Νομίζω πως είναι απαραίτητο να συνεχίσω από εκεί που σταμάτησε το τελευταίο μου σημείωμα..
(Ποιος είναι ο Σκοπός;) Απαντώντας στο ερώτημα ποιος μπορεί να είναι ο σκοπός του έθνους μας μεσοπρόθεσμα υποστήριξα ότι δεν μπορεί να είναι άλλος από την επιβίωση του εθνοκράτους μας. Πολλοί φίλοι ίσως σκέφτηκαν ότι ο όρος επιβίωση είναι μινιμαλιστικός ή ενέχει υποκρυπτόμενη ηττοπάθεια. Άλλοι είπαν μα αυτό είναι αυτονόητο για κάθε οργανισμό. Για να δούμε τα πράγματα λίγο αναλυτικότερα.
Κάθε έμβιος οργανισμός, όντως, δρα με σκοπό την επιβίωσή του και την αναπαραγωγή του είδους του. Για να αποδώσουμε σε ένα συλλογικό υποκείμενο, όπως είναι το έθνος, αυτό το χαρακτηριστικό θα πρέπει αυτό να εκλαμβάνει τον εαυτό του ως συγκροτημένη ολότητα η οποία θα πρέπει να επιβιώσει, να αναπαραχθεί και, αν το επιτρέπουν οι συνθήκες, να κυριαρχήσει στο περιβάλλον που δρα. Άρα θα πρέπει η συλλογική αυτεπίγνωση ως έθνος να κυριαρχεί στο συλλογικό υποκείμενο πάνω από κάθε άλλη. Και αυτή η αυτεπίγνωση να πιστοποιείται μέσω τον πράξεων και όχι απλώς να διακηρύττεται ρητορικά.
Αυτή η συγκροτημένη ολότητα για να μπορέσει να δράσει, σύμφωνα με τα παραπάνω χρειάζεται ένα σπίτι. Στην εποχή που ζούμε αυτό το σπίτι είναι το εθνοκράτος. Δεν έχουμε άλλο καλύτερο φορέα λειτουργίας του έθνους μας αυτή τη στιγμή. Κι εκεί που ακόμα υπάρχουν κομμουνιστικά καθεστώτα, αυτά επιβιώνουν μέσα από ένα εθνοκράτος φορέα του εθνικισμού τους και όχι τόσο από τις διεθνιστικές διακηρύξεις τους.
Είναι, από την άλλη, ο όρος επιβίωση ηττοπαθής ή μινιμαλιστικός; Κάθε άλλο. Με τον όρο αυτό δεν εννοούμε την προσπάθεια ενός ετοιμοθάνατου που προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή αλλά τον αγώνα ενός ζώντος οργανισμού ο οποίος έχει να ανταγωνιστεί άλλα εθνικά συλλογικά υποκείμενα στο ρευστό παγκόσμιο παίγνιο κατανομής ισχύος. Αυτός ο αγώνας δεν μπορεί να εδράζεται σε φανταστικά δεδομένα αλλά στην ωμή πραγματικότητα.
Διαπιστώνω συχνά ότι πολλοί συμπατριώτες μας προσλαμβάνουν ως πραγματικότητα το βαρύτατο φορτίο του ονόματος Ελλάδα. Κάνουν προβολή στο παρόν ενός ένδοξου και λαμπερού μεν αλλά μακρινού παρελθόντος. Εν ολίγοις, ο λαός μας είναι σαν έτοιμος από καιρό να λάμψει παγκοσμίως απλά μερικοί προδότες δεν αφήνουν τις αστείρευτες δυνάμεις του να θριαμβεύσουν στο διεθνές στερέωμα. Και εντολείς των προδοτών είναι κάποιες σκοτεινές δυνάμεις που επιβουλεύονται τον Ελληνισμό και τις αξίες του επειδή τον ζηλεύουν ή αισθάνονται μειονεκτικά απέναντί του. Κι εμείς δεν έχουμε παρά να βρούμε εκείνη τη φωτισμένη ηγεσία η οποία θα μας οδηγήσει θριαμβευτές στο φωτοστόλιστο μέλλον. Θα απαγγείλουμε κι ένα στίχο του Ελύτη (ξέρετε, έχουμε και καλύτερους ποιητές από αυτόν), θα πούμε μια ρήση του Μακρυγιάννη, ένα ρητό του Πλάτωνα και καθαρίσαμε.
Λυπάμαι να πω ότι αυτή η νοοτροπία είναι εσφαλμένη και αντιφάσκει με τον εαυτό της. Στη φύση όποια δύναμη συσσωρεύεται δεν είναι δυνατό να κρατηθεί ανενεργή. Θα εκδηλωθεί. Αν λοιπόν είχαμε αστείρευτες δυνάμεις θα εκδηλώνονταν και οικονομικά και κοινωνικά και πολιτικά. Έχουμε δυνάμεις αλλά αυτές είναι διασκορπισμένες, όχι αστείρευτες και το χειρότερο, μη ανανεωνόμενες. Έλεγα χθες για το γηρασμένο πληθυσμό. Τα χαρακτηριστικά ενός γηρασμένου πληθυσμού (στον οποίο υπερτερεί πολιτικά ξέρετε πιο κόμμα) είναι εν πολλοίς η παραίτηση, η μοιρολατρία, το «έχει ο Θεός» και η έλλειψη διάθεσης για αλλαγή και αγώνα. Ο φόβος του θανάτου είναι καθοριστικός. (το «έχω ένα μπάρμπα που βάζει κάτω δέκα νεαρούς» είναι άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε). Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν αλλάζουν στις μεγάλες ηλικίες και είναι φυσιολογικό.
Επίσης, η απόδοση των σύγχρονων δεινών μας στους κακούς αλλογενείς οι οποίοι νυχθημερόν σκέφτονται πως θα καταστρέψουν τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, απλώς εθελοτυφλούμε και σπαταλούμε δυνάμεις και χρόνο που δεν διαθέτουμε σε αφθονία, εναντίον των σιωνιστών, των μοχθηρών τραπεζιτών, των απογόνων των σταυροφόρων κλπ. Η Ελλάδα δεν έχει φίλους και εχθρούς. Έχει ζωτικά συμφέροντα τα οποία αν θέλει να τα υπερασπιστεί οφείλει να αποκτήσει την ανάλογη ισχύ και να συνάψει τις αντίστοιχες συμμαχίες. Τα υπόλοιπα είναι πληκτικές αταβιστικές αγκυλώσεις οι οποίες δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν, παρά μόνο ψυχολογική εκτόνωση.
Τον τόνο και την αγωνιστική διάθεση σε ένα έθνος τον δίνουν τα νιάτα. Κι εδώ ερχόμαστε στο άλλο ζήτημα το οποίο δεν είναι μόνο δημογραφικό αλλά και κοινωνικό-πολιτικό. Από τη μια πλευρά ο όγκος της νεολαίας δεν είναι τόσο μεγάλος ώστε να παρασύρει τη γεροντοκρατία στο διάβα της και από την άλλη ένα τμήμα της διοχετεύει τη ζωτικότητά του σε ανούσιες συγκρούσεις της μετεμφυλιακής Ελλάδας παρασυρόμενη από τις σειρήνες είτε ενός αρρωστημένου εθνικισμού είτε ενός αρρωστημένου διεθνισμού. Όσοι νέοι δε μετέχουν σε αυτό το βλακώδη αγώνα, είτε σιωπούν ή αποδημούν.
Ο ζείδωρος ελληνικός εθνικισμός του 18ου αιώνα κινητοποίησε οργανωμένα όλες σχεδόν τις δυνάμεις του ελληνισμού εντός και εκτός του ελλαδικού, τότε, χώρου. Μέχρι το 1922 το ζωντανό του όραμά του έφθασε μέχρι τις ακτές της Ιωνίας. Άσχετα από τις αντιφάσεις, τα σφάλματα, τα σκαμπανεβάσματα και τις παλινωδίες η Μεγάλη Ιδέα υπήρξε η καύσιμη ύλη της δημιουργίας και επέκτασης του σύγχρονου εθνοκράτους μας. Αλλά το έθνος τότε διέθετε σφρίγος και νιάτα. Οι πολιτικοί τότε πάνω κάτω τα ίδια έκαναν με τους σημερινούς. Ρουσφέτια και εξυπηρετήσεις. Η οικογενειοκρατία και οι φατρίες κυριαρχούσαν και τότε. Αλλά η νεανική ορμή και το ασίγαστο πάθος της νεολαίας για την ενοποίηση του Ελληνισμού υπό την ίδια στέγη υπερέβη όλες τις κρατικές ανεπάρκειες. Αν δεν υπήρχε το δηλητήριο του διχασμού ίσως να μην είχαμε υποστεί την πανωλεθρία του 22.
Τώρα ποιο είναι το όραμα το οποίο θα κινητοποιήσει τις δυνάμεις που διαθέτουμε εντός και εκτός Ελλάδας και το οποίο θα μας επιτρέψει να βαδίσουμε αξιοπρεπώς και όχι έρποντας στο μέλλον;
Γιάννης Φαίλτωρ
(Ποιος είναι ο Σκοπός;) Απαντώντας στο ερώτημα ποιος μπορεί να είναι ο σκοπός του έθνους μας μεσοπρόθεσμα υποστήριξα ότι δεν μπορεί να είναι άλλος από την επιβίωση του εθνοκράτους μας. Πολλοί φίλοι ίσως σκέφτηκαν ότι ο όρος επιβίωση είναι μινιμαλιστικός ή ενέχει υποκρυπτόμενη ηττοπάθεια. Άλλοι είπαν μα αυτό είναι αυτονόητο για κάθε οργανισμό. Για να δούμε τα πράγματα λίγο αναλυτικότερα.
Κάθε έμβιος οργανισμός, όντως, δρα με σκοπό την επιβίωσή του και την αναπαραγωγή του είδους του. Για να αποδώσουμε σε ένα συλλογικό υποκείμενο, όπως είναι το έθνος, αυτό το χαρακτηριστικό θα πρέπει αυτό να εκλαμβάνει τον εαυτό του ως συγκροτημένη ολότητα η οποία θα πρέπει να επιβιώσει, να αναπαραχθεί και, αν το επιτρέπουν οι συνθήκες, να κυριαρχήσει στο περιβάλλον που δρα. Άρα θα πρέπει η συλλογική αυτεπίγνωση ως έθνος να κυριαρχεί στο συλλογικό υποκείμενο πάνω από κάθε άλλη. Και αυτή η αυτεπίγνωση να πιστοποιείται μέσω τον πράξεων και όχι απλώς να διακηρύττεται ρητορικά.
Αυτή η συγκροτημένη ολότητα για να μπορέσει να δράσει, σύμφωνα με τα παραπάνω χρειάζεται ένα σπίτι. Στην εποχή που ζούμε αυτό το σπίτι είναι το εθνοκράτος. Δεν έχουμε άλλο καλύτερο φορέα λειτουργίας του έθνους μας αυτή τη στιγμή. Κι εκεί που ακόμα υπάρχουν κομμουνιστικά καθεστώτα, αυτά επιβιώνουν μέσα από ένα εθνοκράτος φορέα του εθνικισμού τους και όχι τόσο από τις διεθνιστικές διακηρύξεις τους.
Είναι, από την άλλη, ο όρος επιβίωση ηττοπαθής ή μινιμαλιστικός; Κάθε άλλο. Με τον όρο αυτό δεν εννοούμε την προσπάθεια ενός ετοιμοθάνατου που προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή αλλά τον αγώνα ενός ζώντος οργανισμού ο οποίος έχει να ανταγωνιστεί άλλα εθνικά συλλογικά υποκείμενα στο ρευστό παγκόσμιο παίγνιο κατανομής ισχύος. Αυτός ο αγώνας δεν μπορεί να εδράζεται σε φανταστικά δεδομένα αλλά στην ωμή πραγματικότητα.
Διαπιστώνω συχνά ότι πολλοί συμπατριώτες μας προσλαμβάνουν ως πραγματικότητα το βαρύτατο φορτίο του ονόματος Ελλάδα. Κάνουν προβολή στο παρόν ενός ένδοξου και λαμπερού μεν αλλά μακρινού παρελθόντος. Εν ολίγοις, ο λαός μας είναι σαν έτοιμος από καιρό να λάμψει παγκοσμίως απλά μερικοί προδότες δεν αφήνουν τις αστείρευτες δυνάμεις του να θριαμβεύσουν στο διεθνές στερέωμα. Και εντολείς των προδοτών είναι κάποιες σκοτεινές δυνάμεις που επιβουλεύονται τον Ελληνισμό και τις αξίες του επειδή τον ζηλεύουν ή αισθάνονται μειονεκτικά απέναντί του. Κι εμείς δεν έχουμε παρά να βρούμε εκείνη τη φωτισμένη ηγεσία η οποία θα μας οδηγήσει θριαμβευτές στο φωτοστόλιστο μέλλον. Θα απαγγείλουμε κι ένα στίχο του Ελύτη (ξέρετε, έχουμε και καλύτερους ποιητές από αυτόν), θα πούμε μια ρήση του Μακρυγιάννη, ένα ρητό του Πλάτωνα και καθαρίσαμε.
Λυπάμαι να πω ότι αυτή η νοοτροπία είναι εσφαλμένη και αντιφάσκει με τον εαυτό της. Στη φύση όποια δύναμη συσσωρεύεται δεν είναι δυνατό να κρατηθεί ανενεργή. Θα εκδηλωθεί. Αν λοιπόν είχαμε αστείρευτες δυνάμεις θα εκδηλώνονταν και οικονομικά και κοινωνικά και πολιτικά. Έχουμε δυνάμεις αλλά αυτές είναι διασκορπισμένες, όχι αστείρευτες και το χειρότερο, μη ανανεωνόμενες. Έλεγα χθες για το γηρασμένο πληθυσμό. Τα χαρακτηριστικά ενός γηρασμένου πληθυσμού (στον οποίο υπερτερεί πολιτικά ξέρετε πιο κόμμα) είναι εν πολλοίς η παραίτηση, η μοιρολατρία, το «έχει ο Θεός» και η έλλειψη διάθεσης για αλλαγή και αγώνα. Ο φόβος του θανάτου είναι καθοριστικός. (το «έχω ένα μπάρμπα που βάζει κάτω δέκα νεαρούς» είναι άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε). Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν αλλάζουν στις μεγάλες ηλικίες και είναι φυσιολογικό.
Επίσης, η απόδοση των σύγχρονων δεινών μας στους κακούς αλλογενείς οι οποίοι νυχθημερόν σκέφτονται πως θα καταστρέψουν τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, απλώς εθελοτυφλούμε και σπαταλούμε δυνάμεις και χρόνο που δεν διαθέτουμε σε αφθονία, εναντίον των σιωνιστών, των μοχθηρών τραπεζιτών, των απογόνων των σταυροφόρων κλπ. Η Ελλάδα δεν έχει φίλους και εχθρούς. Έχει ζωτικά συμφέροντα τα οποία αν θέλει να τα υπερασπιστεί οφείλει να αποκτήσει την ανάλογη ισχύ και να συνάψει τις αντίστοιχες συμμαχίες. Τα υπόλοιπα είναι πληκτικές αταβιστικές αγκυλώσεις οι οποίες δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν, παρά μόνο ψυχολογική εκτόνωση.
Τον τόνο και την αγωνιστική διάθεση σε ένα έθνος τον δίνουν τα νιάτα. Κι εδώ ερχόμαστε στο άλλο ζήτημα το οποίο δεν είναι μόνο δημογραφικό αλλά και κοινωνικό-πολιτικό. Από τη μια πλευρά ο όγκος της νεολαίας δεν είναι τόσο μεγάλος ώστε να παρασύρει τη γεροντοκρατία στο διάβα της και από την άλλη ένα τμήμα της διοχετεύει τη ζωτικότητά του σε ανούσιες συγκρούσεις της μετεμφυλιακής Ελλάδας παρασυρόμενη από τις σειρήνες είτε ενός αρρωστημένου εθνικισμού είτε ενός αρρωστημένου διεθνισμού. Όσοι νέοι δε μετέχουν σε αυτό το βλακώδη αγώνα, είτε σιωπούν ή αποδημούν.
Ο ζείδωρος ελληνικός εθνικισμός του 18ου αιώνα κινητοποίησε οργανωμένα όλες σχεδόν τις δυνάμεις του ελληνισμού εντός και εκτός του ελλαδικού, τότε, χώρου. Μέχρι το 1922 το ζωντανό του όραμά του έφθασε μέχρι τις ακτές της Ιωνίας. Άσχετα από τις αντιφάσεις, τα σφάλματα, τα σκαμπανεβάσματα και τις παλινωδίες η Μεγάλη Ιδέα υπήρξε η καύσιμη ύλη της δημιουργίας και επέκτασης του σύγχρονου εθνοκράτους μας. Αλλά το έθνος τότε διέθετε σφρίγος και νιάτα. Οι πολιτικοί τότε πάνω κάτω τα ίδια έκαναν με τους σημερινούς. Ρουσφέτια και εξυπηρετήσεις. Η οικογενειοκρατία και οι φατρίες κυριαρχούσαν και τότε. Αλλά η νεανική ορμή και το ασίγαστο πάθος της νεολαίας για την ενοποίηση του Ελληνισμού υπό την ίδια στέγη υπερέβη όλες τις κρατικές ανεπάρκειες. Αν δεν υπήρχε το δηλητήριο του διχασμού ίσως να μην είχαμε υποστεί την πανωλεθρία του 22.
Τώρα ποιο είναι το όραμα το οποίο θα κινητοποιήσει τις δυνάμεις που διαθέτουμε εντός και εκτός Ελλάδας και το οποίο θα μας επιτρέψει να βαδίσουμε αξιοπρεπώς και όχι έρποντας στο μέλλον;
Γιάννης Φαίλτωρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου