Καληνύχτα Βασίλη. Και καλήν αντάμωση..
Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα έγραφα ένα τέτοιο κείμενο. Μάλλον το απωθούσα στο υποσυνείδητό μου...
Γιατί δεν μπορούσα να αποδεχθώ το ενδεχόμενο να χάσω ένα φίλο…
Βέβαια, ο Βασίλης ήταν κάτι παραπάνω από φίλος. Τους φίλους σου τους αγαπάς, άλλοτε τους βλέπεις, άλλοτε όχι, εν πάση περιπτώσει ακόμα και οι πιο «κολλητοί» σου δεν είναι αναγκαστικά κομμάτι από την καθημερινότητά σου.
Ο Βασίλης ήταν! Κι όχι μόνο για μένα. Για χιλιάδες άλλους αναγνώστες του antinews. Που και μεταξύ μας γνωριστήκαμε και συζητήσαμε και τσακωθήκαμε και μάθαμε να διαβάζουμε ο ένας τον άλλο, χάρις στον Βασίλη.
Κακά τα ψέματα λοιπόν. Χάσαμε ένα κομμάτι, όχι μόνο από την καθημερινότητά μας. Αλλά από τον εαυτό μας…
Πολλά γράφηκαν τις τελευταίες μέρες για τον ίδιο. Τα προσυπογράφω όλα. Δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω. Άλλωστε, άφησε την ίδια αίσθηση κενού μέσα σε όλους μας. Που δεν περιγράφεται με λόγια. Κι όταν προσπαθείς να την εκφράσεις, απλά επαναλαμβάνεις τα ίδια με τον προηγούμενο.
Το Βασίλη όλοι τον γνωρίσαμε, όλοι τσακωθήκαμε μαζί του πολλές φορές, κι όλοι τον αγαπήσαμε! Και το ήξερε…
Μετά από ένα τέτοιο «καυγά» μας, αφού είχαν περάσει κάμποσες εβδομάδες χωρίς να μιλήσουμε – εγώ, βέβαια, κάθε μέρα τον παρακολουθούσα από το site – εκείνος «έσπασε πρώτος τον πάγο». Άκουσα τη φωνή του στο τηλέφωνο να με… «περιλούζει» με τη γνωστή του «αβρότητα». Κι ύστερα ξαφνικά να γυρίζει σε ένα παραπονιάρικο ερώτημα:
--Γιατί μου το κρατάς, βρε….(μπίπ – βάλτε κατά βούλησιν, ό,τι θέλετε).
Αιφνιδιάστηκα, αλλά τον ήξερα πια καλά:
--Δεν σου το κρατάω, και το ξέρεις. Είσαι σοβαρός; Τι να σου κρατήσω; Θύμωσες εσύ μαζί μου, θύμωσα κι εγώ μαζί σου, άφησα κάποιες μέρες να μας περάσει. Αυτό είναι όλο…
Απτόητος εκείνος: Τι μερικές μέρες βρέ… (ξανά μπίπ)! Βδομάδες πέρασαν και δεν μιλάμε. Σου είπα κάτι και πειράχθηκες. Να ξέρεις όμως, ότι το εννοούσα και παρ’ όλα αυτά σε αγαπώ, βρε παλιό… (μπίπ, μπίπ, μπίπ, μπίπ)!
Τι του λες τώρα; Ασφαλώς τίποτε. Προσπάθησα να γυρίσω αλλού την κουβέντα. Αλλά εκείνος επέμενε.
--Ξεχνάς, βρε πόσα χρόνια γνωριζόμαστε; Ξεχνάς από πότε γνωριζόμαστε;
Και βέβαια δεν το είχα ξεχάσει! Γνωριστήκαμε ανήμερα 16 ή 17 Νοεμβρίου, του 1974, στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, όταν ήμουν υπεύθυνος της Περιφρούρησης και εκείνος είχε έλθει, μαζί με χιλιάδες άλλους, να φυλάξουμε ολόκληρο το χώρο, στο Μετσόβιο και τις γύρω περιοχές.
Εγώ ήμουν από το «Ρήγα», εκείνος από την ΚΝΕ, αλλά όπως συχνά συνέβαινε τότε, κάναμε παρέα και ατέλειωτες συζητήσεις τα βράδια που φυλάγαμε περιφρούρηση…
Μετά τον έχασα για χρόνια. Ύστερα τον ξαναβρήκα στο ΑΝΤΙ του Χρίστου Παπουτσάκη. Αλλά τότε, εγώ ερχόμουν στην Ελλάδα μια φορά το χρόνο για λίγες μέρες και έβλεπα το Βασίλη, όπως και άλλους φίλους από τα παλιά, σπάνια και από σύμπτωση.
Βρεθήκαμε ξανά το 2008. Κι από τότε κάναμε παρέα πιο συστηματικά.
Αυτή η παρέα ήταν… «περιπετειώδης». Τι να σας τα λέω, τα ξέρετε. Εκεί που «φούντωνε» και στα «έχωνε», εκεί ηρεμούσε και σε βομβάρδιζε με ερωτήσεις και κράταγε σημειώσεις, και κατέληγε στο σταθερό ρεφρέν:
--Αυτό γράψτο, κουφάλα, και στείλτο μου να το βάλω. Όπως μου το ’πες τώρα. Μην αρχίσει τις «περικοκλάδες». Έτσι απλά με λόγια που κόβουν. Όχι με το «μπαμπάκι». Παλιολινάτσα…!
Τις περισσότερες φορές δεν προλάβαινα να το γράψω. Στο μεταξύ το είχε γράψει εκείνος! Και το είχε γράψει καλύτερα. Πολύ καλύτερα…
Γιατί χρησιμοποιούσε τις λέξεις, όχι ως εκφραστικά μέσα, αλλά ως… πολεμικά όπλα! Άλλωστε, σε πόλεμο βρισκόταν όλη του τη ζωή.
Όπως και πολλοί από μας, άλλωστε.
Μόνο που εκείνος δεν το ξεχνούσε ποτέ! Και δεν έκανε «ανακωχή»!
Την Δευτέρα που τον «ξεπροβοδίσαμε» στο Πρώτο Νεκροταφείο, συνειδητοποίησα, ότι η γνωριμία μας έκλεινε 40 χρόνια ακριβώς!
Όμως η φιλία μας έκλεινε μόλις έξη χρόνια! Αφού τα προηγούμενα ήμασταν χαμένοι. Αλλού εκείνος, αλλού εγώ…
34 χρόνια χαμένα! Πολύ θα ήθελα να είχαμε έλθει πιο κοντά, πολύ νωρίτερα. Τώρα δεν μπορώ να κάνω τίποτε γι’ αυτό. Μπορώ, όμως, να το γράψω. Κι είμαι σίγουρος ότι θα το διαβάσει από εκεί που είναι…
Τουλάχιστον, έχω την ανακούφιση ότι πρόλαβα και του το είπα προσωπικά. Όχι το τελευταίο διάστημα που αρρώστησε. Από πριν, τον καιρό που η αρρώστια δεν τον είχε αγγίξει ακόμα. Κι ύστερα του το επανέλαβα ξανά…
Την προπερασμένη Πρωτοχρονιά, την περάσαμε μαζί. Ήταν ήδη άρρωστος. Φορούσε μάσκα στο πρόσωπο, πρόσφατος ακόμα από τις πρώτες χημειοθεραπείες.
Δεν κάπνιζε, όποτε κι εγώ το είχα «κόψει» αναγκαστικά εκείνο το βράδυ…
--Κάπνισε βρε… (μπίπ) μου έλεγε κάθε τόσο, δεν έχω πρόβλημα…
Κάποια στιγμή κάναμε αναδρομή στο παρελθόν και μου είπε πράγματα που κι εγώ είχα ξεχάσει. Από τότε από τα παλιά. Από τον καιρό που ήμασταν κι οι δύο «στρατευμένοι» πολιτικά στο χώρο της Αριστεράς, και βλέπαμε σιγά-σιγά ότι τα όνειρά μας προδίδονταν. Ή καταντούσαν εφιάλτες. Πολεμήσαμε τη δικτατορία! Πώς μπορούσαμε να υπερασπιζόμαστε «γκούλαγκ»;
--Ρε συ, του λέω. Πώς και χαθήκαμε τόσα χρόνια; Πώς και δεν ξαναβρεθήκαμε στο μεταξύ; Τι κρίμα;
-- Μου το ξανάπες αυτό παλιό…(μπίπ), μου απάντησε κοφτά.
--Και μη μου το ξαναπείς, συνέχισε, γιατί θα με πάρουν τα ζουμιά. Καριόλη!
(αυτό δεν το βάζω σε…μπίπ, γιατί είναι από τα ελαφρότερα «κοσμιτικά»)…
Εκείνο το βράδυ, συνειδητοποίησα, κάτι που για πρώτη φορά το λέω σε τρίτους. Σε εκείνον πρόλαβα και το είπα κάποια στιγμή, σχετικά τελευταία:
Ότι σε ένα άνθρωπο σαν το Βασίλη, σημασία δεν έχουν οι στιγμές του, αυτές που συγκρατούμε όσοι τον γνωρίσαμε. Τα προτερήματα του και οι αδυναμίες του…
Σημασία έχει η διαδρομή του! Γιατί τέτοια άνθρωποι είναι η διαδρομή τους!
Υπάρχουν, βέβαια, και άνθρωποι που μένουν στάσιμοι. Δεν πάνε πουθενά στη ζωή τους…
Υπάρχουν ακόμα, άνθρωποι που πάνε όπου τους πάει ο καιρός, το ρεύμα της εποχής, η τύχη ή η ατυχία…
Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που επέλεξαν και διήνυσαν τη δική τους διαδρομή. Μια διαδρομή αγώνα. Με όλους και με όλα. Με τον ίδιο τον εαυτό τους…
Που πολλές φορές έπεσαν, αλλά ποτέ δεν γονάτισαν.
Που πολλές φορές σκόνταψαν, αλλά ποτέ δεν σταμάτησαν.
Που πήγαν κόντρα στο ρεύμα, αλλά δεν πνίγηκαν.
Που αυτοί «γύρισαν το ποτάμι», αντί να τους πάρει το ρεύμα...
Τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Βασίλης! Έδωσε πολλές μάχες. Έφερε σημάδια στην ψυχή του απ’ όλες. Έχασε πολλές απ’ αυτές. Βρέθηκε πολύ συχνά μόνος του. Αλλά τελικά κέρδισε τον «Πόλεμο»! Με κορυφαίο κατόρθωμά του, το antinews.
Πολλές φορές ένιωσε απομονωμένος από παντού. Το ξέρω το συναίσθημα…
Κατάφερε όμως, να σπάσει τον κλοιό. Πιστός σε εκείνο τον αρχέγονο όρκο:
-- «…και μόνος και μετά πολλών»!
Τα περισσότερα χρόνια του ήταν «μόνος» όταν «έσπαγε τον κλοιό»…
Τα τελευταία χρόνια, όμως, ήταν, πια, «μετά πολλών»!
Μαζί του αντάμωσαν παλιοί αριστεροί, που δεν τους ξίπασαν οι σειρήνες του lifestyle και της καθεστωτικής καλοπέρασης τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Που κράτησαν στην ψυχή τους την σπιρτάδα και το ασυμβίβαστο πνεύμα της νιότης τους, χωρίς να μείνουν κολλημένοι στα «τοτέμ» της ξύλινης ιδεολογίας. Άνοιξαν τα μάτια του μυαλού τους, αλλά δεν έχασαν την ψυχή τους…
Μαζί με το Βασίλη αντάμωσαν και δεξιοί που αναγνώριζαν στις μάχες του τα προτάγματα των καλύτερων δικών τους ιδεών: για τον Πατριωτισμό που δεν ξιπάζεται με πολιτικαντισμούς, για τη Δημοκρατία που δεν συμβιβάζεται με τα «μικρά» συμφέροντα των ισχυρών, για την προσωπική αξιοπρέπεια που δεν ανταλλάσσεται σε αξιώματα, ούτε υποκύπτει σε σκοπιμότητες.
«Μοναχικοί λύκοι» της αριστεράς και της δεξιάς έσμιξαν με τον Βασίλη στη δύσκολη διαδρομή του. Κι έπαψαν να είναι «μοναχικοί». Έπαψαν να είναι και «λύκοι». Έγιναν αληθινή, σύγχρονη «Εκκλησία του Δήμου» μέσα στο antinews! Απέβαλαν τις παλαιές παρωπίδες τους, χωρίς να απορρίψουν τις ιδέες τους. Έμαθαν να ακούν τον άλλο, να συζητούν μαζί του, να συνθέτουν, να κρίνουν χωρίς να χαρίζονται. Και να στηρίζουν, χωρίς να ζητούν προσωπικά ανταλλάγματα.
Ο Βασίλης έφυγε πρόωρα από κοντά μας.
Αλλά ευτύχισε να δει το όνειρο της ζωής του, να γίνεται πραγματικότητα.
Όλοι δακρύζουμε για το Βασίλη. Αν και ο ίδιος δεν θα το ήθελε.
Θα μας τα… «έχωνε» με την ψυχή του!
Κι όμως, με όλο τον δύσκολο χαρακτήρα του, είχε ψυχή μικρού παιδιού!
Και βούρκωνε με εκείνο το παράπονο του ανθρώπου, που πολλές φορές αδικήθηκε…
Αλλά ξανάβρισκε πάντα το κουράγιο του, με εκείνο το πείσμα του ανθρώπου που ποτέ δεν το έβαλε κάτω!
Καθένας μας είναι η διαδρομή του: Οι μάχες που έδωσε. Οι «κλοιοί» μέσα στους οποίους βρέθηκε να πολεμά. Και τα «γιουρούσια» που έκανε, να σπάσει τον «κλοιό», και μόνος και μετά πολλών.
Ο Βασίλης δεν είναι πια ανάμεσά μας.
Αλλά η διαδρομή που άνοιξε είναι πια κτήμα μας. Δική του κληρονομιά και δική μας περιουσία. Χρέος μας να συνεχίσουμε αυτή τη διαδρομή.
Να δώσουμε τις μάχες που εκείνες δεν πρόλαβε. Και να τις κερδίσουμε.
Κι όσο τις δίνουμε, εκείνος θα είναι ανάμεσά μας.
Να μας «τα χώνει» και να μας εμψυχώνει…
Να σου κλείνει το τηλέφωνο το βράδυ, πριν προλάβεις να αποσώσεις τη φράση σου, πριν προλάβεις να τους πεις «γειά». Και σε λίγα λεπτά να σε ξαναπαίρνει για να σου πει ό,τι ξέχασε λίγο πριν...
--Ρε Βασίλη, γιατί μου το ’κλεισες στα μούτρα;
--Άντε ρε, που θέλεις και «καληνυχτίσματα». Πληγώθηκες παλιό… (μπίπ);
--Μην δίνεις σημασία, έτσι είναι, έσπευδε να τον δικαιολογήσει ο Πάνος…
Το ξέρω Πάνο μου, το ’μαθα με τον καιρό.
Αλλά δεν πρόλαβα να του πω «καληνύχτα», ούτε μια φορά.
Καληνύχτα Βασίλη.
Εμείς εδώ είμαστε.
Κι εσύ εδώ είσαι. Μπορεί να μην ξαναμιλήσουμε, μέχρι να ξανανταμώσουμε.
Στα εύκολα και στα δύσκολα. Μέχρι το τελικό «γιουρούσι».
Που μαζί θα το κάνουμε και μαζί θα το κερδίσουμε.
Αυτό ήθελα να σου πω, αλλά δεν πρόλαβα…
Μας έκλεισες το «ακουστικό» απότομα, στα 61 σου χρόνια!
Για άλλη μια φορά. Αυτή τη φορά, όμως, μας το έκλεισε οριστικά.
Αλλά εκεί που είσαι, ακούς και καταλαβαίνεις:
Μαζί θα κερδίσουμε ό,τι έμεινε στη μέση!
Μάθαμε και στα εύκολα και στα δύσκολα.
Μάθαμε από σένα. Και τέτοια μαθήματα δεν ξεχνιούνται ποτέ.
Ούτε κι εσύ ξεχνιέσαι.
Είσαι και θα ’σαι πάντα μαζί μας. Κοντά μας. Δίπλα μας.
Μαζί ως το τελικό γιουρούσι. Ως την τελική νίκη.
Καληνύχτα Βασίλη. Και καλήν αντάμωση.
Χρύσανθος
Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα έγραφα ένα τέτοιο κείμενο. Μάλλον το απωθούσα στο υποσυνείδητό μου...
Γιατί δεν μπορούσα να αποδεχθώ το ενδεχόμενο να χάσω ένα φίλο…
Βέβαια, ο Βασίλης ήταν κάτι παραπάνω από φίλος. Τους φίλους σου τους αγαπάς, άλλοτε τους βλέπεις, άλλοτε όχι, εν πάση περιπτώσει ακόμα και οι πιο «κολλητοί» σου δεν είναι αναγκαστικά κομμάτι από την καθημερινότητά σου.
Ο Βασίλης ήταν! Κι όχι μόνο για μένα. Για χιλιάδες άλλους αναγνώστες του antinews. Που και μεταξύ μας γνωριστήκαμε και συζητήσαμε και τσακωθήκαμε και μάθαμε να διαβάζουμε ο ένας τον άλλο, χάρις στον Βασίλη.
Κακά τα ψέματα λοιπόν. Χάσαμε ένα κομμάτι, όχι μόνο από την καθημερινότητά μας. Αλλά από τον εαυτό μας…
Πολλά γράφηκαν τις τελευταίες μέρες για τον ίδιο. Τα προσυπογράφω όλα. Δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω. Άλλωστε, άφησε την ίδια αίσθηση κενού μέσα σε όλους μας. Που δεν περιγράφεται με λόγια. Κι όταν προσπαθείς να την εκφράσεις, απλά επαναλαμβάνεις τα ίδια με τον προηγούμενο.
Το Βασίλη όλοι τον γνωρίσαμε, όλοι τσακωθήκαμε μαζί του πολλές φορές, κι όλοι τον αγαπήσαμε! Και το ήξερε…
Μετά από ένα τέτοιο «καυγά» μας, αφού είχαν περάσει κάμποσες εβδομάδες χωρίς να μιλήσουμε – εγώ, βέβαια, κάθε μέρα τον παρακολουθούσα από το site – εκείνος «έσπασε πρώτος τον πάγο». Άκουσα τη φωνή του στο τηλέφωνο να με… «περιλούζει» με τη γνωστή του «αβρότητα». Κι ύστερα ξαφνικά να γυρίζει σε ένα παραπονιάρικο ερώτημα:
--Γιατί μου το κρατάς, βρε….(μπίπ – βάλτε κατά βούλησιν, ό,τι θέλετε).
Αιφνιδιάστηκα, αλλά τον ήξερα πια καλά:
--Δεν σου το κρατάω, και το ξέρεις. Είσαι σοβαρός; Τι να σου κρατήσω; Θύμωσες εσύ μαζί μου, θύμωσα κι εγώ μαζί σου, άφησα κάποιες μέρες να μας περάσει. Αυτό είναι όλο…
Απτόητος εκείνος: Τι μερικές μέρες βρέ… (ξανά μπίπ)! Βδομάδες πέρασαν και δεν μιλάμε. Σου είπα κάτι και πειράχθηκες. Να ξέρεις όμως, ότι το εννοούσα και παρ’ όλα αυτά σε αγαπώ, βρε παλιό… (μπίπ, μπίπ, μπίπ, μπίπ)!
Τι του λες τώρα; Ασφαλώς τίποτε. Προσπάθησα να γυρίσω αλλού την κουβέντα. Αλλά εκείνος επέμενε.
--Ξεχνάς, βρε πόσα χρόνια γνωριζόμαστε; Ξεχνάς από πότε γνωριζόμαστε;
Και βέβαια δεν το είχα ξεχάσει! Γνωριστήκαμε ανήμερα 16 ή 17 Νοεμβρίου, του 1974, στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, όταν ήμουν υπεύθυνος της Περιφρούρησης και εκείνος είχε έλθει, μαζί με χιλιάδες άλλους, να φυλάξουμε ολόκληρο το χώρο, στο Μετσόβιο και τις γύρω περιοχές.
Εγώ ήμουν από το «Ρήγα», εκείνος από την ΚΝΕ, αλλά όπως συχνά συνέβαινε τότε, κάναμε παρέα και ατέλειωτες συζητήσεις τα βράδια που φυλάγαμε περιφρούρηση…
Μετά τον έχασα για χρόνια. Ύστερα τον ξαναβρήκα στο ΑΝΤΙ του Χρίστου Παπουτσάκη. Αλλά τότε, εγώ ερχόμουν στην Ελλάδα μια φορά το χρόνο για λίγες μέρες και έβλεπα το Βασίλη, όπως και άλλους φίλους από τα παλιά, σπάνια και από σύμπτωση.
Βρεθήκαμε ξανά το 2008. Κι από τότε κάναμε παρέα πιο συστηματικά.
Αυτή η παρέα ήταν… «περιπετειώδης». Τι να σας τα λέω, τα ξέρετε. Εκεί που «φούντωνε» και στα «έχωνε», εκεί ηρεμούσε και σε βομβάρδιζε με ερωτήσεις και κράταγε σημειώσεις, και κατέληγε στο σταθερό ρεφρέν:
--Αυτό γράψτο, κουφάλα, και στείλτο μου να το βάλω. Όπως μου το ’πες τώρα. Μην αρχίσει τις «περικοκλάδες». Έτσι απλά με λόγια που κόβουν. Όχι με το «μπαμπάκι». Παλιολινάτσα…!
Τις περισσότερες φορές δεν προλάβαινα να το γράψω. Στο μεταξύ το είχε γράψει εκείνος! Και το είχε γράψει καλύτερα. Πολύ καλύτερα…
Γιατί χρησιμοποιούσε τις λέξεις, όχι ως εκφραστικά μέσα, αλλά ως… πολεμικά όπλα! Άλλωστε, σε πόλεμο βρισκόταν όλη του τη ζωή.
Όπως και πολλοί από μας, άλλωστε.
Μόνο που εκείνος δεν το ξεχνούσε ποτέ! Και δεν έκανε «ανακωχή»!
Την Δευτέρα που τον «ξεπροβοδίσαμε» στο Πρώτο Νεκροταφείο, συνειδητοποίησα, ότι η γνωριμία μας έκλεινε 40 χρόνια ακριβώς!
Όμως η φιλία μας έκλεινε μόλις έξη χρόνια! Αφού τα προηγούμενα ήμασταν χαμένοι. Αλλού εκείνος, αλλού εγώ…
34 χρόνια χαμένα! Πολύ θα ήθελα να είχαμε έλθει πιο κοντά, πολύ νωρίτερα. Τώρα δεν μπορώ να κάνω τίποτε γι’ αυτό. Μπορώ, όμως, να το γράψω. Κι είμαι σίγουρος ότι θα το διαβάσει από εκεί που είναι…
Τουλάχιστον, έχω την ανακούφιση ότι πρόλαβα και του το είπα προσωπικά. Όχι το τελευταίο διάστημα που αρρώστησε. Από πριν, τον καιρό που η αρρώστια δεν τον είχε αγγίξει ακόμα. Κι ύστερα του το επανέλαβα ξανά…
Την προπερασμένη Πρωτοχρονιά, την περάσαμε μαζί. Ήταν ήδη άρρωστος. Φορούσε μάσκα στο πρόσωπο, πρόσφατος ακόμα από τις πρώτες χημειοθεραπείες.
Δεν κάπνιζε, όποτε κι εγώ το είχα «κόψει» αναγκαστικά εκείνο το βράδυ…
--Κάπνισε βρε… (μπίπ) μου έλεγε κάθε τόσο, δεν έχω πρόβλημα…
Κάποια στιγμή κάναμε αναδρομή στο παρελθόν και μου είπε πράγματα που κι εγώ είχα ξεχάσει. Από τότε από τα παλιά. Από τον καιρό που ήμασταν κι οι δύο «στρατευμένοι» πολιτικά στο χώρο της Αριστεράς, και βλέπαμε σιγά-σιγά ότι τα όνειρά μας προδίδονταν. Ή καταντούσαν εφιάλτες. Πολεμήσαμε τη δικτατορία! Πώς μπορούσαμε να υπερασπιζόμαστε «γκούλαγκ»;
--Ρε συ, του λέω. Πώς και χαθήκαμε τόσα χρόνια; Πώς και δεν ξαναβρεθήκαμε στο μεταξύ; Τι κρίμα;
-- Μου το ξανάπες αυτό παλιό…(μπίπ), μου απάντησε κοφτά.
--Και μη μου το ξαναπείς, συνέχισε, γιατί θα με πάρουν τα ζουμιά. Καριόλη!
(αυτό δεν το βάζω σε…μπίπ, γιατί είναι από τα ελαφρότερα «κοσμιτικά»)…
Εκείνο το βράδυ, συνειδητοποίησα, κάτι που για πρώτη φορά το λέω σε τρίτους. Σε εκείνον πρόλαβα και το είπα κάποια στιγμή, σχετικά τελευταία:
Ότι σε ένα άνθρωπο σαν το Βασίλη, σημασία δεν έχουν οι στιγμές του, αυτές που συγκρατούμε όσοι τον γνωρίσαμε. Τα προτερήματα του και οι αδυναμίες του…
Σημασία έχει η διαδρομή του! Γιατί τέτοια άνθρωποι είναι η διαδρομή τους!
Υπάρχουν, βέβαια, και άνθρωποι που μένουν στάσιμοι. Δεν πάνε πουθενά στη ζωή τους…
Υπάρχουν ακόμα, άνθρωποι που πάνε όπου τους πάει ο καιρός, το ρεύμα της εποχής, η τύχη ή η ατυχία…
Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που επέλεξαν και διήνυσαν τη δική τους διαδρομή. Μια διαδρομή αγώνα. Με όλους και με όλα. Με τον ίδιο τον εαυτό τους…
Που πολλές φορές έπεσαν, αλλά ποτέ δεν γονάτισαν.
Που πολλές φορές σκόνταψαν, αλλά ποτέ δεν σταμάτησαν.
Που πήγαν κόντρα στο ρεύμα, αλλά δεν πνίγηκαν.
Που αυτοί «γύρισαν το ποτάμι», αντί να τους πάρει το ρεύμα...
Τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Βασίλης! Έδωσε πολλές μάχες. Έφερε σημάδια στην ψυχή του απ’ όλες. Έχασε πολλές απ’ αυτές. Βρέθηκε πολύ συχνά μόνος του. Αλλά τελικά κέρδισε τον «Πόλεμο»! Με κορυφαίο κατόρθωμά του, το antinews.
Πολλές φορές ένιωσε απομονωμένος από παντού. Το ξέρω το συναίσθημα…
Κατάφερε όμως, να σπάσει τον κλοιό. Πιστός σε εκείνο τον αρχέγονο όρκο:
-- «…και μόνος και μετά πολλών»!
Τα περισσότερα χρόνια του ήταν «μόνος» όταν «έσπαγε τον κλοιό»…
Τα τελευταία χρόνια, όμως, ήταν, πια, «μετά πολλών»!
Μαζί του αντάμωσαν παλιοί αριστεροί, που δεν τους ξίπασαν οι σειρήνες του lifestyle και της καθεστωτικής καλοπέρασης τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Που κράτησαν στην ψυχή τους την σπιρτάδα και το ασυμβίβαστο πνεύμα της νιότης τους, χωρίς να μείνουν κολλημένοι στα «τοτέμ» της ξύλινης ιδεολογίας. Άνοιξαν τα μάτια του μυαλού τους, αλλά δεν έχασαν την ψυχή τους…
Μαζί με το Βασίλη αντάμωσαν και δεξιοί που αναγνώριζαν στις μάχες του τα προτάγματα των καλύτερων δικών τους ιδεών: για τον Πατριωτισμό που δεν ξιπάζεται με πολιτικαντισμούς, για τη Δημοκρατία που δεν συμβιβάζεται με τα «μικρά» συμφέροντα των ισχυρών, για την προσωπική αξιοπρέπεια που δεν ανταλλάσσεται σε αξιώματα, ούτε υποκύπτει σε σκοπιμότητες.
«Μοναχικοί λύκοι» της αριστεράς και της δεξιάς έσμιξαν με τον Βασίλη στη δύσκολη διαδρομή του. Κι έπαψαν να είναι «μοναχικοί». Έπαψαν να είναι και «λύκοι». Έγιναν αληθινή, σύγχρονη «Εκκλησία του Δήμου» μέσα στο antinews! Απέβαλαν τις παλαιές παρωπίδες τους, χωρίς να απορρίψουν τις ιδέες τους. Έμαθαν να ακούν τον άλλο, να συζητούν μαζί του, να συνθέτουν, να κρίνουν χωρίς να χαρίζονται. Και να στηρίζουν, χωρίς να ζητούν προσωπικά ανταλλάγματα.
Ο Βασίλης έφυγε πρόωρα από κοντά μας.
Αλλά ευτύχισε να δει το όνειρο της ζωής του, να γίνεται πραγματικότητα.
Όλοι δακρύζουμε για το Βασίλη. Αν και ο ίδιος δεν θα το ήθελε.
Θα μας τα… «έχωνε» με την ψυχή του!
Κι όμως, με όλο τον δύσκολο χαρακτήρα του, είχε ψυχή μικρού παιδιού!
Και βούρκωνε με εκείνο το παράπονο του ανθρώπου, που πολλές φορές αδικήθηκε…
Αλλά ξανάβρισκε πάντα το κουράγιο του, με εκείνο το πείσμα του ανθρώπου που ποτέ δεν το έβαλε κάτω!
Καθένας μας είναι η διαδρομή του: Οι μάχες που έδωσε. Οι «κλοιοί» μέσα στους οποίους βρέθηκε να πολεμά. Και τα «γιουρούσια» που έκανε, να σπάσει τον «κλοιό», και μόνος και μετά πολλών.
Ο Βασίλης δεν είναι πια ανάμεσά μας.
Αλλά η διαδρομή που άνοιξε είναι πια κτήμα μας. Δική του κληρονομιά και δική μας περιουσία. Χρέος μας να συνεχίσουμε αυτή τη διαδρομή.
Να δώσουμε τις μάχες που εκείνες δεν πρόλαβε. Και να τις κερδίσουμε.
Κι όσο τις δίνουμε, εκείνος θα είναι ανάμεσά μας.
Να μας «τα χώνει» και να μας εμψυχώνει…
Να σου κλείνει το τηλέφωνο το βράδυ, πριν προλάβεις να αποσώσεις τη φράση σου, πριν προλάβεις να τους πεις «γειά». Και σε λίγα λεπτά να σε ξαναπαίρνει για να σου πει ό,τι ξέχασε λίγο πριν...
--Ρε Βασίλη, γιατί μου το ’κλεισες στα μούτρα;
--Άντε ρε, που θέλεις και «καληνυχτίσματα». Πληγώθηκες παλιό… (μπίπ);
--Μην δίνεις σημασία, έτσι είναι, έσπευδε να τον δικαιολογήσει ο Πάνος…
Το ξέρω Πάνο μου, το ’μαθα με τον καιρό.
Αλλά δεν πρόλαβα να του πω «καληνύχτα», ούτε μια φορά.
Καληνύχτα Βασίλη.
Εμείς εδώ είμαστε.
Κι εσύ εδώ είσαι. Μπορεί να μην ξαναμιλήσουμε, μέχρι να ξανανταμώσουμε.
Στα εύκολα και στα δύσκολα. Μέχρι το τελικό «γιουρούσι».
Που μαζί θα το κάνουμε και μαζί θα το κερδίσουμε.
Αυτό ήθελα να σου πω, αλλά δεν πρόλαβα…
Μας έκλεισες το «ακουστικό» απότομα, στα 61 σου χρόνια!
Για άλλη μια φορά. Αυτή τη φορά, όμως, μας το έκλεισε οριστικά.
Αλλά εκεί που είσαι, ακούς και καταλαβαίνεις:
Μαζί θα κερδίσουμε ό,τι έμεινε στη μέση!
Μάθαμε και στα εύκολα και στα δύσκολα.
Μάθαμε από σένα. Και τέτοια μαθήματα δεν ξεχνιούνται ποτέ.
Ούτε κι εσύ ξεχνιέσαι.
Είσαι και θα ’σαι πάντα μαζί μας. Κοντά μας. Δίπλα μας.
Μαζί ως το τελικό γιουρούσι. Ως την τελική νίκη.
Καληνύχτα Βασίλη. Και καλήν αντάμωση.
Χρύσανθος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου