ΕΠΕΣΕ το Κράτος στα χέρια τους (ήταν να μην… πέσει). Στους εκλεγμένους κι απ’ αυτούς στους διορισμένους. Κι ήταν η δημοκρατία το άλλοθί τους, πριν τη σφίξουν από… αγάπη και της βγουν τα μάτια. Η μια κυβέρνηση μετά την άλλη και με πραγματικές διαφορές,.. στην αρχή, μιας και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα δεν θύμιζε ΕΡΕ, ούτε… εκσυγχρονισμό. Ύστερα έγινε ο κόσμος επίπεδος, με τα «κάστρα» που έπεσαν, για να κόβει βόλτες ανενόχλητος ο καπιταλισμός.
ΔΕΙΛΑ, στο ξεκίνημα κι ύστερα πιο τολμηρά. Η Ελλάδα στα χέρια μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων. Με την «ιδεολογία» της εκάστη, με τον αρχηγό, τους οπαδούς, τα «στελέχη» και με το αίσθημα της απελευθέρωσης απ’ τα δεσμά της Χούντας. Με το «νενικήκαμεν», έσπευδαν να καταλάβουν θέσεις. Απ’ τον παρατρεχάμενο του αρχηγού, μέχρι τον τελευταίο αφισοκολλητή κι όλοι τους καμάρωναν με την… Ελλάδα στην αγκαλιά τους, αμέριμνη, ανυποψίαστη και… ευτυχισμένη(!).
ΤΙ κάνουμε, λοιπόν, με… πλέρια την εξουσία στα πόδια μας; Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους αμήχανα. Οι μήνες πέρασαν και, με τα χρόνια, τους βρίσκεις να’ χουν στήσει τους θύλακες εξουσίας μέσα στην εξουσία. Υπουργοί σε απέραντο χωράφι για αλώνισμα, παράγοντες, στελέχη και αρχηγίσκοι σε πόστα που δεν τα ’χαν στη ζωή τους ονειρευτεί, τυμβωρύχοι σε (συλημένους) τάφους και η δόλια η πατρίδα λάφυρό τους. «Πήραν», βλέπεις, τις εκλογές. «Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τη πίστιν τετήρηκα, τον δρόμον τετέλευκα…» κι ήταν ο «αγώνας» βραδινή αφισοκόλληση και σημαιάκια προεκλογικά, αφοσίωση στον αρχηγό, συνοδεία του υποψηφίου στις εξορμήσεις του και «επένδυση» στον περιαλειφόμενο για υπουργό.
ΚΙ ύστερα; Έστησε η εξουσία το κεντρικό της τσαντίρι, ο υπουργός με τους παρατρεχάμενους το δικό του, οι παράγοντες, τα μεγαλοστελέχη και οι «ημέτεροι» τα δικά τους κι ο τόπος γέμισε τσαντίρια. Με τη νόμιμη αυτονομία τους και με την παράνομη (υπόγεια) επικοινωνία τους. Με τους δημόσιους «λειτουργούς» σε προσοδοφόρα πόστα και με κοινή «ιδεολογία» το χρήμα που… ενώνει. Κι άρχισε το Κράτος να «λειτουργεί», χωρίς οι άνθρωποί του να νιώθουν τη… μπόχα τριγύρω. Και να εισπνέουν τη διαφθορά σαν άρωμα ακριβό.
ΟΛΑ όλοι τα’ ξεραν, τα έβλεπαν, τα ζούσαν κι ας σηκώνουν σήμερα τους ώμους και δεν θέλουν να πληρώσουν. Και με το… δίκιο τους. Δεν είδαν «εχθρό» στο βάθος, δεν ένιωσαν κανέναν κίνδυνο και η δειλία έγινε θάρρος, θράσος και αναίδεια πολιτική. Με νόμους προστατευτικούς (περί μη ευθύνης κ.λπ.) δικιάς τους εμπνεύσεως και σε ατμόσφαιρα αμοιβαίας, διακομματικής κατανόησης. Και σήμερα; Δεν πληρώνουν. Ούτε πολιτικοί «πλουτήσαντες», ούτε μεγαλοκλέφτες, φοροφυγάδες και μιζαδόροι. Εμείς πληρώνουμε. Ωστόσο, ενοχλούνται. Όπως έστρωσαν να κοιμηθούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου