Η Citigroup, η JPMorgan και η Standard Chartered έχουν αποκαλύψει
σχέδια για άνοιγμα τραπεζικών υποκαταστημάτων στο Ιράκ..
Οι αλυσίδες ξενοδοχείων όπως η Starwood, η Sheraton και η Wyndham επίσης τολμούν να ανοίξουν επιχειρήσεις στη χώρα. Το μουσουλμανικό κράτος των 33 εκατ. κατοίκων σύντομα θα αποκτήσει και θέρετρο με καζίνο αξίας 2 δις δολαρίων, εάν αποδώσουν καρπούς τα σχέδια της Emaar Properties από το Ντουμπάι. Παρόλα αυτά, η ειδησεογραφία κυριαρχείται από καθημερινές ιστορίες τραγωδίας με τον τραγικό απολογισμό από τη βία να ενισχύεται σε υψηλότερο επίπεδο από το 2008, γράφει ο Steve Johnson στους Financial Times.
Τι ισχύει λοιπόν; Το Ιράκ διολισθαίνει στο χάος και στην αναρχία ή μήπως οι διαχειριστές χαρτοφυλακίων χάνουν τη χρυσή ευκαιρία που έχουν ήδη εντοπίσει τράπεζες, αλυσίδες ξενοδοχείων και κατασκευαστικές; «Τα επιχειρηματικά κέρδη εκτινάσσονται παρά τα προβλήματα ασφαλείας. Μπορείτε να φανταστείτε λοιπόν, τι θα συμβεί εάν τελικά τα πράγματα γίνουν καλύτερα;», διερωτάται ο Sanjay Motwani, πρόεδρος και διαχειριστής κεφαλαίων στη Sansar Capital, η οποία διαχειρίζεται 30 εκατ. δολάρια του fund Frontier, που επενδύονται αποκλειστικά στο Ιράκ.
Ο Geoffrey Batt, διαχειριστής των 82 εκατ. δολαρίων του ιρακινού fund Euphrates, προσθέτει: «Η κατάσταση σε ό,τι αφορά τα θέματα ασφαλείας είναι παραπλανητική. Η Βαγδάτη αναπτύσσεται ραγδαία θετικά. Φανταστείτε ότι είναι δύσκολο να βρείτε κράτηση ακόμη και στο εστιατόριο. Υπάρχουν τμήματα της πόλης που είναι πολύ επικίνδυνα και στα οποία δεν θα πήγαινα, αλλά το ίδιο ισχύει και στη Βαλτιμόρη. Ο αριθμός δολοφονιών είναι υψηλότερος στο Σικάγο και το Μαϊάμι από ό,τι στη Βασόρα». «Ορισμένοι τοπικοί διαχειριστές έχουν εξειδικευτεί αρκετά στο πώς να βγάζουν χρήματα σε πολύ αντίξοες συνθήκες. Δεν είναι ιδανικό, αλλά έχουμε δει τον απόηχο σε επιχειρήσεις. Το τρίτο τρίμηνο φαίνεται ότι θα είναι το καλύτερο στην Ιστορία από πλευράς κερδών».
Η αισιοδοξία πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από την ανάκαμψη της ιρακινής πετρελαϊκής βιομηχανίας, η οποία αντιστοιχεί στα δύο τρίτα του ΑΕΠ και στο 80%-90% των δημοσίων εσόδων. Τον προηγούμενο χρόνο, το Ιράκ ξεπέρασε το Ιράν και έγινε ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός του ΟΠΕΚ για πρώτη φορά από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, αν και σειρά τεχνικών προβλημάτων και βομβιστικών επιθέσεων δεν επιτρέπουν στον κλάδο να πετύχει το μέγιστο των δυνατοτήτων του.
Παρόλα αυτά, η μερική ανάκαμψη παρέχει ένα καλύτερο υπόβαθρο για εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων όπως η Baghdad Soft Drinks, που είναι ο εγχώριος διανομέας της Pepsi. «Πριν από χρόνια, ο κόσμος ζητούσε αναψυκτικά μαϊμού και τώρα ζητάει τα γνήσια. Τα κέρδη ενισχύθηκαν κατά 400% από τον προηγούμενο χρόνο», δηλώνει ο Motwani. Ο Batt, του οποίου το fund έχει περίπου το 10% της επιχείρησης, προσθέτει: «Είναι ένα από τα πιο καυτά μέρη στον πλανήτη. Εάν μπορείς να επικεντρωθείς στο να καταστήσεις αποδοτικό το σύστημα διανομής, τότε το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη όγκου που στηρίζεται στα πολύ ισχυρά δημογραφικά στοιχεία και στην ενίσχυση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ».
Βεβαίως, το γεγονός ότι οι διαχειριστές κεφαλαίων τείνουν να καταλήγουν στις ίδιες μετοχές δείχνει πόσο αδύνατη είναι η αγορά, με μόνο 90 εισηγμένες εταιρείες, εκ των οποίων πολλές έχουν κεφαλαιοποίηση της τάξεως των 10 - 20 εκατ. δολαρίων.
Ο Sherif Salem, διαχειριστής των 21 εκατ. δολαρίων του Invest AD Iraq Opportunity, εξηγεί πως πολλές καταναλωτικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις «δεν κάνουν το βήμα επειδή χρειάζονται κεφαλαιακή ενίσχυση και ορισμένες έχουν ανάγκη ξένη τεχνογνωσία». Αναφέρθηκε ειδικότερα στις πρώην κρατικές επιχειρήσεις που τώρα καλούνται να ανταγωνιστούν σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον. «Αυτές οι επιχειρήσεις δεν λειτουργούν όπως θα μπορούσαν. Κατά συνέπεια, υπάρχουν αρκετές προοπτικές».
Οι 20 εισηγμένες τράπεζες της χώρας συγκαταλέγονται στις προτιμήσεις των διαχειριστών κεφαλαίων. Είναι σημαντικό ότι έχουν επιδείξει την ικανότητά τους να προσελκύουν επενδυτές, καθώς όλες ολοκλήρωσαν εκδόσεις δικαιωμάτων τον τελευταίο χρόνο, στο πλαίσιο του ευρύτερου σχεδίου για ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης του κλάδου. Πράγματι, ο Motwani τονίζει ότι η έκδοση δικαιωμάτων ήταν ο λόγος για τον οποίο ο χρηματιστηριακός δείκτης του Ιράκ έχει ενισχυθεί κατά μόλις 5,4% σε όρους εθνικού νομίσματος φέτος, ενώ το 2012 είχε ανέβει 7,25% και το 2011 συνολικά 49%. Σύμφωνα με τον Motwani, ορισμένες τράπεζες έχουν απόδοση ιδίων κεφαλαίων 20%-24% και επεκτείνονται ταχύτατα με πολύ χαμηλή μόχλευση. Παρ’ όλα αυτά, η αποτίμησή τους εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλή. «Οι τράπεζες είναι στοίχημα στην οικονομία. Τα καθαρά κέρδη ενισχύθηκαν 200% την περίοδο 2010-2012, αλλά ο κόσμος δεν το γνωρίζει. Πόσοι δημοσιογράφοι υπάρχουν στη Βαγδάτη που συζητούν για επιχειρηματικά κέρδη; Ίσως κανένας».
Καθώς εντείνεται το κύμα βίας, ο Batt βρίσκει παρηγοριά στο γεγονός ότι οι τραπεζικές καταθέσεις αυξάνονται. «Είναι ένας αρκετά αξιόπιστος δείκτης ότι η κατάσταση δεν θα επιφέρει αντίκτυπο στις επιχειρήσεις. Ο κόσμος δεν θα αύξανε τις τραπεζικές του καταθέσεις εάν ανησυχούσε ότι η χώρα θα διαλυθεί» εξηγεί. Ένα ακόμη φωτεινό σημείο είναι οι τηλεπικοινωνίες. Η Asiacell, ηγετική δύναμη στον χώρο, προχώρησε σε δημόσια εγγραφή τον Φεβρουάριο. Οι ανταγωνιστικές Zain Iraq και Korek Telecom αναμένεται να ακολουθήσουν το 2014.
Ο Batt, που έχει επίσης τοποθετήσεις σε μετοχές στο real estate και σε κατασκευαστικές, πιστεύει πως ένας αριθμός ιρακινών οικογενειακών κοινοπραξιών θα ακολουθήσει τον δρόμο της δημόσιας εγγραφής τα επόμενα δύο με τρία χρόνια. Ένα εμπόδιο για την επίτευξη ακόμη μεγαλύτερων εισροών στα χαρτοφυλάκια είναι η απουσία υπηρεσιών παρακαταθηκών. Ως αποτέλεσμα, οι μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές παραμένουν απόντες. Τα αμοιβαία κεφάλαια εξαρτώνται αντιθέτως από τους πλούσιους ιδιώτες επενδυτές και τα οικογενειακά γραφεία, ελβετικές ιδιωτικές τράπεζες και από τους ίδιους τους Ιρακινούς, που είναι η πλειονότητα των επενδυτών. Ο Motwani είναι πεπεισμένος ότι θα υπάρξουν σχετικές υπηρεσίες μέσα στους επόμενους 12-24 μήνες, μια εξέλιξη που θα προσελκύσει νέους επενδυτές, αν και ο Batt είναι πιο δύσπιστος. Παρά τις δυσκολίες, όλοι οι διαχειριστές πιστεύουν στις μακροπρόθεσμες προοπτικές της χώρας.
Ο Motwani δηλώνει πως η κεφαλαιοποίηση του Ιράκ αντιστοιχεί μόλις στο 4% του ΑΕΠ της χώρας. Σε πολλές άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 45%-50%. Εάν ενισχυθεί στο 50% και το ονομαστικό ΑΕΠ πενταπλασιαστεί μέσα στην επόμενη δεκαετία -σενάριο που θεωρεί πιθανό-, τότε θα μπορούσε να αποφέρει 50πλάσιες αποδόσεις. Ωστόσο, πιστεύει ότι το πιο πιθανό είναι αποδόσεις 10 ως 15 φορές μεγαλύτερες. Ο Salem ανησυχεί μήπως χρειαστούν ακόμη 7 – 10 χρόνια για να αγγίξει η αγορά τις δυνατότητές της, αλλά πιστεύει πως στο μεσοδιάστημα μπορούν να βγουν κέρδη. «Τέτοιες συνθήκες είναι ίσως οι καλύτερες για να βγάλει κάποιος χρήματα. Η χώρα ουσιαστικά αρχίζει από το μηδέν. Υπάρχουν τόσες ευκαιρίες, αρκεί κάποιος να έχει τη διάθεση να αναλάβει και τον κίνδυνο για να το κάνει».
ft.com
Οι αλυσίδες ξενοδοχείων όπως η Starwood, η Sheraton και η Wyndham επίσης τολμούν να ανοίξουν επιχειρήσεις στη χώρα. Το μουσουλμανικό κράτος των 33 εκατ. κατοίκων σύντομα θα αποκτήσει και θέρετρο με καζίνο αξίας 2 δις δολαρίων, εάν αποδώσουν καρπούς τα σχέδια της Emaar Properties από το Ντουμπάι. Παρόλα αυτά, η ειδησεογραφία κυριαρχείται από καθημερινές ιστορίες τραγωδίας με τον τραγικό απολογισμό από τη βία να ενισχύεται σε υψηλότερο επίπεδο από το 2008, γράφει ο Steve Johnson στους Financial Times.
Τι ισχύει λοιπόν; Το Ιράκ διολισθαίνει στο χάος και στην αναρχία ή μήπως οι διαχειριστές χαρτοφυλακίων χάνουν τη χρυσή ευκαιρία που έχουν ήδη εντοπίσει τράπεζες, αλυσίδες ξενοδοχείων και κατασκευαστικές; «Τα επιχειρηματικά κέρδη εκτινάσσονται παρά τα προβλήματα ασφαλείας. Μπορείτε να φανταστείτε λοιπόν, τι θα συμβεί εάν τελικά τα πράγματα γίνουν καλύτερα;», διερωτάται ο Sanjay Motwani, πρόεδρος και διαχειριστής κεφαλαίων στη Sansar Capital, η οποία διαχειρίζεται 30 εκατ. δολάρια του fund Frontier, που επενδύονται αποκλειστικά στο Ιράκ.
Ο Geoffrey Batt, διαχειριστής των 82 εκατ. δολαρίων του ιρακινού fund Euphrates, προσθέτει: «Η κατάσταση σε ό,τι αφορά τα θέματα ασφαλείας είναι παραπλανητική. Η Βαγδάτη αναπτύσσεται ραγδαία θετικά. Φανταστείτε ότι είναι δύσκολο να βρείτε κράτηση ακόμη και στο εστιατόριο. Υπάρχουν τμήματα της πόλης που είναι πολύ επικίνδυνα και στα οποία δεν θα πήγαινα, αλλά το ίδιο ισχύει και στη Βαλτιμόρη. Ο αριθμός δολοφονιών είναι υψηλότερος στο Σικάγο και το Μαϊάμι από ό,τι στη Βασόρα». «Ορισμένοι τοπικοί διαχειριστές έχουν εξειδικευτεί αρκετά στο πώς να βγάζουν χρήματα σε πολύ αντίξοες συνθήκες. Δεν είναι ιδανικό, αλλά έχουμε δει τον απόηχο σε επιχειρήσεις. Το τρίτο τρίμηνο φαίνεται ότι θα είναι το καλύτερο στην Ιστορία από πλευράς κερδών».
Η αισιοδοξία πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από την ανάκαμψη της ιρακινής πετρελαϊκής βιομηχανίας, η οποία αντιστοιχεί στα δύο τρίτα του ΑΕΠ και στο 80%-90% των δημοσίων εσόδων. Τον προηγούμενο χρόνο, το Ιράκ ξεπέρασε το Ιράν και έγινε ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός του ΟΠΕΚ για πρώτη φορά από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, αν και σειρά τεχνικών προβλημάτων και βομβιστικών επιθέσεων δεν επιτρέπουν στον κλάδο να πετύχει το μέγιστο των δυνατοτήτων του.
Παρόλα αυτά, η μερική ανάκαμψη παρέχει ένα καλύτερο υπόβαθρο για εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων όπως η Baghdad Soft Drinks, που είναι ο εγχώριος διανομέας της Pepsi. «Πριν από χρόνια, ο κόσμος ζητούσε αναψυκτικά μαϊμού και τώρα ζητάει τα γνήσια. Τα κέρδη ενισχύθηκαν κατά 400% από τον προηγούμενο χρόνο», δηλώνει ο Motwani. Ο Batt, του οποίου το fund έχει περίπου το 10% της επιχείρησης, προσθέτει: «Είναι ένα από τα πιο καυτά μέρη στον πλανήτη. Εάν μπορείς να επικεντρωθείς στο να καταστήσεις αποδοτικό το σύστημα διανομής, τότε το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη όγκου που στηρίζεται στα πολύ ισχυρά δημογραφικά στοιχεία και στην ενίσχυση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ».
Βεβαίως, το γεγονός ότι οι διαχειριστές κεφαλαίων τείνουν να καταλήγουν στις ίδιες μετοχές δείχνει πόσο αδύνατη είναι η αγορά, με μόνο 90 εισηγμένες εταιρείες, εκ των οποίων πολλές έχουν κεφαλαιοποίηση της τάξεως των 10 - 20 εκατ. δολαρίων.
Ο Sherif Salem, διαχειριστής των 21 εκατ. δολαρίων του Invest AD Iraq Opportunity, εξηγεί πως πολλές καταναλωτικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις «δεν κάνουν το βήμα επειδή χρειάζονται κεφαλαιακή ενίσχυση και ορισμένες έχουν ανάγκη ξένη τεχνογνωσία». Αναφέρθηκε ειδικότερα στις πρώην κρατικές επιχειρήσεις που τώρα καλούνται να ανταγωνιστούν σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον. «Αυτές οι επιχειρήσεις δεν λειτουργούν όπως θα μπορούσαν. Κατά συνέπεια, υπάρχουν αρκετές προοπτικές».
Οι 20 εισηγμένες τράπεζες της χώρας συγκαταλέγονται στις προτιμήσεις των διαχειριστών κεφαλαίων. Είναι σημαντικό ότι έχουν επιδείξει την ικανότητά τους να προσελκύουν επενδυτές, καθώς όλες ολοκλήρωσαν εκδόσεις δικαιωμάτων τον τελευταίο χρόνο, στο πλαίσιο του ευρύτερου σχεδίου για ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης του κλάδου. Πράγματι, ο Motwani τονίζει ότι η έκδοση δικαιωμάτων ήταν ο λόγος για τον οποίο ο χρηματιστηριακός δείκτης του Ιράκ έχει ενισχυθεί κατά μόλις 5,4% σε όρους εθνικού νομίσματος φέτος, ενώ το 2012 είχε ανέβει 7,25% και το 2011 συνολικά 49%. Σύμφωνα με τον Motwani, ορισμένες τράπεζες έχουν απόδοση ιδίων κεφαλαίων 20%-24% και επεκτείνονται ταχύτατα με πολύ χαμηλή μόχλευση. Παρ’ όλα αυτά, η αποτίμησή τους εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλή. «Οι τράπεζες είναι στοίχημα στην οικονομία. Τα καθαρά κέρδη ενισχύθηκαν 200% την περίοδο 2010-2012, αλλά ο κόσμος δεν το γνωρίζει. Πόσοι δημοσιογράφοι υπάρχουν στη Βαγδάτη που συζητούν για επιχειρηματικά κέρδη; Ίσως κανένας».
Καθώς εντείνεται το κύμα βίας, ο Batt βρίσκει παρηγοριά στο γεγονός ότι οι τραπεζικές καταθέσεις αυξάνονται. «Είναι ένας αρκετά αξιόπιστος δείκτης ότι η κατάσταση δεν θα επιφέρει αντίκτυπο στις επιχειρήσεις. Ο κόσμος δεν θα αύξανε τις τραπεζικές του καταθέσεις εάν ανησυχούσε ότι η χώρα θα διαλυθεί» εξηγεί. Ένα ακόμη φωτεινό σημείο είναι οι τηλεπικοινωνίες. Η Asiacell, ηγετική δύναμη στον χώρο, προχώρησε σε δημόσια εγγραφή τον Φεβρουάριο. Οι ανταγωνιστικές Zain Iraq και Korek Telecom αναμένεται να ακολουθήσουν το 2014.
Ο Batt, που έχει επίσης τοποθετήσεις σε μετοχές στο real estate και σε κατασκευαστικές, πιστεύει πως ένας αριθμός ιρακινών οικογενειακών κοινοπραξιών θα ακολουθήσει τον δρόμο της δημόσιας εγγραφής τα επόμενα δύο με τρία χρόνια. Ένα εμπόδιο για την επίτευξη ακόμη μεγαλύτερων εισροών στα χαρτοφυλάκια είναι η απουσία υπηρεσιών παρακαταθηκών. Ως αποτέλεσμα, οι μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές παραμένουν απόντες. Τα αμοιβαία κεφάλαια εξαρτώνται αντιθέτως από τους πλούσιους ιδιώτες επενδυτές και τα οικογενειακά γραφεία, ελβετικές ιδιωτικές τράπεζες και από τους ίδιους τους Ιρακινούς, που είναι η πλειονότητα των επενδυτών. Ο Motwani είναι πεπεισμένος ότι θα υπάρξουν σχετικές υπηρεσίες μέσα στους επόμενους 12-24 μήνες, μια εξέλιξη που θα προσελκύσει νέους επενδυτές, αν και ο Batt είναι πιο δύσπιστος. Παρά τις δυσκολίες, όλοι οι διαχειριστές πιστεύουν στις μακροπρόθεσμες προοπτικές της χώρας.
Ο Motwani δηλώνει πως η κεφαλαιοποίηση του Ιράκ αντιστοιχεί μόλις στο 4% του ΑΕΠ της χώρας. Σε πολλές άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 45%-50%. Εάν ενισχυθεί στο 50% και το ονομαστικό ΑΕΠ πενταπλασιαστεί μέσα στην επόμενη δεκαετία -σενάριο που θεωρεί πιθανό-, τότε θα μπορούσε να αποφέρει 50πλάσιες αποδόσεις. Ωστόσο, πιστεύει ότι το πιο πιθανό είναι αποδόσεις 10 ως 15 φορές μεγαλύτερες. Ο Salem ανησυχεί μήπως χρειαστούν ακόμη 7 – 10 χρόνια για να αγγίξει η αγορά τις δυνατότητές της, αλλά πιστεύει πως στο μεσοδιάστημα μπορούν να βγουν κέρδη. «Τέτοιες συνθήκες είναι ίσως οι καλύτερες για να βγάλει κάποιος χρήματα. Η χώρα ουσιαστικά αρχίζει από το μηδέν. Υπάρχουν τόσες ευκαιρίες, αρκεί κάποιος να έχει τη διάθεση να αναλάβει και τον κίνδυνο για να το κάνει».
ft.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου