Eίναι εκείνοι που δίκασαν και οδήγησαν στο Σταυρό τον Χριστό…και
έβαψαν τα χέρια τους με αίμα.
Μόνο που δεν ήξεραν τότε πως ο δικός τους θάνατος θα ήταν πιο οδυνηρός! Ηταν εκείνοι που θέλησαν να σκοτώσουν Εκείνον που κατέβηκε στη Γη για να τους σώσει...
Ο Καϊάφας και το Σανχεδρίν (δηλαδή το συμβούλιο των Ιουδαίων) που τον καταδίκασε για βλασφημία, ο δε Πιλάτος για «Βασιλιά των Ιουδαίων» και εξέγερση εναντίον της Ρώμης.
Ποιοι πραγματικά ήταν;
Ιωσήφ Καϊάφας
Ο Καϊάφας ήταν αρχιερέας, πρόεδρος του Μεγάλου Εβραϊκού Συνεδρίου, που δίκασε και καταδίκασε σε θάνατο τον Κύριο Ιησού Χριστό. Τον αναφέρουν τα τρία από τα τέσσερα Ευαγγέλια και το 4ο κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων, όπου αναφέρεται ότι μπροστά σ’ αυτόν και σ’ άλλους αρχιερείς πήγαν τον Απόστολο Πέτρο για ανάκριση – δεν βρέθηκε ένοχος σε κάτι και αφέθηκε ελεύθερος.
Το Καϊάφας ήταν υποκοριστικό και σήμαινε «ο υποτάσσων» ή «ο βράχος» κατ’ άλλους, ενώ το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωσήφ. Ο Ρωμαίος επίτροπος Βαλέριος Γράτος τον έκανε αρχιερέα το 18 μ. Χ. Παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι το 36 μ. Χ. όταν ο λεγάτος της Συρίας Βιτέλλιος τον απομάκρυνε.
Ήταν ο μακροβιότερος αρχιερέας – κατά παράβαση του Μωσαϊκού Νόμου σύμφωνα με τον οποίο ο αρχιερέας άλλαζε κάθε χρόνο-, επειδή εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των κατακτητών Ρωμαίων.
Ποτέ δεν προστάτευσε σαν θρησκευτικός αρχηγός των Ιουδαίων τους συμπατριώτες του από τις ρωμαϊκές αυθαιρεσίες.
Ούτε πρόβαλε αντίσταση στον Πιλάτο που επιχείρησε να τοποθετήσει στην Ιερουσαλήμ εικόνες του Αυτοκράτορα, ή όταν άρπαξε τον κορβανά, το ταμείο του Ναού κι έκανε σφαγές. Ο Ιησούς σε αυτόν οδηγήθηκε, αφού προηγουμένως τον πήγαν στον Άννα, την κόρη του οποίου είχε παντρευτεί ο Καϊάφας όπως αναφέρουν τα Ευαγγέλια.
Μετά την Ανάσταση του Χριστού η παράδοση λέει ότι καλέστηκε ο ίδιος με τον Πιλάτο, από τον αυτοκράτορα Τιβέριο στη Ρώμη για να απολογηθούν. Αλλά το πλοίο που μετέφερε τον Καϊάφα ναυάγησε στην Κρήτη, όπου μετά από λίγο καιρό αρρώστησε και πέθανε.
Όταν πήγαν να τον θάψουν «η γης τον ξερνούσε(απέβαλε) άλυωστο και μαύρο σαν τον Κάιν, για το μεγάλο κακό που έκανε, που καταδίκασε το Χριστό». Μαζεύτηκε πολύς κόσμος και με κατάρες τον έθαψε κάτω από ένα τεράστιο σωρό πέτρες.
Αυτό ήταν το τέλος του Καϊάφα και το μνήμα λέει η παράδοση βρίσκεται σε ένα χωριό κοντά στο Ηράκλειο –πολύ πιθανόν κοντά στην Κνωσό-. Του Καϊάφα το μνήμα όπως έμεινε στη μνήμη σωζόταν μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα.
Πόντιος Πιλάτος
Ο Πόντιος Πιλάτος ήταν ο πέμπτος Ρωμαίος επίτροπος (ντε φάκτο) έπαρχος της Ιουδαίας από το 26 μέχρι το 36 μ. Χ. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών κανένας όμως, δεν μπορεί να την προσδιορίσει με σιγουριά.
Μια εκδοχή υποστηρίζει ότι ήταν γιος του στρατηγού Μάρκου Πόντιου, που είχε συμμετάσχει υπό τις διαταγές του συνεργάτη του Αυγούστου Μάρκου Ουϊψάνιου Αγρίππα στον Κανταβρίκο πόλεμο, ότι ήταν φίλος του στρατηγού Γερμανικού και ότι η σύζυγός του Κλαύδια Πρόκουλα ήταν κόρη της θυγατέρας του Οκταβιανού Αυγούστου Ιουλίας, κάτι που θα μπορούσε να εξηγήσει την σταδιοδρομία του Πιλάτου όσο και την παρουσία της συζύγου του στην Ιουδαία.
Ο Πιλάτος διαδέχθηκε τον Βαλέριο Γράτο ενώ η διακυβέρνησή του ήταν σκληρή και προκλητική απέναντι στους Ιουδαίους (λαό και αρχές). Όταν κάποια στιγμή οι βιαιοπραγίες ξεπέρασαν τα όρια ο Πιλάτος ανακλήθηκε στη Ρώμη και εξορίστηκε.
Η καταδίκη του Ιησού
Το χρονικό των γεγονότων καταγράφεται κι από τα τέσσερα Ευαγγέλια. Το Μεγάλο Συνέδριο κρίνει ένοχο τον Ιησού και τον καταδικάζει σε θάνατο, όμως η καταδίκη έπρεπε να επικυρωθεί και από τον Ρωμαίο επίτροπο γιατί διαφορετικά δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί. Η κατηγορία με την οποία προσάγεται ο Ιησούς στον Πιλάτο ήταν ότι έκανε τον εαυτό του βασιλιά των Ιουδαίων. Ο Πιλάτος δεν δέχεται την κατηγορία, ο Καϊάφας και ο όχλος που τον συνοδεύει διαμαρτύρεται. Καταλαβαίνει ότι έχει μπροστά του έναν αθώο και ότι η καταδίκη θα ήταν άδικη, προσπαθώντας παράλληλα να πάει κόντρα στους Ιουδαίους θέλησε να τον σώσει. Εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι υπήρχε το έθιμο της απελευθέρωσης ενός κρατουμένου κάθε Πάσχα και πρότεινε στο μαινόμενο πλήθος που ζητούσε την καταδίκη του Ιησού να διαλέξει ανάμεσα σε Εκείνον και τον Βαραββά, σε ποιον από τους δύο να δοθεί χάρη.
Το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που περίμενε ο Πιλάτος, οι Ιουδαίοι
προτίμησαν χωρίς δεύτερη σκέψη να ελευθερωθεί ο Βαραββάς και να
σταυρωθεί ο Ιησούς. Καθώς όμως ήταν ιδιοτελής και ενεργούσε πάντα με
σκοπιμότητα, κατάλαβε πως όχι μόνο η απόφαση του όχλου ήταν αμετάκλητη,
αλλά υπήρχε φόβος να τον κατηγορήσουν στον αυτοκράτορα Τιβέριο πως
υποστήριξε έναν εχθρό, και να χάσει το αξίωμά του, υποχώρησε και
επικύρωσε την καταδίκη του Ιησού αφού προηγουμένως έπλυνε τα χέρια και
δήλωσε ότι ήταν αθώος από το αίμα του αθώου τούτου.
Το τέλος του Πιλάτου
Σύμφωνα με μια εκδοχή η σταύρωση του Χριστού ήταν για τον Πιλάτο απλώς μια σταύρωση ανάμεσα σε χιλιάδες που είχε διατάξει κατά τη θητεία του ως κυβερνήτης της Ιουδαίας. Ανακλήθηκε στη Ρώμη μετά από λίγα χρόνια και ανακαλέστηκε από τα καθήκοντά του, εξαιτίας της αγριότητας και βαναυσότητας που έδειξε απέναντι στους Ιουδαίους. Για τους Ρωμαίους αυτό ήταν μεγάλη ατίμωση που οδηγούσε σε δίκη και εξορία. Ο μόνος τρόπος για να ξεπλύνει κάποιος αυτήν την ντροπή ήταν η αυτοκτονία. Ο Πόντιος Πιλάτος αυτοκτόνησε χωρίς να μάθει ποτέ, ότι μία σταύρωση που επικύρωσε ανάμεσα σε τόσες άλλες θα άλλαζε τη ροή της παγκόσμιας ιστορίας και θα γινόταν η αφετηρία μιας νέας σελίδας για την ανθρωπότητα.
Μόνο που δεν ήξεραν τότε πως ο δικός τους θάνατος θα ήταν πιο οδυνηρός! Ηταν εκείνοι που θέλησαν να σκοτώσουν Εκείνον που κατέβηκε στη Γη για να τους σώσει...
Ο Καϊάφας και το Σανχεδρίν (δηλαδή το συμβούλιο των Ιουδαίων) που τον καταδίκασε για βλασφημία, ο δε Πιλάτος για «Βασιλιά των Ιουδαίων» και εξέγερση εναντίον της Ρώμης.
Ποιοι πραγματικά ήταν;
Ιωσήφ Καϊάφας
Ο Καϊάφας ήταν αρχιερέας, πρόεδρος του Μεγάλου Εβραϊκού Συνεδρίου, που δίκασε και καταδίκασε σε θάνατο τον Κύριο Ιησού Χριστό. Τον αναφέρουν τα τρία από τα τέσσερα Ευαγγέλια και το 4ο κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων, όπου αναφέρεται ότι μπροστά σ’ αυτόν και σ’ άλλους αρχιερείς πήγαν τον Απόστολο Πέτρο για ανάκριση – δεν βρέθηκε ένοχος σε κάτι και αφέθηκε ελεύθερος.
Το Καϊάφας ήταν υποκοριστικό και σήμαινε «ο υποτάσσων» ή «ο βράχος» κατ’ άλλους, ενώ το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωσήφ. Ο Ρωμαίος επίτροπος Βαλέριος Γράτος τον έκανε αρχιερέα το 18 μ. Χ. Παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι το 36 μ. Χ. όταν ο λεγάτος της Συρίας Βιτέλλιος τον απομάκρυνε.
Ήταν ο μακροβιότερος αρχιερέας – κατά παράβαση του Μωσαϊκού Νόμου σύμφωνα με τον οποίο ο αρχιερέας άλλαζε κάθε χρόνο-, επειδή εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των κατακτητών Ρωμαίων.
Ποτέ δεν προστάτευσε σαν θρησκευτικός αρχηγός των Ιουδαίων τους συμπατριώτες του από τις ρωμαϊκές αυθαιρεσίες.
Ούτε πρόβαλε αντίσταση στον Πιλάτο που επιχείρησε να τοποθετήσει στην Ιερουσαλήμ εικόνες του Αυτοκράτορα, ή όταν άρπαξε τον κορβανά, το ταμείο του Ναού κι έκανε σφαγές. Ο Ιησούς σε αυτόν οδηγήθηκε, αφού προηγουμένως τον πήγαν στον Άννα, την κόρη του οποίου είχε παντρευτεί ο Καϊάφας όπως αναφέρουν τα Ευαγγέλια.
Μετά την Ανάσταση του Χριστού η παράδοση λέει ότι καλέστηκε ο ίδιος με τον Πιλάτο, από τον αυτοκράτορα Τιβέριο στη Ρώμη για να απολογηθούν. Αλλά το πλοίο που μετέφερε τον Καϊάφα ναυάγησε στην Κρήτη, όπου μετά από λίγο καιρό αρρώστησε και πέθανε.
Όταν πήγαν να τον θάψουν «η γης τον ξερνούσε(απέβαλε) άλυωστο και μαύρο σαν τον Κάιν, για το μεγάλο κακό που έκανε, που καταδίκασε το Χριστό». Μαζεύτηκε πολύς κόσμος και με κατάρες τον έθαψε κάτω από ένα τεράστιο σωρό πέτρες.
Αυτό ήταν το τέλος του Καϊάφα και το μνήμα λέει η παράδοση βρίσκεται σε ένα χωριό κοντά στο Ηράκλειο –πολύ πιθανόν κοντά στην Κνωσό-. Του Καϊάφα το μνήμα όπως έμεινε στη μνήμη σωζόταν μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα.
Ο Πόντιος Πιλάτος ήταν ο πέμπτος Ρωμαίος επίτροπος (ντε φάκτο) έπαρχος της Ιουδαίας από το 26 μέχρι το 36 μ. Χ. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών κανένας όμως, δεν μπορεί να την προσδιορίσει με σιγουριά.
Μια εκδοχή υποστηρίζει ότι ήταν γιος του στρατηγού Μάρκου Πόντιου, που είχε συμμετάσχει υπό τις διαταγές του συνεργάτη του Αυγούστου Μάρκου Ουϊψάνιου Αγρίππα στον Κανταβρίκο πόλεμο, ότι ήταν φίλος του στρατηγού Γερμανικού και ότι η σύζυγός του Κλαύδια Πρόκουλα ήταν κόρη της θυγατέρας του Οκταβιανού Αυγούστου Ιουλίας, κάτι που θα μπορούσε να εξηγήσει την σταδιοδρομία του Πιλάτου όσο και την παρουσία της συζύγου του στην Ιουδαία.
Ο Πιλάτος διαδέχθηκε τον Βαλέριο Γράτο ενώ η διακυβέρνησή του ήταν σκληρή και προκλητική απέναντι στους Ιουδαίους (λαό και αρχές). Όταν κάποια στιγμή οι βιαιοπραγίες ξεπέρασαν τα όρια ο Πιλάτος ανακλήθηκε στη Ρώμη και εξορίστηκε.
Το χρονικό των γεγονότων καταγράφεται κι από τα τέσσερα Ευαγγέλια. Το Μεγάλο Συνέδριο κρίνει ένοχο τον Ιησού και τον καταδικάζει σε θάνατο, όμως η καταδίκη έπρεπε να επικυρωθεί και από τον Ρωμαίο επίτροπο γιατί διαφορετικά δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί. Η κατηγορία με την οποία προσάγεται ο Ιησούς στον Πιλάτο ήταν ότι έκανε τον εαυτό του βασιλιά των Ιουδαίων. Ο Πιλάτος δεν δέχεται την κατηγορία, ο Καϊάφας και ο όχλος που τον συνοδεύει διαμαρτύρεται. Καταλαβαίνει ότι έχει μπροστά του έναν αθώο και ότι η καταδίκη θα ήταν άδικη, προσπαθώντας παράλληλα να πάει κόντρα στους Ιουδαίους θέλησε να τον σώσει. Εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι υπήρχε το έθιμο της απελευθέρωσης ενός κρατουμένου κάθε Πάσχα και πρότεινε στο μαινόμενο πλήθος που ζητούσε την καταδίκη του Ιησού να διαλέξει ανάμεσα σε Εκείνον και τον Βαραββά, σε ποιον από τους δύο να δοθεί χάρη.
Το τέλος του Πιλάτου
Σύμφωνα με μια εκδοχή η σταύρωση του Χριστού ήταν για τον Πιλάτο απλώς μια σταύρωση ανάμεσα σε χιλιάδες που είχε διατάξει κατά τη θητεία του ως κυβερνήτης της Ιουδαίας. Ανακλήθηκε στη Ρώμη μετά από λίγα χρόνια και ανακαλέστηκε από τα καθήκοντά του, εξαιτίας της αγριότητας και βαναυσότητας που έδειξε απέναντι στους Ιουδαίους. Για τους Ρωμαίους αυτό ήταν μεγάλη ατίμωση που οδηγούσε σε δίκη και εξορία. Ο μόνος τρόπος για να ξεπλύνει κάποιος αυτήν την ντροπή ήταν η αυτοκτονία. Ο Πόντιος Πιλάτος αυτοκτόνησε χωρίς να μάθει ποτέ, ότι μία σταύρωση που επικύρωσε ανάμεσα σε τόσες άλλες θα άλλαζε τη ροή της παγκόσμιας ιστορίας και θα γινόταν η αφετηρία μιας νέας σελίδας για την ανθρωπότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου