Μοιραστείτε το στο facebook
Οι απόψεις του μεγάλου ιστορικού, Ερίκ Χομπσμπάουμ, που πρόσφατα απεβίωσε, για τον φασισμό, έχουν ιδιαίτερο νόημα. Εκτός του ότι ο ίδιος ως..
παιδί εβραϊκής οικογένειας στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, έζησε από κοντά τη φρίκη του ναζισμού, προσεγγίζει το θέμα με μεγάλη ψυχραιμία και επιστημονική αντικειμενικότητα. Τι λέγει ο ίδιος, λοιπόν, για τους φασίστες; Τους χαρακτηρίζει ως τους «επαναστάτες της αντεπανάστασης» και τονίζει ότι στήριξαν την άνοδό τους στην «αντισυστημικότητά» τους.
Πρόκειται για δύο σημεία-κλειδιά για να κατανοήσει κανείς τον «εκφασισμό», όχι μόνον της ελληνικής κοινωνίας, αλλά συνολικότερα του ονομαζόμενου «πολιτισμένου» κόσμου, είτε του Δυτικού, είτε του Ανατολικού. «Οι φασίστες –έγραψε ο Χόμπσμπάουμ- ήταν οι επαναστάτες της αντεπανάστασης. Στη ρητορεία τους, στην απήχησή τους σε εκείνους που θεωρούσαν τους εαυτούς τους θύματα της κοινωνίας, στο κάλεσμά τους για ολοκληρωτική μεταρρύθμιση της κοινωνίας, ακόμα και στη σκόπιμη προσαρμογή των συμβόλων και των ονομάτων κοινωνικών επαναστατών, που ήταν τόσο προφανής στο «Εθνικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα» του Χίτλερ, με την αλλαγμένη κόκκινη σημαία του και με την καθιέρωση της Κόκκινης Πρωτομαγιάς ως επίσημης αργίας το 1933». Τίποτε δεν βγαίνει μέσα από «παρθενογένεση». Τα ίδια, κατά ιστορική αντιστοιχία, συμβαίνουν σήμερα. Και οι «δικοί» μας ο νέο-ναζί ακριβώς στις ίδιες βάσεις πατάνε.
Προφανέστατα, βέβαια, πρόκειται για ένα μόρφωμα με ιδεολογική σκέψη και ανάλυση κάτω του μηδενός. Ωστόσο, «πατάνε» πάνω στο θυμικό της κοινωνίας και τις αντιδράσεις της απέναντι στα μεγάλα προβλήματά της. «Η θεωρία –ανέφερε, κατά την άποψή μας, πολύ ορθά, ο Χόμπσμπάουμ- δεν αποτέλεσε το ισχυρό σημείο των κινημάτων αυτών (σ.σ ναζί, φασίστες), που τόνιζαν τις ανεπάρκειες της λογικής και του ορθολογισμού, και την ανωτερότητα του ενστίκτου».
Η «αντισυστημική» φρασεολογία, ήταν χαρακτηριστικό των φασιστικών κινημάτων ανέκαθεν. Χαρακτηριστική άλλωστε, είναι η ίδια η ονομασία του κόμματος του Χίτλερ (Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Εργατών). Τα κινήματα αυτά πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν μαζικά. «Μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη φασιστική και στη μη φασιστική Δεξιά, ήταν ότι ο φασισμός ισχυροποιήθηκε με την κινητοποίηση των μαζών από τα κάτω», σημείωνε ο Χόμπσμπάουμ. Σε σχέση με αυτό το θέμα, ο ίδιος σημείωνε: «Η καινοτομία του φασισμού ήταν ότι από τη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία, αρνήθηκε να παίξει τα παλαιά πολιτικά παιχνίδια».
Και προσθέτει: «Βεβαίως, οι φασίστες δήλωναν ότι είναι κατά του καπιταλισμού και της πλουτοκρατίας, αλλά με την άνοδό τους στην εξουσία συνεργάστηκαν τέλεια με τους καπιταλιστές. Όταν ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία, το μεγάλο κεφάλαιο συνεργάστηκε ολόψυχα μαζί του μέχρι του σημείου να χρησιμοποιήσει την καταναγκαστική εργασία καθώς και την εργασία που του προσφέρθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης για τις επιχειρήσεις του».
Ο Χόμπσμπάουμ επίσης, παρατήρησε στα γραπτά του, ότι «ο φασισμός ήρθε στην εξουσία με τη συνενοχή και την πρωτοβουλία (όπως στην Ιταλία) των παλαιών καθεστώτων, δηλαδή με τρόπο «Συνταγματικό». Να σημειωθεί ότι και στη Γερμανία, το ονομαζόμενο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Εργατών του Χίτλερ, πήρε το 1924 μόλις 2,5%-3% των ψήφων. Το 1928 όμως, έφτασε στο 18% (δεύτερο ισχυρότερο κόμμα στη γερμανική πολιτική σκηνή), και το 1932, 32% (!).
Κατάρρευση του φιλελεύθερου πολιτικού μοντέλου
Ποιες ήταν όμως, οι βάσεις πάνω στις οποίες αναπτύχθηκε ο φασισμός και ο ναζισμός. Πέραν των εθνικών ιδιομορφιών, που έπαιξαν μεγάλο ρόλο (π.χ. στη Γερμανία η μεγάλη ήττα στον Α’Παγκόσμιο Πόλεμο), ήταν η μεγάλη οικονομική κρίση του ’30, και η, κατ’επέκταση, αμφισβήτηση του φιλελεύθερου δημοκρατικού μοντέλου. «Οι άνθρωποι τότε –έγραψε ο ιστορικός- έζησαν την κατάρρευση των αξιών και των θεσμών του φιλελεύθερου πολιτισμού, την πρόοδο του οποίου θεωρούσαν δεδομένη. Επρόκειτο για μια ιδεολογική απειλή για τον ίδιο το φιλελεύθερο πολιτισμό».
Από τη μεριά του, ο φασισμός «ήταν θριαμβευτικά αντι-φιλελεύθερος. Ο φασισμός ενέπνευσε αντιφιλελεύθερες δυνάμεις, τις υποστήριξε και έδωσε στη διεθνή Δεξιά ένα αίσθημα ιστορικής αυτοπεποίθησης. Στη δεκαετία του ’30 φαινόταν μάλιστα ως το κύμα του μέλλοντος» (!). Να σημειωθεί, ανέφερε ο Χόμπσμπάουμ, ότι «ο Τσώρτσιλ, δεξιότατος Τόρυ, την περίοδο της δεκαετίας του ’30, εξέφρασε κάποια συμπάθεια για την Ιταλία του Μουσσολίνι και δεν υποστήριξε την Ισπανική Δημοκρατία εναντίον των δυνάμεων του Φράνκο, αλλά η απειλή της Γερμανίας εναντίον της Βρετανίας τον έκανε πρωταγωνιστή της διεθνούς αντιφασιστικής ενότητας».
Και κάτι πολύ ενδιαφέρον: Στις γραμμές του φασισμού πέρασαν ακόμα και βασικοί ιδεολόγοι, πάνω στους οποίους στηρίχτηκε η δημιουργία του κράτους του Ισραήλ. «Στον ιταλικό φασισμό –ανέφερε ο Χόμπσμπάουμ- είχε προσχωρήσει και ο Βλαντίμηρ Γιαμποτίνσκι, ο ιδρυτής του Σωβινιστικού «Αναθεωρητισμού», που αργότερα, στο ’70, ανέδειξε πρωθυπουργό του Ισραήλ, τον Μέναχεμ Μπέγκιν» (!).
Ραχοκοκκαλιά οι μικρομεσαίοι
Ποιες κοινωνικές τάξεις και στρώματα, όμως, πλαισίωσαν και υποστήριξαν αυτά τα κινήματα; «Η μαχητικότητα των αποπροσανατολισμένων και δυσαρεστημένων μεσαίων και κατώτερων μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων –έγραψε ο ιστορικός- στράφηκε προς τη ριζοσπαστική Δεξιά, κυρίως στις χώρες όπου οι ιδεολογίες της Δημοκρατίας και του Φιλελευθερισμού δεν ήταν κυρίαρχες. Καθ’όλη τη διάρκεια της ανόδου του φασισμού, τα μεσαία και κατώτερα μεσαία στρώματα παρέμειναν η σπονδυλική στήλη αυτών των κινημάτων».
Βεβαίως, ανάλογα με τις εθνικές ιδιομορφίες, την ταξική διαστρωμάτωση και τις οικονομικές συνθήκες σε κάθε χώρα, η βάση του φασισμού, ως ένα μεγάλο βαθμό, διαφοροποιήθηκε. «Στη Ρουμανία η υποστήριξη προερχόταν από τη φτωχή αγροτιά, και στην Ουγγαρία σε μεγάλο βαθμό από τους εργάτες». Ωστόσο, κοινό χαρακτηριστικό παντού, ήταν η «ισχυρή απήχηση στους νέους των μεσαίων τάξεων. Ιδιαίτερα στους φοιτητές. Επίσης, ισχυρή αντιπροσώπευση είχε το στοιχείο των πρώην αξιωματικών που προέρχονταν από τη μεσαία τάξη», σημείωσε ο ιστορικός, επισημαίνοντας ότι «το 57% των πρώτων ιταλών φασιστών ήταν στρατιώτες».
Τα φίδια των οικονομικών κρίσεων
Είναι σήμερα όμως, υπαρκτή η απειλή της ανάπτυξης του (νέο)-φασιστικού φαινομένου; Ρητή και κατηγορηματική είναι η άποψη του Χόμπσμπάουμ: «Όπου οι κυβερνήσεις διαθέτουν αρκετά προς διανομή, ώστε να ικανοποιούν όλους τους αιτούντες (σ.σ. το λαό), και το βιοτικό επίπεδο των περισσοτέρων πολιτών ανέρχεται σταθερά σε κάθε περίπτωση, η θερμοκρασία της δημοκρατικής πολιτικής σπάνια ανέρχεται σε επίπεδα πυρετού. Συμβιβασμός και συναίνεση τείνουν να επικρατούν, καθώς ακόμα και εκείνοι που πιο παθιασμένα πιστεύουν στην ανατροπή του καπιταλισμού διαπιστώνουν ότι μπορούν να ανεχθούν το status quo περισσότερο στην πράξη παρά στη θεωρία. Τα φίδια όμως, αρχίζουν να ζώνουν το σύστημα όταν ξεσπούν μεγάλες οικονομικές, και κοινωνικο-πολιτικές κρίσεις». Είναι ακριβώς, αυτό που σήμερα ζουν οι Δυτικές κοινωνίες και πολύ περισσότερο η ελληνική.
Υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης, εξαθλίωσης μεγάλου μέρους του πληθυσμού και διάρρηξης του κοινωνικού ιστού, πόσο μπορεί να πείσει το πολιτικό σύστημα; «Το επιχείρημα υπέρ του κοινοβουλευτικού, δημοκρατικού συστήματος, ότι δηλαδή παρ’ότι είναι κακό, εντούτοις είναι καλύτερο από οποιοδήποτε άλλο σύστημα, είναι από μόνο του διστακτικό. Και σίγουρα πάντως, στα Μεσοπόλεμο σπάνια ήχησε ως ρεαλιστικό και πειστικό επιχείρημα». Αυτό το συμπέρασμα-παραπομπή στο παρελθόν του Χομπσμπάουμ, μάλλον κάθε άλλο παρά αισιοδοξία γεννά για το σήμερα. Ο ίδιος μάλιστα, είπε χαρακτηριστικά: «Δυστυχώς, στη νέα χιλιετηρίδα, οι αβεβαιότητες που περιβάλλουν την πολιτική δημοκρατία δεν φαίνονται πλέον τόσο απόμακρες. Ο κόσμος μπορεί άμοιρα να εισέρχεται και πάλι σε μια περίοδο, στην οποία τα πλεονεκτήματα του συστήματος να μην είναι πλέον τόσο προφανή όσο ήταν την περίοδο από το 1950 έως το 1990».
Le Canard
Οι απόψεις του μεγάλου ιστορικού, Ερίκ Χομπσμπάουμ, που πρόσφατα απεβίωσε, για τον φασισμό, έχουν ιδιαίτερο νόημα. Εκτός του ότι ο ίδιος ως..
παιδί εβραϊκής οικογένειας στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, έζησε από κοντά τη φρίκη του ναζισμού, προσεγγίζει το θέμα με μεγάλη ψυχραιμία και επιστημονική αντικειμενικότητα. Τι λέγει ο ίδιος, λοιπόν, για τους φασίστες; Τους χαρακτηρίζει ως τους «επαναστάτες της αντεπανάστασης» και τονίζει ότι στήριξαν την άνοδό τους στην «αντισυστημικότητά» τους.
Πρόκειται για δύο σημεία-κλειδιά για να κατανοήσει κανείς τον «εκφασισμό», όχι μόνον της ελληνικής κοινωνίας, αλλά συνολικότερα του ονομαζόμενου «πολιτισμένου» κόσμου, είτε του Δυτικού, είτε του Ανατολικού. «Οι φασίστες –έγραψε ο Χόμπσμπάουμ- ήταν οι επαναστάτες της αντεπανάστασης. Στη ρητορεία τους, στην απήχησή τους σε εκείνους που θεωρούσαν τους εαυτούς τους θύματα της κοινωνίας, στο κάλεσμά τους για ολοκληρωτική μεταρρύθμιση της κοινωνίας, ακόμα και στη σκόπιμη προσαρμογή των συμβόλων και των ονομάτων κοινωνικών επαναστατών, που ήταν τόσο προφανής στο «Εθνικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα» του Χίτλερ, με την αλλαγμένη κόκκινη σημαία του και με την καθιέρωση της Κόκκινης Πρωτομαγιάς ως επίσημης αργίας το 1933». Τίποτε δεν βγαίνει μέσα από «παρθενογένεση». Τα ίδια, κατά ιστορική αντιστοιχία, συμβαίνουν σήμερα. Και οι «δικοί» μας ο νέο-ναζί ακριβώς στις ίδιες βάσεις πατάνε.
Προφανέστατα, βέβαια, πρόκειται για ένα μόρφωμα με ιδεολογική σκέψη και ανάλυση κάτω του μηδενός. Ωστόσο, «πατάνε» πάνω στο θυμικό της κοινωνίας και τις αντιδράσεις της απέναντι στα μεγάλα προβλήματά της. «Η θεωρία –ανέφερε, κατά την άποψή μας, πολύ ορθά, ο Χόμπσμπάουμ- δεν αποτέλεσε το ισχυρό σημείο των κινημάτων αυτών (σ.σ ναζί, φασίστες), που τόνιζαν τις ανεπάρκειες της λογικής και του ορθολογισμού, και την ανωτερότητα του ενστίκτου».
Η «αντισυστημική» φρασεολογία, ήταν χαρακτηριστικό των φασιστικών κινημάτων ανέκαθεν. Χαρακτηριστική άλλωστε, είναι η ίδια η ονομασία του κόμματος του Χίτλερ (Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Εργατών). Τα κινήματα αυτά πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν μαζικά. «Μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη φασιστική και στη μη φασιστική Δεξιά, ήταν ότι ο φασισμός ισχυροποιήθηκε με την κινητοποίηση των μαζών από τα κάτω», σημείωνε ο Χόμπσμπάουμ. Σε σχέση με αυτό το θέμα, ο ίδιος σημείωνε: «Η καινοτομία του φασισμού ήταν ότι από τη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία, αρνήθηκε να παίξει τα παλαιά πολιτικά παιχνίδια».
Και προσθέτει: «Βεβαίως, οι φασίστες δήλωναν ότι είναι κατά του καπιταλισμού και της πλουτοκρατίας, αλλά με την άνοδό τους στην εξουσία συνεργάστηκαν τέλεια με τους καπιταλιστές. Όταν ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία, το μεγάλο κεφάλαιο συνεργάστηκε ολόψυχα μαζί του μέχρι του σημείου να χρησιμοποιήσει την καταναγκαστική εργασία καθώς και την εργασία που του προσφέρθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης για τις επιχειρήσεις του».
Ο Χόμπσμπάουμ επίσης, παρατήρησε στα γραπτά του, ότι «ο φασισμός ήρθε στην εξουσία με τη συνενοχή και την πρωτοβουλία (όπως στην Ιταλία) των παλαιών καθεστώτων, δηλαδή με τρόπο «Συνταγματικό». Να σημειωθεί ότι και στη Γερμανία, το ονομαζόμενο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Εργατών του Χίτλερ, πήρε το 1924 μόλις 2,5%-3% των ψήφων. Το 1928 όμως, έφτασε στο 18% (δεύτερο ισχυρότερο κόμμα στη γερμανική πολιτική σκηνή), και το 1932, 32% (!).
Κατάρρευση του φιλελεύθερου πολιτικού μοντέλου
Ποιες ήταν όμως, οι βάσεις πάνω στις οποίες αναπτύχθηκε ο φασισμός και ο ναζισμός. Πέραν των εθνικών ιδιομορφιών, που έπαιξαν μεγάλο ρόλο (π.χ. στη Γερμανία η μεγάλη ήττα στον Α’Παγκόσμιο Πόλεμο), ήταν η μεγάλη οικονομική κρίση του ’30, και η, κατ’επέκταση, αμφισβήτηση του φιλελεύθερου δημοκρατικού μοντέλου. «Οι άνθρωποι τότε –έγραψε ο ιστορικός- έζησαν την κατάρρευση των αξιών και των θεσμών του φιλελεύθερου πολιτισμού, την πρόοδο του οποίου θεωρούσαν δεδομένη. Επρόκειτο για μια ιδεολογική απειλή για τον ίδιο το φιλελεύθερο πολιτισμό».
Από τη μεριά του, ο φασισμός «ήταν θριαμβευτικά αντι-φιλελεύθερος. Ο φασισμός ενέπνευσε αντιφιλελεύθερες δυνάμεις, τις υποστήριξε και έδωσε στη διεθνή Δεξιά ένα αίσθημα ιστορικής αυτοπεποίθησης. Στη δεκαετία του ’30 φαινόταν μάλιστα ως το κύμα του μέλλοντος» (!). Να σημειωθεί, ανέφερε ο Χόμπσμπάουμ, ότι «ο Τσώρτσιλ, δεξιότατος Τόρυ, την περίοδο της δεκαετίας του ’30, εξέφρασε κάποια συμπάθεια για την Ιταλία του Μουσσολίνι και δεν υποστήριξε την Ισπανική Δημοκρατία εναντίον των δυνάμεων του Φράνκο, αλλά η απειλή της Γερμανίας εναντίον της Βρετανίας τον έκανε πρωταγωνιστή της διεθνούς αντιφασιστικής ενότητας».
Και κάτι πολύ ενδιαφέρον: Στις γραμμές του φασισμού πέρασαν ακόμα και βασικοί ιδεολόγοι, πάνω στους οποίους στηρίχτηκε η δημιουργία του κράτους του Ισραήλ. «Στον ιταλικό φασισμό –ανέφερε ο Χόμπσμπάουμ- είχε προσχωρήσει και ο Βλαντίμηρ Γιαμποτίνσκι, ο ιδρυτής του Σωβινιστικού «Αναθεωρητισμού», που αργότερα, στο ’70, ανέδειξε πρωθυπουργό του Ισραήλ, τον Μέναχεμ Μπέγκιν» (!).
Ραχοκοκκαλιά οι μικρομεσαίοι
Ποιες κοινωνικές τάξεις και στρώματα, όμως, πλαισίωσαν και υποστήριξαν αυτά τα κινήματα; «Η μαχητικότητα των αποπροσανατολισμένων και δυσαρεστημένων μεσαίων και κατώτερων μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων –έγραψε ο ιστορικός- στράφηκε προς τη ριζοσπαστική Δεξιά, κυρίως στις χώρες όπου οι ιδεολογίες της Δημοκρατίας και του Φιλελευθερισμού δεν ήταν κυρίαρχες. Καθ’όλη τη διάρκεια της ανόδου του φασισμού, τα μεσαία και κατώτερα μεσαία στρώματα παρέμειναν η σπονδυλική στήλη αυτών των κινημάτων».
Βεβαίως, ανάλογα με τις εθνικές ιδιομορφίες, την ταξική διαστρωμάτωση και τις οικονομικές συνθήκες σε κάθε χώρα, η βάση του φασισμού, ως ένα μεγάλο βαθμό, διαφοροποιήθηκε. «Στη Ρουμανία η υποστήριξη προερχόταν από τη φτωχή αγροτιά, και στην Ουγγαρία σε μεγάλο βαθμό από τους εργάτες». Ωστόσο, κοινό χαρακτηριστικό παντού, ήταν η «ισχυρή απήχηση στους νέους των μεσαίων τάξεων. Ιδιαίτερα στους φοιτητές. Επίσης, ισχυρή αντιπροσώπευση είχε το στοιχείο των πρώην αξιωματικών που προέρχονταν από τη μεσαία τάξη», σημείωσε ο ιστορικός, επισημαίνοντας ότι «το 57% των πρώτων ιταλών φασιστών ήταν στρατιώτες».
Τα φίδια των οικονομικών κρίσεων
Είναι σήμερα όμως, υπαρκτή η απειλή της ανάπτυξης του (νέο)-φασιστικού φαινομένου; Ρητή και κατηγορηματική είναι η άποψη του Χόμπσμπάουμ: «Όπου οι κυβερνήσεις διαθέτουν αρκετά προς διανομή, ώστε να ικανοποιούν όλους τους αιτούντες (σ.σ. το λαό), και το βιοτικό επίπεδο των περισσοτέρων πολιτών ανέρχεται σταθερά σε κάθε περίπτωση, η θερμοκρασία της δημοκρατικής πολιτικής σπάνια ανέρχεται σε επίπεδα πυρετού. Συμβιβασμός και συναίνεση τείνουν να επικρατούν, καθώς ακόμα και εκείνοι που πιο παθιασμένα πιστεύουν στην ανατροπή του καπιταλισμού διαπιστώνουν ότι μπορούν να ανεχθούν το status quo περισσότερο στην πράξη παρά στη θεωρία. Τα φίδια όμως, αρχίζουν να ζώνουν το σύστημα όταν ξεσπούν μεγάλες οικονομικές, και κοινωνικο-πολιτικές κρίσεις». Είναι ακριβώς, αυτό που σήμερα ζουν οι Δυτικές κοινωνίες και πολύ περισσότερο η ελληνική.
Υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης, εξαθλίωσης μεγάλου μέρους του πληθυσμού και διάρρηξης του κοινωνικού ιστού, πόσο μπορεί να πείσει το πολιτικό σύστημα; «Το επιχείρημα υπέρ του κοινοβουλευτικού, δημοκρατικού συστήματος, ότι δηλαδή παρ’ότι είναι κακό, εντούτοις είναι καλύτερο από οποιοδήποτε άλλο σύστημα, είναι από μόνο του διστακτικό. Και σίγουρα πάντως, στα Μεσοπόλεμο σπάνια ήχησε ως ρεαλιστικό και πειστικό επιχείρημα». Αυτό το συμπέρασμα-παραπομπή στο παρελθόν του Χομπσμπάουμ, μάλλον κάθε άλλο παρά αισιοδοξία γεννά για το σήμερα. Ο ίδιος μάλιστα, είπε χαρακτηριστικά: «Δυστυχώς, στη νέα χιλιετηρίδα, οι αβεβαιότητες που περιβάλλουν την πολιτική δημοκρατία δεν φαίνονται πλέον τόσο απόμακρες. Ο κόσμος μπορεί άμοιρα να εισέρχεται και πάλι σε μια περίοδο, στην οποία τα πλεονεκτήματα του συστήματος να μην είναι πλέον τόσο προφανή όσο ήταν την περίοδο από το 1950 έως το 1990».
Le Canard
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου