Μέχρι τη δημιουργία της “μεταβατικής κυβέρνησης Παπαδήμου”, η δομή του πολιτικού παιχνιδιού για τη ΝΔ ήταν σχετικά απλή: Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΓΑΠ έφερε..
τη χώρα στο Μνημόνιο και υιοθέτησε, σε συνεργασία με το χειρότερο κομμάτι της Ευρώπης, την πολιτική καταστροφής της ελληνικής οικονομίας, αλλά και αποτυχίας των στόχων εξυγίανσης και μεταρρύθμισης. Απέναντι στην καταστροφική διακυβέρνηση, η ΝΔ αξίωνε την άνοδό της στην εξουσία, ως φορέας διαφορετικής πολιτικής.
Αυτός ο δρόμος ήταν ο μόνος, που μπορούσε να δώσει αυτοδυναμία στη ΝΔ, καθώς το πολιτικό τοπίο άλλαξε δραματικά τα τελευταία δύο χρόνια: Μετά την κατάρρευση των παλαιών διαχωριστικών γραμμών το 1989-90, έγινε σταδιακά σαφές ότι, στην πραγματικότητα υπήρχαν δύο τάσεις σε όλα τα κόμματα, η πατριωτική και η νεοφιλελεύθερη-ψευδοδιεθνιστική. Το Μνημόνιο έφερε τις τάσεις αυτές στην επίσημη πολιτική. Από τη μια αναδείχθηκε ως πατριωτικός-αντιμνημονιακός πόλος η ΝΔ μαζί με την παραδοσιακή αριστερά των ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ, ενώ από την άλλη αναδείχθηκε ως νεοφιλελεύθερος-ψευδοδιεθνιστικός πόλος το ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ, με το ΛΑΟΣ, την ΔΗ.ΣΥ. και τη ΔΗΜ.ΑΡ. Δεν είναι καθόλου τυχαίο μάλιστα ότι τα δύο τελευταία κόμματα προέκυψαν επ’ ευκαιρία του Μνημονίου.
Λόγω αυτής της πολιτικής ανακατάταξης, η ΝΔ στερήθηκε, αρχικώς, από μάζες ψηφοφόρων που αναγνώριζαν στην πολιτική του Μνημονίου. Επρόκειτο για νεοφιλελεύθερα στοιχεία και τμήματα ψηφοφόρων που δεν σκέφθηκαν κριτικά και δεν κατανόησαν τις υπαρκτές αντιμνημονιακές διεξόδους στην οικονομική πολιτική – τις οποίες κατά τα άλλα η ΝΔ δεν φρόντισε ποτέ να εκλαϊκεύσει επαρκώς. Η δημοσκοπική και εκλογική άνοδος της ΝΔ περνούσε υποχρεωτικά μέσα από μια πολιτική αναδιαπαιδαγώγηση του εκλογικού της ακροατηρίου – του παραδοσιακού νεοδημοκρατικού και όχι μόνον. Η αναδιαπαιδαγώγηση αυτή περνούσε από τη δικαίωση των αντιμνημονιακών θέσεων του Σαμαρά, διεργασία που εντάθηκε, όταν η αποτυχία της μνημονιακής πολιτικής έγινε πια κραυγαλέα.
Αναμφίβολα, η σημαντικότερη πολιτική αλλαγή που έφερε η πλήρης αποτυχία της μνημονιακής πολιτικής, ήταν ο απεγκλωβισμός λαϊκών και πατριωτικών δυνάμεων από το ΠΑΣΟΚ. Όσοι είχαν πιστέψει με σχεδόν θρησκευτική πίστη τον Ανδρέα Παπανδρέου, ακολουθούσαν με τυφλή εμπιστοσύνη το φυσικό και (όπως νόμιζαν) πολιτικό του τέκνο. Χαρακτηριστική ήταν η μαζική αποχώρηση στελεχών και συνδικαλιστικών οργανώσεων από το ΠΑΣΟΚ στο τελευταίο στάδιο της διακυβέρνησης ΓΑΠ. Δημιουργήθηκε έτσι ανοικτός χώρος για τη νέα ΝΔ του Σαμαρά, ώστε να προσεγγίσει ευρύτερες λαϊκές μάζες. Αυτό απαιτούσε βέβαια κάποιο χρόνο, καθώς οι πολιτικές πεποιθήσεις δεν μεταβάλλονται από τη μία μέρα στην άλλη. Κυρίως, όμως, απαιτούσε καθαρό και πειστικό πολιτικό λόγο από την πλευρά της ΝΔ.
Η διαδικασία ανάταξης του πολιτικού σκηνικού ανατράπηκε απότομα από τη δημιουργία της κυβέρνησης Παπαδήμου. Καταρχάς, η δημιουργία μεταβατικής κυβέρνησης με σκοπό την υπογραφή της δανειακής σύμβασης και την εκταμίευση της έκτης δόσης, δικαίωσε πολιτικά όσους που αμφισβητούσαν την αντιμνημονιακή ειλικρίνεια της ΝΔ: στην πολιτική, όπως και σε πολλά άλλα πράγματα, η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται. Έπειτα, όσοι άκουγαν με συμπάθεια τις αντιμνημονιακές τοποθετήσεις του Σαμαρά, πλέον είναι καχύποπτοι, ότι “και ο Σαμαράς είναι μια από τα ίδια“. Όσο άδικο και λάθος και να είναι αυτό για το Σαμαρά, άλλο τόσο αποτελεί αναντίρρητη πραγματικότητα ότι τώρα θα πρέπει να καταβάλλει πολλαπλάσια πολιτική προσπάθεια στο μέλλον για να αποδείξει ότι πράγματι δεν είναι μια από τα ίδια. Τέλος, όσο και εάν πονάει, πρέπει να πούμε ανοικτά ότι δικαίωσε πολιτικά και τις κραυγές του ΛΑΟΣ όταν έλεγε ότι “χάρη σε μας πληρώνεστε μισθούς και συντάξεις” αφού και για τη ΝΔ πλέον αναδείχθηκε σε “εθνικό σκοπό” η εκταμίευση κάποιας δόσης δανείου.
Πέρα όμως από το φρενάρισμα που προκαλείται στην επέκταση της εκλογικής επιρροής της ΝΔ, η κυβέρνηση Παπαδήμου προκαλεί παράλληλα και την εξής σημαντική διεργασία: Οι εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου (ή όποτε αυτές γίνουν) θα γίνουν δίδοντας στον λαό ως άμεση προηγούμενη πολιτική ανάμνηση την “άχρωμη και άοσμη” μεταβατική κυβέρνηση Παπαδήμου και όχι την λαομίσητη κυβέρνηση ΓΑΠ. Με άλλα λόγια, ο πολίτης δεν θα πάει στην κάλπη για εκτόνωση της οργής του απέναντι σε έναν ΓΑΠ που θα είχε εκείνη τη στιγμή ως πρωθυπουργό, αλλά απέναντι σε μια κυβέρνηση την οποία υποστηρίζουν και τα δύο κόμματα εξουσίας. Παύει να είναι ζήτημα για τον ψηφοφόρο η εκδίωξη του ΓΑΠ και, άρα, η ανάδειξη Σαμαρά στην πρωθυπουργία (που αντικειμενικά ήταν ο μόνος τρόπος για να φύγει ο ΓΑΠ σε περίπτωση εκλογικής αναμέτρησης, αφού τα κόμματα της αριστεράς δεν είχαν κυβερνητική προοπτική).
Σε ένα τέτοιο δίλημμα, θα ήταν αρκετά εύκολο για πολλούς αγανακτισμένους ψηφοφόρους που δεν είχαν ψηφίσει ποτέ παλιότερα ΝΔ, να ρίξουν την ψήφο τους υπέρ του Σαμαρά και θα εναπόκειτο, από εκεί και πέρα, στην επιτυχία της διακυβέρνησης Σαμαρά το να τους κρατήσει στο κόμμα του.
Τώρα που η κυβέρνηση Παπαδήμου είναι γεγονός, τι μένει πια στη ΝΔ να πράξει; Να υπονομεύσει την κυβέρνηση Παπαδήμου, δεν της είναι δυνατόν. Να εργαστεί για την επιτυχία της είναι προφανώς υποχρέωσή της, αλλά μια τέτοια επιτυχία της θα την πιστωθεί εκλογικά η ΝΔ ή ο κύριος Παπαδήμος (“δέστε τι καλές που είναι οι κυβερνήσεις συνεργασίας”);
Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση στο τι μπορεί να πράξει η ΝΔ σε αυτή τη φάση, ώστε να εισπράξει τα αναγκαία για την αυτοδυναμία πολιτικά κέρδη. Θα πρέπει, φυσικά, να αναδεικνύει την κάθε συνεισφορά της προς τη χώρα (όπως π.χ. την επιτυχημένη άρνηση Σαμαρά να υπογράψει τη “δήλωση” που του ζητούσαν) και να πολεμά την κάθε ζημιά που μπορεί να γίνει εις βάρος της χώρας από την κυβέρνηση Παπαδήμου. Κατά πόσο, όμως, μπορεί έτσι να γίνει πολιτική δουλειά τέτοια, που να παραγάγει πολιτικό μήνυμα εύπεπτο από το μέσο ψηφοφόρο, είναι αρκετά αμφίβολο.
Ο απεγκλωβισμός της ΝΔ από τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση Παπαδήμου θα ήταν η καλύτερη λύση. Όμως το ερώτημα είναι, εάν κάτι τέτοιο είναι σήμερα πια εφικτό.
Πέρα όμως από το φρενάρισμα που προκαλείται στην επέκταση της εκλογικής επιρροής της ΝΔ, η κυβέρνηση Παπαδήμου προκαλεί παράλληλα και την εξής σημαντική διεργασία: Οι εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου (ή όποτε αυτές γίνουν) θα γίνουν δίδοντας στον λαό ως άμεση προηγούμενη πολιτική ανάμνηση την “άχρωμη και άοσμη” μεταβατική κυβέρνηση Παπαδήμου και όχι την λαομίσητη κυβέρνηση ΓΑΠ. Με άλλα λόγια, ο πολίτης δεν θα πάει στην κάλπη για εκτόνωση της οργής του απέναντι σε έναν ΓΑΠ που θα είχε εκείνη τη στιγμή ως πρωθυπουργό, αλλά απέναντι σε μια κυβέρνηση την οποία υποστηρίζουν και τα δύο κόμματα εξουσίας. Παύει να είναι ζήτημα για τον ψηφοφόρο η εκδίωξη του ΓΑΠ και, άρα, η ανάδειξη Σαμαρά στην πρωθυπουργία (που αντικειμενικά ήταν ο μόνος τρόπος για να φύγει ο ΓΑΠ σε περίπτωση εκλογικής αναμέτρησης, αφού τα κόμματα της αριστεράς δεν είχαν κυβερνητική προοπτική).
Σε ένα τέτοιο δίλημμα, θα ήταν αρκετά εύκολο για πολλούς αγανακτισμένους ψηφοφόρους που δεν είχαν ψηφίσει ποτέ παλιότερα ΝΔ, να ρίξουν την ψήφο τους υπέρ του Σαμαρά και θα εναπόκειτο, από εκεί και πέρα, στην επιτυχία της διακυβέρνησης Σαμαρά το να τους κρατήσει στο κόμμα του.
Τώρα που η κυβέρνηση Παπαδήμου είναι γεγονός, τι μένει πια στη ΝΔ να πράξει; Να υπονομεύσει την κυβέρνηση Παπαδήμου, δεν της είναι δυνατόν. Να εργαστεί για την επιτυχία της είναι προφανώς υποχρέωσή της, αλλά μια τέτοια επιτυχία της θα την πιστωθεί εκλογικά η ΝΔ ή ο κύριος Παπαδήμος (“δέστε τι καλές που είναι οι κυβερνήσεις συνεργασίας”);
Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση στο τι μπορεί να πράξει η ΝΔ σε αυτή τη φάση, ώστε να εισπράξει τα αναγκαία για την αυτοδυναμία πολιτικά κέρδη. Θα πρέπει, φυσικά, να αναδεικνύει την κάθε συνεισφορά της προς τη χώρα (όπως π.χ. την επιτυχημένη άρνηση Σαμαρά να υπογράψει τη “δήλωση” που του ζητούσαν) και να πολεμά την κάθε ζημιά που μπορεί να γίνει εις βάρος της χώρας από την κυβέρνηση Παπαδήμου. Κατά πόσο, όμως, μπορεί έτσι να γίνει πολιτική δουλειά τέτοια, που να παραγάγει πολιτικό μήνυμα εύπεπτο από το μέσο ψηφοφόρο, είναι αρκετά αμφίβολο.
Ο απεγκλωβισμός της ΝΔ από τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση Παπαδήμου θα ήταν η καλύτερη λύση. Όμως το ερώτημα είναι, εάν κάτι τέτοιο είναι σήμερα πια εφικτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου