Ο Πάνος Σκουρλέτης γύρισε το κλειδί στο παλιό καλό μαύρο Trabant, το εργαλείο της Κεντρικής Επιτροπής για τις διακριτικές αποστολές.
Ο δίχρονος δικύλινδρος κινητήρας βρυχήθηκε σαν παλιό Sachs μπατίρι τσαντάκια του ’80, βγάζοντας ντουμάνι από γαλάζιο καπνό και λίγες τούφες μαύρο. Ο Πάνος άναψε ένα μαύρο Davidoff με τον παλιό ρουμάνικο αναπτήρα, που είχε σκαλισμένα δεξιά αριστερά τα κεφάλια του Νικολάϊ και της Έλενας Τσαουσέσκου κι έβαλε πρώτη. Ο αναπτήρας ήταν δώρο μιας ρομά συντρόφισσας από την Τιμισοάρα. Είχαν ζήσει καυτές στιγμές κάτω από την λάμπα των 30 Watt στην μικρή σοφίτα της, συζητώντας για το ρουμανικό θαύμα, το τραχιάς ποιότητας αλληλέγγυο χαρτί για την «Αυγή» και την ιστορική επίσκεψη του Μπάμπη Δρακόπουλου μαζί με τον Χρύσανθο στην Βόρεια Κορέα.
Έβαλε σιγανά μια παλιά κασέτα TDK με Μποφίλιου και Στάθη Δρογώση για να ατσαλώσει το φρόνημα.
Κατεβαίνοντας την Κηφισίας, μπορεί να τον προσπερνούσαν κι οι ψηλομύτες οικολόγοι ποδηλάτες, όμως όσο πατούσε το γκάζι, αυτό το αμάξι χιλιόμετρο το χιλιόμετρο τον μεταμόρφωνε. Αυτή η ξινίλα στην έκφραση του, σαν να τον στενεύουν μονίμως τα παπούτσια του ή να του μυρίζουν οι ιδέες του, σιγά – σιγά αντικαταστάθηκε από ένα αληθινό νοσταλγικό χαμόγελο. Οδηγούσε μια κιβωτό του υπαρκτού σοσιαλισμού, χωρίς δισκόφρενα, χωρίς αερόσακους, ανέπνεε καμένα λάδια αλλά αυτή η προλεταριακή αμεσότητα, που κινδύνευε να την χάσει στην Εκάλη και στα σύγχρονα στιβαρά καπιταλιστικά αυτοκίνητα, τον γοήτευε.
Έκανε τον γύρο της Ομόνοιας, κατέβηκε την Πειραιώς κι έστριψε παράνομα στην Κουμουνδούρου. Πέρασε μπροστά από τα γραφεία και συνέχισε στην Ευριπίδου. Παρκάρισε με σβηστά φώτα απέναντι από το μπριζολάδικο του Τέλη και περίμενε σιγοψυθιρίζοντας ένα σουξεδάκι της Μποφίλιου. Κοίταξε με διεθνιστική τρυφερότητα δυο νιγηριανές πουτάνες κι ένα αλβανό σαλεπιτζή που πέρασαν και τότε άκουσε το παπί που αγκομαχούσε στην ανηφόρα.
Ο Νίκος Παπάς φορούσε για ξεκάρφωμα παντόφλες, πακιστανικό σαλβάρι κι ένα κράνος διασταύρωση Adrianne του Α’ ΠΠ με τραγιάσκα, σαν αυτά με το γείσο που φοράνε οι κινέζοι της πλατείας, που κουβαλάνε δώδεκα μεγάλα χαρτοκιβώτια ρούχα με ένα σκούτερ. Σταμάτησε, τσεκάρισε ανήσυχος τα πέριξ κι ο Αλέξης κατέβηκε βιαστικά. Κάτω από το λατρεμένο του σακάκι Burberrys και το κόκκινο πουκάμισο είχε σηκωμένη την κουκούλα από το παλιό του φούτερ. Πρέπει να είσαι κάγκουρας για να φοράς το φούτερ μέσα από το πουκάμισο αλλά ήταν συμβολικό γι’ απόψε. Ήταν ο θώρακας του απέναντι στους πειρασμούς του Κεφαλαίου. Το φορούσε τότε, στις καταλήψεις στην Γκράβα, όταν μοίρασε ακριβοδίκαια τις τυρόπιτες του κυλικείου στα παιδιά. Φαινόταν, είδε από τότε τον θαυμασμό στα μάτια της Περιστέρας, πως ήταν γεννημένος Άη Γιώργης του Μνημονίου. Το είχε.
Μπήκε στο Trabant προσπαθώντας 4 φορές να κλείσει την πόρτα του συνοδηγού. Μάταια. Βρέθηκε να την κρατάει σε όλη την διαδρομή μέχρι την Αλωπεκής στο Κολωνάκι κοιτώντας με απορία την παράξενη έκφραση του Πάνου. Τόσες φορές είπε στον Λαφαζάνη να συμφωνήσουν να το πουλήσουν το παρτάλι, να πάρουν έστω ένα μικρό γιαπωνέζικο, σαν του Φώτη, αλλά ο Παναγιώτης ήταν ανένδοτος.
Ο Νίκος μπήκε προπομπός με το παπί. Ήξερε τα κόλπα στην περιοχή μετά από τόσα ραντεβού με τους μπουρζουάδες. Κόντευε να χαλάσει το στομάχι του με τόσους εσπρέσο, χωρίς την μαλακτική επίδραση του παλιού καλού φραπόγαλου από το Φλοράλ.
Στις γωνίες της Αλωπεκής ήταν ακροβολισμένοι σύντροφοι.
Στην μία ήταν ο Μπίστης, έκανε πως διάβαζε «Αυγή», όμως μόνο έμπειρο μάτι θα διέκρινε τις δυο μικρές τρύπες στο ύψος του τίτλου, που του επέτρεπαν να βλέπει γύρω του μέσα από την εφημερίδα. Παλιά τακτική αντπαρακολούθησης που ακολουθούν οι σύντροφοι ΑΝΕΛ. Στην άλλη γωνία ο Κουράκης με την Γαϊτάνη παρίσταναν το ερωτευμένο ζευγάρι ανταλάσσοντας παθιασμένα φιλιά. Ο Τάσος, για να φτιάξει πειστικό κλίμα, στα ενδιάμεσα της απήγγειλε ψιθυριστά τις «Δαχτυλομπογιές» από το «Ιερωτικόν» του:
«Εγώ σκυφτός -καθώς μπρούμυτα- δαχτυλοαφώ το σώμα της στη μαύρη κάμαρη
Λευκό μπαστούνι ο φαλλός μου χτυπάει την πόρτα του αμετάκλητου
Τυφλώνομαι από το φως του
Ορώ»
Μια καλοντυμένη ένοικος της διπλανής πολυκατοικίας πλησίασε τον Πάνο, του χτύπησε το τζάμι και φορτικά του προσέφερε τζάμπα μια ασπρόμαυρη τηλεόραση και κάτι παλιοσίδερα. Ο Πάνος τσαντισμένος δυνάμωσε την Mποφίλιου στο παλιό pioneer κι έκλεισε το τζάμι.
Ο Αλέξης, βγήκε διακριτικά κι ανήσυχος αλλά ο Κουράκης δίνοντας ένα αργεντίνικο φιλί στην Γαϊτάνη του έγνεψε με τα μάτια πάνω από τον πλαγιασμένο ξυρισμένο κρόταφο της συντρόφισσας πως όλα οκ. Τότε ο Μπίστης άρχισε να σφυρίζει την «Καλίνκα» χορεύοντας καζατσόκ. Ήταν το δικό του διακριτικό καθησυχαστικό σύνθημα.
Ο Αλέξης πήρε βαθιές αναπνοές και χτύπησε συνθηματικά την πόρτα του Salon de bricolage ρίχνοντας πίσω την κουκούλα του παλιού καλού καταληψία.
Η Γιάννα, ο Παναγιώτης, η Μαριάννα κι ο Πάρης τον περίμεναν σε ένα μοναστηριακό δρύινο τραπέζι, στολισμένο διακριτικά με ασημένια κηροπήγια, λίγα κόκκινα γαρύφαλλα, σαν αυτά που είχε πάει στον τάφο της Κόκκινης Ρόζας και λευκές λινές πετσέτες, με κεντημένο το προφίλ του Μαδούρο με κόκκινη κλωστή.
Το κλίμα ήταν θερμό, σαν αξύριστη μασχάλη συντρόφισσας σε κινητοποιήσεις τον Ιούλιο και οικείο, αφού τα είχαν πει και στην Βουλή, όταν ο Νίκος τους σερβίρισε Earl Grey και μπισκότα βουτύρου από το λαϊκό West End του Λονδίνου. Μάταια έψαξε ο Πάντζας στο ελληνικό West End, στο Περιστέρι, αλλά τελικά την παρτίδα έσωσε ο Τσακαλώτος. Είχε κάβα.
Η σιδηρά κυρία μιλούσε μητρικά στον Αλέξη για το πεπρωμένο που την καλεί στον αγώνα κατά των δανειστών, όταν ήρθαν τα ορεκτικά, μαζί με ένα φίνο λευκό της Γάνδης, σοδιάς 1978, όταν η συντρόφισσα χαλυβούργαινα είχε unibrow.
Η Γιάννα, για να χαλαρώσει λίγο το κλίμα έπιασε το μάγουλο του Αλέξη με τα καλοδουλεμένα από τόσο personal δάχτυλα - τανάλιες και του έδωσε ένα μικρό τρυφερό μπατσάκι, λίγο πιο δυνατό από το πρέπον, καθώς εκείνος ρουφούσε ατσούμπαλα την αχινοσαλάτα με το λιλιπούτειο ασημένιο κουταλάκι. Τα ζουμιά πιτσίλισαν το κόκκινο πουκάμισο δώρο του Τσάβες, που φορούσε πάνω από το καταληψιακό φούτερ και κάτω από το σακάκι burberrys και μια υποψία σάρκας αχινού εκσφενδονίστηκε από τα σουφρωμένα χείλη του κατευθείαν απέναντι, στο ημίνεκρο τεντωμένο μάγουλο της Μαριάννας. Το botox, προερχόμενο από στρατιωτικό δηλητήριο, που νεκρώνει τους μύες, δεν επέτρεψε ούτε τόσο δα τρεμούλιασμα. Ο αχινός κατρακύλησε στο μάγουλο - λόφο της Ιβοζίμα, σκάλωσε λίγο σε μια αστοχία του κολαγόνου στην άκρη του στόματος κι έσταξε αδίστακτα πάνω στην αριστερή της γόβα, φτιαγμένη από δέρμα παρθένου αρμαδίλου.΄Ηταν μια μικρή στιγμή αμηχανίας μεταξύ συντρόφων, από την οποία τους λύτρωσε ο Παναγιώτης: «Μαμά, είσαι πιο δυνατή κι απ’ τη Ζωή»...
Ο δίχρονος δικύλινδρος κινητήρας βρυχήθηκε σαν παλιό Sachs μπατίρι τσαντάκια του ’80, βγάζοντας ντουμάνι από γαλάζιο καπνό και λίγες τούφες μαύρο. Ο Πάνος άναψε ένα μαύρο Davidoff με τον παλιό ρουμάνικο αναπτήρα, που είχε σκαλισμένα δεξιά αριστερά τα κεφάλια του Νικολάϊ και της Έλενας Τσαουσέσκου κι έβαλε πρώτη. Ο αναπτήρας ήταν δώρο μιας ρομά συντρόφισσας από την Τιμισοάρα. Είχαν ζήσει καυτές στιγμές κάτω από την λάμπα των 30 Watt στην μικρή σοφίτα της, συζητώντας για το ρουμανικό θαύμα, το τραχιάς ποιότητας αλληλέγγυο χαρτί για την «Αυγή» και την ιστορική επίσκεψη του Μπάμπη Δρακόπουλου μαζί με τον Χρύσανθο στην Βόρεια Κορέα.
Έβαλε σιγανά μια παλιά κασέτα TDK με Μποφίλιου και Στάθη Δρογώση για να ατσαλώσει το φρόνημα.
Κατεβαίνοντας την Κηφισίας, μπορεί να τον προσπερνούσαν κι οι ψηλομύτες οικολόγοι ποδηλάτες, όμως όσο πατούσε το γκάζι, αυτό το αμάξι χιλιόμετρο το χιλιόμετρο τον μεταμόρφωνε. Αυτή η ξινίλα στην έκφραση του, σαν να τον στενεύουν μονίμως τα παπούτσια του ή να του μυρίζουν οι ιδέες του, σιγά – σιγά αντικαταστάθηκε από ένα αληθινό νοσταλγικό χαμόγελο. Οδηγούσε μια κιβωτό του υπαρκτού σοσιαλισμού, χωρίς δισκόφρενα, χωρίς αερόσακους, ανέπνεε καμένα λάδια αλλά αυτή η προλεταριακή αμεσότητα, που κινδύνευε να την χάσει στην Εκάλη και στα σύγχρονα στιβαρά καπιταλιστικά αυτοκίνητα, τον γοήτευε.
Έκανε τον γύρο της Ομόνοιας, κατέβηκε την Πειραιώς κι έστριψε παράνομα στην Κουμουνδούρου. Πέρασε μπροστά από τα γραφεία και συνέχισε στην Ευριπίδου. Παρκάρισε με σβηστά φώτα απέναντι από το μπριζολάδικο του Τέλη και περίμενε σιγοψυθιρίζοντας ένα σουξεδάκι της Μποφίλιου. Κοίταξε με διεθνιστική τρυφερότητα δυο νιγηριανές πουτάνες κι ένα αλβανό σαλεπιτζή που πέρασαν και τότε άκουσε το παπί που αγκομαχούσε στην ανηφόρα.
Ο Νίκος Παπάς φορούσε για ξεκάρφωμα παντόφλες, πακιστανικό σαλβάρι κι ένα κράνος διασταύρωση Adrianne του Α’ ΠΠ με τραγιάσκα, σαν αυτά με το γείσο που φοράνε οι κινέζοι της πλατείας, που κουβαλάνε δώδεκα μεγάλα χαρτοκιβώτια ρούχα με ένα σκούτερ. Σταμάτησε, τσεκάρισε ανήσυχος τα πέριξ κι ο Αλέξης κατέβηκε βιαστικά. Κάτω από το λατρεμένο του σακάκι Burberrys και το κόκκινο πουκάμισο είχε σηκωμένη την κουκούλα από το παλιό του φούτερ. Πρέπει να είσαι κάγκουρας για να φοράς το φούτερ μέσα από το πουκάμισο αλλά ήταν συμβολικό γι’ απόψε. Ήταν ο θώρακας του απέναντι στους πειρασμούς του Κεφαλαίου. Το φορούσε τότε, στις καταλήψεις στην Γκράβα, όταν μοίρασε ακριβοδίκαια τις τυρόπιτες του κυλικείου στα παιδιά. Φαινόταν, είδε από τότε τον θαυμασμό στα μάτια της Περιστέρας, πως ήταν γεννημένος Άη Γιώργης του Μνημονίου. Το είχε.
Μπήκε στο Trabant προσπαθώντας 4 φορές να κλείσει την πόρτα του συνοδηγού. Μάταια. Βρέθηκε να την κρατάει σε όλη την διαδρομή μέχρι την Αλωπεκής στο Κολωνάκι κοιτώντας με απορία την παράξενη έκφραση του Πάνου. Τόσες φορές είπε στον Λαφαζάνη να συμφωνήσουν να το πουλήσουν το παρτάλι, να πάρουν έστω ένα μικρό γιαπωνέζικο, σαν του Φώτη, αλλά ο Παναγιώτης ήταν ανένδοτος.
Ο Νίκος μπήκε προπομπός με το παπί. Ήξερε τα κόλπα στην περιοχή μετά από τόσα ραντεβού με τους μπουρζουάδες. Κόντευε να χαλάσει το στομάχι του με τόσους εσπρέσο, χωρίς την μαλακτική επίδραση του παλιού καλού φραπόγαλου από το Φλοράλ.
Στις γωνίες της Αλωπεκής ήταν ακροβολισμένοι σύντροφοι.
Στην μία ήταν ο Μπίστης, έκανε πως διάβαζε «Αυγή», όμως μόνο έμπειρο μάτι θα διέκρινε τις δυο μικρές τρύπες στο ύψος του τίτλου, που του επέτρεπαν να βλέπει γύρω του μέσα από την εφημερίδα. Παλιά τακτική αντπαρακολούθησης που ακολουθούν οι σύντροφοι ΑΝΕΛ. Στην άλλη γωνία ο Κουράκης με την Γαϊτάνη παρίσταναν το ερωτευμένο ζευγάρι ανταλάσσοντας παθιασμένα φιλιά. Ο Τάσος, για να φτιάξει πειστικό κλίμα, στα ενδιάμεσα της απήγγειλε ψιθυριστά τις «Δαχτυλομπογιές» από το «Ιερωτικόν» του:
«Εγώ σκυφτός -καθώς μπρούμυτα- δαχτυλοαφώ το σώμα της στη μαύρη κάμαρη
Λευκό μπαστούνι ο φαλλός μου χτυπάει την πόρτα του αμετάκλητου
Τυφλώνομαι από το φως του
Ορώ»
Μια καλοντυμένη ένοικος της διπλανής πολυκατοικίας πλησίασε τον Πάνο, του χτύπησε το τζάμι και φορτικά του προσέφερε τζάμπα μια ασπρόμαυρη τηλεόραση και κάτι παλιοσίδερα. Ο Πάνος τσαντισμένος δυνάμωσε την Mποφίλιου στο παλιό pioneer κι έκλεισε το τζάμι.
Ο Αλέξης, βγήκε διακριτικά κι ανήσυχος αλλά ο Κουράκης δίνοντας ένα αργεντίνικο φιλί στην Γαϊτάνη του έγνεψε με τα μάτια πάνω από τον πλαγιασμένο ξυρισμένο κρόταφο της συντρόφισσας πως όλα οκ. Τότε ο Μπίστης άρχισε να σφυρίζει την «Καλίνκα» χορεύοντας καζατσόκ. Ήταν το δικό του διακριτικό καθησυχαστικό σύνθημα.
Ο Αλέξης πήρε βαθιές αναπνοές και χτύπησε συνθηματικά την πόρτα του Salon de bricolage ρίχνοντας πίσω την κουκούλα του παλιού καλού καταληψία.
Η Γιάννα, ο Παναγιώτης, η Μαριάννα κι ο Πάρης τον περίμεναν σε ένα μοναστηριακό δρύινο τραπέζι, στολισμένο διακριτικά με ασημένια κηροπήγια, λίγα κόκκινα γαρύφαλλα, σαν αυτά που είχε πάει στον τάφο της Κόκκινης Ρόζας και λευκές λινές πετσέτες, με κεντημένο το προφίλ του Μαδούρο με κόκκινη κλωστή.
Το κλίμα ήταν θερμό, σαν αξύριστη μασχάλη συντρόφισσας σε κινητοποιήσεις τον Ιούλιο και οικείο, αφού τα είχαν πει και στην Βουλή, όταν ο Νίκος τους σερβίρισε Earl Grey και μπισκότα βουτύρου από το λαϊκό West End του Λονδίνου. Μάταια έψαξε ο Πάντζας στο ελληνικό West End, στο Περιστέρι, αλλά τελικά την παρτίδα έσωσε ο Τσακαλώτος. Είχε κάβα.
Η σιδηρά κυρία μιλούσε μητρικά στον Αλέξη για το πεπρωμένο που την καλεί στον αγώνα κατά των δανειστών, όταν ήρθαν τα ορεκτικά, μαζί με ένα φίνο λευκό της Γάνδης, σοδιάς 1978, όταν η συντρόφισσα χαλυβούργαινα είχε unibrow.
Η Γιάννα, για να χαλαρώσει λίγο το κλίμα έπιασε το μάγουλο του Αλέξη με τα καλοδουλεμένα από τόσο personal δάχτυλα - τανάλιες και του έδωσε ένα μικρό τρυφερό μπατσάκι, λίγο πιο δυνατό από το πρέπον, καθώς εκείνος ρουφούσε ατσούμπαλα την αχινοσαλάτα με το λιλιπούτειο ασημένιο κουταλάκι. Τα ζουμιά πιτσίλισαν το κόκκινο πουκάμισο δώρο του Τσάβες, που φορούσε πάνω από το καταληψιακό φούτερ και κάτω από το σακάκι burberrys και μια υποψία σάρκας αχινού εκσφενδονίστηκε από τα σουφρωμένα χείλη του κατευθείαν απέναντι, στο ημίνεκρο τεντωμένο μάγουλο της Μαριάννας. Το botox, προερχόμενο από στρατιωτικό δηλητήριο, που νεκρώνει τους μύες, δεν επέτρεψε ούτε τόσο δα τρεμούλιασμα. Ο αχινός κατρακύλησε στο μάγουλο - λόφο της Ιβοζίμα, σκάλωσε λίγο σε μια αστοχία του κολαγόνου στην άκρη του στόματος κι έσταξε αδίστακτα πάνω στην αριστερή της γόβα, φτιαγμένη από δέρμα παρθένου αρμαδίλου.΄Ηταν μια μικρή στιγμή αμηχανίας μεταξύ συντρόφων, από την οποία τους λύτρωσε ο Παναγιώτης: «Μαμά, είσαι πιο δυνατή κι απ’ τη Ζωή»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου