Η γιαγιά μου ήταν οικονόμα γυναίκα. Ο παππούς μου τσομπάνης με πολύ μικρό μισθό, το μεγαλύτερο μέρος της αμοιβής του ήταν..
πάντα σε είδος: τυρί, γάλα, γιαούρτι και κρέας. Παρόλα αυτά, η γιαγιά μου κατάφερε να αναστήσει τρία παιδιά και να μην λείψει τίποτε από το σπιτικό της. Είχε τις κότες της, ύφαινε στον αργαλειό της, κεντούσε, έραβε, έγνεθε μαλλί, έπλεκε κάλτσες και όλα τα χρειώδη μάλλινα. Διηύθυνε ένα σπίτι σχεδόν αυτάρκες, και αγόραζε με τα λιγοστά μετρητά που διέθετε επιλεκτικά και με σοφία όσα δεν κατάφερνε να παραγάγει η «ελαφρά» οικοτεχνία της. Κι όλα αυτά, όχι σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό αλλά μέσα στην γενέθλια πόλη μου, μια πόλη που βέβαια εκείνη την εποχή είχε περισσότερο την όψη ενός μεγάλου χωριού.
Παλιότερα, την παραμονή των Χριστουγέννων, τα παιδιά όλης της πόλης ξεχύνονταν στους δρόμους χαρούμενα και έλεγαν τα «κόλιντα» ήγουν τα σημερινά (υπάρχουν ακόμη;) κάλαντα!
«Κόλιντα, μέλιντα, ντεν’ μάιε κουλάκλου, κα σ’ αφλέ Χριστό λου, του παχνίι α μπόιλορ, ντι φρίκα αλουβρέιλορ ……». Αυτά τα κάλαντα έψελναν στην πόλη μου τα βλαχόπουλα και σε ελεύθερη μετάφραση λέγανε: «κόλιντα, μέλιντα, δώσε μου μπάμπω την κουλούρα, γιατί βρέθηκε (γεννήθηκε) ο Χριστός, στο παχνί των βοδιών, από τον φόβο των εβραίων». Και τότε, οι νοικοκυρές, άνοιγαν τα σπίτια τους, καλοδέχονταν τα παιδιά και τα φίλευαν κουλούρες ψωμιού, ξηρούς καρπούς, σύκα και άλλα καλούδια. Καθώς τα μετρητά ήταν σπάνια, αραιά και που κονομούσαν οι κομπανίες των καλαντάρηδων καμιά πεντάρα, καμιά δεκάρα, σπάνια εικοσάρα και σε εξαιρετικές περιπτώσεις μισόφραγκο ή και δραχμή ολάκερη!
Τα χρόνια πέρασαν όμως και όταν εγώ ήμουν παιδί του δημοτικού, τα κάλαντα τα λέγαμε πια στα ελληνικά, με τρίγωνα, αρμόνικες και άλλα όργανα, ενώ κυρίως αποβλέπαμε στην εξοικονόμηση μετρητών ας ήταν και δραχμούλες ή δίφραγκα, ενώ περιφρονούσαμε προδήλως τα εις είδος κεράσματα που ορισμένες γιαγιάδες επέμεναν εις πείσμα των καιρών και της «προόδου» να μας φορτώνουν στις πλαστικές σακούλες. Μια τέτοια παραμονή Χριστουγέννων, βρέθηκα κι εγώ στο σπίτι της γιαγιάς μου να πω τα κάλαντα. Αφού με φίλεψε κανταΐφι από τα χεράκια της και τσέπωσα το συνηθισμένο δεκάρικο, πάνω που θα σηκωνόμουν να φύγω, χτύπησε η εξώθυρα του δίπατου παραδοσιακού σπιτιού της γιαγιάς και ακούστηκαν ξαναμμένες οι φωνές μιας άλλης κομπανίας καλαντάρηδων : «Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου….».
Η γιαγιά μου, χαμογελώντας κάτω από τα μουστάκια της, με φώναξε και αφού μου ενεχείρισε ένα πενηνταράκι (μισόφραγκο, ακόμη υπήρχαν τέτοια τότε) και μια σακουλίτσα με ξερά σύκα, με παρακάλεσε να κατέβω να τα δώσω «μπαξίσι» στα παιδιά που έψελναν. Μεγάλη ντροπή με κατέκλυσε και κατεβαίνοντας τις σκάλες, ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Εν τέλει, έχωσα στα γρήγορα το ελάχιστο κέρμα στα χέρια του ενός παιδιού και την ώρα που πλησίαζε και ο «συνεταίρος» του να δει την «λεία» πήρα να ανεβαίνω τις σκάλες πίσω. Με την άκρη του ματιού μου όμως παρακολουθούσα τα δύο παιδιά, που απορημένα κοιτούσαν το ελάχιστο κέρμα στην παλάμη του ενός τους και είμαι βέβαιος, αναρωτιόταν πως στο καλό θα το μοίραζαν μεταξύ τους, καθώς είχε ήδη πάψει η κυκλοφορία της ένδοξης πεντάρας!
Σήμερα, θυμήθηκα την γιαγιά μου (ελαφρύ το χώμα που την σκεπάζει) και το πνεύμα οικονομίας μιας ολόκληρης εποχής που πέρασε πια ανεπιστρεπτί. Αυτό το μισόφραγκο της γιαγιάς μου, μοιάζει με το έρμο το δισεκατομμύριο των μετρητών που προσπάθησε ο Πρωθυπουργός να το «πολλαπλασιάσει» μοιράζοντάς το σε δέκα μεριές και προσπαθώντας να «βουλώσει» τις πιο επείγουσες από τις χαίνουσες οπές των χιλιοτρυπημένων δημόσιων οικονομικών της χώρας. Δεν ξέρω αν λυπάται ο Πρωθυπουργός που δεν υπάρχουν περισσότερα για να καθαρίσει την ρετσινιά του «μπαταχτσή» που «λερώνει» εδώ και χρόνια το ελληνικό δοβλέτι. Το πολιτικό όμως σύστημα ολόκληρο, θα έπρεπε να ντρέπεται για το κατάντημα της χώρας, αντίθετα από την καημένη την γιαγιά μου, που όχι μονάχα δεν χρωστούσε σε κανέναν αλλά κατάφερνε έστω και φτωχικά να ανταποκρίνεται στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις ενός νοικοκυριού, ακόμη και αν εξ ανάγκης, ήταν φειδωλή στα ρεγάλα για τους καλαντάρηδες.
Akenaton
πάντα σε είδος: τυρί, γάλα, γιαούρτι και κρέας. Παρόλα αυτά, η γιαγιά μου κατάφερε να αναστήσει τρία παιδιά και να μην λείψει τίποτε από το σπιτικό της. Είχε τις κότες της, ύφαινε στον αργαλειό της, κεντούσε, έραβε, έγνεθε μαλλί, έπλεκε κάλτσες και όλα τα χρειώδη μάλλινα. Διηύθυνε ένα σπίτι σχεδόν αυτάρκες, και αγόραζε με τα λιγοστά μετρητά που διέθετε επιλεκτικά και με σοφία όσα δεν κατάφερνε να παραγάγει η «ελαφρά» οικοτεχνία της. Κι όλα αυτά, όχι σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό αλλά μέσα στην γενέθλια πόλη μου, μια πόλη που βέβαια εκείνη την εποχή είχε περισσότερο την όψη ενός μεγάλου χωριού.
Παλιότερα, την παραμονή των Χριστουγέννων, τα παιδιά όλης της πόλης ξεχύνονταν στους δρόμους χαρούμενα και έλεγαν τα «κόλιντα» ήγουν τα σημερινά (υπάρχουν ακόμη;) κάλαντα!
«Κόλιντα, μέλιντα, ντεν’ μάιε κουλάκλου, κα σ’ αφλέ Χριστό λου, του παχνίι α μπόιλορ, ντι φρίκα αλουβρέιλορ ……». Αυτά τα κάλαντα έψελναν στην πόλη μου τα βλαχόπουλα και σε ελεύθερη μετάφραση λέγανε: «κόλιντα, μέλιντα, δώσε μου μπάμπω την κουλούρα, γιατί βρέθηκε (γεννήθηκε) ο Χριστός, στο παχνί των βοδιών, από τον φόβο των εβραίων». Και τότε, οι νοικοκυρές, άνοιγαν τα σπίτια τους, καλοδέχονταν τα παιδιά και τα φίλευαν κουλούρες ψωμιού, ξηρούς καρπούς, σύκα και άλλα καλούδια. Καθώς τα μετρητά ήταν σπάνια, αραιά και που κονομούσαν οι κομπανίες των καλαντάρηδων καμιά πεντάρα, καμιά δεκάρα, σπάνια εικοσάρα και σε εξαιρετικές περιπτώσεις μισόφραγκο ή και δραχμή ολάκερη!
Τα χρόνια πέρασαν όμως και όταν εγώ ήμουν παιδί του δημοτικού, τα κάλαντα τα λέγαμε πια στα ελληνικά, με τρίγωνα, αρμόνικες και άλλα όργανα, ενώ κυρίως αποβλέπαμε στην εξοικονόμηση μετρητών ας ήταν και δραχμούλες ή δίφραγκα, ενώ περιφρονούσαμε προδήλως τα εις είδος κεράσματα που ορισμένες γιαγιάδες επέμεναν εις πείσμα των καιρών και της «προόδου» να μας φορτώνουν στις πλαστικές σακούλες. Μια τέτοια παραμονή Χριστουγέννων, βρέθηκα κι εγώ στο σπίτι της γιαγιάς μου να πω τα κάλαντα. Αφού με φίλεψε κανταΐφι από τα χεράκια της και τσέπωσα το συνηθισμένο δεκάρικο, πάνω που θα σηκωνόμουν να φύγω, χτύπησε η εξώθυρα του δίπατου παραδοσιακού σπιτιού της γιαγιάς και ακούστηκαν ξαναμμένες οι φωνές μιας άλλης κομπανίας καλαντάρηδων : «Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου….».
Η γιαγιά μου, χαμογελώντας κάτω από τα μουστάκια της, με φώναξε και αφού μου ενεχείρισε ένα πενηνταράκι (μισόφραγκο, ακόμη υπήρχαν τέτοια τότε) και μια σακουλίτσα με ξερά σύκα, με παρακάλεσε να κατέβω να τα δώσω «μπαξίσι» στα παιδιά που έψελναν. Μεγάλη ντροπή με κατέκλυσε και κατεβαίνοντας τις σκάλες, ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Εν τέλει, έχωσα στα γρήγορα το ελάχιστο κέρμα στα χέρια του ενός παιδιού και την ώρα που πλησίαζε και ο «συνεταίρος» του να δει την «λεία» πήρα να ανεβαίνω τις σκάλες πίσω. Με την άκρη του ματιού μου όμως παρακολουθούσα τα δύο παιδιά, που απορημένα κοιτούσαν το ελάχιστο κέρμα στην παλάμη του ενός τους και είμαι βέβαιος, αναρωτιόταν πως στο καλό θα το μοίραζαν μεταξύ τους, καθώς είχε ήδη πάψει η κυκλοφορία της ένδοξης πεντάρας!
Σήμερα, θυμήθηκα την γιαγιά μου (ελαφρύ το χώμα που την σκεπάζει) και το πνεύμα οικονομίας μιας ολόκληρης εποχής που πέρασε πια ανεπιστρεπτί. Αυτό το μισόφραγκο της γιαγιάς μου, μοιάζει με το έρμο το δισεκατομμύριο των μετρητών που προσπάθησε ο Πρωθυπουργός να το «πολλαπλασιάσει» μοιράζοντάς το σε δέκα μεριές και προσπαθώντας να «βουλώσει» τις πιο επείγουσες από τις χαίνουσες οπές των χιλιοτρυπημένων δημόσιων οικονομικών της χώρας. Δεν ξέρω αν λυπάται ο Πρωθυπουργός που δεν υπάρχουν περισσότερα για να καθαρίσει την ρετσινιά του «μπαταχτσή» που «λερώνει» εδώ και χρόνια το ελληνικό δοβλέτι. Το πολιτικό όμως σύστημα ολόκληρο, θα έπρεπε να ντρέπεται για το κατάντημα της χώρας, αντίθετα από την καημένη την γιαγιά μου, που όχι μονάχα δεν χρωστούσε σε κανέναν αλλά κατάφερνε έστω και φτωχικά να ανταποκρίνεται στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις ενός νοικοκυριού, ακόμη και αν εξ ανάγκης, ήταν φειδωλή στα ρεγάλα για τους καλαντάρηδες.
Akenaton
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου