Συµπατριώτες µας ζουν και εργάζονται σε µακρινές γωνιές του κόσµου
«Η τύχη µου µ’ έφερε εδώ, στην Παταγονία της Χιλής, στο νοτιότερο σηµείο του κόσµου. Η Ελλάδα, ωστόσο, παραµένει στην καρδιά µου, είναι η πατρίδα µου! Γι’ αυτό, άλλωστε, και διδάσκω αφιλοκερδώς..
τη γλώσσα µας στους λιγοστούς ντόπιους µε µακρινές ελληνικές ρίζες. Με ενδιαφέρει ο ελληνισµός να προχωρά!». Είναι η µοναδική αµιγώς ελληνική οικογένεια που κατοικεί στα Στενά του Μαγγελάνου. Στη Νότια Αµερική, στην πόλη Πούντα Αρένας, απέναντι από τη Γη τουΠυρός, 3.000
χιλιόµετρα απότο Σαντιάγο, πρωτεύουσα της Χιλής. Εστω κι αν απέχει είκοσι τέσσερις ολόκληρες ώρες αεροπορικώς, µέσωΝέας Υόρκης, από την Ελλάδα, η κυρία Αθηνά Στεφαδούρου-Οικονόµου τη γενέτειρά της, την Αθήνα, δεν την ξεχνά. «Εκεί γεννήθηκα και µεγάλωσα ώς τα έντεκά µου, µε τον καλύµνιο πατέρα µου και τη ρωσίδα µητέρα µου. Και σήµερα, στα εβδοµήντα τρία µου, εξακολουθώ να είµαι περήφανη που είµαι Ελληνίδα!
Θυµάµαι ακόµα τις συµµαθήτριές µου στο σχολείο να θεωρούν µεγάλη υπόθεση που είχαν δίπλα τους µια κοπέλα από µια χώρα µε τέτοια ιστορία καιπολιτισµό –φως ολόκληρου του κόσµου! Γι’ αυτό κι από την αρχή της παρουσίας µου εδώ µε δέχτηκαν µε καλό µάτι. ∆εν µε πείραζαν όπωςτους υπόλοιπους ξένους…», λέει στα «ΝΕΑ».
Εγκαταστάθηκε αρχικά στο Μπουένος Αϊρες, όταν έφυγε οικογενειακώς, το 1949, από τον Υµηττό. Εκεί, στην Αργεντινή, τελείωσε το γυµνάσιο και τηνΕµπορική Σχολή.Εκεί γνώρισε τον έµπορο Σπύρο Οικονόµου, σηµερινό σύζυγό της. «Παντρευτήκαµε µόλις δέκα µήνες µετά τη γνωριµία µας, το 1955, εγώ στα 17 µου κι εκείνος στα 25 του. Εκτοτε, τα τελευταία 56 χρόνια, µένουµε πια στην Πούντα Αρένας, εδώ ζουν και οι δύο απ’ τις τρεις κόρες µας και τα εγγόνια µας. Παλαιότερα διατηρούσαµε και πολυκατάστηµα µε υφάσµατα, ρούχα κι άλλα εµπορεύµατα, όπου εγώ κρατούσα τα βιβλία…», ανατρέχει.
Τρία χρόνια τώρα,η κυρία Στεφαδούρου έχειαναλάβει εθελοντικά τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Μαθητές της είναι τα µέλη της µικρής ελληνικής κοινότητας, που συστάθηκε το 2008 µε πρωτοβουλία της πρέσβεως στο Σαντιάγο, Χρυσούλας Καρυκοπούλου, και του συντονιστή Συµβουλίου Απόδηµου Ελληνισµού της περιφέρειας, Νικηφόρου Νικολαΐδη. «Καµιά δεκαριά είναι σήµερα εδώ οι ισπανόφωνες οικογένειες που µέλη τους είναι Ελληνες ή Ελληνίδες τρίτης ή τέταρτης γενιάς, µε σύζυγότους από τη Χιλή. Οι περισσότεροι δεν έχουν επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα. Κι όµως, µία φορά τηνεβδοµάδα, συνήθως κάθε Παρασκευή,αφιερώνουν ώς και δυόµισι ώρες γι’ αυτόν τον σκοπό!», περιγράφει.
Γεννημενος στο Μπουρούντι της Κεντρικής Αφρικής, µε καταγωγή από τα Βατερά της Λέσβου, ο 25χρονος Παναγιώτης Σουλακέλλης επέλεξε πρόσφατα να επιστρέψει στη γενέτειρά του, την πρωτεύουσα Μπουζουµπούρα. «Εδώ έζησα τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής µου. Γύρισα όµως στην Ελλάδα γιατί ξέσπασε εµφύλιοςπόλεµος. Ο πατέρας µου είχε φτιάξει επιχείρηση µε είδη υγιεινής, που έµεινε στον έλληνα συνεταίρο µας. Ξαναήρθα, λοιπόν, εδώ πριν από τέσσερις µήνες µε µεγάλη µου χαρά! Ηδη έχω προσαρµοστεί και πάλι στους ρυθµούςαυτής της χώρας. Εδώ, µάλιστα, ζουν γύρω στους τριάντα Ελληνες και είµαστε όλοιµια οικογένεια! Βλέπω κιόλας τη διαφορά σε σχέσηµε την Ελλάδα, όπου έζησα γιαδεκαπέντε χρόνια: εδώ έχω καλύτερηζωή, ακόµα και καλύτερο φαγητό. Λατρεύω, π.χ., τη µοάµπα – µενού µε ρύζι, κοτόπουλο, ανανά και λάδι φοίνικα…», λέει στα «ΝΕΑ».
Στο Μπουρούντι δεν υπάρχειτο χάος και ηκρίση που επικρατούν στην Ελλάδα, υποστηρίζει. «Υπάρχει, βέβαια, µεγάλη φτώχεια στους ντόπιους. Προσωπικά, ωστόσο, νιώθω πολύ τυχερός που έφυγα από το αδιέξοδο της Αθήνας. ∆υστυχώς, η χώρα µου δεν µε άφησε, πέντε χρόνια, ως νέοεργαζόµενο, ούτε καν να δοκιµάσω, παρόλο που προσπάθησα πολύ. Γι’ αυτό και τώρα σκοπεύω να µείνω εδώγια όσο χρειαστεί, µέχρινα µπορέσω να φτιάξω ένα καλύτερο µέλλον...», ξεκαθαρίζει.
«Αξίζει να έρθει κανείς εδώ, έστω και γιαδιακοπές,να δει απλά το πράσινο και τα φρούτα που υπάρχουν άφθονα. Μιλάµε για έναν απλό λαό, πουζει χωρίςτις τεχνολογίες και τοfacebook, όλα αυτά που έχουν µπειστη ζωή µας στην Ελλάδα. Καιπραγµατικά εδώ συνειδητοποιώ πόσο πιο ωραία ζεις, χωρίς όλα αυτά να σε επηρεάζουν σε τέτοιο βαθµό…», τονίζει.
Δίνουν ανάσα δροσιάς στον Περσικό πάνω από 400 Ελληνες
Βρήκε ανέλπιστα θέση εργασίας στο Κατάρ µέσω ντόπιου συµφοιτητή του. Από το καλοκαίρι του 2007, που πέρασε επιτυχώς και τις απαραίτητες συνεντεύξεις, ο 36χρονος Νεκτάριος Μπαρούνης ζει κι εργάζεταιστην πρωτεύουσα του εµιράτου, την Ντόχα, στον Περσικό. Είναι ένας από τους περίπου τετρακόσιους Ελληνεςπου απασχολούνται για λογαριασµό κατασκευαστικώνεταιρειών στη χώρα αυτή, που θυµίζει εργοτάξιο, ενόψει και της διοργάνωσηςτου Μουντιάλ που ανέλαβε για το 2022. «∆ουλεύω περίπου 45 χιλιόµετρα µακριά, στην περιοχή Mesaieed, σε µία από τις τρεις κύριες βιοµηχανικέςζώνες, εκεί όπου ουσιαστικάείναι έρηµος. Εργάζοµαι ως µηχανικός κλιµατισµού στο διυλιστήριο της κρατικής εταιρείας που ελέγχει τα κοιτάσµατα πετρελαίου και αερίου, έχει στα σχέδιά της και την υλοποίηση του έργου του Αστακού στην Αιτωλοακαρνανία.
Σίγουρα πρόκειται για απαιτητική δουλειά, γιατί οι θερµοκρασίες το καλοκαίρι ξεπερνούνακόµα και τους 50 βαθµούς. Το νερότότε στις βρύσες είναι καυτό! Ο κλιµατισµόςδουλεύει µέρα-νύχτα ασταµάτητα. Αν χαθεί σε κάποιον υποσταθµό ή κτίριο, υπάρχει κίνδυνος µερικής ή καιολικής παύσης λειτουργίας τωνµονάδων λόγωυπερθέρµανσης. Σε µια τέτοια περίπτωση, το οικονοµικό κόστος ανέρχεται σε πολλάεκατοµµύρια δολάριαηµερησίως…», εξηγεί.
Σήµερα, ο Καβαλιώτης µηχανικός δηλώνει καθ’ όλα ικανοποιηµένος από τη διαβίωσή του στο εξωτερικό.
Καληµέρα, Βιετνάµ!
«Greek business» στην Ασία, και µάλιστα σε διπλό ταµπλό. Τις επιχειρεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ο 60χρονος συνταξιούχος καπετάνιος Ναπολέων Πατεράκης, πατέρας τεσσάρων παιδιών, από το Ηράκλειο Κρήτης. Για δύο δεκαετίες σε πλοία όλων των ειδών ανά τονκόσµο, «άραξε» στις Φιλιππίνες, ξανοίχτηκε εµπορικά και στοΒιετνάµ, όπου ζουν καµιά δεκαριά Ελληνες. Από το 1996 λειτουργώ το δικό µου µικρό ιατρικό κέντρο βραχείας νοσηλείας, που πάει καλά, ακριβώς γιατί εξυπηρετεί κυρίως έλληνες ναυτικούς. Τώρα, µάλιστα, επεκτεινόµαστε σε δεύτερη πτέρυγα…», λέει στα «ΝΕΑ». Και στη µεγαλύτερη βιετναµέζικη πόλη, τη Χο Τσι Μινχ (πρώην Σαϊγκόν), ο κ. Πατεράκης διατηρεί δύο ακόµα εταιρείες, ναυτιλιακές.
ΤΑ ΝΕΑ
«Η τύχη µου µ’ έφερε εδώ, στην Παταγονία της Χιλής, στο νοτιότερο σηµείο του κόσµου. Η Ελλάδα, ωστόσο, παραµένει στην καρδιά µου, είναι η πατρίδα µου! Γι’ αυτό, άλλωστε, και διδάσκω αφιλοκερδώς..
τη γλώσσα µας στους λιγοστούς ντόπιους µε µακρινές ελληνικές ρίζες. Με ενδιαφέρει ο ελληνισµός να προχωρά!». Είναι η µοναδική αµιγώς ελληνική οικογένεια που κατοικεί στα Στενά του Μαγγελάνου. Στη Νότια Αµερική, στην πόλη Πούντα Αρένας, απέναντι από τη Γη τουΠυρός, 3.000
χιλιόµετρα απότο Σαντιάγο, πρωτεύουσα της Χιλής. Εστω κι αν απέχει είκοσι τέσσερις ολόκληρες ώρες αεροπορικώς, µέσωΝέας Υόρκης, από την Ελλάδα, η κυρία Αθηνά Στεφαδούρου-Οικονόµου τη γενέτειρά της, την Αθήνα, δεν την ξεχνά. «Εκεί γεννήθηκα και µεγάλωσα ώς τα έντεκά µου, µε τον καλύµνιο πατέρα µου και τη ρωσίδα µητέρα µου. Και σήµερα, στα εβδοµήντα τρία µου, εξακολουθώ να είµαι περήφανη που είµαι Ελληνίδα!
Θυµάµαι ακόµα τις συµµαθήτριές µου στο σχολείο να θεωρούν µεγάλη υπόθεση που είχαν δίπλα τους µια κοπέλα από µια χώρα µε τέτοια ιστορία καιπολιτισµό –φως ολόκληρου του κόσµου! Γι’ αυτό κι από την αρχή της παρουσίας µου εδώ µε δέχτηκαν µε καλό µάτι. ∆εν µε πείραζαν όπωςτους υπόλοιπους ξένους…», λέει στα «ΝΕΑ».
Εγκαταστάθηκε αρχικά στο Μπουένος Αϊρες, όταν έφυγε οικογενειακώς, το 1949, από τον Υµηττό. Εκεί, στην Αργεντινή, τελείωσε το γυµνάσιο και τηνΕµπορική Σχολή.Εκεί γνώρισε τον έµπορο Σπύρο Οικονόµου, σηµερινό σύζυγό της. «Παντρευτήκαµε µόλις δέκα µήνες µετά τη γνωριµία µας, το 1955, εγώ στα 17 µου κι εκείνος στα 25 του. Εκτοτε, τα τελευταία 56 χρόνια, µένουµε πια στην Πούντα Αρένας, εδώ ζουν και οι δύο απ’ τις τρεις κόρες µας και τα εγγόνια µας. Παλαιότερα διατηρούσαµε και πολυκατάστηµα µε υφάσµατα, ρούχα κι άλλα εµπορεύµατα, όπου εγώ κρατούσα τα βιβλία…», ανατρέχει.
Τρία χρόνια τώρα,η κυρία Στεφαδούρου έχειαναλάβει εθελοντικά τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Μαθητές της είναι τα µέλη της µικρής ελληνικής κοινότητας, που συστάθηκε το 2008 µε πρωτοβουλία της πρέσβεως στο Σαντιάγο, Χρυσούλας Καρυκοπούλου, και του συντονιστή Συµβουλίου Απόδηµου Ελληνισµού της περιφέρειας, Νικηφόρου Νικολαΐδη. «Καµιά δεκαριά είναι σήµερα εδώ οι ισπανόφωνες οικογένειες που µέλη τους είναι Ελληνες ή Ελληνίδες τρίτης ή τέταρτης γενιάς, µε σύζυγότους από τη Χιλή. Οι περισσότεροι δεν έχουν επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα. Κι όµως, µία φορά τηνεβδοµάδα, συνήθως κάθε Παρασκευή,αφιερώνουν ώς και δυόµισι ώρες γι’ αυτόν τον σκοπό!», περιγράφει.
Αλλοι δουλεύουν σε ξένες ή ελληνικές εταιρείες και άλλοι έχουν δηµιουργήσει δικές τους επιχειρήσεις«Καλύτερα είναι στο Μπουρούντι απ’ ό,τι στην Ελλάδα»
Γεννημενος στο Μπουρούντι της Κεντρικής Αφρικής, µε καταγωγή από τα Βατερά της Λέσβου, ο 25χρονος Παναγιώτης Σουλακέλλης επέλεξε πρόσφατα να επιστρέψει στη γενέτειρά του, την πρωτεύουσα Μπουζουµπούρα. «Εδώ έζησα τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής µου. Γύρισα όµως στην Ελλάδα γιατί ξέσπασε εµφύλιοςπόλεµος. Ο πατέρας µου είχε φτιάξει επιχείρηση µε είδη υγιεινής, που έµεινε στον έλληνα συνεταίρο µας. Ξαναήρθα, λοιπόν, εδώ πριν από τέσσερις µήνες µε µεγάλη µου χαρά! Ηδη έχω προσαρµοστεί και πάλι στους ρυθµούςαυτής της χώρας. Εδώ, µάλιστα, ζουν γύρω στους τριάντα Ελληνες και είµαστε όλοιµια οικογένεια! Βλέπω κιόλας τη διαφορά σε σχέσηµε την Ελλάδα, όπου έζησα γιαδεκαπέντε χρόνια: εδώ έχω καλύτερηζωή, ακόµα και καλύτερο φαγητό. Λατρεύω, π.χ., τη µοάµπα – µενού µε ρύζι, κοτόπουλο, ανανά και λάδι φοίνικα…», λέει στα «ΝΕΑ».
Στο Μπουρούντι δεν υπάρχειτο χάος και ηκρίση που επικρατούν στην Ελλάδα, υποστηρίζει. «Υπάρχει, βέβαια, µεγάλη φτώχεια στους ντόπιους. Προσωπικά, ωστόσο, νιώθω πολύ τυχερός που έφυγα από το αδιέξοδο της Αθήνας. ∆υστυχώς, η χώρα µου δεν µε άφησε, πέντε χρόνια, ως νέοεργαζόµενο, ούτε καν να δοκιµάσω, παρόλο που προσπάθησα πολύ. Γι’ αυτό και τώρα σκοπεύω να µείνω εδώγια όσο χρειαστεί, µέχρινα µπορέσω να φτιάξω ένα καλύτερο µέλλον...», ξεκαθαρίζει.
«Αξίζει να έρθει κανείς εδώ, έστω και γιαδιακοπές,να δει απλά το πράσινο και τα φρούτα που υπάρχουν άφθονα. Μιλάµε για έναν απλό λαό, πουζει χωρίςτις τεχνολογίες και τοfacebook, όλα αυτά που έχουν µπειστη ζωή µας στην Ελλάδα. Καιπραγµατικά εδώ συνειδητοποιώ πόσο πιο ωραία ζεις, χωρίς όλα αυτά να σε επηρεάζουν σε τέτοιο βαθµό…», τονίζει.
Δίνουν ανάσα δροσιάς στον Περσικό πάνω από 400 Ελληνες
Βρήκε ανέλπιστα θέση εργασίας στο Κατάρ µέσω ντόπιου συµφοιτητή του. Από το καλοκαίρι του 2007, που πέρασε επιτυχώς και τις απαραίτητες συνεντεύξεις, ο 36χρονος Νεκτάριος Μπαρούνης ζει κι εργάζεταιστην πρωτεύουσα του εµιράτου, την Ντόχα, στον Περσικό. Είναι ένας από τους περίπου τετρακόσιους Ελληνεςπου απασχολούνται για λογαριασµό κατασκευαστικώνεταιρειών στη χώρα αυτή, που θυµίζει εργοτάξιο, ενόψει και της διοργάνωσηςτου Μουντιάλ που ανέλαβε για το 2022. «∆ουλεύω περίπου 45 χιλιόµετρα µακριά, στην περιοχή Mesaieed, σε µία από τις τρεις κύριες βιοµηχανικέςζώνες, εκεί όπου ουσιαστικάείναι έρηµος. Εργάζοµαι ως µηχανικός κλιµατισµού στο διυλιστήριο της κρατικής εταιρείας που ελέγχει τα κοιτάσµατα πετρελαίου και αερίου, έχει στα σχέδιά της και την υλοποίηση του έργου του Αστακού στην Αιτωλοακαρνανία.
Σίγουρα πρόκειται για απαιτητική δουλειά, γιατί οι θερµοκρασίες το καλοκαίρι ξεπερνούνακόµα και τους 50 βαθµούς. Το νερότότε στις βρύσες είναι καυτό! Ο κλιµατισµόςδουλεύει µέρα-νύχτα ασταµάτητα. Αν χαθεί σε κάποιον υποσταθµό ή κτίριο, υπάρχει κίνδυνος µερικής ή καιολικής παύσης λειτουργίας τωνµονάδων λόγωυπερθέρµανσης. Σε µια τέτοια περίπτωση, το οικονοµικό κόστος ανέρχεται σε πολλάεκατοµµύρια δολάριαηµερησίως…», εξηγεί.
Σήµερα, ο Καβαλιώτης µηχανικός δηλώνει καθ’ όλα ικανοποιηµένος από τη διαβίωσή του στο εξωτερικό.
Καληµέρα, Βιετνάµ!
«Greek business» στην Ασία, και µάλιστα σε διπλό ταµπλό. Τις επιχειρεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ο 60χρονος συνταξιούχος καπετάνιος Ναπολέων Πατεράκης, πατέρας τεσσάρων παιδιών, από το Ηράκλειο Κρήτης. Για δύο δεκαετίες σε πλοία όλων των ειδών ανά τονκόσµο, «άραξε» στις Φιλιππίνες, ξανοίχτηκε εµπορικά και στοΒιετνάµ, όπου ζουν καµιά δεκαριά Ελληνες. Από το 1996 λειτουργώ το δικό µου µικρό ιατρικό κέντρο βραχείας νοσηλείας, που πάει καλά, ακριβώς γιατί εξυπηρετεί κυρίως έλληνες ναυτικούς. Τώρα, µάλιστα, επεκτεινόµαστε σε δεύτερη πτέρυγα…», λέει στα «ΝΕΑ». Και στη µεγαλύτερη βιετναµέζικη πόλη, τη Χο Τσι Μινχ (πρώην Σαϊγκόν), ο κ. Πατεράκης διατηρεί δύο ακόµα εταιρείες, ναυτιλιακές.
ΤΑ ΝΕΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου