Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον
Κάποια στιγμή η ζωή τελειώνει. Αλλά το ψηφιακό μας αποτύπωμα μένει για πάντα παγιδευμένο στο αθάνατο Internet. Οι πρώτες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην «ψηφιακή κληρονομιά» έχουν εμφανιστεί. Οι πρώτες δίκες για τη μετά θάνατον διαχείριση κωδικών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου... έχουν γίνει. Οχι μόνο στην Αμερική. Το ζήτημα της φήμης μετά το Tέλος απασχολεί όλο και περισσότερο και την ελληνική πραγματικότητα. Το τελευταίο του κείμενο έγραφε για τα χαρτάκια Panini. Μιλούσε νοσταλγικά, για το πόσο ωραία είναι τώρα που τα ποδοσφαιρικά αυτοκόλλητα επιστρέφουν στη ζωή μας, πόσο ωραίες αναμνήσεις φέρνουν, πόσο λάθος έχει πάρει τη ζωή του όποιος δεν συγκινείται με όλα αυτά. Τα σχόλια κάτω από το post στην αρχή ήταν τυπικά. Κάποιος συμφωνούσε, κάποιος διαφωνούσε, κάποια εξέφραζε με νάζι την αντίθεσή της στην ποδοσφαιρική λαίλαπα των αγοριών. Και μετά σιωπή. Το επόμενο σχόλιο εμφανίστηκε λίγους μήνες μετά. Eλεγε: «Καλό ταξίδι». Το μεθεπόμενο έγραφε κάτι παρόμοιο.
Υπήρχε και η απορία ενός αδαούς: «Τι έγινε, ρε παιδιά, γιατί δεν ανανεώνεται πια το blog;». Ο λυρισμός του επόμενου απαντούσε στην ερώτηση: «Αυτές εδώ οι ηλεκτρικές γραμμές θα ταξιδεύουν σε αυτό το καράβι-φάντασμα. Κανένας δεν ξέρει πια το password τιμόνι. Ετσι θα μείνει, και έτσι θα ταξιδεύει. Μόνο τα σχόλια ίσως μεγαλώνουν…». Αργότερα, χρόνια μετά, κάποιο ηλεκτρονικό bot άφησε κάτω από τα σχόλια μια διαφήμιση για μια δίαιτα εξπρές. Τόσο ιερόσυλο, σαν να βλέπεις ανάμεσα στα άνθη μιας κηδείας ένα διαφημιστικό πιτσαρίας. Μόνο πιο δύσκολο να αφαιρεθεί. Και ύστερα, πάλι, σιωπή.
Κάποια στιγμή η ζωή τελειώνει. Αλλά το ψηφιακό μας αποτύπωμα μένει για πάντα παγιδευμένο στο αθάνατο Internet. Οι πρώτες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην «ψηφιακή κληρονομιά» έχουν εμφανιστεί. Οι πρώτες δίκες για τη μετά θάνατον διαχείριση κωδικών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου... έχουν γίνει. Οχι μόνο στην Αμερική. Το ζήτημα της φήμης μετά το Tέλος απασχολεί όλο και περισσότερο και την ελληνική πραγματικότητα. Το τελευταίο του κείμενο έγραφε για τα χαρτάκια Panini. Μιλούσε νοσταλγικά, για το πόσο ωραία είναι τώρα που τα ποδοσφαιρικά αυτοκόλλητα επιστρέφουν στη ζωή μας, πόσο ωραίες αναμνήσεις φέρνουν, πόσο λάθος έχει πάρει τη ζωή του όποιος δεν συγκινείται με όλα αυτά. Τα σχόλια κάτω από το post στην αρχή ήταν τυπικά. Κάποιος συμφωνούσε, κάποιος διαφωνούσε, κάποια εξέφραζε με νάζι την αντίθεσή της στην ποδοσφαιρική λαίλαπα των αγοριών. Και μετά σιωπή. Το επόμενο σχόλιο εμφανίστηκε λίγους μήνες μετά. Eλεγε: «Καλό ταξίδι». Το μεθεπόμενο έγραφε κάτι παρόμοιο.
Υπήρχε και η απορία ενός αδαούς: «Τι έγινε, ρε παιδιά, γιατί δεν ανανεώνεται πια το blog;». Ο λυρισμός του επόμενου απαντούσε στην ερώτηση: «Αυτές εδώ οι ηλεκτρικές γραμμές θα ταξιδεύουν σε αυτό το καράβι-φάντασμα. Κανένας δεν ξέρει πια το password τιμόνι. Ετσι θα μείνει, και έτσι θα ταξιδεύει. Μόνο τα σχόλια ίσως μεγαλώνουν…». Αργότερα, χρόνια μετά, κάποιο ηλεκτρονικό bot άφησε κάτω από τα σχόλια μια διαφήμιση για μια δίαιτα εξπρές. Τόσο ιερόσυλο, σαν να βλέπεις ανάμεσα στα άνθη μιας κηδείας ένα διαφημιστικό πιτσαρίας. Μόνο πιο δύσκολο να αφαιρεθεί. Και ύστερα, πάλι, σιωπή.
Ο Νοέμβριος του 2006 ήταν η αρχή του τέλους της αθωότητας για την πρώτη ελληνική κοινότητα bloggers. Πολύ προτού εμφανιστούν παραπολιτικά, εκβιαστικά, παρασιτικά και ύποπτα αποκαλυπτικά blogs, πολύ προτού οι περισσότεροι δημοσιογράφοι ανακαλύψουν τη δύναμη του ελληνικού Internet, μια κλειστή κοινότητα ανθρώπων έγραφε, μάλωνε, έκανε κριτική και πλάκα μέσα από το νέο ηλεκτρονικό τους παιχνίδι.
Ο ιδιοκτήτης ενός blog χαλαρού περιεχομένου, λίγο αφότου έγραψε το τελευταίο νοσταλγικό, ποδοσφαιρικό του κείμενο, έφυγε από τη ζωή. Κανείς δεν ήξερε πώς, γιατί και πότε. Κανείς δεν ήξερε καν την ηλικία του, ίσως μόνο να τη φανταζόταν από τα κείμενά του. Μία από τις πρώτες δημόσιες αμηχανίες του ελληνικού Ιnternet είχε δημιουργηθεί: Ενας νεκρός άνθρωπος έφευγε, αλλά ένα ζωντανό blog έμενε εσαεί χαμένο μέσα στην απεραντοσύνη και στην αιωνιότητα της ψηφιακής ζωής. Και τώρα τι; Τώρα αρχίζουν τα πραγματικά προβλήματα, τουλάχιστον για αυτούς που μένουν.
Ο ιδιοκτήτης ενός blog χαλαρού περιεχομένου, λίγο αφότου έγραψε το τελευταίο νοσταλγικό, ποδοσφαιρικό του κείμενο, έφυγε από τη ζωή. Κανείς δεν ήξερε πώς, γιατί και πότε. Κανείς δεν ήξερε καν την ηλικία του, ίσως μόνο να τη φανταζόταν από τα κείμενά του. Μία από τις πρώτες δημόσιες αμηχανίες του ελληνικού Ιnternet είχε δημιουργηθεί: Ενας νεκρός άνθρωπος έφευγε, αλλά ένα ζωντανό blog έμενε εσαεί χαμένο μέσα στην απεραντοσύνη και στην αιωνιότητα της ψηφιακής ζωής. Και τώρα τι; Τώρα αρχίζουν τα πραγματικά προβλήματα, τουλάχιστον για αυτούς που μένουν.
Η σκέψη του θανάτου είναι αποτρεπτική, απεχθής, κάτι ενοχλητικό, εκνευριστικό. Ο θάνατος όμως, ανεξαρτήτως σκέψεως, είναι μια πραγματικότητα. Επειτα από αυτόν μένουν οι αναμνήσεις, οι ιστορίες, οι κιτρινισμένες από τον χρόνο φωτογραφίες. Παλαιότερα. Τώρα που σοφίτες δεν υπάρχουν πια και αν υπάρχουν δεν είναι γεμάτες από θαμπωμένα γράμματα και κίτρινες φωτογραφίες, η διαχείριση του θανάτου έρχεται σε σύγκρουση με την ψηφιακή πραγματικότητα. Τα γράμματα, ακόμη και τα ερωτικά, έχουν γίνει e-mails.
Τα ημερολόγια δεν υπάρχουν πια, τα εξαφάνισαν τα blogs. Τα φωτογραφικά άλμπουμ δεν έχουν ζελατίνες να κρατάνε τις φωτογραφίες, απλώς κωδικούς. Τα κομμάτια της ζωής έχουν γίνει ψηφιακά, προσβάσιμα στους περισσότερους και αθάνατα όσο και το ίδιο το Internet. Πώς διαχειρίζεται η ψηφιακή πραγματικότητα μετά το τέλος της ζωής; Και ποιον ενδιαφέρουν όλα αυτά;
Τα ημερολόγια δεν υπάρχουν πια, τα εξαφάνισαν τα blogs. Τα φωτογραφικά άλμπουμ δεν έχουν ζελατίνες να κρατάνε τις φωτογραφίες, απλώς κωδικούς. Τα κομμάτια της ζωής έχουν γίνει ψηφιακά, προσβάσιμα στους περισσότερους και αθάνατα όσο και το ίδιο το Internet. Πώς διαχειρίζεται η ψηφιακή πραγματικότητα μετά το τέλος της ζωής; Και ποιον ενδιαφέρουν όλα αυτά;
Ας μιλήσουν πρώτα οι αριθμοί. Στον ιστότοπο Flickr υπάρχουν 5 δισεκατομμύρια φωτογραφίες. Οι ενεργοί bloggers απογράφονται στα 20 εκατομμύρια. Στο Facebook είναι περίπου 500 εκατομμύρια άνθρωποι, ίσως και περισσότεροι. Τα avatars, οι ψηφιακοί εαυτοί των ανθρώπων σε παιχνίδια όπως το SecondLife ή το WorldofWordcraft είναι εκατομμύρια. Οι αριθμοί είναι επίτηδες ασαφείς, γιατί από τη στιγμή που γράφεται το κείμενο χιλιάδες προσήλθαν οικειοθελώς στη χώρα του ψηφιακού κουτσομπολιού.
Πρόσφατα, το περιοδικό των «New York Times» ασχολήθηκε σε βάθος με το θέμα τής μετά θάνατον ζωής. Ανέφερε περιπτώσεις ανάλογες με αυτή του έλληνα blogger, οι περισσότερες μακάβριες, όπως είναι οτιδήποτε έχει να κάνει με μια χαμένη ζωή. Το άρθρο ανέφερε τον Μακ Τόνις, έναν συγγραφέα τριών όχι ιδιαίτερα ευπώλητων βιβλίων, που στις 18 Οκτωβρίου του 2009 ανανέωσε για τελευταία φορά το blog του. Ηταν 34 χρόνων, άγαμος, είχε δύο γάτες και το τελευταίο τραγούδι που άκουγε την ώρα που έγραφε ήταν το «Everything That Happens Will Happen Today», των Ντέιβιντ Μπερν και Μπράιαν Ινο. Ειρωνικά, αυτό που συνέβη, συνέβη εκείνη την ημέρα: Πέθανε από καρδιακή αρρυθμία λίγο μετά την τελευταία ανανέωση του blog του. Οι γονείς του έμαθαν για τη δραστήρια ψηφιακή ζωή του μετά τον θάνατό του. Μέχρι τότε δεν είχαν καν υπολογιστή. Οι ψηφιακοί φίλοι του προσπάθησαν να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη του, σώζοντας τις αναρτήσεις του, άνθρωποι που δεν τον είχαν γνωρίσει ποτέ μίλησαν στους «Νew York Times» για μια «φοβερή θλίψη» και την παρηγοριά τού να διαβάζουν τα παλιά κείμενά του. Ο ίδιος μάλλον από κάπου αλλού κοιτούσε περήφανος την ψηφιακή κληρονομιά του.
Πρόσφατα, το περιοδικό των «New York Times» ασχολήθηκε σε βάθος με το θέμα τής μετά θάνατον ζωής. Ανέφερε περιπτώσεις ανάλογες με αυτή του έλληνα blogger, οι περισσότερες μακάβριες, όπως είναι οτιδήποτε έχει να κάνει με μια χαμένη ζωή. Το άρθρο ανέφερε τον Μακ Τόνις, έναν συγγραφέα τριών όχι ιδιαίτερα ευπώλητων βιβλίων, που στις 18 Οκτωβρίου του 2009 ανανέωσε για τελευταία φορά το blog του. Ηταν 34 χρόνων, άγαμος, είχε δύο γάτες και το τελευταίο τραγούδι που άκουγε την ώρα που έγραφε ήταν το «Everything That Happens Will Happen Today», των Ντέιβιντ Μπερν και Μπράιαν Ινο. Ειρωνικά, αυτό που συνέβη, συνέβη εκείνη την ημέρα: Πέθανε από καρδιακή αρρυθμία λίγο μετά την τελευταία ανανέωση του blog του. Οι γονείς του έμαθαν για τη δραστήρια ψηφιακή ζωή του μετά τον θάνατό του. Μέχρι τότε δεν είχαν καν υπολογιστή. Οι ψηφιακοί φίλοι του προσπάθησαν να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη του, σώζοντας τις αναρτήσεις του, άνθρωποι που δεν τον είχαν γνωρίσει ποτέ μίλησαν στους «Νew York Times» για μια «φοβερή θλίψη» και την παρηγοριά τού να διαβάζουν τα παλιά κείμενά του. Ο ίδιος μάλλον από κάπου αλλού κοιτούσε περήφανος την ψηφιακή κληρονομιά του.
Δεν ήταν ο μόνος, δεν ήταν ο πρώτος. Το 2004, ο Τζάστιν Ελσγορθ, αμερικανός πεζοναύτης, πέθανε σε μια άσκοπη μάχη κάπου στο Ιράκ. Οι γονείς του ζήτησαν από τη Yahoo! τους κωδικούς του ηλεκτρονικού του ταχυδρομείου. Η εταιρεία αρνήθηκε. Η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια, όπου η οικογένεια κατάφερε να πάρει ένα CD με συμπιεσμένα όλα τα e-mails του γιου τους. Τους κωδικούς δεν τους πήρε ποτέ, στην πρώτη σχετική δίκη που έγινε για την ψηφιακή κληρονομιά ενός ανθρώπου που είχε πια φύγει από τη ζωή.
Υπάρχει κάτι το μυστικιστικό στη μάχη ανθρώπων για κωδικούς που παραμένουν ξεχασμένοι σε έναν ανενεργό εγκέφαλο. Και είναι και πιο κοντά μας απ’ όσο νομίζουμε. Ο Μανόλης Σφακιανάκης, προϊστάμενος της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, ξεκαθαρίζει ότι μέχρι στιγμής στην Ελλάδα το Σώμα δεν έχει ασχοληθεί με κάτι σχετικό. «Εχουμε όμως αρκετές κλήσεις από ανθρώπους που αναζητούν τους κωδικούς αγαπημένων τους ανθρώπων που έχουν φύγει από τη ζωή. Τους συμβουλεύουμε να πάρουν δικαστική εντολή από ελληνικό δικαστήριο, να τη στείλουν στην αμερικανική εταιρεία e-mail και μετά να περιμένουν»...
Υπάρχουν όμως πολλές περίεργες ή ανατριχιαστικές ελληνικές περιπτώσεις. Πριν από λίγους μήνες, ένας επιχειρηματίας από την ελληνική επαρχία πέθανε. Τα Χριστούγεννα, την ημέρα της γιορτής του, είχε προγραμματίσει να στείλει προσωπικά e-mail ευχών σε φίλους, μια εύκολα προγραμματισμένη κίνηση που ένας προνοητικός άνθρωπος μπορεί να την κάνει ένα βράδυ που δεν φαντάζεται τι του επιφυλάσσει η ζωή. Στις 25 Δεκεμβρίου του 2010 σοκαρισμένοι οι φίλοι του έλαβαν τις ηλεκτρονικές ευχές του! Κάποιοι πήραν τηλέφωνο και την Αστυνομία με μια περίεργη απορία: «Μήπως τελικά ζει και μας έστειλε το μήνυμα για κάποιον λόγο;». Η απάντηση ήταν, δυστυχώς, όχι.
Πρόσφατα, μια κοπέλα που είχε εξαφανιστεί από μια επαρχιακή πόλη πριν από χρόνια, έχοντας γίνει θέμα σε τηλεοπτικές εκπομπές αναζητήσεων, απασχόλησε με ψηφιακό τρόπο όσους την αναζητούσαν. Ανακαλύφθηκε ότι υπάρχει κίνηση στον λογαριασμό e-mail της. Τα ίχνη της ηλεκτρονικής κίνησης βρέθηκαν, αλλά είχε γίνει από ένα Internetcafe κοντά στην περιοχή από όπου εξαφανίστηκε. Ακόμη δεν έχει βρεθεί αν ήταν η ίδια εκεί ή κάποιος που ήξερε περισσότερα από όσα θα έπρεπε για αυτήν.
Το Internet, το απόλυτο Ελ Ντοράντο της εποχής, είναι ανοιχτό σε νέες ιδέες. Ακόμη και αν είναι μακάβριες. Ισως γι’ αυτό ένα σωρό sites ξεπετιούνται τον τελευταίο καιρό, που έχουν να κάνουν με τη διαχείριση της ψηφιακής κληρονομιάς. Υπάρχουν το Legacylocker.com, το Datainherit.com, toEntrusted. om, το Thedigitalbeyond.com και το Deathandlegacy.com. Ολα τους έχουν να κάνουν με τον τρόπο που κάποιος προνοητικός και σίγουρα όχι προληπτικός χρήστης των socialmedia θέλει να διαχειριστεί τη φήμη του στο μέλλον. Κάποιοι θέλουν να διαγράψουν τον λογαριασμό τους, δεν βρίσκουν τον λόγο να μείνει για πάντα σε αυτόν τον κόσμο η πλάκα που έκαναν με τους φίλους τους για την μπάλα, τους celebrities, τα κακά κουρέματα ή ό,τι άλλο απασχολεί μια φυσιολογικά ανέμελη ζωή. Κάποιοι άλλοι, όπως ένας Αμερικανός ονόματι Κάμερον Χαντ, έχει προγραμματίσει τα πάντα. Γιατί; «Ισως επειδή δεν είμαι διάσημος στην πραγματική μου ζωή, θέλω όταν πεθάνω να έχω αντιμετώπιση ενός πολύ σημαντικού ανθρώπου».
Πριν από λίγο καιρό, ένα πρωί, την ώρα της ιεροτελεστίας του καθημερινού χαζέματος στο Facebook, εκατοντάδες άνθρωποι πάνω-κάτω την ίδια στιγμή δεν είδαν μουσικά βιντεάκια, πομπώδεις σκέψεις και ποδοσφαιρικούς αφορισμούς. Είδαν το προφίλ ενός παλιού τους φίλου να γεμίζει με λυρικές λέξεις ενός ψηφιακού κατευοδίου. Είχε πεθάνει μία ημέρα πριν και οι περισσότεροι το έμαθαν μέσα από την οθόνη τους. Το Facebook έχει προβλέψει σχετικά. Μετά τον θάνατο ενός από τους πρώτους υπαλλήλους της εταιρείας, το 2006, το επιτελείο του Μαρκ Ζούγκερμπεργκ έχει προβλέψει τη δυνατότητα μετατροπής ενός προφίλ σε memorial. Απενεργοποιούνται τα πάντα και μένει εκεί για συλλυπητήρια, για πάντα. Πρώτα όμως πρέπει να αποδειχθεί με κάποιο επώδυνο για την οικογένεια ή τον διαχειριστή του προφίλ ο πραγματικός θάνατος. Οχι ακριβώς το πιο βολικό πράγμα του κόσμου.
Η διαχείριση των κωδικών είναι μια ιστορία σχεδόν γραφειοκρατική. Πώς γίνεται κάποιος, όσο είναι εν ζωή, να στείλει ένα μήνυμα, μια εκμυστήρευση, μια καθυστερημένη εξομολόγηση ή απλώς μια κατάθεση αγάπης; Με 20 δολάρια τον χρόνο υπάρχει λύση. Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Ιγκλμαν, νευρολόγο στο BaylorCollege, μετά τον βιολογικό θάνατο υπάρχουν τρεις εκδοχές για το πότε έρχεται το τέλος στη ζωή: Η πρώτη λέει πως το οριστικό τέλος επέρχεται την τελευταία φορά που αναφέρεται το όνομά μας στη Γη. Η δεύτερη πως η Κόλαση είναι, μετά θάνατον, να βλέπεις τον εαυτό σου όπως σε έβλεπαν οι άλλοι. Και η τρίτη και μάλλον πιο οδυνηρή είναι να περιμένουμε το τέλος, τη στιγμή που μία από τις εν ζωή πράξεις μας μπορεί να επηρεάσει τη ροή του κόσμου. Δηλαδή ίσως και μια αιώνια αναμονή. Ο Ντέιβιντ Ιγκλμαν όμως είναι κυνικός τύπος. Δεν στέκεται μόνο στην ψυχολογία και στη θεωρία. Είναι και επιχειρηματίας, ιδρυτής της σελίδας Deathswitch, μια επιχείρηση που για να γίνει όσο πιο ελκυστική μπορεί έχει ένα σωρό χρυσάνθεμα στην αρχική της σελίδα στο Internet, πουλώντας διαχείριση μηνυμάτων σε αγαπημένους (ή μισητούς...) που θα σταλούν μετά το τέλος της ζωής. Ολα αυτά είναι αρκετά μακάβρια, σχεδόν υπερβολικά αμερικανικά, ίσως και μάταια. Η κοσμοθεωρία που κρύβεται όμως πίσω από το site είναι σχεδόν φιλοσοφική: Οπως λέει ο κύριος καθηγητής: «Οποιος σκέφτεται περισσότερο τον θάνατο όσο ζει περνάει μια καλύτερη ζωή».
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 537
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου