Μοιραστείτε το στο facebook
«Γιατί κανείς δεν είδε την κρίση που ερχόταν;» ρώτησε η Βασίλισσα Ελισάβετ Β’ τους οικονομολόγους κατά τη διάρκεια επίσκεψής της στο London School of Economics το 2008...
Τέσσερα χρόνια μετά, η επαναλαμβανόμενη αποτυχία των οικονομικών μοντέλων πρόβλεψης να δουν το βάθος και τη διάρκεια της ύφεσης θα είχε προκαλέσει μια παρόμοια ερώτηση από τη βασίλισσα: «Γιατί η υπερεκτίμηση της ανάκαμψης;» γράφει ο οικονομολόγος Robert Skidelsky στο project-syndicate.org.
Σκεφτείτε τα γεγονότα. Στην πρόβλεψη του 2011, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτίμησε ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα αυξηθεί κατά 2,1% το 2012. Στην πραγματικότητα, φαίνεται να συρρικνώθηκε φέτος στο 0,2%. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι προβλέψεις του 2010 του Γραφείου για την Ευθύνη του Προϋπολογισμού (Office for Budget Responsibility) προέβλεψαν ανάπτυξη 2,6% το 2011 και 2,8% το 2012. Στην πραγματικότητα, η βρετανική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 0,9% το 2011 και έμεινε στάσιμη το 2012. Οι τελευταίες προβλέψεις του ΟΟΣΑ για το ΑΕΠ της ευρωζώνης το 2012 είναι κατά 2,3% χαμηλότερη από την πρόβλεψη του 2010. Παρομοίως, το ΔΝΤ προβλέπει τώρα ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 7,8% το 2015 σε σχέση με ό, τι πίστευαν μόλις πριν από δύο χρόνια. Μερικές προβλέψεις είναι πιο απαισιόδοξες από ότι άλλες (το OBR έχει ιδιαίτερα καλή διάθεση), αλλά καμία, όπως φαίνεται, δεν ήταν αρκετά απαισιόδοξη.
Οι οικονομικές προβλέψεις είναι αναγκαστικά ασαφείς: πάρα πολλά πράγματα συμβαίνουν για να μπορούν οι ειδικοί να τα προβλέψουν όλα. Έτσι οι κρίσεις και οι θετικές εικασίες είναι αναπόφευκτο μέρος των «επιστημονικών» οικονομικών προβλέψεων.
Αλλά η ασάφεια είναι ένα πράγμα και η συστηματική υπερεκτίμηση της οικονομικής ανάκαμψης στην Ευρώπη κάτι εντελώς διαφορετικό. Πράγματι, τα στοιχεία αναθεωρούνται επανειλημμένα, ακόμη και σε σύντομα χρονικά διαστήματα, δημιουργώντας ισχυρές αμφιβολίες για την εγκυρότητα των οικονομικών μοντέλων που χρησιμοποιούνται. Τα μοντέλα αυτά, καθώς και τα ιδρύματα που τα χρησιμοποιούν, βασίζονται σε μια θεωρία ενσωμάτωσης της οικονομίας, που τους επιτρέπει να «υποθέτουν» ορισμένες σχέσεις. Ανάμεσα σε αυτές τις υποθέσεις, υπάρχει και ένα περιθώριο λάθους.
Δύο βασικά λάθη ξεχωρίζουν. Τα μοντέλα που χρησιμοποιούνται από όλους τους οργανισμούς υποτιμούν δραματικά τις προβλέψεις αύξησης της φορολογίας: τον αντίκτυπο της ανταλλαγής των κρατικών δαπανών για έξοδα. Δεύτερον, υπερεκτιμούν τον βαθμό στον οποίο η ποσοτικής χαλάρωσης (QE) από τις νομισματικές αρχές – δηλαδή το τύπωμα χρήματος – θα μπορούσε να αντισταθμίσει τους δημοσιονομικούς περιορισμούς.
Μέχρι πρόσφατα, το OBR, που σε γενικές γραμμές συμβαδίζει με το ΔΝΤ, υπέθεσε έναν οικονομικό πολλαπλασιαστή 0,6: για κάθε δολάριο από την περικοπή των κρατικών δαπανών, η οικονομία συρρικνώνεται μόνο κατά 60 σεντς. Αυτό υποθέτει μια «Ρικαρδιανή ισοδυναμία»: το χρέος των δημόσιων δαπανών χρηματοδοτεί τουλάχιστον εν μέρει τις ιδιωτικές δαπάνες μέσω των επιπτώσεων από τις προσδοκίες και την εμπιστοσύνη. Αν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις προεξοφλήσουν την αύξηση των φόρων στο μέλλον, ως αποτέλεσμα του κρατικού δανεισμού σήμερα, θα μειώσουν την κατανάλωση και τις επενδύσεις τους αναλόγως.
Απ’ αυτή την άποψη, αν η δημοσιονομική λιτότητα ανακουφίζει τα νοικοκυριά από το βάρος των μελλοντικών αυξήσεων των φόρων, θα αυξήσουν τις δαπάνες τους. Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια: όταν η οικονομία λειτουργεί με πλήρη απασχόληση – όταν κράτος και αγορά βρίσκονται σε ανταγωνισμό για κάθε τελευταίο πόρο. Όταν όμως υπάρχει πλεονάζουσα παραγωγή στην οικονομία, οι πόροι που «ελευθερώνονται» από τη λιτότητα του δημόσιου τομέα μπορεί απλά να πάνε χαμένοι.
Οι οργανισμοί πρόβλεψης τελικά παραδέχονται ότι υποτιμούν την αύξηση των φόρων. Το OBR, αναθεωρώντας τα πρόσφατα λάθη του, παραδέχτηκε ότι «ο μέσος οικονομικός πολλαπλασιαστής των τελευταίων δύο χρόνων θα έπρεπε να είναι 1,3 -πάνω από το διπλάσιο της εκτίμησής του- ώστε να εξηγεί πλήρως το χαμηλό επίπεδο του ΑΕΠ την περίοδο 2011-12». Το ΔΝΤ έχει παραδεχτεί ότι «οι πολλαπλασιαστές βρίσκονται στο 0,9 και 1,7 από την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης». Η επίδραση της υποτίμησης των πολλαπλασιαστών είναι η συστηματικά εσφαλμένη εκτίμηση των ζημιών που «η δημοσιονομική εξυγίανση» κάνει στην οικονομία.
Αυτό μας οδηγεί στο δεύτερο λάθος. Οι προβλέψεις υποθέτουν ότι η νομισματική επέκταση θα παρέχει αποτελεσματικό αντίδοτο στη δημοσιονομική συστολή. Η Τράπεζα της Αγγλίας ήλπιζε ότι τυπώνοντας 375 δις στερλίνες θα τόνωνε τις συνολικές δαπάνες 50 δις λιρών, ή το 3% του ΑΕΠ.
Αλλά τα στοιχεία που προκύπτουν από τους διαδοχικούς γύρους του QE στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ δείχνει ότι, ενώ μείωσε τις αποδόσεις ομολόγων, τα επιπλέον χρήματα διατηρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό μέσα στο τραπεζικό σύστημα, και ποτέ δεν έφτασαν στην πραγματική οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα είναι κυρίως η έλλειψη της ζήτησης για πιστώσεις – η απροθυμία των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών να δανειστούν σχεδόν με οποιουσδήποτε όρους σε μια επίπεδη αγορά.
Αυτά τα δύο λάθη συνδυάζονται μεταξύ τους: αν οι αρνητικές επιπτώσεις της λιτότητας στην οικονομική ανάπτυξη είναι μεγαλύτερες από ότι αρχικά θεωρήθηκε, και η θετική επίδραση της ποσοτικής χαλάρωσης είναι πιο αδύναμη, τότε το πολιτικό μείγμα που προτιμήθηκε από όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήταν εξαιρετικά λάθος. Υπάρχουν πολλά περιθώρια για μεγαλύτερη δημοσιονομική τόνωση ώστε να υπάρχει ανάπτυξη και πολύ μικρότερα περιθώρια για νομισματική ώθηση.
Όλα αυτά είναι αρκετά τεχνικά, αλλά έχουν μεγάλη σημασία για την ευημερία των ανθρώπων. Όλα αυτά τα μοντέλα υποθέτουν αποτελέσματα με βάση τις υφιστάμενες πολιτικές. Η υπερ-αισιοδοξία τους σχετικά με τις επιπτώσεις των πολιτικών αυτών στην οικονομική ανάπτυξη επικυρώνει την επιδίωξή τους και δίνει τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις να υποστηρίζουν ότι οι θεραπείες τους «δουλεύουν», όταν προφανώς δεν συμβαίνει αυτό.
Αυτό είναι μια σκληρή εξαπάτηση. Προτού καταφέρουν να κάνουν οτιδήποτε καλό, οι προβλέψεις πρέπει να επανασχεδιαστούν και να αναρωτηθούν αν οι θεωρίες της οικονομίας που στηρίζουν τα μοντέλα τους είναι οι σωστές.
project-syndicate.org
«Γιατί κανείς δεν είδε την κρίση που ερχόταν;» ρώτησε η Βασίλισσα Ελισάβετ Β’ τους οικονομολόγους κατά τη διάρκεια επίσκεψής της στο London School of Economics το 2008...
Τέσσερα χρόνια μετά, η επαναλαμβανόμενη αποτυχία των οικονομικών μοντέλων πρόβλεψης να δουν το βάθος και τη διάρκεια της ύφεσης θα είχε προκαλέσει μια παρόμοια ερώτηση από τη βασίλισσα: «Γιατί η υπερεκτίμηση της ανάκαμψης;» γράφει ο οικονομολόγος Robert Skidelsky στο project-syndicate.org.
Σκεφτείτε τα γεγονότα. Στην πρόβλεψη του 2011, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτίμησε ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα αυξηθεί κατά 2,1% το 2012. Στην πραγματικότητα, φαίνεται να συρρικνώθηκε φέτος στο 0,2%. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι προβλέψεις του 2010 του Γραφείου για την Ευθύνη του Προϋπολογισμού (Office for Budget Responsibility) προέβλεψαν ανάπτυξη 2,6% το 2011 και 2,8% το 2012. Στην πραγματικότητα, η βρετανική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 0,9% το 2011 και έμεινε στάσιμη το 2012. Οι τελευταίες προβλέψεις του ΟΟΣΑ για το ΑΕΠ της ευρωζώνης το 2012 είναι κατά 2,3% χαμηλότερη από την πρόβλεψη του 2010. Παρομοίως, το ΔΝΤ προβλέπει τώρα ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 7,8% το 2015 σε σχέση με ό, τι πίστευαν μόλις πριν από δύο χρόνια. Μερικές προβλέψεις είναι πιο απαισιόδοξες από ότι άλλες (το OBR έχει ιδιαίτερα καλή διάθεση), αλλά καμία, όπως φαίνεται, δεν ήταν αρκετά απαισιόδοξη.
Οι οικονομικές προβλέψεις είναι αναγκαστικά ασαφείς: πάρα πολλά πράγματα συμβαίνουν για να μπορούν οι ειδικοί να τα προβλέψουν όλα. Έτσι οι κρίσεις και οι θετικές εικασίες είναι αναπόφευκτο μέρος των «επιστημονικών» οικονομικών προβλέψεων.
Αλλά η ασάφεια είναι ένα πράγμα και η συστηματική υπερεκτίμηση της οικονομικής ανάκαμψης στην Ευρώπη κάτι εντελώς διαφορετικό. Πράγματι, τα στοιχεία αναθεωρούνται επανειλημμένα, ακόμη και σε σύντομα χρονικά διαστήματα, δημιουργώντας ισχυρές αμφιβολίες για την εγκυρότητα των οικονομικών μοντέλων που χρησιμοποιούνται. Τα μοντέλα αυτά, καθώς και τα ιδρύματα που τα χρησιμοποιούν, βασίζονται σε μια θεωρία ενσωμάτωσης της οικονομίας, που τους επιτρέπει να «υποθέτουν» ορισμένες σχέσεις. Ανάμεσα σε αυτές τις υποθέσεις, υπάρχει και ένα περιθώριο λάθους.
Δύο βασικά λάθη ξεχωρίζουν. Τα μοντέλα που χρησιμοποιούνται από όλους τους οργανισμούς υποτιμούν δραματικά τις προβλέψεις αύξησης της φορολογίας: τον αντίκτυπο της ανταλλαγής των κρατικών δαπανών για έξοδα. Δεύτερον, υπερεκτιμούν τον βαθμό στον οποίο η ποσοτικής χαλάρωσης (QE) από τις νομισματικές αρχές – δηλαδή το τύπωμα χρήματος – θα μπορούσε να αντισταθμίσει τους δημοσιονομικούς περιορισμούς.
Μέχρι πρόσφατα, το OBR, που σε γενικές γραμμές συμβαδίζει με το ΔΝΤ, υπέθεσε έναν οικονομικό πολλαπλασιαστή 0,6: για κάθε δολάριο από την περικοπή των κρατικών δαπανών, η οικονομία συρρικνώνεται μόνο κατά 60 σεντς. Αυτό υποθέτει μια «Ρικαρδιανή ισοδυναμία»: το χρέος των δημόσιων δαπανών χρηματοδοτεί τουλάχιστον εν μέρει τις ιδιωτικές δαπάνες μέσω των επιπτώσεων από τις προσδοκίες και την εμπιστοσύνη. Αν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις προεξοφλήσουν την αύξηση των φόρων στο μέλλον, ως αποτέλεσμα του κρατικού δανεισμού σήμερα, θα μειώσουν την κατανάλωση και τις επενδύσεις τους αναλόγως.
Απ’ αυτή την άποψη, αν η δημοσιονομική λιτότητα ανακουφίζει τα νοικοκυριά από το βάρος των μελλοντικών αυξήσεων των φόρων, θα αυξήσουν τις δαπάνες τους. Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια: όταν η οικονομία λειτουργεί με πλήρη απασχόληση – όταν κράτος και αγορά βρίσκονται σε ανταγωνισμό για κάθε τελευταίο πόρο. Όταν όμως υπάρχει πλεονάζουσα παραγωγή στην οικονομία, οι πόροι που «ελευθερώνονται» από τη λιτότητα του δημόσιου τομέα μπορεί απλά να πάνε χαμένοι.
Οι οργανισμοί πρόβλεψης τελικά παραδέχονται ότι υποτιμούν την αύξηση των φόρων. Το OBR, αναθεωρώντας τα πρόσφατα λάθη του, παραδέχτηκε ότι «ο μέσος οικονομικός πολλαπλασιαστής των τελευταίων δύο χρόνων θα έπρεπε να είναι 1,3 -πάνω από το διπλάσιο της εκτίμησής του- ώστε να εξηγεί πλήρως το χαμηλό επίπεδο του ΑΕΠ την περίοδο 2011-12». Το ΔΝΤ έχει παραδεχτεί ότι «οι πολλαπλασιαστές βρίσκονται στο 0,9 και 1,7 από την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης». Η επίδραση της υποτίμησης των πολλαπλασιαστών είναι η συστηματικά εσφαλμένη εκτίμηση των ζημιών που «η δημοσιονομική εξυγίανση» κάνει στην οικονομία.
Αυτό μας οδηγεί στο δεύτερο λάθος. Οι προβλέψεις υποθέτουν ότι η νομισματική επέκταση θα παρέχει αποτελεσματικό αντίδοτο στη δημοσιονομική συστολή. Η Τράπεζα της Αγγλίας ήλπιζε ότι τυπώνοντας 375 δις στερλίνες θα τόνωνε τις συνολικές δαπάνες 50 δις λιρών, ή το 3% του ΑΕΠ.
Αλλά τα στοιχεία που προκύπτουν από τους διαδοχικούς γύρους του QE στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ δείχνει ότι, ενώ μείωσε τις αποδόσεις ομολόγων, τα επιπλέον χρήματα διατηρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό μέσα στο τραπεζικό σύστημα, και ποτέ δεν έφτασαν στην πραγματική οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα είναι κυρίως η έλλειψη της ζήτησης για πιστώσεις – η απροθυμία των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών να δανειστούν σχεδόν με οποιουσδήποτε όρους σε μια επίπεδη αγορά.
Αυτά τα δύο λάθη συνδυάζονται μεταξύ τους: αν οι αρνητικές επιπτώσεις της λιτότητας στην οικονομική ανάπτυξη είναι μεγαλύτερες από ότι αρχικά θεωρήθηκε, και η θετική επίδραση της ποσοτικής χαλάρωσης είναι πιο αδύναμη, τότε το πολιτικό μείγμα που προτιμήθηκε από όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήταν εξαιρετικά λάθος. Υπάρχουν πολλά περιθώρια για μεγαλύτερη δημοσιονομική τόνωση ώστε να υπάρχει ανάπτυξη και πολύ μικρότερα περιθώρια για νομισματική ώθηση.
Όλα αυτά είναι αρκετά τεχνικά, αλλά έχουν μεγάλη σημασία για την ευημερία των ανθρώπων. Όλα αυτά τα μοντέλα υποθέτουν αποτελέσματα με βάση τις υφιστάμενες πολιτικές. Η υπερ-αισιοδοξία τους σχετικά με τις επιπτώσεις των πολιτικών αυτών στην οικονομική ανάπτυξη επικυρώνει την επιδίωξή τους και δίνει τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις να υποστηρίζουν ότι οι θεραπείες τους «δουλεύουν», όταν προφανώς δεν συμβαίνει αυτό.
Αυτό είναι μια σκληρή εξαπάτηση. Προτού καταφέρουν να κάνουν οτιδήποτε καλό, οι προβλέψεις πρέπει να επανασχεδιαστούν και να αναρωτηθούν αν οι θεωρίες της οικονομίας που στηρίζουν τα μοντέλα τους είναι οι σωστές.
project-syndicate.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου