Θέρετρα στην Εποχή της Κρίσης και του Φόβου
Μοιραστείτε το στο facebook
Αράχωβα-του απεσταλμένου μας
Πουθενά αλλού στην Ελλάδα δεν αποτυπώθηκε η περίοδος της Σημιτικής εκτροπής τόσο εμφατικά όσο στην Αράχωβα..
Η Μύκονος, ήταν ήδη από την δεκαετία του ‘50 πόλος για την εγχώρια «χρυσή» νεολαία και από τη δεκαετία του ‘60 ινκόγκνιτο καταφύγιο για διεθνείς σταρ.
Το ορεινό όμως κεφαλοχώρι, με την βαριά από τον Καραϊσκάκη ιστορία, ήταν μέχρι πολύ πρόσφατα, κυρίως, παραγωγός τής διάσημης πλέον φορμαέλλας αλλά και εκλεκτού κόκκινου κρασιού.
Δίπλα της υπήρχε από το 1975 το Χιονοδρομικό.
Αλλά οι πρασινοροζ, κοινωνικά ανελθόντες με τα δανεικά που σήμερα η χώρα αποπληρώνει με εθνική ανεξαρτησία, είχαν άλλες προτεραιότητες.
Όφειλαν πρώτα να εκθρονίσουν τους παλαιούς Κολωνακιώτες και Μυκονιάτες, τύπου Ζάχου Χατζηφωτίου. Για να τεκμηριωθεί η κοινωνική άνοδος προείχε η κατάκτηση των παραλιών.
Έπειτα, προερχόμενοι οι ίδιοι, σε σημαντικό ποσοστό, από κατσάβραχα, απόγονοι γιδοβοσκών την μοίρα των οποίων θα είχαν ακολουθήσει αν δεν είχε υπάρξει ο Ανδρέας Παπανδρέου, έτρεφαν έμφυτη απέχθεια για ο,τιδήποτε κακοτράχαλο.
Πού καιρός λοιπόν για όρη και άγρια βουνά …
Όλα αυτά, μέχρι τη διόγκωση του οικονομικοπολιτικού καρκινώματος που συνοπτικά αποκλήθηκε «Διαπλοκή» και το colpo grosso του Χρηματιστηρίου.
Αφού είχαν κορεσθεί οι ανάγκες γαστέρας, υπογαστρίου και ματαιοδοξίας, το υπερβάλλον χρήμα που διοχετεύθηκε στην οικονομία ζητούσε νέο κανάλι ροής.
Αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου με βάση επιχειρηματικά σχέδια που εκπονήθηκαν από τον Βαρώνο Μυνχάουζεν.
Ευρωπαϊκές εισροές ανεξέλεγκτα δαπανώμενες.
Ολυμπιακές υπερτιμολογήσεις στρατοσφαιρικού ύψους.
Φθηνές, λόγω ευρώ, τραπεζικές χορηγήσεις.
«Μαύρο» πολιτικό και δημοσιογραφικό χρήμα.
Όλα, διαμόρφωσαν ένα στιλβωμένο στρώμα νεόκοπων καταναλωτών που διψούσε να διαφοροποιηθεί από τον κρατούντα κοινωνικό συρμό :
First we take Mykonos then we take …what?
Ο δυτικότροπος μιμητισμός, θεριεύοντας τον φθόνο για τα Αλπικά μεγαλεία, παρείχε μια απάντηση στο «τι να κάνουμε» : χειμερινός τουρισμός.
Για την ορεινή εκστρατεία ενυπήρχαν βέβαια και δύο φυσιολογικές κοινωνικές παράμετροι, που όμως διαδραμάτισαν δευτερεύοντα ρόλο :
Πρώτον, η πραγματική επιθυμία μικρής μερίδας του πληθυσμού για ενάσκηση αθλητικών δραστηριοτήτων σε χιονισμένο περιβάλλον, με την ανάλογη τουριστική δραστηριοποίηση που πυροδοτεί.
Δεύτερον, το ότι η μεταπολεμική γιγάντωση της Αθήνας ενηλικίωσε γενιές στο τεχνητό περιβάλλον της πόλης, χωρίς καμία επαφή με το ύπαιθρο, που διψούσαν για την αρχέγονη στο ανθρώπινο είδος επαφή με τη Μητέρα Φύση.
Όλα συνέκλιναν σε μια απαίτηση-ανάγκη : χειμερινό θέρετρο.
Αναπτύχθηκαν αρκετά : Καρπενήσι, Καλάβρυτα, Βασιλίτσα. Και άλλα.
Αλλά την κορωνίδα αποτέλεσε η Αράχωβα.
Επειδή η «ανάπτυξη» και η μετέπειτα μορφοποίηση της ευρύτερης περιοχής που σχεδόν πολιτογραφήθηκε σαν «Αράχωβα», δηλαδή του ορεινού άξονα Αράχωβα-Λιβάδι-Επτάλοφος, πυρήνα του φυσικού κάλλους του ιερού Παρνασσού, συμπύκνωσε το πνεύμα της εποχής.
Τουρισμός, Οικοδομή, Lifestyle.
Οι ατμομηχανές της παρασιτικής οικονομίας.
Και οι γεννήτριες του αφορολόγητου χρήματος.
Η Αράχωβα «εκτοξεύτηκε» και από τα πράγματα και από τις περιστάσεις.
Απείχε 170 χιλιόμετρα από την Αθήνα, το κέντρο λήψης αποφάσεων και έδρα της οικονομικής ισχύος, η βενζίνη ήταν ακόμα φθηνή – εξάλλου λεφτά τότε όντως υπήρχαν.
Υπήρχαν χιονοδρομικές εγκαταστάσεις.
Έλειπαν οι υποδομές εξυπηρέτησης μιας ελέω ευκόλου χρήματος απαιτητικής πελατείας που γύρευε glamour σε ορεινό περιβάλλον.
Ένα Gstaad ή Chamonix ή Kitzbühel στην ελληνική εκδοχή, κάτι σαν διαρκές τσιφτετέλι σε χιονισμένη μπουζουκλερί.
Πρώτα ήρθαν, κυρίως από Αθήνα, μαγαζάτορες με χιονοδρομικούς εξοπλισμούς και επιχειρηματίες της νύχτας και της διασκέδασης.
Μετά ήρθε η φυλή της περιβαλλοντικής καταστροφής, οι εργολάβοι.
Δασικά διάκενα κηρύχτηκαν οικόπεδα και δομήθηκαν, χωρίς σχέδιο, χωρίς υποδομές, χωρίς πρόβλεψη, νομότυπα ή στα όρια της παρανομίας, με ακροβασίες πάνω στη δασική νομοθεσία.
Στο υπέροχο «Λιβάδι» τα κοπάδια των ζώων, που παρείχαν το γάλα για τα προϊόντα της περιοχής, εκτοπίστηκαν από κοπάδια νεόπλουτων που ζούσαν τον χιονισμένο τους μύθο.
Αφού δημιουργήθηκαν οικιστικές υποδομές ήρθαν οι μεγαλόσχημοι της οικονομίας και της πολιτικής, οι οποίοι εκτός από διακοπές έκλεισαν σε απόμερα σαλέ όχι λίγα, υλοποιηθέντα ή ματαιωθέντα, οικονομικοπολιτικά «ντηλς».
Ακολουθώντας την παράδοση που ήθελε τους Έλληνες να λύνουν τα μεν των θεών στον Όλυμπο τα δε των ανθρώπων στον Παρνασσό – παρακείμενο το Μαντείο των Δελφών.
Τέλος, όπως παντού όπου ρέει άκοπο χρήμα, ήρθε το Έγκλημα.
Μπράβοι, ναρκωτικά. Αλλά και ληστείες στις πιο απόμερες οδικές προσβάσεις, μέρα-μεσημέρι ή αργά τη νύχτα, που είτε δεν δηλώθηκαν είτε δεν έλαβαν δημοσιότητα.
Κάπου γύρω ήταν τα λημέρια του Βασίλη Παλαιοκώστα, ο οποίος μερικοί ισχυρίζονται ότι ανεφοδιαζόταν απτόητος με καύσιμα στο Λιβάδι, ενώ τον καταδίωκε όλη η Αστυνομία.
Όπως συμβαίνει πάντα, ακολουθώντας την ανώτερη τάξη, ήρθαν οι μικρομεσαίοι. Με τουριστικά πακέτα, με φοιτητικές εκδρομές, με ολιγοήμερες «αποδράσεις».
Και οι ντόπιοι; Λίγοι στάθηκαν αμήχανοι μπροστά στην καταιγιστική μεταμόρφωση του οικείου τους χώρου. Αρκετοί συμμετείχαν, περισσότερο στον τομέα της εστίασης και των μικρομεσαίου μεγέθους καταλυμάτων. Πολλοί εκμεταλλεύτηκαν τις υπεραξίες γης.
Γενικά κράτησαν περισσότερο σε σύγκριση με τους παλαιά πάμπτωχους Μυκονιάτες τον χαρακτήρα τους, πράγμα δυσδιάκριτο βέβαια το χειμώνα, την high season, ευκρινέστερο το καλοκαίρι, χωρίς τις πολυπληθείς τουριστικές ορδές.
Και σήμερα; Στην Εποχή της Κρίσης;
Όπως συνέβη στον Ιταλικό νεορεαλισμό, άλλοι βλέπουν αθλιότητα άλλοι μεγαλεία.
Η πραγματικότητα βρίσκεται κάπου στη μέση.
Το Περιβάλλον βέβαια έχει σαφώς εμπορευματοποιηθεί, η διατήρησή του δεν ισχύει ως αυθύπαρκτη αξία αλλά ως πόρος χρησιμοποιούμενος στη φρενιτιώδη επιδίωξη των ανθρώπων για πλουτισμό.
Όμως η Αράχωβα είναι υπέροχη γιατί και σήμερα συμπυκνώνει την Ελλάδα του 2013.
Υπάρχει δυναμισμός αλλά και φόβος για το αύριο.
Όλοι νοσταλγούν χωρίς ενοχές την απεριόριστη χλιδή, αλλά και έχουν συνειδητοποιήσει ότι η «όλα ήταν ένα ψέμμα» που βασιζόταν σε δανεικά και κλοπιμαία.
Ότι πλέον πρέπει να επιβιώσουν εκ των ενόντων, το προϊόν απευθύνεται κυρίως στους ιθαγενείς, εδώ δεν πρόκειται να εμφανιστεί ξαφνικά, όπως στα κοσμοπολίτικα νησιά, ο Αμπράμοβιτς και να παραγγείλει τριακόσιους αστακούς προκαλώντας έκρηξη ρευστότητας.
Και εδώ και σε όλη την Ελλάδα, η ανάταση μπορεί να έλθει από τα νιάτα, το μέτρο, την παράδοση και την ομορφιά.
Όχι τυχαία, από τα πιο επιτυχημένα μαγαζιά είναι φέτος ένα μικρό στον κεντρικό δρόμο, που πουλάει «παραδοσιακούς λουκουμάδες». Ευρώ 2,5. Οι νεολαίοι κάνουν ουρά για να πάρουν το ευμέγεθες μπωλ, πασπαλισμένο με καρύδι, και το απολαμβάνουν όρθιοι με το διαρκές κέφι της ηλικίας.
Και αγναντεύοντας νοτιοδυτικά, τον Δελφικό Ελαιώνα και στο βάθος τον Κορινθιακό και τα Μωραΐτικα βουνά αντίκρυ, η ανάσα σου πάντα σταματά, από την ομορφιά.
Το Ελληνικό Τοπίο μοιάζει άτρωτο στο πέρασμα του χρόνου.
Αρκεί οι Έλληνες να μην κάψουν όλα τα δένδρα στο τζάκι…
Αράχωβα Εμπιστευτικό
Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά 2012-13
- Οι «πλούσιοι και επώνυμοι» δεν πολυφάνηκαν. Οι μέρες είναι «πονηρές» για επίδειξη ευμάρειας. Κάποιοι, άλλωστε, είναι παρέα με το Λάκη στο Κορυδαλλός resort. Άλλοι πουλάνε τα σαλέ. Και στο Λιβάδι έχουν γίνει δεκάδες διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος στις μαιζονέττες.
- Αντίθετα, οι μεσαίοι, βρίσκοντας ανοιχτό πεδίο, «ξεσάλωσαν». Στην ανθρωπογεωγραφία κυριάρχησαν οι γενιές 50-60 και 15-25. Οι δημιουργικές ηλικίες 30-50, πιεσμένες οικονομικά, ήταν απούσες από την «πιάτσα» αλλά κυρίαρχες στο χιονοδρομικό.
- Ήταν η πρώτη χρονιά που μπορούσες άνετα να βρεις για την εορταστική περίοδο κατάλυμα με λιγότερα από 100 ευρώ. Τα ξενοδοχεία ξεκίνησαν με πληρότητα περίπου 70% και βαθμιαία έφτασαν σχεδόν το 100%.
- Οι περισσότεροι εκδρομείς, κυρίως οι οικογενειάρχες, ήρθαν μεν αλλά έμειναν κλεισμένοι μέσα. Αρκούμενοι στο πρωινό και στον μπουφέ του ξενοδοχείου. Με κανένα καφεδάκι έξω. Το all inclusive επελαύνει.
- Από τη στενότητα, χαμένη η εστίαση. Τα ρεβεγιόν με table d’hôte των 100 ευρώ είναι παρελθόν. Αλλά και με 50, λίγη συμμετοχή. Για ταβέρνες και ρεστωράν το να έχουν γεμάτα τα μισά τραπέζια θεωρούταν επιτυχία. Και κεντρικότατο στέκι, όπου παλιά σύχναζε και ο Αλέξης Κούγιας, είχε σε ρεβεγιόν πελατεία μερικές παρέες νεαρών από την διπλανή Λιβαδειά.
- Παραμένει το μόνο μέρος στην Ελλάδα όπου σε 100 μέτρα μπορείς να μετρήσεις τρία jeep Ηummer . Αλλά πλέον μπορεί και να ακούσεις τον διπλανό σου να ρωτά τον μπάρμαν «πόσο έχει το σπέσιαλ;», «8,5 €», «καλά, φέρε μια μπύρα».
- Παραδοσιακά, η μεγάλη κίνηση λαβαίνει χώρα τα Χριστούγεννα και μειώνεται προς την Πρωτοχρονιά. Φέτος συνέβη το αντίθετο. Σκορπώντας χαμόγελα και ελπίδα στους αρχικά «παγωμένους» επαγγελματίες.
Και του Χρόνου!
Προφήτης
Αράχωβα-του απεσταλμένου μας
Πουθενά αλλού στην Ελλάδα δεν αποτυπώθηκε η περίοδος της Σημιτικής εκτροπής τόσο εμφατικά όσο στην Αράχωβα..
Η Μύκονος, ήταν ήδη από την δεκαετία του ‘50 πόλος για την εγχώρια «χρυσή» νεολαία και από τη δεκαετία του ‘60 ινκόγκνιτο καταφύγιο για διεθνείς σταρ.
Το ορεινό όμως κεφαλοχώρι, με την βαριά από τον Καραϊσκάκη ιστορία, ήταν μέχρι πολύ πρόσφατα, κυρίως, παραγωγός τής διάσημης πλέον φορμαέλλας αλλά και εκλεκτού κόκκινου κρασιού.
Δίπλα της υπήρχε από το 1975 το Χιονοδρομικό.
Αλλά οι πρασινοροζ, κοινωνικά ανελθόντες με τα δανεικά που σήμερα η χώρα αποπληρώνει με εθνική ανεξαρτησία, είχαν άλλες προτεραιότητες.
Όφειλαν πρώτα να εκθρονίσουν τους παλαιούς Κολωνακιώτες και Μυκονιάτες, τύπου Ζάχου Χατζηφωτίου. Για να τεκμηριωθεί η κοινωνική άνοδος προείχε η κατάκτηση των παραλιών.
Έπειτα, προερχόμενοι οι ίδιοι, σε σημαντικό ποσοστό, από κατσάβραχα, απόγονοι γιδοβοσκών την μοίρα των οποίων θα είχαν ακολουθήσει αν δεν είχε υπάρξει ο Ανδρέας Παπανδρέου, έτρεφαν έμφυτη απέχθεια για ο,τιδήποτε κακοτράχαλο.
Πού καιρός λοιπόν για όρη και άγρια βουνά …
Όλα αυτά, μέχρι τη διόγκωση του οικονομικοπολιτικού καρκινώματος που συνοπτικά αποκλήθηκε «Διαπλοκή» και το colpo grosso του Χρηματιστηρίου.
Αφού είχαν κορεσθεί οι ανάγκες γαστέρας, υπογαστρίου και ματαιοδοξίας, το υπερβάλλον χρήμα που διοχετεύθηκε στην οικονομία ζητούσε νέο κανάλι ροής.
Αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου με βάση επιχειρηματικά σχέδια που εκπονήθηκαν από τον Βαρώνο Μυνχάουζεν.
Ευρωπαϊκές εισροές ανεξέλεγκτα δαπανώμενες.
Ολυμπιακές υπερτιμολογήσεις στρατοσφαιρικού ύψους.
Φθηνές, λόγω ευρώ, τραπεζικές χορηγήσεις.
«Μαύρο» πολιτικό και δημοσιογραφικό χρήμα.
Όλα, διαμόρφωσαν ένα στιλβωμένο στρώμα νεόκοπων καταναλωτών που διψούσε να διαφοροποιηθεί από τον κρατούντα κοινωνικό συρμό :
First we take Mykonos then we take …what?
Ο δυτικότροπος μιμητισμός, θεριεύοντας τον φθόνο για τα Αλπικά μεγαλεία, παρείχε μια απάντηση στο «τι να κάνουμε» : χειμερινός τουρισμός.
Για την ορεινή εκστρατεία ενυπήρχαν βέβαια και δύο φυσιολογικές κοινωνικές παράμετροι, που όμως διαδραμάτισαν δευτερεύοντα ρόλο :
Πρώτον, η πραγματική επιθυμία μικρής μερίδας του πληθυσμού για ενάσκηση αθλητικών δραστηριοτήτων σε χιονισμένο περιβάλλον, με την ανάλογη τουριστική δραστηριοποίηση που πυροδοτεί.
Δεύτερον, το ότι η μεταπολεμική γιγάντωση της Αθήνας ενηλικίωσε γενιές στο τεχνητό περιβάλλον της πόλης, χωρίς καμία επαφή με το ύπαιθρο, που διψούσαν για την αρχέγονη στο ανθρώπινο είδος επαφή με τη Μητέρα Φύση.
Όλα συνέκλιναν σε μια απαίτηση-ανάγκη : χειμερινό θέρετρο.
Αναπτύχθηκαν αρκετά : Καρπενήσι, Καλάβρυτα, Βασιλίτσα. Και άλλα.
Αλλά την κορωνίδα αποτέλεσε η Αράχωβα.
Επειδή η «ανάπτυξη» και η μετέπειτα μορφοποίηση της ευρύτερης περιοχής που σχεδόν πολιτογραφήθηκε σαν «Αράχωβα», δηλαδή του ορεινού άξονα Αράχωβα-Λιβάδι-Επτάλοφος, πυρήνα του φυσικού κάλλους του ιερού Παρνασσού, συμπύκνωσε το πνεύμα της εποχής.
Τουρισμός, Οικοδομή, Lifestyle.
Οι ατμομηχανές της παρασιτικής οικονομίας.
Και οι γεννήτριες του αφορολόγητου χρήματος.
Η Αράχωβα «εκτοξεύτηκε» και από τα πράγματα και από τις περιστάσεις.
Απείχε 170 χιλιόμετρα από την Αθήνα, το κέντρο λήψης αποφάσεων και έδρα της οικονομικής ισχύος, η βενζίνη ήταν ακόμα φθηνή – εξάλλου λεφτά τότε όντως υπήρχαν.
Υπήρχαν χιονοδρομικές εγκαταστάσεις.
Έλειπαν οι υποδομές εξυπηρέτησης μιας ελέω ευκόλου χρήματος απαιτητικής πελατείας που γύρευε glamour σε ορεινό περιβάλλον.
Ένα Gstaad ή Chamonix ή Kitzbühel στην ελληνική εκδοχή, κάτι σαν διαρκές τσιφτετέλι σε χιονισμένη μπουζουκλερί.
Πρώτα ήρθαν, κυρίως από Αθήνα, μαγαζάτορες με χιονοδρομικούς εξοπλισμούς και επιχειρηματίες της νύχτας και της διασκέδασης.
Μετά ήρθε η φυλή της περιβαλλοντικής καταστροφής, οι εργολάβοι.
Δασικά διάκενα κηρύχτηκαν οικόπεδα και δομήθηκαν, χωρίς σχέδιο, χωρίς υποδομές, χωρίς πρόβλεψη, νομότυπα ή στα όρια της παρανομίας, με ακροβασίες πάνω στη δασική νομοθεσία.
Στο υπέροχο «Λιβάδι» τα κοπάδια των ζώων, που παρείχαν το γάλα για τα προϊόντα της περιοχής, εκτοπίστηκαν από κοπάδια νεόπλουτων που ζούσαν τον χιονισμένο τους μύθο.
Αφού δημιουργήθηκαν οικιστικές υποδομές ήρθαν οι μεγαλόσχημοι της οικονομίας και της πολιτικής, οι οποίοι εκτός από διακοπές έκλεισαν σε απόμερα σαλέ όχι λίγα, υλοποιηθέντα ή ματαιωθέντα, οικονομικοπολιτικά «ντηλς».
Ακολουθώντας την παράδοση που ήθελε τους Έλληνες να λύνουν τα μεν των θεών στον Όλυμπο τα δε των ανθρώπων στον Παρνασσό – παρακείμενο το Μαντείο των Δελφών.
Τέλος, όπως παντού όπου ρέει άκοπο χρήμα, ήρθε το Έγκλημα.
Μπράβοι, ναρκωτικά. Αλλά και ληστείες στις πιο απόμερες οδικές προσβάσεις, μέρα-μεσημέρι ή αργά τη νύχτα, που είτε δεν δηλώθηκαν είτε δεν έλαβαν δημοσιότητα.
Κάπου γύρω ήταν τα λημέρια του Βασίλη Παλαιοκώστα, ο οποίος μερικοί ισχυρίζονται ότι ανεφοδιαζόταν απτόητος με καύσιμα στο Λιβάδι, ενώ τον καταδίωκε όλη η Αστυνομία.
Όπως συμβαίνει πάντα, ακολουθώντας την ανώτερη τάξη, ήρθαν οι μικρομεσαίοι. Με τουριστικά πακέτα, με φοιτητικές εκδρομές, με ολιγοήμερες «αποδράσεις».
Και οι ντόπιοι; Λίγοι στάθηκαν αμήχανοι μπροστά στην καταιγιστική μεταμόρφωση του οικείου τους χώρου. Αρκετοί συμμετείχαν, περισσότερο στον τομέα της εστίασης και των μικρομεσαίου μεγέθους καταλυμάτων. Πολλοί εκμεταλλεύτηκαν τις υπεραξίες γης.
Γενικά κράτησαν περισσότερο σε σύγκριση με τους παλαιά πάμπτωχους Μυκονιάτες τον χαρακτήρα τους, πράγμα δυσδιάκριτο βέβαια το χειμώνα, την high season, ευκρινέστερο το καλοκαίρι, χωρίς τις πολυπληθείς τουριστικές ορδές.
Και σήμερα; Στην Εποχή της Κρίσης;
Όπως συνέβη στον Ιταλικό νεορεαλισμό, άλλοι βλέπουν αθλιότητα άλλοι μεγαλεία.
Η πραγματικότητα βρίσκεται κάπου στη μέση.
Το Περιβάλλον βέβαια έχει σαφώς εμπορευματοποιηθεί, η διατήρησή του δεν ισχύει ως αυθύπαρκτη αξία αλλά ως πόρος χρησιμοποιούμενος στη φρενιτιώδη επιδίωξη των ανθρώπων για πλουτισμό.
Όμως η Αράχωβα είναι υπέροχη γιατί και σήμερα συμπυκνώνει την Ελλάδα του 2013.
Υπάρχει δυναμισμός αλλά και φόβος για το αύριο.
Όλοι νοσταλγούν χωρίς ενοχές την απεριόριστη χλιδή, αλλά και έχουν συνειδητοποιήσει ότι η «όλα ήταν ένα ψέμμα» που βασιζόταν σε δανεικά και κλοπιμαία.
Ότι πλέον πρέπει να επιβιώσουν εκ των ενόντων, το προϊόν απευθύνεται κυρίως στους ιθαγενείς, εδώ δεν πρόκειται να εμφανιστεί ξαφνικά, όπως στα κοσμοπολίτικα νησιά, ο Αμπράμοβιτς και να παραγγείλει τριακόσιους αστακούς προκαλώντας έκρηξη ρευστότητας.
Και εδώ και σε όλη την Ελλάδα, η ανάταση μπορεί να έλθει από τα νιάτα, το μέτρο, την παράδοση και την ομορφιά.
Όχι τυχαία, από τα πιο επιτυχημένα μαγαζιά είναι φέτος ένα μικρό στον κεντρικό δρόμο, που πουλάει «παραδοσιακούς λουκουμάδες». Ευρώ 2,5. Οι νεολαίοι κάνουν ουρά για να πάρουν το ευμέγεθες μπωλ, πασπαλισμένο με καρύδι, και το απολαμβάνουν όρθιοι με το διαρκές κέφι της ηλικίας.
Και αγναντεύοντας νοτιοδυτικά, τον Δελφικό Ελαιώνα και στο βάθος τον Κορινθιακό και τα Μωραΐτικα βουνά αντίκρυ, η ανάσα σου πάντα σταματά, από την ομορφιά.
Το Ελληνικό Τοπίο μοιάζει άτρωτο στο πέρασμα του χρόνου.
Αρκεί οι Έλληνες να μην κάψουν όλα τα δένδρα στο τζάκι…
Αράχωβα Εμπιστευτικό
Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά 2012-13
- Οι «πλούσιοι και επώνυμοι» δεν πολυφάνηκαν. Οι μέρες είναι «πονηρές» για επίδειξη ευμάρειας. Κάποιοι, άλλωστε, είναι παρέα με το Λάκη στο Κορυδαλλός resort. Άλλοι πουλάνε τα σαλέ. Και στο Λιβάδι έχουν γίνει δεκάδες διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος στις μαιζονέττες.
- Αντίθετα, οι μεσαίοι, βρίσκοντας ανοιχτό πεδίο, «ξεσάλωσαν». Στην ανθρωπογεωγραφία κυριάρχησαν οι γενιές 50-60 και 15-25. Οι δημιουργικές ηλικίες 30-50, πιεσμένες οικονομικά, ήταν απούσες από την «πιάτσα» αλλά κυρίαρχες στο χιονοδρομικό.
- Ήταν η πρώτη χρονιά που μπορούσες άνετα να βρεις για την εορταστική περίοδο κατάλυμα με λιγότερα από 100 ευρώ. Τα ξενοδοχεία ξεκίνησαν με πληρότητα περίπου 70% και βαθμιαία έφτασαν σχεδόν το 100%.
- Οι περισσότεροι εκδρομείς, κυρίως οι οικογενειάρχες, ήρθαν μεν αλλά έμειναν κλεισμένοι μέσα. Αρκούμενοι στο πρωινό και στον μπουφέ του ξενοδοχείου. Με κανένα καφεδάκι έξω. Το all inclusive επελαύνει.
- Από τη στενότητα, χαμένη η εστίαση. Τα ρεβεγιόν με table d’hôte των 100 ευρώ είναι παρελθόν. Αλλά και με 50, λίγη συμμετοχή. Για ταβέρνες και ρεστωράν το να έχουν γεμάτα τα μισά τραπέζια θεωρούταν επιτυχία. Και κεντρικότατο στέκι, όπου παλιά σύχναζε και ο Αλέξης Κούγιας, είχε σε ρεβεγιόν πελατεία μερικές παρέες νεαρών από την διπλανή Λιβαδειά.
- Παραμένει το μόνο μέρος στην Ελλάδα όπου σε 100 μέτρα μπορείς να μετρήσεις τρία jeep Ηummer . Αλλά πλέον μπορεί και να ακούσεις τον διπλανό σου να ρωτά τον μπάρμαν «πόσο έχει το σπέσιαλ;», «8,5 €», «καλά, φέρε μια μπύρα».
- Παραδοσιακά, η μεγάλη κίνηση λαβαίνει χώρα τα Χριστούγεννα και μειώνεται προς την Πρωτοχρονιά. Φέτος συνέβη το αντίθετο. Σκορπώντας χαμόγελα και ελπίδα στους αρχικά «παγωμένους» επαγγελματίες.
Και του Χρόνου!
Προφήτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου