Μοιραστείτε το στο facebook
Του Φαήλου Μ. Κρανιδιώτη
Υπήρχαν κάποια μυθικά σκυλιά, που έζησαν στην ομιχλώδη εποχή που εγώ ήμουν αγέννητος..
Σκυλιά που δεν τα είχα δει ποτέ, δεν τα είχα «βαφτίσει», όπως συνήθως, δεν τα χάϊδεψα. Όπως τα δυο σκυλιά του παππού μου στο Μαυρομμάτι, τη Φούλα και τον Κουλίση.
Η Φούλα είχε πάρει το όνομα της γυναίκας του μεγαλοεργολάβου Δημήτρη Αθανασόπουλου. Μαζί με την μάνα της, Άρτεμη Κάστρου, έναν ξάδερφο, τον Δημήτρη Μοσκιό και την υπηρέτρια του σπιτιού, το 1931 στου Χαροκόπου τον σκότωσαν στον ύπνο του. Προσπάθησαν να τον κάψουν, τον έκοψαν κομμάτια, τον πακέταραν και τον πέταξαν στον Ιλισσό. Το φοβερό έγκλημα έγινε το 1931 και συγκλόνισε την Ελλάδα της εποχής. Ο ρεμπέτης Ιάκωβος Μοντανάρης από αυτό εμπνεύστηκε το άσμα του «Κακούργα πεθερά», γνωστό περισσότερο από την τελευταία του στροφή και ως «Καημένε Αθανασόπουλε τι ‘σου μελε να πάθεις…», που έγινε παροιμιώδης φράση. Η ωραιότερη εκτέλεση ήταν του Αντώνη Νταλγκά (http://www.youtube.com/watch?v=ZpaqDDPU6Ts).
Λέει κάπου στη μέση για την άκαρδη σύζυγο του φονευθέντος και τεμαχισθέντος:
«Βρε Φούλα δεν εσκέφτηκες, δεν πόνεσε η καρδιά σου
τον άντρα σου, τα νιάτα σου, τα έμορφα παιδιά σου.
Βρε Φούλα πως εβάστηξες και πως βαστάς ακόμα,
εσύ να ‘σαι στη φυλακή κι ο άντρας σου στο χώμα;»
Η Φούλα, η αληθινή, όχι η σκύλα, αποφυλακίστηκε από τις Φυλακές Αβέρωφ το 1941 μ’ ένα ευεργετικό διάταγμα του Τσολάκογλου και παντρεύτηκε τον…διευθυντή των φυλακών.
Το τραγούδι του Μοντανάρη έκανε στράκες στα γραμμόφωνα, στα πανηγύρια και στα κέντρα.
Έτσι κι ο παππούς, που είχε χιούμορ, εκεί γύρω στο 1937, που γεννήθηκε κι η μάνα μου, βάφτισε το θηλυκό κουτάβι Φούλα, προς «τιμήν» της πρώην θανατοποινίτισσας.
Η δε Φούλα, που ήταν στούμπος, μαύρη με μπεζ κοιλιά, έτεκε τον Κουλίση.
Κουλίσης θα πει σκυλάκι, κουταβάκι στ’ αρβανίτικα και τον βγάλαν έτσι, γιατί ήταν ο γιόκας της μανούλας του, το κουτάβι της. Αυτός ήταν πιο μεγάλος και όλος κανελλής. Τα σκυλιά αυτά τα είδαν όλα. Μεταξά, Ιταλούς, Γερμανούς, Ελασίτες, Ταγματασφαλίτες, εμφύλιο. Η μάνα μου, νήπιο, κρατούσε αγκαλιά την μικροκαμωμένη Φούλα κι από πίσω ακολουθούσε ο Κουλίσης, όταν οι κατσαπλιάδες Ιταλοί στην Κατοχή ανέβαιναν τον φιδογυριστό δρόμο προς το χωριό, για να πλιατσικολογήσουν στις αυλές καμιά κότα κι αυγά ή οι δυσκοίλιοι κι άκαμπτοι γερμαναράδες για να ψάξουν γι΄ αντάρτες.
Αυτή είναι η ιστορία μιας άλλης μάνας και του γιόκα της. Της Τζίνας και του Ζαν, εκεί στα τέλη του ’50, αρχές ‘60.
Το μέγαρο μας στον Κορυδαλλό ήταν ακόμη μια κάμαρα με τσιμεντόλιθους και κεραμίδια που μπάζανε, τουαλέτα – πλυσταριό έξω και κήπο με κληματαριά, συκιά, λεμονιές, τριανταφυλλιές, γλάστρες με βασιλικούς και δυόσμο, μια καλύβα για την κατσίκα κι ένα κοτέτσι φτιαγμένο με σανίδια και κοτετσόσυρμα.
Τα 88 στρέμματα, ακριβώς απέναντι απ’ το σπίτι, ήταν κανονικό βουνό, έτσι τα λέγαμε, «το βουνό», όπου βόσκανε πρόβατα κι οι Φυλακές Κορυδαλλού δεν είχαν χτιστεί ακόμη. Υπήρχε μόνο το πρώην «Γηροκομείο», ένα παμπάλαιο μεγάλο κτίριο, όπου ζούσανε οικογένειες προσφύγων, στοιβαγμένοι σε μικρές κάμαρες. Πάντρευε κάποιος την κόρη του, χώριζε την κάμαρα στα δύο κρεμώντας μια κουβέρτα και έδινε την μισή για προίκα στην θυγατέρα του. Χλιδή και γκλαμουριά…
Η Πλαταιών κι η Αμοργού ήταν κακοτράχαλοι χωματόδρομοι με πέτρες κι έναν κανονικότατο βράχο επί της Πλαταιών. Τα σπίτια της γειτονιάς, όλα αυθαίρετα, εσωτερικών μεταναστών από την Κρήτη, την Αστυπάλαια, την Αρκαδία, την Καβάλα, μια οικογένεια αρμένηδες, αραιά κι όλα ισόγεια.
Τα περιπολικά του 16ου της Αστυνομίας Πόλεων, κάτι θηριώδεις αμερικάνικες Πλύμουθ με μυτερά πίσω φτερά, περνούσαν σιγά – σιγά, κάνοντας σλάλομ ανάμεσα σε κοτρώνες και λακκούβες. Όλοι οι πλανόδιοι περνούσαν με κάρα και γαϊδούρια. Τον μανάβη, τον κυρ Κλεόβουλο, τον πρόλαβα κι εγώ πριν πάω σχολείο. Είχε κάρο τσίλικο κι εγώ έτρεχα για να χαζέψω τα’ άλογο του. Είχα από τότε την πετριά. Ήταν ένας ωραίος και ψηλός ψαρής. Ξυστρισμένος, καλοταϊσμένος και ρωμαλέος, σε αντίθεση με τα ταλαιπωρημένα ψωράλογα και τα κοντοστούπικα γαϊδούρια του ψαρά κι άλλων αγωνιστών της τότε ελευθέρας οικονομίας. Το αγαπούσε το αλογάκι του ο κυρ Κλεόβουλος και φαινόταν στην στολισμένη σαγή του και κυρίως στο πόσο καλοζωϊσμένο το’ χε, με χτενισμένη χαίτη και ουρά. Ο ίδιος ο αμαξηλάτης, προκατακλυσμιασίος, πρέπει να είχε προλάβει τον Δεληγιάννη πρωθυπουργό κι άφηνε παλιά καφάσια στην μάνα μου, που τα ‘καιγε για το καζάνι, όταν έβαζε μπουγάδα, με λουλάκι, στάχτη κι όλα τα σχετικά.
Πρόλαβα και τους γύφτους, καρεκλά, γανωματή και τροχιστή μαχαιριών, που κουβαλούσε τον τροχό με το τριπόδι στην πλάτη.
Την Τζίνα λοιπόν, την είχε μαζέψει και μας την έφερε αδέσποτο κουτάβι ο Φώτης, ο αδερφός του πατέρα μου. Ήταν μικροκαμωμένη, καφετιά, με μυτερά αυτάκια, λίγο σαν αλεπουδίτσα. Αυτό, που κάποιοι λένε σήμερα «ελληνικός σκύλος συντροφιάς», προσπαθώντας να αναγνωριστεί και ως φυλή αυτός, ο πανάρχαιος τύπος μικροκαμωμένου σκύλου, που υπήρχε κι υπάρχει ακόμη στα χωριά της Ελλάδας.
Η Τζίνα κάποια στιγμή υπέκυψε μετά από ολιγόλεπτες σκυλίσιες κόνξες στο φλερτ άγνωστου μαντρόσκυλου και γέννησε ένα και μοναδικό κουτάβι, τον Ζαν. Ο Ζαν πρέπει να είχε ως μακρινό ή εγγύτερο πρόγονο κάποιον ελληνικό ποιμενικό, γιατί έγινε ένας θηριώδης σκύλαρος, ίδιο χρώμα με την μάνα του αλλά τέσσερις φορές το μπόϊ της.
Παρά το μέγεθος του ήταν αμνός του θεού, ήσυχος και φιλικός με τους πάντες. Είχε μόνο μια αδυναμία, κέντρο του κόσμου του. Την μανούλα του. Δεν την αποχωριζόταν ποτέ. Μαζί τρώγανε, μαζί κοιμόντουσαν κουλουριασμένοι σε μια απάγκια γωνιά στην αυλή. Δεν την είχε αποχωριστεί ποτέ ούτε δευτερόλεπτο, απ’ όταν βύζαινε με κλειστά μάτια και «ζύμωνε» την κοιλιά της με τις πατούσες του, ως τώρα, που ήταν κοτζάμ κρεμανταλάς, με όψη χασαπόσκυλου αλλά πάντα καρδιά κουταβιού. Μαζί κάνανε και τις τσάρκες τους, αφού η αυλή μας δεν ήταν τότε περιφραγμένη. Το παράταιρο ζευγάρι ήταν, ας πούμε, της «προσκολλήσεως». Τα ταΐζαμε, φύλαγαν την ημιαγροτική – ημιαστική έπαυλη μας των είκοσι τετραγωνικών και τα πέριξ αλλά όποτε τους έκανε κέφι, φέρνανε καμιά γυροβολιά στις γειτονιές.
Στα 300 μέτρα, παίρνοντας την κατηφόρα της Αμοργού, υπάρχει σήμερα η «Πλατεία Ειρήνης και Φιλίας των Λαών», από αυτές τις επωνυμίες, που μαζί με δρόμους όπως «Λαμπράκη», «Πολυτεχνείου» κλπ, πήξανε αργότερα τον αστικό χάρτη οι αριστεροί δήμαρχοι. Οι παλιοί ακόμη την ξέρουν απλά ως πλατεία του παλιού νεκροταφείου, γιατί αυτό υπήρχε παλιά εκεί. Το πρόλαβα στα τελευταία του, αφού είχε πάψει να δέχεται «πελάτες» και θυμάμαι, στην αλάνα μπροστά στον ασβεστωμένο μαντρότοιχο, κάτι γαβριάδες, που παίζανε για πλάκα μπάλα με μια …νεκροκεφαλή, που ‘χαν βουτήξει από το αφύλακτο πια και ερειπιώδες οστεοφυλάκιο!
Τότε, όταν η Τζίνα και ο Ζαν ζούσαν την σκυλίσια ζωή τους, λειτουργούσε κανονικότατα κι εκεί κατέληγαν οι Κορυδαλλιώτες, για να παίρνουν μπόϊ τα μαύρα κυπαρίσσια του.
Είχε πεθάνει κάποιος συγγενής κάποιου γνωστού, κανείς δεν θυμάται ποιος. Τρέχα γύρευε. Η μάνα μου άφησε την ραπτομηχανή στην οποία δούλευε φασόν νύχτα με νύχτα και με την κυρά Δέσποινα, την νονά μου, που μένει ακόμη απέναντι μας, ξεκίνησαν να πάνε στην κηδεία. Η Τζίνα και ο Ζαν πήραν χαρούμενοι στο κατόπι την μάνα μου. Σταματούσε και τα ‘διωχνε για να γυρίσουν πίσω. Αυτά εκεί, κολαούζοι. Φτάσανε απέξω από το νεκροταφείο κι εκεί ξανά τα χούγιαξε, που λένε οι παλιοί, «ξου, σπίτι γρήγορα» κλπ. Κωλώσανε αμήχανα η μανούλα με το μαντρόσκυλο – σκιά της και πήγαν προς τα πίσω την ανηφοριά. Η μάνα μου θεωρώντας πως απαλλάχτηκε από την απρεπή για κηδεία σκυλίσια συνοδεία, μπήκαν με τη νονά μου στο νεκροταφείο και πήγαν στο παρεκλήσσι όπου ετελούντο αι εξόδιαι ακολουθίαι.
Η κάσα του μακαρίτη στη μέση. Γύρω η χήρα, οι τεθλιμμένοι συγγενείς που μοιρολογούσανε, ο παπάς κι οι ψαλτάδες ψέλνανε τα δέοντα και διάφοροι φίλοι, που ‘χανε πάει να πουν στον τελευτήσαντα το «αντίο Γλαρέντζα», τηρούσαν την σιωπή του πένθους με σταυρωμένα χέρια. Πιάσανε μια γωνιά κι η μάνα μου με την κυρά Δέσποινα για να αποδώσουν τας νενομισμένας τιμάς.
Τα πράγματα έβαιναν καλώς, όσο μπορούν σε μια κηδεία. Εκεί όμως που το δάκρυ πήγαινε κορόμηλο μέσα από τις ψαλμωδίες, έγινε ένα περίεργο σούσουρο. Με φρίκη η μάνα μου βλέπει την Τζίνα και τον μαντρόσκυλο γιόκα της που μπούκαραν μέσα στην μικρή εκκλησία, για να της κάνουν «τζα»! Χαρούμενοι κι οι δυο, κουνώντας τις ουρές τους πήγαν προς το μέρος της, ενώ το μικρό μαυροφορεμένο πλήθος αναστατώθηκε και κάτι θείτσες και πιτσιρίκια φοβήθηκαν βλέποντας ειδικά τον θηριώδη Ζαν να πλησιάζει χοροπηδηχτά! Η μάνα μου στα όρια της αποπληξίας από την ντροπή κι η νονά μου, τι να κάνουν, κάνανε κι αυτές ότι φοβόντουσαν, πως δεν ξέρανε τους δυο τετράποδους κι απρόσκλητους μουστερήδες. Ο παπάς είχε μείνει κάγκελο κι ο καντηλανάφτης μ’ έναν ψάλτη σπεύσανε να διώξουν τους ανεπιθύμητους. Η Τζίνα κι ο Ζαν αμήχανα πια κοίταζαν με απορία την μάνα μου κουνώντας πιο αργά την ουρά τους. Δεν καταλάβαιναν γιατί αυτή που τα τάιζε και τα χάιδευε δεν ανταποκρινόταν σε όλες τις γαλιφιές τους και στην ωραία έκπληξη που της έκαναν. «Κοίτα αφεντικό, δεν σε εγκαταλείψαμε! Ακολουθήσαμε την μυρωδιά και σε βρήκαμε»! Χαρά η μάνα μου…
Ο καντηλανάφτης κι ο ψάλτης αρχίσανε να κυνηγούν τα σκυλιά γύρω από την κάσα φωνάζοντας ξουτ, έξω, ενώ οι τεθλιμμένοι συγγενείς οπισθοχωρούσαν, πέσανε και κάτι καρέκλες, χαμός. Εκεί τότε έγινε το μοιραίο. Έγινε το μέγα σφάλμα, το βαρύ. Ο καντηλανάφτης κλώτσησε τσαντισμένος την Τζίνα. Την κλώτσησε γερά κι άνοιξαν οι πυρωμένες πύλες της κόλασης. Κλώτσησε την μανούλα του Ζαν, την λατρεία του, την κορώνα της σκυλίσιας ζωής του, την πηγή και τον κύριο λόγο της ύπαρξης του, την επί γης Θεά του. Τόλμησε να χτυπήσει την μανούλα του και μάνα είναι μόνο μία!
Η πονεμένη κραυγή της ακούστηκε πάνω από τις φωνές των συγγενών και των φίλων του νεκρού. Τότε αναδύθηκε από τον Άδη ο βρυχηθμός του κέρβερου, το μουγκρητό του εκδικητή γιου! Ο αμνός του θεού έγινε θηρίο ανήμερο και μ’ ένα σάλτο βούτηξε από το πόδι τον καντηλανάφτη και τον έριξε κάτω. Ο ψάλτης τα ‘κανε πάνω του, πήγε ο έρμος παπάς να σώσει τον έντρομο καντηλανάφτη και ο Ζαν τον μούνταρε κι αυτόν. Ευτυχώς οι δαγκωματιές πιάσανε μόνο ράσα, μπουρδουκλώθηκε κι ο παπάς, πάρτον κάτω. Μπαίνει κι η Τζίνα αναθαρρημένη στον καυγά, κυνηγητό γύρω από την κάσα, ένα κουβάρι σκυλιά κι άνθρωποι, μόνο που τώρα οι σκύλοι κυνηγούσαν τους ανθρώπους. Άλλοι κλαίγανε, άλλοι φωνάζανε και στριμωχνόντουσαν να βγουν έξω, πέσανε και κανά δυο λιπόθυμες, το φέρετρο κλονίστηκε από το σπρωξίδι και παρά λίγο να έρθει τούμπα! Η μάνα μου κι η νονά μου την κοπανήσανε αλά γαλλικά, χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Λούης. Ντροπή! Γάμησε τα κι άφησε τα. Μην σου λάχει! Κι ύστερα από λίγη ώρα οι δυο αθεόφοβοι κι ιερόσυλοι ταραξίες σκάσανε μύτη στην αυλή, σαν να μην έτρεξε τίποτα.
Ευτυχώς ο αποβιώσας ήταν μακρινός κάτι, κάποιου. Κανείς δεν πήρε χαμπάρι πως οι ιερόσυλοι σκύλοι ήταν δικοί μας.
Πενήντα χρόνια μετά, όταν όπως κάθε πρωί έρχεται η νονά μου και πίνουν τον καφέ τους και το θυμούνται, η μάνα μου, που πάντα δείχνει σεβασμό σε αυτά που πρέπει, λέει «πω πω τι ρεζιλίκι, ντροπή, ντροπή! Οι άνθρωποι είχαν τον πόνο τους και τα παλιόσκυλα τι έκαναν, ήθελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί» κι η νονά μου την κοιτάει, πέφτει λίγη σιωπή και ύστερα τους έρχονται δάκρυα από τα γέλια, προσπαθούν να συγκρατηθούν και λένε κι οι δυο ένοχα, «ντροπή, ντροπή»…
Υπάρχει μια πολυκαιρισμένη φωτογραφία της αυλής. Κάπου στην άκρη φαίνονται τα πίσω πόδια κι η γυριστή ουρά της πέτρας του σκανδάλου. Δίπλα, εκτός κάδρου σίγουρα είναι κι ο γιόκας της, κοιτώντας με αφοσίωση την μανούλα του…
Του Φαήλου Μ. Κρανιδιώτη
Υπήρχαν κάποια μυθικά σκυλιά, που έζησαν στην ομιχλώδη εποχή που εγώ ήμουν αγέννητος..
Σκυλιά που δεν τα είχα δει ποτέ, δεν τα είχα «βαφτίσει», όπως συνήθως, δεν τα χάϊδεψα. Όπως τα δυο σκυλιά του παππού μου στο Μαυρομμάτι, τη Φούλα και τον Κουλίση.
Η Φούλα είχε πάρει το όνομα της γυναίκας του μεγαλοεργολάβου Δημήτρη Αθανασόπουλου. Μαζί με την μάνα της, Άρτεμη Κάστρου, έναν ξάδερφο, τον Δημήτρη Μοσκιό και την υπηρέτρια του σπιτιού, το 1931 στου Χαροκόπου τον σκότωσαν στον ύπνο του. Προσπάθησαν να τον κάψουν, τον έκοψαν κομμάτια, τον πακέταραν και τον πέταξαν στον Ιλισσό. Το φοβερό έγκλημα έγινε το 1931 και συγκλόνισε την Ελλάδα της εποχής. Ο ρεμπέτης Ιάκωβος Μοντανάρης από αυτό εμπνεύστηκε το άσμα του «Κακούργα πεθερά», γνωστό περισσότερο από την τελευταία του στροφή και ως «Καημένε Αθανασόπουλε τι ‘σου μελε να πάθεις…», που έγινε παροιμιώδης φράση. Η ωραιότερη εκτέλεση ήταν του Αντώνη Νταλγκά (http://www.youtube.com/watch?v=ZpaqDDPU6Ts).
Λέει κάπου στη μέση για την άκαρδη σύζυγο του φονευθέντος και τεμαχισθέντος:
«Βρε Φούλα δεν εσκέφτηκες, δεν πόνεσε η καρδιά σου
τον άντρα σου, τα νιάτα σου, τα έμορφα παιδιά σου.
Βρε Φούλα πως εβάστηξες και πως βαστάς ακόμα,
εσύ να ‘σαι στη φυλακή κι ο άντρας σου στο χώμα;»
Η Φούλα, η αληθινή, όχι η σκύλα, αποφυλακίστηκε από τις Φυλακές Αβέρωφ το 1941 μ’ ένα ευεργετικό διάταγμα του Τσολάκογλου και παντρεύτηκε τον…διευθυντή των φυλακών.
Το τραγούδι του Μοντανάρη έκανε στράκες στα γραμμόφωνα, στα πανηγύρια και στα κέντρα.
Έτσι κι ο παππούς, που είχε χιούμορ, εκεί γύρω στο 1937, που γεννήθηκε κι η μάνα μου, βάφτισε το θηλυκό κουτάβι Φούλα, προς «τιμήν» της πρώην θανατοποινίτισσας.
Η δε Φούλα, που ήταν στούμπος, μαύρη με μπεζ κοιλιά, έτεκε τον Κουλίση.
Κουλίσης θα πει σκυλάκι, κουταβάκι στ’ αρβανίτικα και τον βγάλαν έτσι, γιατί ήταν ο γιόκας της μανούλας του, το κουτάβι της. Αυτός ήταν πιο μεγάλος και όλος κανελλής. Τα σκυλιά αυτά τα είδαν όλα. Μεταξά, Ιταλούς, Γερμανούς, Ελασίτες, Ταγματασφαλίτες, εμφύλιο. Η μάνα μου, νήπιο, κρατούσε αγκαλιά την μικροκαμωμένη Φούλα κι από πίσω ακολουθούσε ο Κουλίσης, όταν οι κατσαπλιάδες Ιταλοί στην Κατοχή ανέβαιναν τον φιδογυριστό δρόμο προς το χωριό, για να πλιατσικολογήσουν στις αυλές καμιά κότα κι αυγά ή οι δυσκοίλιοι κι άκαμπτοι γερμαναράδες για να ψάξουν γι΄ αντάρτες.
Αυτή είναι η ιστορία μιας άλλης μάνας και του γιόκα της. Της Τζίνας και του Ζαν, εκεί στα τέλη του ’50, αρχές ‘60.
Το μέγαρο μας στον Κορυδαλλό ήταν ακόμη μια κάμαρα με τσιμεντόλιθους και κεραμίδια που μπάζανε, τουαλέτα – πλυσταριό έξω και κήπο με κληματαριά, συκιά, λεμονιές, τριανταφυλλιές, γλάστρες με βασιλικούς και δυόσμο, μια καλύβα για την κατσίκα κι ένα κοτέτσι φτιαγμένο με σανίδια και κοτετσόσυρμα.
Τα 88 στρέμματα, ακριβώς απέναντι απ’ το σπίτι, ήταν κανονικό βουνό, έτσι τα λέγαμε, «το βουνό», όπου βόσκανε πρόβατα κι οι Φυλακές Κορυδαλλού δεν είχαν χτιστεί ακόμη. Υπήρχε μόνο το πρώην «Γηροκομείο», ένα παμπάλαιο μεγάλο κτίριο, όπου ζούσανε οικογένειες προσφύγων, στοιβαγμένοι σε μικρές κάμαρες. Πάντρευε κάποιος την κόρη του, χώριζε την κάμαρα στα δύο κρεμώντας μια κουβέρτα και έδινε την μισή για προίκα στην θυγατέρα του. Χλιδή και γκλαμουριά…
Η Πλαταιών κι η Αμοργού ήταν κακοτράχαλοι χωματόδρομοι με πέτρες κι έναν κανονικότατο βράχο επί της Πλαταιών. Τα σπίτια της γειτονιάς, όλα αυθαίρετα, εσωτερικών μεταναστών από την Κρήτη, την Αστυπάλαια, την Αρκαδία, την Καβάλα, μια οικογένεια αρμένηδες, αραιά κι όλα ισόγεια.
Τα περιπολικά του 16ου της Αστυνομίας Πόλεων, κάτι θηριώδεις αμερικάνικες Πλύμουθ με μυτερά πίσω φτερά, περνούσαν σιγά – σιγά, κάνοντας σλάλομ ανάμεσα σε κοτρώνες και λακκούβες. Όλοι οι πλανόδιοι περνούσαν με κάρα και γαϊδούρια. Τον μανάβη, τον κυρ Κλεόβουλο, τον πρόλαβα κι εγώ πριν πάω σχολείο. Είχε κάρο τσίλικο κι εγώ έτρεχα για να χαζέψω τα’ άλογο του. Είχα από τότε την πετριά. Ήταν ένας ωραίος και ψηλός ψαρής. Ξυστρισμένος, καλοταϊσμένος και ρωμαλέος, σε αντίθεση με τα ταλαιπωρημένα ψωράλογα και τα κοντοστούπικα γαϊδούρια του ψαρά κι άλλων αγωνιστών της τότε ελευθέρας οικονομίας. Το αγαπούσε το αλογάκι του ο κυρ Κλεόβουλος και φαινόταν στην στολισμένη σαγή του και κυρίως στο πόσο καλοζωϊσμένο το’ χε, με χτενισμένη χαίτη και ουρά. Ο ίδιος ο αμαξηλάτης, προκατακλυσμιασίος, πρέπει να είχε προλάβει τον Δεληγιάννη πρωθυπουργό κι άφηνε παλιά καφάσια στην μάνα μου, που τα ‘καιγε για το καζάνι, όταν έβαζε μπουγάδα, με λουλάκι, στάχτη κι όλα τα σχετικά.
Πρόλαβα και τους γύφτους, καρεκλά, γανωματή και τροχιστή μαχαιριών, που κουβαλούσε τον τροχό με το τριπόδι στην πλάτη.
Την Τζίνα λοιπόν, την είχε μαζέψει και μας την έφερε αδέσποτο κουτάβι ο Φώτης, ο αδερφός του πατέρα μου. Ήταν μικροκαμωμένη, καφετιά, με μυτερά αυτάκια, λίγο σαν αλεπουδίτσα. Αυτό, που κάποιοι λένε σήμερα «ελληνικός σκύλος συντροφιάς», προσπαθώντας να αναγνωριστεί και ως φυλή αυτός, ο πανάρχαιος τύπος μικροκαμωμένου σκύλου, που υπήρχε κι υπάρχει ακόμη στα χωριά της Ελλάδας.
Η Τζίνα κάποια στιγμή υπέκυψε μετά από ολιγόλεπτες σκυλίσιες κόνξες στο φλερτ άγνωστου μαντρόσκυλου και γέννησε ένα και μοναδικό κουτάβι, τον Ζαν. Ο Ζαν πρέπει να είχε ως μακρινό ή εγγύτερο πρόγονο κάποιον ελληνικό ποιμενικό, γιατί έγινε ένας θηριώδης σκύλαρος, ίδιο χρώμα με την μάνα του αλλά τέσσερις φορές το μπόϊ της.
Παρά το μέγεθος του ήταν αμνός του θεού, ήσυχος και φιλικός με τους πάντες. Είχε μόνο μια αδυναμία, κέντρο του κόσμου του. Την μανούλα του. Δεν την αποχωριζόταν ποτέ. Μαζί τρώγανε, μαζί κοιμόντουσαν κουλουριασμένοι σε μια απάγκια γωνιά στην αυλή. Δεν την είχε αποχωριστεί ποτέ ούτε δευτερόλεπτο, απ’ όταν βύζαινε με κλειστά μάτια και «ζύμωνε» την κοιλιά της με τις πατούσες του, ως τώρα, που ήταν κοτζάμ κρεμανταλάς, με όψη χασαπόσκυλου αλλά πάντα καρδιά κουταβιού. Μαζί κάνανε και τις τσάρκες τους, αφού η αυλή μας δεν ήταν τότε περιφραγμένη. Το παράταιρο ζευγάρι ήταν, ας πούμε, της «προσκολλήσεως». Τα ταΐζαμε, φύλαγαν την ημιαγροτική – ημιαστική έπαυλη μας των είκοσι τετραγωνικών και τα πέριξ αλλά όποτε τους έκανε κέφι, φέρνανε καμιά γυροβολιά στις γειτονιές.
Στα 300 μέτρα, παίρνοντας την κατηφόρα της Αμοργού, υπάρχει σήμερα η «Πλατεία Ειρήνης και Φιλίας των Λαών», από αυτές τις επωνυμίες, που μαζί με δρόμους όπως «Λαμπράκη», «Πολυτεχνείου» κλπ, πήξανε αργότερα τον αστικό χάρτη οι αριστεροί δήμαρχοι. Οι παλιοί ακόμη την ξέρουν απλά ως πλατεία του παλιού νεκροταφείου, γιατί αυτό υπήρχε παλιά εκεί. Το πρόλαβα στα τελευταία του, αφού είχε πάψει να δέχεται «πελάτες» και θυμάμαι, στην αλάνα μπροστά στον ασβεστωμένο μαντρότοιχο, κάτι γαβριάδες, που παίζανε για πλάκα μπάλα με μια …νεκροκεφαλή, που ‘χαν βουτήξει από το αφύλακτο πια και ερειπιώδες οστεοφυλάκιο!
Τότε, όταν η Τζίνα και ο Ζαν ζούσαν την σκυλίσια ζωή τους, λειτουργούσε κανονικότατα κι εκεί κατέληγαν οι Κορυδαλλιώτες, για να παίρνουν μπόϊ τα μαύρα κυπαρίσσια του.
Είχε πεθάνει κάποιος συγγενής κάποιου γνωστού, κανείς δεν θυμάται ποιος. Τρέχα γύρευε. Η μάνα μου άφησε την ραπτομηχανή στην οποία δούλευε φασόν νύχτα με νύχτα και με την κυρά Δέσποινα, την νονά μου, που μένει ακόμη απέναντι μας, ξεκίνησαν να πάνε στην κηδεία. Η Τζίνα και ο Ζαν πήραν χαρούμενοι στο κατόπι την μάνα μου. Σταματούσε και τα ‘διωχνε για να γυρίσουν πίσω. Αυτά εκεί, κολαούζοι. Φτάσανε απέξω από το νεκροταφείο κι εκεί ξανά τα χούγιαξε, που λένε οι παλιοί, «ξου, σπίτι γρήγορα» κλπ. Κωλώσανε αμήχανα η μανούλα με το μαντρόσκυλο – σκιά της και πήγαν προς τα πίσω την ανηφοριά. Η μάνα μου θεωρώντας πως απαλλάχτηκε από την απρεπή για κηδεία σκυλίσια συνοδεία, μπήκαν με τη νονά μου στο νεκροταφείο και πήγαν στο παρεκλήσσι όπου ετελούντο αι εξόδιαι ακολουθίαι.
Η κάσα του μακαρίτη στη μέση. Γύρω η χήρα, οι τεθλιμμένοι συγγενείς που μοιρολογούσανε, ο παπάς κι οι ψαλτάδες ψέλνανε τα δέοντα και διάφοροι φίλοι, που ‘χανε πάει να πουν στον τελευτήσαντα το «αντίο Γλαρέντζα», τηρούσαν την σιωπή του πένθους με σταυρωμένα χέρια. Πιάσανε μια γωνιά κι η μάνα μου με την κυρά Δέσποινα για να αποδώσουν τας νενομισμένας τιμάς.
Τα πράγματα έβαιναν καλώς, όσο μπορούν σε μια κηδεία. Εκεί όμως που το δάκρυ πήγαινε κορόμηλο μέσα από τις ψαλμωδίες, έγινε ένα περίεργο σούσουρο. Με φρίκη η μάνα μου βλέπει την Τζίνα και τον μαντρόσκυλο γιόκα της που μπούκαραν μέσα στην μικρή εκκλησία, για να της κάνουν «τζα»! Χαρούμενοι κι οι δυο, κουνώντας τις ουρές τους πήγαν προς το μέρος της, ενώ το μικρό μαυροφορεμένο πλήθος αναστατώθηκε και κάτι θείτσες και πιτσιρίκια φοβήθηκαν βλέποντας ειδικά τον θηριώδη Ζαν να πλησιάζει χοροπηδηχτά! Η μάνα μου στα όρια της αποπληξίας από την ντροπή κι η νονά μου, τι να κάνουν, κάνανε κι αυτές ότι φοβόντουσαν, πως δεν ξέρανε τους δυο τετράποδους κι απρόσκλητους μουστερήδες. Ο παπάς είχε μείνει κάγκελο κι ο καντηλανάφτης μ’ έναν ψάλτη σπεύσανε να διώξουν τους ανεπιθύμητους. Η Τζίνα κι ο Ζαν αμήχανα πια κοίταζαν με απορία την μάνα μου κουνώντας πιο αργά την ουρά τους. Δεν καταλάβαιναν γιατί αυτή που τα τάιζε και τα χάιδευε δεν ανταποκρινόταν σε όλες τις γαλιφιές τους και στην ωραία έκπληξη που της έκαναν. «Κοίτα αφεντικό, δεν σε εγκαταλείψαμε! Ακολουθήσαμε την μυρωδιά και σε βρήκαμε»! Χαρά η μάνα μου…
Ο καντηλανάφτης κι ο ψάλτης αρχίσανε να κυνηγούν τα σκυλιά γύρω από την κάσα φωνάζοντας ξουτ, έξω, ενώ οι τεθλιμμένοι συγγενείς οπισθοχωρούσαν, πέσανε και κάτι καρέκλες, χαμός. Εκεί τότε έγινε το μοιραίο. Έγινε το μέγα σφάλμα, το βαρύ. Ο καντηλανάφτης κλώτσησε τσαντισμένος την Τζίνα. Την κλώτσησε γερά κι άνοιξαν οι πυρωμένες πύλες της κόλασης. Κλώτσησε την μανούλα του Ζαν, την λατρεία του, την κορώνα της σκυλίσιας ζωής του, την πηγή και τον κύριο λόγο της ύπαρξης του, την επί γης Θεά του. Τόλμησε να χτυπήσει την μανούλα του και μάνα είναι μόνο μία!
Η πονεμένη κραυγή της ακούστηκε πάνω από τις φωνές των συγγενών και των φίλων του νεκρού. Τότε αναδύθηκε από τον Άδη ο βρυχηθμός του κέρβερου, το μουγκρητό του εκδικητή γιου! Ο αμνός του θεού έγινε θηρίο ανήμερο και μ’ ένα σάλτο βούτηξε από το πόδι τον καντηλανάφτη και τον έριξε κάτω. Ο ψάλτης τα ‘κανε πάνω του, πήγε ο έρμος παπάς να σώσει τον έντρομο καντηλανάφτη και ο Ζαν τον μούνταρε κι αυτόν. Ευτυχώς οι δαγκωματιές πιάσανε μόνο ράσα, μπουρδουκλώθηκε κι ο παπάς, πάρτον κάτω. Μπαίνει κι η Τζίνα αναθαρρημένη στον καυγά, κυνηγητό γύρω από την κάσα, ένα κουβάρι σκυλιά κι άνθρωποι, μόνο που τώρα οι σκύλοι κυνηγούσαν τους ανθρώπους. Άλλοι κλαίγανε, άλλοι φωνάζανε και στριμωχνόντουσαν να βγουν έξω, πέσανε και κανά δυο λιπόθυμες, το φέρετρο κλονίστηκε από το σπρωξίδι και παρά λίγο να έρθει τούμπα! Η μάνα μου κι η νονά μου την κοπανήσανε αλά γαλλικά, χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Λούης. Ντροπή! Γάμησε τα κι άφησε τα. Μην σου λάχει! Κι ύστερα από λίγη ώρα οι δυο αθεόφοβοι κι ιερόσυλοι ταραξίες σκάσανε μύτη στην αυλή, σαν να μην έτρεξε τίποτα.
Ευτυχώς ο αποβιώσας ήταν μακρινός κάτι, κάποιου. Κανείς δεν πήρε χαμπάρι πως οι ιερόσυλοι σκύλοι ήταν δικοί μας.
Πενήντα χρόνια μετά, όταν όπως κάθε πρωί έρχεται η νονά μου και πίνουν τον καφέ τους και το θυμούνται, η μάνα μου, που πάντα δείχνει σεβασμό σε αυτά που πρέπει, λέει «πω πω τι ρεζιλίκι, ντροπή, ντροπή! Οι άνθρωποι είχαν τον πόνο τους και τα παλιόσκυλα τι έκαναν, ήθελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί» κι η νονά μου την κοιτάει, πέφτει λίγη σιωπή και ύστερα τους έρχονται δάκρυα από τα γέλια, προσπαθούν να συγκρατηθούν και λένε κι οι δυο ένοχα, «ντροπή, ντροπή»…
Υπάρχει μια πολυκαιρισμένη φωτογραφία της αυλής. Κάπου στην άκρη φαίνονται τα πίσω πόδια κι η γυριστή ουρά της πέτρας του σκανδάλου. Δίπλα, εκτός κάδρου σίγουρα είναι κι ο γιόκας της, κοιτώντας με αφοσίωση την μανούλα του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου