Διανύοντας την Τεσσαρακοστή, τις Παρασκευές των Χαιρετισμών, κάντε το
πείραμα:..
προσπαθήστε -μέρες που είναι- να προτείνεται σε έναν μετέφηβο να παρακολουθήσει τους Χαιρετισμούς χωρίς να αποσπάσετε (α) το βλέμμα πληξάρας ενός μεσήλικος εν όψει του ετησίου ιατρικού τσεκ-απ του η (β) το βλέμμα ενός πολίτη όταν μαθαίνει πως είναι υποχρεωμένος να περάσει τα επόμενα πρωινά του σε δημόσιες υπηρεσίες. Αδύνατον. Ναί μεν οι εκκλησίες είναι γεμάτες αυτές τις πέντε Παρασκευές, αλλά αν λάβουμε υπ’ όψιν μας το ποιά υμνολογία αναγιγνώσκεται εκεί μέσα, δεν είναι ούτε για αστείο τόσο γεμάτες όσο θα περίμενε κανείς.
Εν ολίγοις: στο παρόν σημείωμα θα προσπαθήσω να διατυπώσω ολίγες νύξεις σχετικά με την αισθητική τέρψη που προκαλούν οι τέσσερις στάσεις του Ακαθίστου Ύμνου ως ακρόαμα η κείμενο θεατρικό/λογοτεχνικό, ασχέτως με το γεγονός ότι αυτές αποτελούν Χαιρετισμούς του σώματος της Εκκλησίας προς την Θεοτόκο, και μάλιστα στον χρόνο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (με ο,τι αυτό συνεπάγεται για το ευχαριστιακό σώμα ως σημασία και ως λειτουργία). Καί να διερωτηθώ γιατί απουσιάζουν από τις πέντε αυτές Παρασκευές και χάνουν αυτόν τον ίλιγγο κάλλους όσοι δεν συμπεριλαμβάνουν τον εαυτό τους στο «χριστεπώνυμον πλήρωμα», αλλά ορκίζονται για τις θύραθεν φιλο-καλικές τους ευαισθησίες (οπότε, η τα αισθητικά κριτήρια του γράφοντος επηρεάζονται από την μετοχή του στην Εκκλησία η οι ευαισθησίες των θύραθεν φίλων στερούνται το πλήρωμα της ειλικρινείας ελέω ιδεολογικού κωλύματος η κολλήματος).
Μιλώντας για «Χαιρετισμούς» και «Ακάθιστο» δεν αναφέρομαι εδώ στα λοιπά της ακολουθίας, αλλά στις Στάσεις, στους 24 Οίκους, στο κατ’ εξοχήν κείμενο του Ακαθίστου, «Άγγελος Πρωτοστάτης» κλπ. Μου φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να προσεγγίσει κάποιος τον Ακάθιστο Ύμνο από λογοτεχνικής απόψεως χωρίς να αποφανθεί παραυτίκα πως πρόκειτα περί αριστουργήματος. Ας προσεγγίσουμε το κείμενο ως κείμενο:
Πρωτ’ απ’ όλα, ο Ακάθιστος έχει καθαρά θεατρική δομή, και μάλιστα εξόχως χαριτωμένη (με το έτυμον της λέξεως), αφηγείται μια ιστορία -της οποίας τους διαλόγους παραθέτει αυτούσιους: στην πρώτη πράξη, ο αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέπτεται την Θεοτόκο∙ και μόλις την αντικρύζει, αρχίζει το εγκώμιο: «Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει! Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ ἀρὰ (=κατάρα) ἐκλείψει» και λοιπά και λοιπά. Ακολουθεί στιχομυθία της Θεοτόκου με τον Γαβριήλ, και μετά είσερχόμαστε στην δεύτερη πράξη: η Θεοτόκος επισκέπτεται την συγγενή της Ελισάβετ, την σύζυγο του Ζαχαρίου και μητέρα του Προδρόμου. Ο Πρόδρομος, έμβρυο στην μήτρα της Ελισάβετ, αντιλαμβάνεται ότι η Θεοτόκος εγκυμονεί τον Χριστό και «ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν» (χοροπηδώντας στην μήτρα αντί για να φωνάξει, γιατί που να φωνάξει το έμβρυο) [1], αρχίζει: «Χαίρε [...]! Χαίρε [...]!» και λοιπά. Ακολουθεί ένα μικρό επεισόδιο με τον Ιωσήφ, τον σύζυγο της Μαρίας, ο οποίος όσο να’ναι έχει αρχικά τις αμφιβολίες του[2], και μπαίνουμε στην τρίτη πράξη της ιστορίας μας: οι ποιμένες, οι βοσκοί, μαθαίνουν για το γεγονός της ενσαρκώσεως[3] και αρχίζουν την δοξολογία τους προς την Θεοτόκο με λεξιλόγιο που προκύπτει από τα… ζητήματα του επαγγελματικού τους κλάδου: «Χαῖρε, ἁμνοῦ καὶ ποιμένος μήτηρ∙ χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων» [4] (τώρα πείτε μου, δεν διαπιστώνετε εδώ το λεπτό χιούμορ του ιδιοφυούς υμνογράφου, αναμεμειγμένο με την όντως φιλοκαλία του;). Στην τέταρτη πράξη, μαθαίνουν διά του αστέρος τα νέα οι Μάγοι και αρχίζουν τους Χαιρετισμούς τους∙ ακολουθούν και άλλες πράξεις, και δεν έχουμε καν μπεί στην τρίτη από τις τέσσερις στάσεις του Ακαθίστου, βρισκόμαστε ακόμα στις δύο πρώτες…
Πρόκειται, σαφώς, περί κειμένου θεατρικού. Βέβαια, οι «Χαιρετισμοί», τα «Χαίρε [...]! Χαίρε [...]!» προφανώς δεν ανήκουν μόνον στα πρόσωπα της ιστορίας που αφηγείται ο Ακάθιστος, στον Αρχάγγελο, στους Ποιμένες, στους Μάγους κ.λπ., αλλά ταυτόχρονα [η πρωτίστως] στους μετέχοντες στην Ακολουθία πιστούς, την Παρασκευή στην εκκλησία, οι οποίοι τα κραυγάζουν ως δρώντα πρόσωπα του δράματος διά του Πρεσβυτέρου τους.
Η θεατρική αμεσότητα των Χαιρετισμών δεν εξαντλείται στα «Χαίρε [...]! Χαίρε [...]!» που ψάλλει ο λαός της Εκκλησίας, αλλά βρίσκεται και σε άλλα σημεία του κειμένου, όπου τα συναντάμε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που θα τα συναντούσαμε σε ένα θεατρικό κείμενο η κινηματογραφικό σενάριο, και δη με κλιμάκωση: ρωτά η Θεοτόκος τον Αρχάγγελο:
-«Ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως τὴν κύησιν πῶς λέγεις;»
-«Ἐκ λαγόνων ἁγνῶν υἱὸν πῶς ἐστι τεχθῆναι δυνατόν; Λέξον μοι!»
Πέρα από την θεατρικότητα, το κείμενο του Ακαθίστου καθορίζεται από τον πανταχού παρόντα ρυθμό του: ολόκληρο το κείμενο διαρθρώνεται γύρω από το εξής επαναλαμβανόμενο μοτίβο: αφ’ ενός (α) την αλληλουχία των πολλών ζευγών ισόποσων στίχων σε κάθε χαιρετισμό/εγκώμιο, «Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα∙ χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα» κλ.π., και αφ’ ετέρου (β) την εναλλαγή του ακροτελεύτιου σε κάθε χαιρετισμό «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε» με το «Ἀλληλούϊα» που κάθε φορά έπεται στο κείμενο. Το ζήτημα βέβαια δεν είναι απλώς το αν υφίσταται ισορροπία και ρυθμός σε ένα κείμενο, αλλά το με πόση μαεστρία πραγματώνονται αυτά. Μιά ανάγνωση του Ακαθίστου θα σας πείσει…
Προσέξτε τώρα την μουσικότητα του κειμένου: απλώς διαβάστε αργά, ρυθμικά και δυνατά το ακόλουθο απόσπασμα-παράδειγμα:
«Βλέπουσα ἡ Ἁγία ἑαυτὴν ἐν ἀγνείᾳ, φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως∙»
(τονισμένη-άτονη:) – ∪ ∪ ∪ ∪ - ∪ ∪ ∪ - ∪ ∪ - ∪ ∪ - ∪ ∪ ∪ - ∪ ∪ – ∪
Όπερ έδει δείξαι.
Ας προχωρήσουμε στις ποιητικές αρετές του κειμένου, στην καθ’ εαυτήν ποιητική του γλαφυρότητα, μέσω ελάχιστων παραδειγμάτων, σχεδόν τυχαίων μέσα στον κυκεώνα των διατυπώσεων-επιτευγμάτων:
«Χαῖρε, δι’ ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις∙ χαῖρε, δι’ ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.»
Καί μόνον αυτόν τον στίχο να αποσπάσει κανείς, αντιλαμβάνεται το κατόρθωμα της εκφραστικής. Πως να τον σχολιάσει κανείς χωρίς να τον μαγαρίσει…
Επόμενο: «Καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νυδήν,/ ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν / ἅπασι, τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν».
Το αποδίδω στην τρέχουσα μορφή της γλώσσας για τις ανάγκες όσων έμαθαν ελληνικά επί υπουργίας Διαμαντοπούλου: «και υπέδειξε την εύφορη μήτρα της (νυδής=μήτρα) ως χωράφι καλό για όλους, όσοι επιθυμούν να θερίσουν την σωτηρία». Το «νυδήν» ακολουθείται από την ομοιοκαταληξία «ως αγρόν υπέδειξεν ηδύν», η οποία όμως συμπαρασύρει και το περιεχόμενο των στίχων, το νόημα, αφού την χρήση της έννοιας του αγρού ακολουθεί η έννοια του θερισμού, του θερισμού της σωτηρίας όμως. Σε όλο τον Ακάθιστο παρατηρείται τέλεια χρήση των εκφραστικών τρόπων της γλώσσας: εδώ θα μνημονεύσουμε την ευστοχώτατη κρίση του Κώστα Ζουράρι, ο οποίος διαβεβαιώνει ότι «τα τρία σημαντικώτερα και τελειώτερα ποιήματα της ελληνικής γλώσσας είναι η Ιλιάδα, ο Ακάθιστος Ύμνος και ο Ερωτόκριτος».[5] Ενίοτε έχω την αίσθηση ότι κάποιες ομοιοκαταληξίες έχουν επιλεγεί ακριβώς για να προξενήσουν ένα χαμόγελο λόγω μιάς ζυγισμένης υπερβολής τους, στα πλαίσια του κατά τη γνώμη μου σκόπιμου και υπαρκτού λεπτοτάτου χιούμορ σε μερικά (μάλλον λίγα) σημεία του κειμένου: «μέλλοντος Συμεῶνος τοῦ παρόντος αἰῶνος μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος…». Αλλού η ομοιοκαταληξία «δένει» εκθαμβωτικά με το περιεχόμενο του στίχου, σε σχήμα θέσης-άρσης (ή συναμφότερου): «Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα∙ χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα».Παράλληλα, το κείμενο βρίθει συνειρμικών εικόνων σπάνιας μαεστρίας: «ρήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπὶ σοί, Θεοτόκε» κλπ. Όλα αυτά τα αποσπάσματα χάνουν μεγάλο κομμάτι από την αίγλη τους όταν παρατίθενται αποκομμένα από την ενότητα του κειμένου, από τον ρυθμό του, την θεατρικότητά του και την ισορροπία του: ενταγμένα όμως στην ολότητά του σε κάνουν, πραγματικά, να παλαβώνεις.
Να σημειωθεί ότι ο Ακάθιστος χωρίζεται σε 24 «οίκους» (στροφές), ο καθείς εκ των οποίων ξεκινά με ένα γράμμα του αλφαβήτου[6]: δηλαδή, όλα αυτά τα γλωσσικά επιτεύγματα που αναφέραμε καταφέρνουν και ανθούν μέσα στον (φαινομενικό) νάρθηκα της υποχρεωτικής έναρξης κάθε οίκου-στροφής από το επόμενο γράμμα του αλφαβήτου!
Είπαμε ότι θα εξετάσουμε τον Ακάθιστο μόνον ως λογοτεχνικό/θεατρικό κείμενο. Δεν θα μιλήσουμε για το πως θεολογεί αυτό το κείμενο, σε τι βάθος και με πόση ομορφιά. Επιτρέψτε μου όμως να ενδώσω στον πειρασμό και να παραθέσω ένα μόνο ψήγμα, το πως εικονογραφεί ότι «παρήλθεν η κατάρα του Νόμου»:
«Χάριν δοῦναι θελήσας ὀφλημάτων ἀρχαίων ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων, ἐπεδήμησε δι’ ἑαυτοῦ πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ χάριτος∙ καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον, ἀκούει παρὰ πάντων οὔτως∙ Ἀλληλούϊα!»
Τι εικόνα: γράφονται και καταγράφονται τα «οφλήματα» των ανθρώπων, από τα πλέον αρχαία χρόνια, διαρκώς: και ξαφνικά, Εκείνος απλώς -απλούστατα- «σχίζει το χειρόγραφο». Η Θεολογία ως Ομορφιά!
Ο θαυμασμός που προκαλεί αυτό το αριστουργηματικό κείμενο και ως κείμενο μόνον, ο Ακάθιστος Ύμνος, δύναται να καταστήσει τούτο ‘δω το άρθρο σχοινοτενέστατο και πάνυ ουρανομήκες, γι’ αυτό συγκρατούμαι και καταλήγω κάπου εδώ. Δεν μπορώ όμως να μην διερωτηθώ: δεν είναι πραγματικά κρίμα να διαβάζεται τέτοιο αριστούργημα σε μια εκκλησία δίπλα σου, στη γειτονιά σου, να ψάλλεται και να απαγγέλεται ένα κείμενο ζωντανό [7] που αποπνέει τόση ομορφιά και δωρίζει τέτοια αγαλλίαση στην καρδιά σου από το κάλλος του και μόνο, και εσύ να απέχεις λόγω της βλακώδους αναγωγής «εκκλησία=σκοταδισμός, μεσαίωνας, συντηρητισμός» η λόγω ανεξηγήτου πλην μείζονος πληξάρας; Είναι δυνατόν να λείπεις, να μην είσαι εκεί, ασχέτως της σχέσης σου με το εκκλησιαστικό γεγονός; Πόσω δε μάλλον αν καμώνεσαι ότι ασχολείσαι έστω και λίγο με το κάλλος των γραμμάτων η της Τέχνης…
Χαιρετισμοί:
Γ΄ Στάση: 5 Ἀπριλίου 2013
Δ΄ Στάση: 12 Ἀπριλίου 2013
Ακάθιστος Ύμνος: 19 Ἀπριλίου 2013
—————————————————————-
[1] Παραθέτω το απόσπασμα, διότι μου είναι αδύνατον να μην παραθέσω τουλάχιστον τους πρώτους στίχους του εγκωμίου του βρέφους λόγω της εκθαμβωτικής λογοτεχνικής και εικονολογικής ομορφιάς τους: «Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθύς, ἐπιγνὸν τὸν ταύτης ἀσπασμόν, ἔχαιρε∙ καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν, ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον∙ Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμαράντου κλῆμα∙ χαῖρε, καρποῦ ἀκηράτου κτῆμα. Χαῖρε γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον∙ χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν φύουσα».
[2] «Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη, [...] κλεψίγαμον ὑπονοῶν ἄμεμπτε∙ μαθὼν δὲ σοῦ τὴν σύλληψιν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἔφη∙ Ἀλληλούϊα!»
[3] Και πάλι, αδύνατον να μην παρατεθεί η ομορφιά της εικόνας: «[...] θεωροῦσι τοῦτον (σ.σ.: τὸν Χριστὸ) ὡς ἀμνὸν ἄμωμον ἐν τῇ γαστρὶ Μαρίας βοσκηθέντα…».
[4] Ειρήσθω εν παρόδω: ο Κώστας Ζουράρις έχει αναλύσει πολλάκις και με ζηλευτή μαεστρία το «χαίρε, αυλή λογικών προβάτων» ως σύνοψη της ελληνικής («ιλιαδορωμέηκης») πολιτικής θεωρίας: αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης.
[5] Μα, αυτό είναι το δράμα: ότι ο Ακάθιστος, αυτή η κείμενη τελειότητα, αποτελεί για αρκετούς «προοδευτικούς» συμπολίτες μας (να χαρώ εγώ πρόοδο!) απλώς ένα θρησκευτικό κείμενο για αφελή γραΐδια∙ έχουν τον θησαυρό στο ντουλάπι τους και αδυνατούν να τον εκτιμήσουν. Ο όντως αθεόφοβος Βασίλης Αλεξάκης εκφράζει την άποψη στο εντυπωσιακά ευπώλητο βιβλίο του «μ.Χ.» ότι «ο Ακάθιστος είναι τόσο δημοφιλής επειδή είναι παντελώς δυσνόητος∙ δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία»- η κάπως έτσι. Ας είναι…
[6] [Ἄ]γγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη… [Β]λέπουσα ἡ Ἁγία ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ… [Γ]νῶσιν ἄγνωστον γνῶναι ἡ Παρθένος ζητοῦσα… [Δ]ύναμις τοῦ Ὑψίστου ἐπεσκίασε τότε πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμω…
[7] ζωντανό: διαβάζεται ΚΑΘΕ χρόνο σε ΚΑΘΕ εκκλησία/γειτονιά από πραγματικούς ανθρώπους, κάθε προέλευσης/τάξης/μόρφωσης κ.λπ. Περίπου 1.400 χρόνια τώρα. 1.400 χρόνια! Πραγματικό λαικό γεγονός, λαού ζώντος και πάντοτε παρόντος, εκεί, αυτές τις πέντε Παρασκευές του χρόνου. Πού αλλού!
Σωτήρης Μητραλέξης
προσπαθήστε -μέρες που είναι- να προτείνεται σε έναν μετέφηβο να παρακολουθήσει τους Χαιρετισμούς χωρίς να αποσπάσετε (α) το βλέμμα πληξάρας ενός μεσήλικος εν όψει του ετησίου ιατρικού τσεκ-απ του η (β) το βλέμμα ενός πολίτη όταν μαθαίνει πως είναι υποχρεωμένος να περάσει τα επόμενα πρωινά του σε δημόσιες υπηρεσίες. Αδύνατον. Ναί μεν οι εκκλησίες είναι γεμάτες αυτές τις πέντε Παρασκευές, αλλά αν λάβουμε υπ’ όψιν μας το ποιά υμνολογία αναγιγνώσκεται εκεί μέσα, δεν είναι ούτε για αστείο τόσο γεμάτες όσο θα περίμενε κανείς.
Εν ολίγοις: στο παρόν σημείωμα θα προσπαθήσω να διατυπώσω ολίγες νύξεις σχετικά με την αισθητική τέρψη που προκαλούν οι τέσσερις στάσεις του Ακαθίστου Ύμνου ως ακρόαμα η κείμενο θεατρικό/λογοτεχνικό, ασχέτως με το γεγονός ότι αυτές αποτελούν Χαιρετισμούς του σώματος της Εκκλησίας προς την Θεοτόκο, και μάλιστα στον χρόνο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (με ο,τι αυτό συνεπάγεται για το ευχαριστιακό σώμα ως σημασία και ως λειτουργία). Καί να διερωτηθώ γιατί απουσιάζουν από τις πέντε αυτές Παρασκευές και χάνουν αυτόν τον ίλιγγο κάλλους όσοι δεν συμπεριλαμβάνουν τον εαυτό τους στο «χριστεπώνυμον πλήρωμα», αλλά ορκίζονται για τις θύραθεν φιλο-καλικές τους ευαισθησίες (οπότε, η τα αισθητικά κριτήρια του γράφοντος επηρεάζονται από την μετοχή του στην Εκκλησία η οι ευαισθησίες των θύραθεν φίλων στερούνται το πλήρωμα της ειλικρινείας ελέω ιδεολογικού κωλύματος η κολλήματος).
Μιλώντας για «Χαιρετισμούς» και «Ακάθιστο» δεν αναφέρομαι εδώ στα λοιπά της ακολουθίας, αλλά στις Στάσεις, στους 24 Οίκους, στο κατ’ εξοχήν κείμενο του Ακαθίστου, «Άγγελος Πρωτοστάτης» κλπ. Μου φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να προσεγγίσει κάποιος τον Ακάθιστο Ύμνο από λογοτεχνικής απόψεως χωρίς να αποφανθεί παραυτίκα πως πρόκειτα περί αριστουργήματος. Ας προσεγγίσουμε το κείμενο ως κείμενο:
Πρωτ’ απ’ όλα, ο Ακάθιστος έχει καθαρά θεατρική δομή, και μάλιστα εξόχως χαριτωμένη (με το έτυμον της λέξεως), αφηγείται μια ιστορία -της οποίας τους διαλόγους παραθέτει αυτούσιους: στην πρώτη πράξη, ο αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέπτεται την Θεοτόκο∙ και μόλις την αντικρύζει, αρχίζει το εγκώμιο: «Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει! Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ ἀρὰ (=κατάρα) ἐκλείψει» και λοιπά και λοιπά. Ακολουθεί στιχομυθία της Θεοτόκου με τον Γαβριήλ, και μετά είσερχόμαστε στην δεύτερη πράξη: η Θεοτόκος επισκέπτεται την συγγενή της Ελισάβετ, την σύζυγο του Ζαχαρίου και μητέρα του Προδρόμου. Ο Πρόδρομος, έμβρυο στην μήτρα της Ελισάβετ, αντιλαμβάνεται ότι η Θεοτόκος εγκυμονεί τον Χριστό και «ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν» (χοροπηδώντας στην μήτρα αντί για να φωνάξει, γιατί που να φωνάξει το έμβρυο) [1], αρχίζει: «Χαίρε [...]! Χαίρε [...]!» και λοιπά. Ακολουθεί ένα μικρό επεισόδιο με τον Ιωσήφ, τον σύζυγο της Μαρίας, ο οποίος όσο να’ναι έχει αρχικά τις αμφιβολίες του[2], και μπαίνουμε στην τρίτη πράξη της ιστορίας μας: οι ποιμένες, οι βοσκοί, μαθαίνουν για το γεγονός της ενσαρκώσεως[3] και αρχίζουν την δοξολογία τους προς την Θεοτόκο με λεξιλόγιο που προκύπτει από τα… ζητήματα του επαγγελματικού τους κλάδου: «Χαῖρε, ἁμνοῦ καὶ ποιμένος μήτηρ∙ χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων» [4] (τώρα πείτε μου, δεν διαπιστώνετε εδώ το λεπτό χιούμορ του ιδιοφυούς υμνογράφου, αναμεμειγμένο με την όντως φιλοκαλία του;). Στην τέταρτη πράξη, μαθαίνουν διά του αστέρος τα νέα οι Μάγοι και αρχίζουν τους Χαιρετισμούς τους∙ ακολουθούν και άλλες πράξεις, και δεν έχουμε καν μπεί στην τρίτη από τις τέσσερις στάσεις του Ακαθίστου, βρισκόμαστε ακόμα στις δύο πρώτες…
Πρόκειται, σαφώς, περί κειμένου θεατρικού. Βέβαια, οι «Χαιρετισμοί», τα «Χαίρε [...]! Χαίρε [...]!» προφανώς δεν ανήκουν μόνον στα πρόσωπα της ιστορίας που αφηγείται ο Ακάθιστος, στον Αρχάγγελο, στους Ποιμένες, στους Μάγους κ.λπ., αλλά ταυτόχρονα [η πρωτίστως] στους μετέχοντες στην Ακολουθία πιστούς, την Παρασκευή στην εκκλησία, οι οποίοι τα κραυγάζουν ως δρώντα πρόσωπα του δράματος διά του Πρεσβυτέρου τους.
Η θεατρική αμεσότητα των Χαιρετισμών δεν εξαντλείται στα «Χαίρε [...]! Χαίρε [...]!» που ψάλλει ο λαός της Εκκλησίας, αλλά βρίσκεται και σε άλλα σημεία του κειμένου, όπου τα συναντάμε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που θα τα συναντούσαμε σε ένα θεατρικό κείμενο η κινηματογραφικό σενάριο, και δη με κλιμάκωση: ρωτά η Θεοτόκος τον Αρχάγγελο:
-«Ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως τὴν κύησιν πῶς λέγεις;»
-«Ἐκ λαγόνων ἁγνῶν υἱὸν πῶς ἐστι τεχθῆναι δυνατόν; Λέξον μοι!»
Πέρα από την θεατρικότητα, το κείμενο του Ακαθίστου καθορίζεται από τον πανταχού παρόντα ρυθμό του: ολόκληρο το κείμενο διαρθρώνεται γύρω από το εξής επαναλαμβανόμενο μοτίβο: αφ’ ενός (α) την αλληλουχία των πολλών ζευγών ισόποσων στίχων σε κάθε χαιρετισμό/εγκώμιο, «Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα∙ χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα» κλ.π., και αφ’ ετέρου (β) την εναλλαγή του ακροτελεύτιου σε κάθε χαιρετισμό «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε» με το «Ἀλληλούϊα» που κάθε φορά έπεται στο κείμενο. Το ζήτημα βέβαια δεν είναι απλώς το αν υφίσταται ισορροπία και ρυθμός σε ένα κείμενο, αλλά το με πόση μαεστρία πραγματώνονται αυτά. Μιά ανάγνωση του Ακαθίστου θα σας πείσει…
Προσέξτε τώρα την μουσικότητα του κειμένου: απλώς διαβάστε αργά, ρυθμικά και δυνατά το ακόλουθο απόσπασμα-παράδειγμα:
«Βλέπουσα ἡ Ἁγία ἑαυτὴν ἐν ἀγνείᾳ, φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως∙»
(τονισμένη-άτονη:) – ∪ ∪ ∪ ∪ - ∪ ∪ ∪ - ∪ ∪ - ∪ ∪ - ∪ ∪ ∪ - ∪ ∪ – ∪
Όπερ έδει δείξαι.
Ας προχωρήσουμε στις ποιητικές αρετές του κειμένου, στην καθ’ εαυτήν ποιητική του γλαφυρότητα, μέσω ελάχιστων παραδειγμάτων, σχεδόν τυχαίων μέσα στον κυκεώνα των διατυπώσεων-επιτευγμάτων:
«Χαῖρε, δι’ ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις∙ χαῖρε, δι’ ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.»
Καί μόνον αυτόν τον στίχο να αποσπάσει κανείς, αντιλαμβάνεται το κατόρθωμα της εκφραστικής. Πως να τον σχολιάσει κανείς χωρίς να τον μαγαρίσει…
Επόμενο: «Καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νυδήν,/ ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν / ἅπασι, τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν».
Το αποδίδω στην τρέχουσα μορφή της γλώσσας για τις ανάγκες όσων έμαθαν ελληνικά επί υπουργίας Διαμαντοπούλου: «και υπέδειξε την εύφορη μήτρα της (νυδής=μήτρα) ως χωράφι καλό για όλους, όσοι επιθυμούν να θερίσουν την σωτηρία». Το «νυδήν» ακολουθείται από την ομοιοκαταληξία «ως αγρόν υπέδειξεν ηδύν», η οποία όμως συμπαρασύρει και το περιεχόμενο των στίχων, το νόημα, αφού την χρήση της έννοιας του αγρού ακολουθεί η έννοια του θερισμού, του θερισμού της σωτηρίας όμως. Σε όλο τον Ακάθιστο παρατηρείται τέλεια χρήση των εκφραστικών τρόπων της γλώσσας: εδώ θα μνημονεύσουμε την ευστοχώτατη κρίση του Κώστα Ζουράρι, ο οποίος διαβεβαιώνει ότι «τα τρία σημαντικώτερα και τελειώτερα ποιήματα της ελληνικής γλώσσας είναι η Ιλιάδα, ο Ακάθιστος Ύμνος και ο Ερωτόκριτος».[5] Ενίοτε έχω την αίσθηση ότι κάποιες ομοιοκαταληξίες έχουν επιλεγεί ακριβώς για να προξενήσουν ένα χαμόγελο λόγω μιάς ζυγισμένης υπερβολής τους, στα πλαίσια του κατά τη γνώμη μου σκόπιμου και υπαρκτού λεπτοτάτου χιούμορ σε μερικά (μάλλον λίγα) σημεία του κειμένου: «μέλλοντος Συμεῶνος τοῦ παρόντος αἰῶνος μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος…». Αλλού η ομοιοκαταληξία «δένει» εκθαμβωτικά με το περιεχόμενο του στίχου, σε σχήμα θέσης-άρσης (ή συναμφότερου): «Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα∙ χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα».Παράλληλα, το κείμενο βρίθει συνειρμικών εικόνων σπάνιας μαεστρίας: «ρήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπὶ σοί, Θεοτόκε» κλπ. Όλα αυτά τα αποσπάσματα χάνουν μεγάλο κομμάτι από την αίγλη τους όταν παρατίθενται αποκομμένα από την ενότητα του κειμένου, από τον ρυθμό του, την θεατρικότητά του και την ισορροπία του: ενταγμένα όμως στην ολότητά του σε κάνουν, πραγματικά, να παλαβώνεις.
Να σημειωθεί ότι ο Ακάθιστος χωρίζεται σε 24 «οίκους» (στροφές), ο καθείς εκ των οποίων ξεκινά με ένα γράμμα του αλφαβήτου[6]: δηλαδή, όλα αυτά τα γλωσσικά επιτεύγματα που αναφέραμε καταφέρνουν και ανθούν μέσα στον (φαινομενικό) νάρθηκα της υποχρεωτικής έναρξης κάθε οίκου-στροφής από το επόμενο γράμμα του αλφαβήτου!
Είπαμε ότι θα εξετάσουμε τον Ακάθιστο μόνον ως λογοτεχνικό/θεατρικό κείμενο. Δεν θα μιλήσουμε για το πως θεολογεί αυτό το κείμενο, σε τι βάθος και με πόση ομορφιά. Επιτρέψτε μου όμως να ενδώσω στον πειρασμό και να παραθέσω ένα μόνο ψήγμα, το πως εικονογραφεί ότι «παρήλθεν η κατάρα του Νόμου»:
«Χάριν δοῦναι θελήσας ὀφλημάτων ἀρχαίων ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων, ἐπεδήμησε δι’ ἑαυτοῦ πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ χάριτος∙ καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον, ἀκούει παρὰ πάντων οὔτως∙ Ἀλληλούϊα!»
Τι εικόνα: γράφονται και καταγράφονται τα «οφλήματα» των ανθρώπων, από τα πλέον αρχαία χρόνια, διαρκώς: και ξαφνικά, Εκείνος απλώς -απλούστατα- «σχίζει το χειρόγραφο». Η Θεολογία ως Ομορφιά!
Ο θαυμασμός που προκαλεί αυτό το αριστουργηματικό κείμενο και ως κείμενο μόνον, ο Ακάθιστος Ύμνος, δύναται να καταστήσει τούτο ‘δω το άρθρο σχοινοτενέστατο και πάνυ ουρανομήκες, γι’ αυτό συγκρατούμαι και καταλήγω κάπου εδώ. Δεν μπορώ όμως να μην διερωτηθώ: δεν είναι πραγματικά κρίμα να διαβάζεται τέτοιο αριστούργημα σε μια εκκλησία δίπλα σου, στη γειτονιά σου, να ψάλλεται και να απαγγέλεται ένα κείμενο ζωντανό [7] που αποπνέει τόση ομορφιά και δωρίζει τέτοια αγαλλίαση στην καρδιά σου από το κάλλος του και μόνο, και εσύ να απέχεις λόγω της βλακώδους αναγωγής «εκκλησία=σκοταδισμός, μεσαίωνας, συντηρητισμός» η λόγω ανεξηγήτου πλην μείζονος πληξάρας; Είναι δυνατόν να λείπεις, να μην είσαι εκεί, ασχέτως της σχέσης σου με το εκκλησιαστικό γεγονός; Πόσω δε μάλλον αν καμώνεσαι ότι ασχολείσαι έστω και λίγο με το κάλλος των γραμμάτων η της Τέχνης…
Χαιρετισμοί:
Γ΄ Στάση: 5 Ἀπριλίου 2013
Δ΄ Στάση: 12 Ἀπριλίου 2013
Ακάθιστος Ύμνος: 19 Ἀπριλίου 2013
—————————————————————-
[1] Παραθέτω το απόσπασμα, διότι μου είναι αδύνατον να μην παραθέσω τουλάχιστον τους πρώτους στίχους του εγκωμίου του βρέφους λόγω της εκθαμβωτικής λογοτεχνικής και εικονολογικής ομορφιάς τους: «Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθύς, ἐπιγνὸν τὸν ταύτης ἀσπασμόν, ἔχαιρε∙ καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν, ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον∙ Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμαράντου κλῆμα∙ χαῖρε, καρποῦ ἀκηράτου κτῆμα. Χαῖρε γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον∙ χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν φύουσα».
[2] «Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη, [...] κλεψίγαμον ὑπονοῶν ἄμεμπτε∙ μαθὼν δὲ σοῦ τὴν σύλληψιν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἔφη∙ Ἀλληλούϊα!»
[3] Και πάλι, αδύνατον να μην παρατεθεί η ομορφιά της εικόνας: «[...] θεωροῦσι τοῦτον (σ.σ.: τὸν Χριστὸ) ὡς ἀμνὸν ἄμωμον ἐν τῇ γαστρὶ Μαρίας βοσκηθέντα…».
[4] Ειρήσθω εν παρόδω: ο Κώστας Ζουράρις έχει αναλύσει πολλάκις και με ζηλευτή μαεστρία το «χαίρε, αυλή λογικών προβάτων» ως σύνοψη της ελληνικής («ιλιαδορωμέηκης») πολιτικής θεωρίας: αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης.
[5] Μα, αυτό είναι το δράμα: ότι ο Ακάθιστος, αυτή η κείμενη τελειότητα, αποτελεί για αρκετούς «προοδευτικούς» συμπολίτες μας (να χαρώ εγώ πρόοδο!) απλώς ένα θρησκευτικό κείμενο για αφελή γραΐδια∙ έχουν τον θησαυρό στο ντουλάπι τους και αδυνατούν να τον εκτιμήσουν. Ο όντως αθεόφοβος Βασίλης Αλεξάκης εκφράζει την άποψη στο εντυπωσιακά ευπώλητο βιβλίο του «μ.Χ.» ότι «ο Ακάθιστος είναι τόσο δημοφιλής επειδή είναι παντελώς δυσνόητος∙ δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία»- η κάπως έτσι. Ας είναι…
[6] [Ἄ]γγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη… [Β]λέπουσα ἡ Ἁγία ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ… [Γ]νῶσιν ἄγνωστον γνῶναι ἡ Παρθένος ζητοῦσα… [Δ]ύναμις τοῦ Ὑψίστου ἐπεσκίασε τότε πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμω…
[7] ζωντανό: διαβάζεται ΚΑΘΕ χρόνο σε ΚΑΘΕ εκκλησία/γειτονιά από πραγματικούς ανθρώπους, κάθε προέλευσης/τάξης/μόρφωσης κ.λπ. Περίπου 1.400 χρόνια τώρα. 1.400 χρόνια! Πραγματικό λαικό γεγονός, λαού ζώντος και πάντοτε παρόντος, εκεί, αυτές τις πέντε Παρασκευές του χρόνου. Πού αλλού!
Σωτήρης Μητραλέξης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου