε απλούς χωρικούς εικόνες δύο πήλινων ειδωλίων που βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο και «ομοφώνως μοι είπον ότι παριστώσι καλλικαντζάρους».
Οι μακρινές μνήμες από τις παραδόσεις αιώνων, αναγνωρίζονται στη Νεοελληνική μυθολογία. Οι καλικάντζαροι π.χ. τρώνε ακαθαρσίες («φίδια, γουστέρες κι άλλα μαγαρισμένα πράματα») και μαγαρίζουν την τροφή των ανθρώπων, όπως ακριβώς οι Άρπυιες που άρπαζαν την τροφή του Φινέα, «ολίγα δε, όσα οσμής ανάπλεα κατέλιπον, ώστε μη δύνασθαι προσενέγκασθαι» (Απολλόδωρος).
Υπήρχε επίσης η δοξασία ότι, αν μιλήσεις σε καλικάντζαρο, αυτός μπορούσε να σου πάρει τη λαλιά. Μια δοξασία με παμπάλαιες ρίζες. Ο βυζαντινός Τιμαρίων αναφέρει δαίμονες οι οποίοι «Δυνάμει τινί λαθραία πεδούντες την λαλιάν», ενώ οι αρχαίοι έπαυαν να μιλούν όταν πλησίαζαν σε τάφους.Τρεις τρόπους απομάκρυνσης των καλικαντζάρων αναφέρει η παράδοση. Χριστιανικές ιεροτελεστίες, επωδές και μαγικές πράξεις. Από το χριστιανικό οπλοστάσιο, σημαντική είναι η δύναμη του σταυρού, που τον σημείωναν στα οικιακά σκεύη, τα πιθάρια με το λάδι και το κρασί, τα αγγεία με το πόσιμο νερό και ενίοτε στα μέτωπα των παιδιών και φυσικά το οριστικό διώξιμό τους με τον αγιασμό της Πρωτάγιασης (Παραμονής των Θεοφανίων).
Από τις επωδές προτιμότερο ήταν το «Πάτερ ημών», ή η φράση «Ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα», επειδή όλα τα δαιμονικά πλάσματα τρέμουν τη φωτιά. Φράση που είχε μεταπέσει σε παροιμία από τα τέλη κι όλας του 19ου αιώνα και χρησιμοποιούνταν (όπως αναφέρει ο Λουκάτος), «επί των παντελώς αχρήστων πραγμάτων ή επί μωρών και ασυναρτήτων λόγων».
Για τις μαγικές πράξεις, η φωτιά ήταν απαραίτητη. Το τζάκι που δεν επιτρεπόταν να σβήσει κατά την διάρκεια του Δωδεκαήμερου και τα δυο μεγάλα κούτσουρα, τα «Χριστόξυλα», ένα από ήμερη ελιά κι ένα από πουρνάρι, που θα έκαιγαν συνεχώς. Ο χαμοηλιός (Carlinia Graeca), ένα αγκαθωτό ενδημικό φυτό θεωρείται ότι φυλάει το σπίτι, αλλά και ολόκληρο το χωριό λειτουργώντας αποτρεπτικά («Χαμοηλιός μυρίζει εδώ/Να χαθεί τέτοιο χωριό!») καθώς και ο απήγανος (Ruta Montana) τον οποίον καίνε και σταυρώνουν τα πορτοπαράθυρα και τα μέτωπα των αβάπτιστων παιδιών. Δραστικό ήταν επίσης το κάπνισμα με δύσοσμες ουσίες, ακόμα και παλιά τσαρούχια.
Τρόπος άμυνας ήταν κι η τοποθέτηση ενός κόσκινου στα σημεία από τα οποία θα μπορούσαν να μπουν οι καλικάντζαροι. «…Ετσι ο σκαλικάντσαρος, σα μπαίνει για να κάμει κακό στο σπίτι και γλέπει το κόσκινο, αρχινάει να μετράει τσι τρούπες του, μα μετρώντας τες ξημερώνεται και λαλώντας ο πρώτος κόκορης, ο σκαλικάντσαρος τσακίζεται να φύγει…»
Αυτά για τους καλικάντζαρους και τη νεοελληνική μυθολογία. Μένει ν’ αναρωτιόμαστε μόνο καμιά φορά, αν στον αιώνα του Διαδικτύου και των McDonald’s αξίζει τον κόπο να μιλάμε για καλικαντζάρους. Όπως και να ‘χει όμως το πράγμα, εσείς φροντίστε να βάλετε κόσκινο στην καμινάδα, ώστε οι καλικάντζαροι που θα θελήσουν να σας επισκεφθούν να απορροφηθούν μέχρι το λάλημα του πρώτου πετεινού στην προσπάθειά τους να μετρήσουν του κόσκινου τις τρύπες κι έτσι να μην σας κατουρήσουν τη φωτιά, να μην σας μαγαρίσουν τις τροφές και τα μελομακάρονα, να μην αναστατώσουν το σπίτι απ’ άκρου εις άκρον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου