Με την απόσταξη ροδόνερου από τριαντάφυλλα απασχολούνται εδώ κι έξι χρόνια οι αγρότες του Βοΐου Κοζάνης καθώς και με την παραγωγή υποπροϊόντων τους, όπως η μπουγάτσα τριαντάφυλλο, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Εισήγαγαν πρώτοι στην... Ελλάδα το βιομηχανικό τριαντάφυλλο και συνάμα έβαλαν τη χώρα στον παγκόσμιο χάρτη παραγωγών ροδέλαιου. Αυτό συντελέστηκε όταν τα ιδρυτικά μέλη του Συνεταιρισμού Αρωματικών Φυτών, Βοΐου Κοζάνης αποφάσισαν έξι χρόνια πριν να ασχοληθούν με την καλλιέργεια ροζ τριανταφύλλων, όπως γράφει δημοσίευμα του Έθνους.
Το ροδόνερο δεν χαρακτηρίζεται αδίκως στις διεθνείς αγορές ως ο «υγρός χρυσός» αν αναλογιστεί κανείς ότι διατίθεται περισσότερο από 6.000 ευρώ/λίτρο σε τιμές χονδρικής, ενώ στη λιανική φτάνει τα 15 ευρώ/γραμμάριο. Αξίζει να σημειωθεί ότι για την παραγωγή ενός λίτρου ροδέλαιου απαιτούνται 3,5 έως 4 τόνοι τριαντάφυλλων η παραγωγή των οποίων αντιστοιχεί σε 4 με 5 στρέμματα ροδοκαλλιέργειας.
«Το ενδιαφέρον συνεχώς αυξάνεται. Η παραγωγή δίνει στρεμματική απόδοση πενταπλάσια από αυτήν των σιτηρών ή του καπνού, ενώ το τελικό προϊόν είναι από τα καλύτερα του κόσμου», είπε στο Έθνος ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού Ν. Ξανθόπουλος, ο οποίος προβλέπει ότι τον επόμενο χρόνο η συνολικά καλλιεργημένη με ροζ τριαντάφυλλα έκταση θα φτάνει τα 1.000 στρέμματα, από 100 που είναι σήμερα.
Το ροδόνερο είναι περιζήτητο σε αρωματοποιίες και φαρμακευτικές εταιρείες ενώ χρησιμοποιείται και στη ζαχαροπλαστική.
Θραύση έκανε η μπουγάτσα τριαντάφυλλο που παρουσίασε ο Συνεταιρισμός σε πρόσφατη ημερίδα που διεξάχθηκε για τις εναλλακτικές καλλιέργειες στην Κοζάνη. Πρόκειται για την κλασική μπουγάτσα με κρέμα, η οποία όμως με την προσθήκη του ροδόνερου, αποκτά μια ιδιαίτερη γεύση. Ήδη δύο εργαστήρια ζαχαροπλαστικής-αρτοποιημάτων σε Κοζάνη και Καστοριά έχουν προμηθευτεί τη συνταγή και το απαραίτητο ροδόνερο και παρασκευάζουν την περιζήτητη μπουγάτσα, ενώ έχουν εκφραστεί οι προσδοκίες να κυκλοφορήσει σε όλη την Ελλάδα.
Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Συνεταιρισμός έχει επιλέξει να επεξεργάζεται την ποικιλία «ρόζα η δαμασκηνή», ίδια με αυτήν που καλλιεργείται στη Βουλγαρία, την Τουρκία, την Κίνα, την Ινδία και τη Ρωσία ενώ διαθέτει το δικό του αποστακτήριο. Μετά τη φύτευση, που ευδοκιμεί σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές, η πλήρης ανθοφορία επιτυγχάνεται τέσσερα χρόνια μετά και κρατά περίπου είκοσι χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου