Το Antinews πρώτο στην Ελλάδα μετέδωσε την είδηση, όταν ο James Foley, πρωτοπιάστηκε, το 2011, από τις δυνάμεις του Καντάφι στη Λιβύη. Γνωριζόμασταν άλλωστε, με τον «αμερικάνο φίλο, δημοσιογράφο».
Όταν το 2012, και πάλι γράφαμε για την απαγωγή του στη Συρία, δεν περιμέναμε ποτέ να δούμε τις εικόνες στο αισχρό βίντεο που κυκλοφόρησαν οι τζιχαντιστές.
Τα in memoriam και remembering για τον Τζίμ, δεν λένε τίποτα. Εξάλλου, ήταν ένας σεμνός, θαρραλέος και καλός δημοσιογράφος που δεν έχει ανάγκη από τέτοια. Δεν ήταν κάποιος «τηλεοπτικός αστήρ» ή δημοσιογράφος σαλονιών με πολιτικές πλάτες στην Ουάσιγκτον. Ούτε και ο καλοπληρωμένος ρεπόρτερ κάποιου μεγάλου Μέσου Μαζικής Ενημέρωσης. Ήταν κυρίως freelancer ρεπόρτερ, που συνήθως δούλευε για την αμερικανική εφημερίδα The Boston Globe. Ρεφενέ, για παράδειγμα, μαζί με μια πολυεθνική δημοσιογραφική παρέα, έβγαζαν τα έξοδα στον πόλεμο στη Λιβύη το 2011. Δύο Έλληνες, ένας Ρώσος, ένας Ουκρανός, μια αμερικάνα, που έμεναν σε φτηνά ξενοδοχεία ή σε γνωστούς, και μοιράζονταν μεταξύ τους τα έξοδα. Έτσι, τον γνωρίσαμε και εμείς στη Λιβύη.
Ο Τζίμ δεν ήταν «στρατόκαυλος», όπως το παίζουν οι περισσότεροι πολεμικοί ρεπόρτερ, αν και η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Ούτε, ήταν το «αμερικανάκι» που έβλεπε όλους τους μουσουλμάνους σαν «κατσαπλιάδες», τρομοκράτες ή φανατικούς. Αγαπούσε τους αραβικούς λαούς, και ήταν πλάϊ στους εξεγερμένους. Σεβόταν τη δημοσιογραφική δεοντολογία πάντως, προσπαθούσε να είναι αντικειμενικός στις περιγραφές της κατάστασης που εκτυλισσόταν μπροστά του, και ρίσκαρε συχνά για να την καταγράψει με την κάμερα και το στυλό του, και να την μεταδώσει με το κομπιούτερ του. Μπορεί πολιτικά να είναι βολική για τις ΗΠΑ η άνανδρη δολοφονία του Τζίμ από τον ISIS, όμως ο ίδιος δεν έβλεπε τον εαυτό του ως «φορέα προπαγάνδας» προς εξυπηρέτηση μεγάλων γεωπολιτικών συμφερόντων. Αν, λοιπόν, υπάρχει κάτι που επιβάλλεται να γίνει για να τιμηθεί η μνήμη του, είναι, όχι απλά να τιμωρηθούν οι «κατσαπλιάδες» του ISIS, αλλά αυτοί που επί χρόνια στήριξαν και άνδρωσαν του τζιχαντιστές, με πλουσιοπάροχες χρηματοδοτήσεις και οπλισμό. Χρηματοδότες, που, ως επί το πλείστον, βρίσκονται στις μοναρχίες του Κόλπου. Μίνιμουμ ζητούμενο για την Ελλάδα, είναι τουλάχιστον να μην στρώνει χαλί στους διάφορους «επενδυτές» του Κόλπου και να ερευνά καλά ποιος είναι ποιος.
Αιχμαλωσίες, η μια μετά την άλλη Στις 08/04/2011, το Antinews μετέδωσε το γεγονός της σύλληψης του Τζιμ από τις δυνάμεις του Καντάφι. Γράφαμε τότε (Βλέπε: «Δημοσιογράφοι, αιχμάλωτοι του Καντάφι. Γιατί δεν παρεμβαίνει η Αθήνα;»):
«Δύο καλοί φίλοι και συνάδελφοι του Antinews, βρίσκονται μεταξύ των τεσσάρων δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ, που έχουν πέσει στα χέρια των στρατιωτικών και παραστρατιωτικών δυνάμεων του Καντάφι. Δεδομένων των διπλωματικών επαφών που διατηρεί η Αθήνα με τη Λιβύη, επιβάλλεται η κυβέρνηση να παρέμβει για την απελευθέρωση των δημοσιογράφων. Άλλωστε, το ίδιο έκανε η Τουρκία προ εβδομάδων, με επιτυχία, αφού κατάφερε να ελευθερωθούν από τον Καντάφι Δυτικοί δημοσιογράφοι. Ο James Foley και η Clare Morgana Gillis, δύο από τους ρεπόρτερ, με τους οποίους δούλεψε μαζί το Antinews αυτή τη δύσκολη περίοδο στη Λίβυη, αιχμαλωτίστηκαν από τις κανταφικές δυνάμεις, κοντά στην πρώτη γραμμή του μετώπου, κοντά στην περιοχή της Μπρέγκα. Οι δύο καλοί συνάδελφοι προσπαθούσαν να προωθηθούν στην περιοχή, μαζί με τους φωτορεπόρτερ, Manu Brabo από την Ισπανία και τον Anton Hammerl από τη Νότιο Αφρική». Τελικώς, κατά τη σύλληψη, σκοτώθηκε ο νοτιοαφρικάνος φωτορεπόρτερ, η σορός του οποίου ακόμη δεν έχει βρεθεί.
Για να γίνει κατανοητό πόσο ψυχικό σθένος είχε ο Τζίμ, παρά τη δίμηνη αιχμαλωσία, επέστρεψε και πάλι στη Λιβύη μετά την ανατροπή του Καντάφι για να συνεχίσει τα ρεπορτάζ του. Πολύ περισσότερο, όταν το 2012 γενικεύθηκε η εμφύλια σύγκρουση στη Συρία, πήγε εκεί, απ’ όπου έστειλε πολύ καλές ανταποκρίσεις. Και στην περίπτωση της Συρίας, συναισθηματικά ήταν φανερό ότι υποστήριξε τους εξεγερμένους κατά του καθεστώτος Ασσαντ. Να σημειωθεί ότι αυτές τις ημέρες, αμέσως όταν έγινε γνωστή δολοφονία του από τους τζιχαντιστές, χιλιάδες Λίβυοι και Σύριοι αντιπολιτευόμενοι, έσπευσαν να καταγγείλουν με αναρτήσεις τους στα social media τον ISIS. Χαρακτηριστικά κάποιοι Λίβυοι έγραψαν: «Έφυγε από χέρι άνανδρων ο άνθρωπος που ήταν μαζί μας όταν σκοτωνόμασταν στην επανάσταση».
Στις 02/01/2013 πληροφορηθήκαμε ότι, λίγο πρίν, απήχθη στη Συρία. Ελπίζαμε βέβαια, ότι και αυτός, όπως και πολλοί άλλοι δημοσιογράφοι που είχαν απαχθεί, θα απελευθερωθεί. Όσο περνούσε ο καιρός όμως, μας έζωναν τα φίδια. Εν πάση περιπτώσει, γράφαμε τότε (Βλέπε: «Απαγωγή φίλου δημοσιογράφου στη Συρία»): «Στη Λιβύη κρατήθηκε για περίπου δύο μήνες, αλλά ευτυχώς η περιπέτειά του είχε αίσιο τέλος. Πόσο μάλλον, αφού κατά πληροφορίες, το εκεί καθεστώς χειρίστηκε την υπόθεσή του με διπλωματική λεπτότητα, και μάλιστα στα τέλος έμενε υπό περιορισμό σε σπίτι Λίβυου στρατηγού εντός της Τρίπολης. Στην περίπτωση της απαγωγής του στη Συρία, όμως, τα πράγματα είναι ιδιαιτέρως σοβαρά. Πολύ περισσότερο, αφού από το Νοέμβριο του 2012, οπότε έπεσε στα χέρια των απαγωγέων του, ούτε έχει αναλάβει κάποια οργάνωση την ευθύνη, ούτε έχουν βρεθεί συνδετικοί κρίκοι για διαπραγματεύσεις μαζί τους. Θεωρείται μάλιστα, πολύ πιθανόν να έχει πέσει θύμα απαγωγής από φανατικούς ισλαμιστές, οι οποίοι, όπως είναι γνωστό, θεωρούν άπαντες τους αμερικανούς, ακόμα και αυτούς που στηρίζουν τις αντι-Ασσαντ δυνάμεις, ως εχθρούς τους. Αδιαφορούν δε, απολύτως για τη δημοσιογραφική ιδιότητα, ενώ ιδιαιτέρως εάν πρόκειται για αμερικανούς δημοσιογράφους, επιφυλάσσουν εχθρική μεταχείριση». Να σημειωθεί πως στον αμερικανικό και γενικότερα Δυτικό Τύπο, τότε είχαν αναφερθεί πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες τον απήγαγαν άνθρωποι του Ασσαντ.
Οι πραγματικοί αυτουργοί της δολοφονίας Η αμερικανική κυβέρνηση, όπως όλα δείχνουν, θα εκμεταλλευτεί τη δολοφονία του Τζιμ ως βολικό πρόσχημα για να σφυροκοπήσει τους τζιχαντιστές. Αναμενόμενο. Αυτό όμως, που εξαγριώνει, είναι η Δύση, παρ’ ότι γνώριζε εδώ και χρόνια την σκληροπυρηνική τάση που αναπτύσσεται στο Ιράκ, τη Συρία, τη Λιβύη, και αλλού στον αραβικό κόσμο, μόλις τώρα –και πάλι ως πυροσβέστης- παρουσιάζει το πρόβλημα και παραδέχεται ότι υπάρχει. Κι’ αυτό, επειδή, ως ήταν φυσικό, οι τζιχαντιστές πήραν το πάνω χέρι μετά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ, και προκάλεσαν τη σφαγή των Χριστιανών. Η ολέθρια πολιτική των ΗΠΑ στην ολότητά της. Κάτι που αποδεικνύεται και από τη διαφθορά και τη γελειότητα της κυβέρνησης μαριονέτας που κατασκεύασαν στο Ιράκ. Κάτι που φαίνεται και από την αλλοπρόσαλλη πολιτική τους στη Συρία, όπου, ενώ πέρυσι ήθελαν να βομβαρδίσουν τον Ασσαντ, φέτος θέλουν να βομβαρδίσουν τους τζιχαντιστές που πολεμούν τον Ασσαντ. Βέβαια, οι τελευταίοι σκοτώνουν και τους μαχητές της συριακής Αντιπολίτευσης.
Για αυτό το απαράδεκτο αλαλούμ που κυριαρχεί στην περιοχή, τεράστιες ευθύνες έχουν οι μοναρχίες του Κόλπου. Και κυρίως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ (εμείς θα βάζαμε, αν και με κάπως μικρότερο μερίδιο ευθύνης, και την Τουρκία). Κι’ αυτό, διότι αυτοί οι σύμμαχοι των ΗΠΑ είναι που έθρεψαν το φίδι του τζιχαντισμού στον κόρφο τους. Ιδού αποσπάσματα από μια ενδιαφέρουσα ανάλυση που παρουσιάζεται στο γαλλικό site BFMTV για τη χρηματοδότηση των τζιχαντιστών (l'Etat Islamique se finance):
«Η άποψη που εξέφρασε με πλήρη σαφήνεια ο υπουργός Ανάπτυξης της Γερμανίας, Γκέρντ Μιούλλερ, είναι ότι τους «τζιχαντιστές» χρηματοδοτεί το Κατάρ. Κατά τις εκτιμήσεις άλλων αναλυτών, χρηματοδότηση γίνεται και από την Σαουδική Αραβία, αλλά όχι από τον βασιλικό οίκο. Τελικώς, οι διάφοροι πριγκιπικοί κύκλοι, οι κύκλοι εξουσίας με μεγάλη επιρροή στη χώρα, και παράγοντες των διαφόρων φιλανθρωπικών οργανώσεων από τις μοναρχίες του Κόλπου, εμπλέκονται σίγουρα στη διοχέτευση χρημάτων προς τους «τζιχαντιστές». Να σημειωθεί ότι το Κατάρ έχει εμπλακεί ιδιαίτερα στην περίπτωση της οργάνωσης, Jabhat al-Nosra, που θεωρείται ως το ιστορικό «κανάλι» της Αλ Κάϊντα στη Συρία (σ.σ. http://en.wikipedia.org/wiki/Al-Nusra_Front).
»Πάντως, ένας υπόγειος πόλεμος διεξάγεται ανάμεσα στις μοναρχίες του Κατάρ και της Σαουδικής Αραβίας, και τα κέντρα λήψης αποφάσεων στο Κατάρ δεν υποστηρίζουν πάντα τις ίδιες οργανώσεις (σ.σ. στον αραβικό κόσμο) που υποστηρίζει η Σ.Αραβία. Το Κατάρ, για παράδειγμα, υποστηρίζει (σ.σ. για διαφορετικούς λόγους στην κάθε περίπτωση) τους Αδελφούς Μουσουλμάνους (Αίγυπτος), τη Χαμάς (Γάζα), και την Jabhat al-Nosra (Συρία). Η Σαουδική Αραβία υποστηρίζει τον σημερινό Αιγύπτιο πρόεδρο, Αλ-Σίσσι (σ.σ. έπνιξε στο αίμα τους Αδελφούς Μουσουλμάνους), και το «Ισλαμικό Κράτος» (σ.σ. τους «τζιχαντιστές», το «Ισλαμικό χαλιφάτο», στο Ιράκ). Τι σημαίνει αυτό για τη Συρία και το Ιράκ; Ότι οι «τζιχαντιστές» από οποιαδήποτε τάση κι’ αν είναι, βρίσκουν τελικά τη χρηματοδότηση που θέλουν, από τη μια ή την άλλη μοναρχία».
Ωστόσο, «κατά τον ειδικό σε θέματα ισλαμικών οργανώσεων, Romain Caillet, σύμφωνα με το AFP, η χρηματοδότηση των «τζιχαντιστών» από το εξωτερικό και ειδικότερα από προσωπικότητες του Κόλπου, αντιπροσωπεύει μόνο το 5% των εσόδων τους. Τα υπόλοιπα, τα βγάζουν από εκβιασμούς, υποχρεωτική φορολόγηση των πληθυσμών στις περιοχές που καταλαμβάνουν, κ.ο.κ. Συνολικά, ο ειδικός τα υπολογίζει σε 100 εκ.δολάρια, το τελευταίο έτος. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί το λαθρεμπόριο πετρελαίου και αρχαιοτήτων, λύτρα για τους Δυτικούς ομήρους, τα αποθέματα των Τραπεζών της Μοσούλης, συνολικά δηλαδή, περί τα 400 εκ.δολάρια. Κατά τον άλλον αναλυτή, Jean-Charles Brisard, εάν επί σειρά πολλών ετών το «Ισλαμικό κράτος» στηριζόταν στην εξωτερική βοήθεια, τώρα έχει περάσει στη φάση της απόλυτης αυτοχρηματοδότησης. Μάλιστα, υποστηρίζει ο ίδιος, υπάρχει ο κίνδυνος ακόμα και να στραφεί κατά των μοναρχιών του Κόλπου, αν και προσθέτει ότι είναι πολύ επιφυλακτικός για κάτι τέτοιο».
Οι ΗΠΑ δεν διαπραγματεύθηκαν Απορίας άξιον είναι πάντως, πως οι σύμμαχοι των ΗΠΑ, Κατάρ και Σαουδική Αραβία, δεν κατάφεραν να αποσπάσουν από τα χέρια των τζιχαντιστών τον Τζίμ Φόλεϋ και τον δεύτερο αμερικανό δημοσιογράφο που κρατούν και απειλούν να εκτελέσουν. ‘Η, στην πραγματικότητα δεν το ήθελαν; Οι ΗΠΑ, από τη μεριά τους, δηλώνουν επίσημα ότι δεν επρόκειτο να διαπραγματευτούν με τους τζιχαντιστές, διότι πάγια θέση τους είναι ότι «δεν διαπραγματευόμαστε με τρομοκράτες». Ως γνωστόν, οι τζιχαντιστές είχαν ζητήσει 100 εκατομμύρια για την απελευθέρωση του Τζίμ και ανταλλαγή με τζιχαντιστές κρατούμενους στις ΗΠΑ. Βάσιμα εκτιμάται πάντως, ότι στην πραγματικότητα ούτε και αυτά τα κατακάθια του μεσαιωνικού θρησκευτικού φονταμενταλισμού ήθελαν, ακόμα και έναντι λύτρων, να τον απελευθερώσουν. Να σημειωθεί ότι όμηροι από άλλες χώρες (τούρκοι εργαζόμενοι, ή γάλλοι δημοσιογράφοι) είχαν αφεθεί ελεύθεροι από τους τζιχαντιστές, όταν εισέπραξαν αρκετές δεκάδες εκατομμυρίων ευρώ.
Θα τον σκότωναν, λοιπόν, έτσι κι αλλιώς τον Τζίμ; Αν και προς το παρόν, ουδείς μπορεί να το πει με σιγουριά, μάλλον ναι. Ηταν άλλωστε … Αμερικάνος, και, ως όλα δείχνουν, αναλώσιμος (expendable) και για τη μια και για την άλλη πλευρά. Βέβαια, η Ουάσιγκτον λέει ότι έστησε στρατιωτική επιχείρηση κομάντος για την απελευθέρωσή του, αλλά ματαιώθηκε όταν διαπιστώθηκε ότι οι όμηροι δεν ήταν στο σημείο που είχε υποδειχθεί. Πάντως, το αποτρόπαιο θέατρο που έστησαν τα «κατακάθια» με τη βρετανική προφορά, με την πορτοκαλί φόρμα αλα Γκουαντάναμο που φορούσαν στους ομήρους, και τον αποκεφαλισμό, δείχνει ότι απλά ήθελαν να στείλουν μέσω κάποιου αμερικανού –ακόμα καλύτερα μέσω δημοσιογράφου- το ανατριχιαστικό μήνυμά τους. Μήνυμα που, πάντως, είναι βούτυρο στο ψωμί της Ουάσιγκτον, η οποία θα σφυροκοπήσει τώρα με μεγαλύτερη σκληρότητα τους τζιχαντιστές, ενώ θα συσπειρώσει γύρω της την Ευρώπη, ακόμα και κάποιους απρόθυμους που υπάρχει.
Οι τζιχαντιστές διέπραξαν ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Δολοφόνησαν έναν δημοσιογράφο. Οι δημοσιογράφοι δεν είναι στρατιώτες που στέλνονται στο μέτωπο για να πολεμήσουν τον εχθρό. Όμως, ακόμα και για στρατιώτες που αιχμαλωτίστηκαν, υπάρχουν διεθνείς συμφωνίες για τη μεταχείρισή τους. Άλλο εάν συχνά δεν τηρούνται. Αυτοί όμως, επέλεξαν να δολοφονήσουν έναν δημοσιογράφο. Γενικότερα, τα τελευταία χρόνια οι εκπρόσωποι των ΜΜΕ βρίσκονται στο στόχαστρο, ενώ αυξάνεται ο αριθμός των νεκρών, όχι μόνον σε αποστολές σε πολεμικά μέτωπα, αλλά και σε χώρες με ειρήνη. Ακόμα και στη Δύση, συχνό είναι το φαινόμενο με σπασμένα κεφάλια από κλόμπς, όπως στην Ελλάδα, ή με συλλήψεις, όπως πρόσφατα στο Φέργκιουσον, στις ΗΠΑ. Προφανώς, αυτά δεν συγκρίνονται με την άνανδρη δολοφονία του Τζιμ Φόλεϋ.
Αντί για in memoriam επικηδείους λοιπόν, ας προασπιστούμε την ελευθερία του Τύπου και το δικαίωμα της κοινής γνώμης να έχει δημοκρατική, ουσιαστική, αντικειμενική πληροφόρηση, που δεν θα χειραγωγείται ούτε με φίμωση των δημοσιογράφων από τα κέντρα εξουσίας και την πολιτικο-οικονομική διαπλοκή, ούτε με αποκεφαλισμούς τους από τα κάθε λογής παρακρατικά, φονταμενταλιστικά παράκεντρα.
A.A.
Όταν το 2012, και πάλι γράφαμε για την απαγωγή του στη Συρία, δεν περιμέναμε ποτέ να δούμε τις εικόνες στο αισχρό βίντεο που κυκλοφόρησαν οι τζιχαντιστές.
Τα in memoriam και remembering για τον Τζίμ, δεν λένε τίποτα. Εξάλλου, ήταν ένας σεμνός, θαρραλέος και καλός δημοσιογράφος που δεν έχει ανάγκη από τέτοια. Δεν ήταν κάποιος «τηλεοπτικός αστήρ» ή δημοσιογράφος σαλονιών με πολιτικές πλάτες στην Ουάσιγκτον. Ούτε και ο καλοπληρωμένος ρεπόρτερ κάποιου μεγάλου Μέσου Μαζικής Ενημέρωσης. Ήταν κυρίως freelancer ρεπόρτερ, που συνήθως δούλευε για την αμερικανική εφημερίδα The Boston Globe. Ρεφενέ, για παράδειγμα, μαζί με μια πολυεθνική δημοσιογραφική παρέα, έβγαζαν τα έξοδα στον πόλεμο στη Λιβύη το 2011. Δύο Έλληνες, ένας Ρώσος, ένας Ουκρανός, μια αμερικάνα, που έμεναν σε φτηνά ξενοδοχεία ή σε γνωστούς, και μοιράζονταν μεταξύ τους τα έξοδα. Έτσι, τον γνωρίσαμε και εμείς στη Λιβύη.
Ο Τζίμ δεν ήταν «στρατόκαυλος», όπως το παίζουν οι περισσότεροι πολεμικοί ρεπόρτερ, αν και η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Ούτε, ήταν το «αμερικανάκι» που έβλεπε όλους τους μουσουλμάνους σαν «κατσαπλιάδες», τρομοκράτες ή φανατικούς. Αγαπούσε τους αραβικούς λαούς, και ήταν πλάϊ στους εξεγερμένους. Σεβόταν τη δημοσιογραφική δεοντολογία πάντως, προσπαθούσε να είναι αντικειμενικός στις περιγραφές της κατάστασης που εκτυλισσόταν μπροστά του, και ρίσκαρε συχνά για να την καταγράψει με την κάμερα και το στυλό του, και να την μεταδώσει με το κομπιούτερ του. Μπορεί πολιτικά να είναι βολική για τις ΗΠΑ η άνανδρη δολοφονία του Τζίμ από τον ISIS, όμως ο ίδιος δεν έβλεπε τον εαυτό του ως «φορέα προπαγάνδας» προς εξυπηρέτηση μεγάλων γεωπολιτικών συμφερόντων. Αν, λοιπόν, υπάρχει κάτι που επιβάλλεται να γίνει για να τιμηθεί η μνήμη του, είναι, όχι απλά να τιμωρηθούν οι «κατσαπλιάδες» του ISIS, αλλά αυτοί που επί χρόνια στήριξαν και άνδρωσαν του τζιχαντιστές, με πλουσιοπάροχες χρηματοδοτήσεις και οπλισμό. Χρηματοδότες, που, ως επί το πλείστον, βρίσκονται στις μοναρχίες του Κόλπου. Μίνιμουμ ζητούμενο για την Ελλάδα, είναι τουλάχιστον να μην στρώνει χαλί στους διάφορους «επενδυτές» του Κόλπου και να ερευνά καλά ποιος είναι ποιος.
Αιχμαλωσίες, η μια μετά την άλλη Στις 08/04/2011, το Antinews μετέδωσε το γεγονός της σύλληψης του Τζιμ από τις δυνάμεις του Καντάφι. Γράφαμε τότε (Βλέπε: «Δημοσιογράφοι, αιχμάλωτοι του Καντάφι. Γιατί δεν παρεμβαίνει η Αθήνα;»):
«Δύο καλοί φίλοι και συνάδελφοι του Antinews, βρίσκονται μεταξύ των τεσσάρων δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ, που έχουν πέσει στα χέρια των στρατιωτικών και παραστρατιωτικών δυνάμεων του Καντάφι. Δεδομένων των διπλωματικών επαφών που διατηρεί η Αθήνα με τη Λιβύη, επιβάλλεται η κυβέρνηση να παρέμβει για την απελευθέρωση των δημοσιογράφων. Άλλωστε, το ίδιο έκανε η Τουρκία προ εβδομάδων, με επιτυχία, αφού κατάφερε να ελευθερωθούν από τον Καντάφι Δυτικοί δημοσιογράφοι. Ο James Foley και η Clare Morgana Gillis, δύο από τους ρεπόρτερ, με τους οποίους δούλεψε μαζί το Antinews αυτή τη δύσκολη περίοδο στη Λίβυη, αιχμαλωτίστηκαν από τις κανταφικές δυνάμεις, κοντά στην πρώτη γραμμή του μετώπου, κοντά στην περιοχή της Μπρέγκα. Οι δύο καλοί συνάδελφοι προσπαθούσαν να προωθηθούν στην περιοχή, μαζί με τους φωτορεπόρτερ, Manu Brabo από την Ισπανία και τον Anton Hammerl από τη Νότιο Αφρική». Τελικώς, κατά τη σύλληψη, σκοτώθηκε ο νοτιοαφρικάνος φωτορεπόρτερ, η σορός του οποίου ακόμη δεν έχει βρεθεί.
Για να γίνει κατανοητό πόσο ψυχικό σθένος είχε ο Τζίμ, παρά τη δίμηνη αιχμαλωσία, επέστρεψε και πάλι στη Λιβύη μετά την ανατροπή του Καντάφι για να συνεχίσει τα ρεπορτάζ του. Πολύ περισσότερο, όταν το 2012 γενικεύθηκε η εμφύλια σύγκρουση στη Συρία, πήγε εκεί, απ’ όπου έστειλε πολύ καλές ανταποκρίσεις. Και στην περίπτωση της Συρίας, συναισθηματικά ήταν φανερό ότι υποστήριξε τους εξεγερμένους κατά του καθεστώτος Ασσαντ. Να σημειωθεί ότι αυτές τις ημέρες, αμέσως όταν έγινε γνωστή δολοφονία του από τους τζιχαντιστές, χιλιάδες Λίβυοι και Σύριοι αντιπολιτευόμενοι, έσπευσαν να καταγγείλουν με αναρτήσεις τους στα social media τον ISIS. Χαρακτηριστικά κάποιοι Λίβυοι έγραψαν: «Έφυγε από χέρι άνανδρων ο άνθρωπος που ήταν μαζί μας όταν σκοτωνόμασταν στην επανάσταση».
Στις 02/01/2013 πληροφορηθήκαμε ότι, λίγο πρίν, απήχθη στη Συρία. Ελπίζαμε βέβαια, ότι και αυτός, όπως και πολλοί άλλοι δημοσιογράφοι που είχαν απαχθεί, θα απελευθερωθεί. Όσο περνούσε ο καιρός όμως, μας έζωναν τα φίδια. Εν πάση περιπτώσει, γράφαμε τότε (Βλέπε: «Απαγωγή φίλου δημοσιογράφου στη Συρία»): «Στη Λιβύη κρατήθηκε για περίπου δύο μήνες, αλλά ευτυχώς η περιπέτειά του είχε αίσιο τέλος. Πόσο μάλλον, αφού κατά πληροφορίες, το εκεί καθεστώς χειρίστηκε την υπόθεσή του με διπλωματική λεπτότητα, και μάλιστα στα τέλος έμενε υπό περιορισμό σε σπίτι Λίβυου στρατηγού εντός της Τρίπολης. Στην περίπτωση της απαγωγής του στη Συρία, όμως, τα πράγματα είναι ιδιαιτέρως σοβαρά. Πολύ περισσότερο, αφού από το Νοέμβριο του 2012, οπότε έπεσε στα χέρια των απαγωγέων του, ούτε έχει αναλάβει κάποια οργάνωση την ευθύνη, ούτε έχουν βρεθεί συνδετικοί κρίκοι για διαπραγματεύσεις μαζί τους. Θεωρείται μάλιστα, πολύ πιθανόν να έχει πέσει θύμα απαγωγής από φανατικούς ισλαμιστές, οι οποίοι, όπως είναι γνωστό, θεωρούν άπαντες τους αμερικανούς, ακόμα και αυτούς που στηρίζουν τις αντι-Ασσαντ δυνάμεις, ως εχθρούς τους. Αδιαφορούν δε, απολύτως για τη δημοσιογραφική ιδιότητα, ενώ ιδιαιτέρως εάν πρόκειται για αμερικανούς δημοσιογράφους, επιφυλάσσουν εχθρική μεταχείριση». Να σημειωθεί πως στον αμερικανικό και γενικότερα Δυτικό Τύπο, τότε είχαν αναφερθεί πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες τον απήγαγαν άνθρωποι του Ασσαντ.
Οι πραγματικοί αυτουργοί της δολοφονίας Η αμερικανική κυβέρνηση, όπως όλα δείχνουν, θα εκμεταλλευτεί τη δολοφονία του Τζιμ ως βολικό πρόσχημα για να σφυροκοπήσει τους τζιχαντιστές. Αναμενόμενο. Αυτό όμως, που εξαγριώνει, είναι η Δύση, παρ’ ότι γνώριζε εδώ και χρόνια την σκληροπυρηνική τάση που αναπτύσσεται στο Ιράκ, τη Συρία, τη Λιβύη, και αλλού στον αραβικό κόσμο, μόλις τώρα –και πάλι ως πυροσβέστης- παρουσιάζει το πρόβλημα και παραδέχεται ότι υπάρχει. Κι’ αυτό, επειδή, ως ήταν φυσικό, οι τζιχαντιστές πήραν το πάνω χέρι μετά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ, και προκάλεσαν τη σφαγή των Χριστιανών. Η ολέθρια πολιτική των ΗΠΑ στην ολότητά της. Κάτι που αποδεικνύεται και από τη διαφθορά και τη γελειότητα της κυβέρνησης μαριονέτας που κατασκεύασαν στο Ιράκ. Κάτι που φαίνεται και από την αλλοπρόσαλλη πολιτική τους στη Συρία, όπου, ενώ πέρυσι ήθελαν να βομβαρδίσουν τον Ασσαντ, φέτος θέλουν να βομβαρδίσουν τους τζιχαντιστές που πολεμούν τον Ασσαντ. Βέβαια, οι τελευταίοι σκοτώνουν και τους μαχητές της συριακής Αντιπολίτευσης.
Για αυτό το απαράδεκτο αλαλούμ που κυριαρχεί στην περιοχή, τεράστιες ευθύνες έχουν οι μοναρχίες του Κόλπου. Και κυρίως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ (εμείς θα βάζαμε, αν και με κάπως μικρότερο μερίδιο ευθύνης, και την Τουρκία). Κι’ αυτό, διότι αυτοί οι σύμμαχοι των ΗΠΑ είναι που έθρεψαν το φίδι του τζιχαντισμού στον κόρφο τους. Ιδού αποσπάσματα από μια ενδιαφέρουσα ανάλυση που παρουσιάζεται στο γαλλικό site BFMTV για τη χρηματοδότηση των τζιχαντιστών (l'Etat Islamique se finance):
«Η άποψη που εξέφρασε με πλήρη σαφήνεια ο υπουργός Ανάπτυξης της Γερμανίας, Γκέρντ Μιούλλερ, είναι ότι τους «τζιχαντιστές» χρηματοδοτεί το Κατάρ. Κατά τις εκτιμήσεις άλλων αναλυτών, χρηματοδότηση γίνεται και από την Σαουδική Αραβία, αλλά όχι από τον βασιλικό οίκο. Τελικώς, οι διάφοροι πριγκιπικοί κύκλοι, οι κύκλοι εξουσίας με μεγάλη επιρροή στη χώρα, και παράγοντες των διαφόρων φιλανθρωπικών οργανώσεων από τις μοναρχίες του Κόλπου, εμπλέκονται σίγουρα στη διοχέτευση χρημάτων προς τους «τζιχαντιστές». Να σημειωθεί ότι το Κατάρ έχει εμπλακεί ιδιαίτερα στην περίπτωση της οργάνωσης, Jabhat al-Nosra, που θεωρείται ως το ιστορικό «κανάλι» της Αλ Κάϊντα στη Συρία (σ.σ. http://en.wikipedia.org/wiki/Al-Nusra_Front).
»Πάντως, ένας υπόγειος πόλεμος διεξάγεται ανάμεσα στις μοναρχίες του Κατάρ και της Σαουδικής Αραβίας, και τα κέντρα λήψης αποφάσεων στο Κατάρ δεν υποστηρίζουν πάντα τις ίδιες οργανώσεις (σ.σ. στον αραβικό κόσμο) που υποστηρίζει η Σ.Αραβία. Το Κατάρ, για παράδειγμα, υποστηρίζει (σ.σ. για διαφορετικούς λόγους στην κάθε περίπτωση) τους Αδελφούς Μουσουλμάνους (Αίγυπτος), τη Χαμάς (Γάζα), και την Jabhat al-Nosra (Συρία). Η Σαουδική Αραβία υποστηρίζει τον σημερινό Αιγύπτιο πρόεδρο, Αλ-Σίσσι (σ.σ. έπνιξε στο αίμα τους Αδελφούς Μουσουλμάνους), και το «Ισλαμικό Κράτος» (σ.σ. τους «τζιχαντιστές», το «Ισλαμικό χαλιφάτο», στο Ιράκ). Τι σημαίνει αυτό για τη Συρία και το Ιράκ; Ότι οι «τζιχαντιστές» από οποιαδήποτε τάση κι’ αν είναι, βρίσκουν τελικά τη χρηματοδότηση που θέλουν, από τη μια ή την άλλη μοναρχία».
Ωστόσο, «κατά τον ειδικό σε θέματα ισλαμικών οργανώσεων, Romain Caillet, σύμφωνα με το AFP, η χρηματοδότηση των «τζιχαντιστών» από το εξωτερικό και ειδικότερα από προσωπικότητες του Κόλπου, αντιπροσωπεύει μόνο το 5% των εσόδων τους. Τα υπόλοιπα, τα βγάζουν από εκβιασμούς, υποχρεωτική φορολόγηση των πληθυσμών στις περιοχές που καταλαμβάνουν, κ.ο.κ. Συνολικά, ο ειδικός τα υπολογίζει σε 100 εκ.δολάρια, το τελευταίο έτος. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί το λαθρεμπόριο πετρελαίου και αρχαιοτήτων, λύτρα για τους Δυτικούς ομήρους, τα αποθέματα των Τραπεζών της Μοσούλης, συνολικά δηλαδή, περί τα 400 εκ.δολάρια. Κατά τον άλλον αναλυτή, Jean-Charles Brisard, εάν επί σειρά πολλών ετών το «Ισλαμικό κράτος» στηριζόταν στην εξωτερική βοήθεια, τώρα έχει περάσει στη φάση της απόλυτης αυτοχρηματοδότησης. Μάλιστα, υποστηρίζει ο ίδιος, υπάρχει ο κίνδυνος ακόμα και να στραφεί κατά των μοναρχιών του Κόλπου, αν και προσθέτει ότι είναι πολύ επιφυλακτικός για κάτι τέτοιο».
Οι ΗΠΑ δεν διαπραγματεύθηκαν Απορίας άξιον είναι πάντως, πως οι σύμμαχοι των ΗΠΑ, Κατάρ και Σαουδική Αραβία, δεν κατάφεραν να αποσπάσουν από τα χέρια των τζιχαντιστών τον Τζίμ Φόλεϋ και τον δεύτερο αμερικανό δημοσιογράφο που κρατούν και απειλούν να εκτελέσουν. ‘Η, στην πραγματικότητα δεν το ήθελαν; Οι ΗΠΑ, από τη μεριά τους, δηλώνουν επίσημα ότι δεν επρόκειτο να διαπραγματευτούν με τους τζιχαντιστές, διότι πάγια θέση τους είναι ότι «δεν διαπραγματευόμαστε με τρομοκράτες». Ως γνωστόν, οι τζιχαντιστές είχαν ζητήσει 100 εκατομμύρια για την απελευθέρωση του Τζίμ και ανταλλαγή με τζιχαντιστές κρατούμενους στις ΗΠΑ. Βάσιμα εκτιμάται πάντως, ότι στην πραγματικότητα ούτε και αυτά τα κατακάθια του μεσαιωνικού θρησκευτικού φονταμενταλισμού ήθελαν, ακόμα και έναντι λύτρων, να τον απελευθερώσουν. Να σημειωθεί ότι όμηροι από άλλες χώρες (τούρκοι εργαζόμενοι, ή γάλλοι δημοσιογράφοι) είχαν αφεθεί ελεύθεροι από τους τζιχαντιστές, όταν εισέπραξαν αρκετές δεκάδες εκατομμυρίων ευρώ.
Θα τον σκότωναν, λοιπόν, έτσι κι αλλιώς τον Τζίμ; Αν και προς το παρόν, ουδείς μπορεί να το πει με σιγουριά, μάλλον ναι. Ηταν άλλωστε … Αμερικάνος, και, ως όλα δείχνουν, αναλώσιμος (expendable) και για τη μια και για την άλλη πλευρά. Βέβαια, η Ουάσιγκτον λέει ότι έστησε στρατιωτική επιχείρηση κομάντος για την απελευθέρωσή του, αλλά ματαιώθηκε όταν διαπιστώθηκε ότι οι όμηροι δεν ήταν στο σημείο που είχε υποδειχθεί. Πάντως, το αποτρόπαιο θέατρο που έστησαν τα «κατακάθια» με τη βρετανική προφορά, με την πορτοκαλί φόρμα αλα Γκουαντάναμο που φορούσαν στους ομήρους, και τον αποκεφαλισμό, δείχνει ότι απλά ήθελαν να στείλουν μέσω κάποιου αμερικανού –ακόμα καλύτερα μέσω δημοσιογράφου- το ανατριχιαστικό μήνυμά τους. Μήνυμα που, πάντως, είναι βούτυρο στο ψωμί της Ουάσιγκτον, η οποία θα σφυροκοπήσει τώρα με μεγαλύτερη σκληρότητα τους τζιχαντιστές, ενώ θα συσπειρώσει γύρω της την Ευρώπη, ακόμα και κάποιους απρόθυμους που υπάρχει.
Οι τζιχαντιστές διέπραξαν ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Δολοφόνησαν έναν δημοσιογράφο. Οι δημοσιογράφοι δεν είναι στρατιώτες που στέλνονται στο μέτωπο για να πολεμήσουν τον εχθρό. Όμως, ακόμα και για στρατιώτες που αιχμαλωτίστηκαν, υπάρχουν διεθνείς συμφωνίες για τη μεταχείρισή τους. Άλλο εάν συχνά δεν τηρούνται. Αυτοί όμως, επέλεξαν να δολοφονήσουν έναν δημοσιογράφο. Γενικότερα, τα τελευταία χρόνια οι εκπρόσωποι των ΜΜΕ βρίσκονται στο στόχαστρο, ενώ αυξάνεται ο αριθμός των νεκρών, όχι μόνον σε αποστολές σε πολεμικά μέτωπα, αλλά και σε χώρες με ειρήνη. Ακόμα και στη Δύση, συχνό είναι το φαινόμενο με σπασμένα κεφάλια από κλόμπς, όπως στην Ελλάδα, ή με συλλήψεις, όπως πρόσφατα στο Φέργκιουσον, στις ΗΠΑ. Προφανώς, αυτά δεν συγκρίνονται με την άνανδρη δολοφονία του Τζιμ Φόλεϋ.
Αντί για in memoriam επικηδείους λοιπόν, ας προασπιστούμε την ελευθερία του Τύπου και το δικαίωμα της κοινής γνώμης να έχει δημοκρατική, ουσιαστική, αντικειμενική πληροφόρηση, που δεν θα χειραγωγείται ούτε με φίμωση των δημοσιογράφων από τα κέντρα εξουσίας και την πολιτικο-οικονομική διαπλοκή, ούτε με αποκεφαλισμούς τους από τα κάθε λογής παρακρατικά, φονταμενταλιστικά παράκεντρα.
A.A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου