Στις 20 Ιουλίου του 1974, η είδηση της εισβολής των Τούρκων στην
Κύπρο και της κηρύξεως της επιστράτευσης βρήκε τους χωριανούς να..
κατεβαίνουν απ’ την εκκλησιά μετά την πανηγυρική λειτουργία του Προφήτη Ηλία. Στα καφενεία τα όργανα είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν πρόβες, τα σπίτια πού ‘χαν Λιάκους και γιόρταζαν, είχαν ετοιμαστεί για τις πατροπαράδοτες επισκέψεις, τα αρνιά είχαν σφαχτεί και ήταν έτοιμα για τις σούβλες, τα τσίπουρα και τα κρασιά είχαν ανοιχτεί, και οι πιο βιαστικοί είχαν κιόλας τραβήξει από κανένα.
Και έπεσε ο κεραυνός :
Πόλεμος! Έχουμε πόλεμο!
Η φωνή ακουγόταν από δεκάδες στόματα, και η λέξη φάνταζε παράταιρη με την ημέρα, που ήταν γιορτινή, με ήλιο λαμπρό και δροσερό αεράκι.
Τα μάτια δάκρυσαν, τα σπίτια κλείσανε, η καμπάνα του Αι-Λιά σήμαινε τον κίνδυνο. Τα σφαχτάρια μείνανε σύξυλα, τα γιοματάρια άπιωτα, είχαν στεγνώσει τα λαρύγγια. Σχεδόν όλα τα σπίτια είχαν και κάποιον επίστρατο που θα ’πρεπε να παρουσιαστεί, και έπιασαν να ετοιμάζονται και να χαιρετιούνται με τους δικούς τους, με βλέμματα υγρά, γεμάτα απορία και απόγνωση. Πού πηγαίνανε;
Στο καφενείο του Τολέρα, η μπάντα του Ανέστη, πού είχαν κιόλας ανοίξει τα όργανα, ετοιμάζονταν να τα κλείσουνε πάλι και να πηγαίνουν. Ο Ανέστης είχε αρχίσει να ξεβιδώνει το κλαρίνο του, ποιος να χορέψει τώρα πια, μάταια φαινόταν τα πανηγύρια και οι χαρές.
Τότε, φάνηκε στην αυλή του καφενείου, ο Κώτσος ο Κατσιμήτρος ο επονομαζόμενος Ψωμάς. Πίσω του, ερχόταν οι τρεις γιοι του, άριστοι χορευτές, ο Λιάκος, ο Γιαννάκος και ο μικρός ο Θόδωρος.
-Βάρα το Σαμαντάκα, παρήγγειλαν στον Ανέστη.
Σαν μοιρολόγι και σαν παιάνας ήχησε το κλαρίνο στον καλοκαιρινό αγέρα.
Ο Κώτσος με άσπρο μαντήλι και πίσω του οι τρεις γιοι του, αμίλητοι, σοβαροί, εξαίσιοι, πιάσανε το χορό. Ο Λιάκος, ο Γιαννάκος και ο μικρός ο Θόδωρος, επίστρατοι πριν φύγουν και οι τρεις για τη μονάδα τους.
Ηλίας Ι. Τσιαμήτρος
κατεβαίνουν απ’ την εκκλησιά μετά την πανηγυρική λειτουργία του Προφήτη Ηλία. Στα καφενεία τα όργανα είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν πρόβες, τα σπίτια πού ‘χαν Λιάκους και γιόρταζαν, είχαν ετοιμαστεί για τις πατροπαράδοτες επισκέψεις, τα αρνιά είχαν σφαχτεί και ήταν έτοιμα για τις σούβλες, τα τσίπουρα και τα κρασιά είχαν ανοιχτεί, και οι πιο βιαστικοί είχαν κιόλας τραβήξει από κανένα.
Και έπεσε ο κεραυνός :
Πόλεμος! Έχουμε πόλεμο!
Η φωνή ακουγόταν από δεκάδες στόματα, και η λέξη φάνταζε παράταιρη με την ημέρα, που ήταν γιορτινή, με ήλιο λαμπρό και δροσερό αεράκι.
Τα μάτια δάκρυσαν, τα σπίτια κλείσανε, η καμπάνα του Αι-Λιά σήμαινε τον κίνδυνο. Τα σφαχτάρια μείνανε σύξυλα, τα γιοματάρια άπιωτα, είχαν στεγνώσει τα λαρύγγια. Σχεδόν όλα τα σπίτια είχαν και κάποιον επίστρατο που θα ’πρεπε να παρουσιαστεί, και έπιασαν να ετοιμάζονται και να χαιρετιούνται με τους δικούς τους, με βλέμματα υγρά, γεμάτα απορία και απόγνωση. Πού πηγαίνανε;
Στο καφενείο του Τολέρα, η μπάντα του Ανέστη, πού είχαν κιόλας ανοίξει τα όργανα, ετοιμάζονταν να τα κλείσουνε πάλι και να πηγαίνουν. Ο Ανέστης είχε αρχίσει να ξεβιδώνει το κλαρίνο του, ποιος να χορέψει τώρα πια, μάταια φαινόταν τα πανηγύρια και οι χαρές.
Τότε, φάνηκε στην αυλή του καφενείου, ο Κώτσος ο Κατσιμήτρος ο επονομαζόμενος Ψωμάς. Πίσω του, ερχόταν οι τρεις γιοι του, άριστοι χορευτές, ο Λιάκος, ο Γιαννάκος και ο μικρός ο Θόδωρος.
-Βάρα το Σαμαντάκα, παρήγγειλαν στον Ανέστη.
Σαν μοιρολόγι και σαν παιάνας ήχησε το κλαρίνο στον καλοκαιρινό αγέρα.
Ο Κώτσος με άσπρο μαντήλι και πίσω του οι τρεις γιοι του, αμίλητοι, σοβαροί, εξαίσιοι, πιάσανε το χορό. Ο Λιάκος, ο Γιαννάκος και ο μικρός ο Θόδωρος, επίστρατοι πριν φύγουν και οι τρεις για τη μονάδα τους.
Ηλίας Ι. Τσιαμήτρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου