Κι ενώ η εκκλησία καθώς και η εξουσία αρνούνται πεισματικά να πάρουν θέση στον δημόσιο διάλογο που έχει ανοίξει με αφορμή την πολιτική ορκωμοσία της κυβέρνησης,
την ώρα μάλιστα που εκατέρωθεν έχουν παλαιότερα τοποθετηθεί ή και συζητήσει το θέμα, – ο μεν Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έχοντας κάνει το πρώτο βήμα με πρόταση για αλλαγή του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας ήδη από το 2013, ο δε αναπληρωτής υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, έχοντας την ίδια χρονιά προτείνει την ριζοσπαστική πρόταση πληρωμής των κληρικών από το ποίμνιο – το ερώτημα παραμένει. Έχει έρθει η ώρα για διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, κι αν ναι, προς ποια κατεύθυνση, σε τι βάσεις, και κατά πόσο αυτό θα αποβεί σωτήριο ή καταστροφικό και για τις δύο πλευρές;
Με σκοπό να ακούσουμε τις υπάρχουσες απόψεις και όσο το δυνατόν να τις αποσαφηνίσουμε, θέσαμε τα ερωτήματα αυτά, σε πολιτικούς, εκκλησιαστικούς και επιστημονικούς εκπροσώπους. Αν και δεν μας απάντησαν όλοι, παρακάτω παραθέτουμε τις απόψεις όσων είχαν την τόλμη της γνώμης τους. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την συγκριτική παράθεση των απόψεων και των πεπραγμένων, βαραίνουν τον κάθε αναγνώστη.
Πεπραγμένα
«Σε μια εποχή που σε όλα διενεργούνται μεταρρυθμίσεις, πρέπει και εμείς να αναρωτηθούμε τί χρειάζεται να γίνει, όσον αφορά στις εσωτερικές δομές μας, ώστε να μπορέσουμε να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να απαντήσουμε έμπρακτα σε κάθε πρόκληση που μας απευθύνεται με έμμεσο ή άμεσο τρόπο» φαίνεται να δήλωνε το 2013, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, όπως αναμετέδιδε το πρακτορείο εκκλησιαστικών ειδήσεων, ζητώντας για πρώτη φορά εδώ και αρκετές δεκαετίες, αλλαγή του Καταστατικού Χάρτη και παράλληλα θέτοντας μια σειρά από σημαντικά και ιδιαίτερα ευαίσθητα ερωτήματα για τον πυρήνα της εκκλησιαστικής διοίκησης.
Την ίδια χρονιά, και συγκεκριμένα 22 με 23 Ιανουαρίου, ο νυν Αναπληρωτής Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, κ. Τάσος Κουράκης, διατύπωνε την άποψη, υπεραμυνόμενος μάλιστα αυτής, της κατάργησης της μισθοδοσίας των ιερέων από το κράτος, σε συνέδριο με θέμα «Εκκλησία και Αριστερά», που διοργάνωνε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Συμπλήρωνε μάλιστα την άποψή του με μια εναλλακτική πρόταση, σύμφωνα με την οποία θα μπορούσε να επιβληθεί ειδικός φόρος, ο οποίος θα αποδίδεται στην Εκκλησία από όσους πολίτες δηλώνουν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ούτως ώστε να πληρώνονται οι Ιερείς.
«Προτείνουμε να καταργηθεί η μισθοδοσία των ιερέων από το κράτος. Είναι προφανές ότι, όταν ζητούμε τον διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, δεν νοείται μισθοδοσία ιερέων οποιασδήποτε θρησκείας ή δόγματος από την Πολιτεία. Θα έλεγα ότι εάν αυτό είναι δύσκολο να γίνει, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε μια εναλλακτική πρόταση. Η εναλλακτική πρόταση είναι να επιβληθεί ειδικός φόρος σε όσους πολίτες δηλώνουν κατά την υποβολή της φορολογικής τους δήλωσης ότι είναι χριστιανοί ορθόδοξοι και ο οποίος θα αποδίδεται στην Εκκλησία. Σε αυτή την περίπτωση οι πολίτες θα πρέπει να είναι απολύτως ενημερωμένοι ότι η δήλωσή τους ότι είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι συνεπάγεται την επιβολή αυτού του φόρου. Πρέπει να σας πω ότι αυτή η λύση δεν είναι καινοφανής, δεν την ανακάλυψε ο ΣΥΡΙΖΑ. Πάρα πολλές αστικές δημοκρατίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μισθοδοτούν τους κληρικούς. Πιο συγκεκριμένα, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ιρλανδία) δεν τους μισθοδοτούν διόλου, έχουν όμως επιβάλει τον λεγόμενο «εκκλησιαστικό φόρο» , που τον καταβάλλουν οι δεδηλωμένοι πιστοί και τον αποδίδει το κράτος στις αντίστοιχες Εκκλησίες. Πρέπει να σας πω, ότι η Αγγλία περιορίζεται αποκλειστικώς και μόνο στο να συντηρεί με κρατική δαπάνη τους ναούς που έχουν χαρακτηριστεί ιστορικά μνημεία. Στη δε Γαλλία, όχι μόνον δεν μισθοδοτούνται οι κληρικοί, αλλά και η πάσης φύσεως επιχορήγηση προς τις Εκκλησίες απαγορεύεται ρητά από το Σύνταγμα» ήταν οι τότε δηλώσεις του σημερινού Αναπληρωτή Υπουργού.
Ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας συνιστά μία μεταφορική περιγραφή της απόστασης της σχέσης μεταξύ της οργανωμένης θρησκείας και του εθνικού κράτους.Αν και η ιδέα του διαχωρισμού έχει υιοθετηθεί σε αρκετά κράτη, οι βαθμίδες του διαχωρισμού διαφέρουν κατά περίπτωση κι εξαρτώνται από την ισχύουσα νομική δομή και την κρατούσα άποψη όσον αφορά στη σωστή σχέση μεταξύ θρησκείας και πολιτικής. Η βαθμίδα διαχωρισμού ανά τον κόσμο άλλωστε ποικίλλει τόσο, ώστε να συναντούνται από παραδείγματα απόλυτου διαχωρισμού, επιβεβλημένα από το Σύνταγμα, όπως λόγου χάρη στη Σιγκαπούρη, μέχρι την επιβολή μίας επίσημης θρησκείας με απόλυτη απαγόρευση οποιασδήποτε άλλης, όπως στις Μαλδίβες.
Δυστυχώς το θέμα της σχέσης Εκκλησίας-Κράτους στην Ελλάδα δεν αποδεικνύεται πρόσφατο. Κάθε φορά δε που έρχεται στο προσκήνιο, οι διάφορες φωνές που ακούγονται τείνουν να χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως «λαϊκισμός, ψηφοθηρία, πελατειακές σχέσεις, σύγκρουση οικονομικών συμφερόντων, θρησκοληψία, θρησκευτικά αχρωμάτιστο κράτος,καταπάτηση των κανόνων Χριστιανικής Ηθικής, κατάργηση του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» και πολλά άλλα.
Η πρώτη προσπάθεια καθορισμού των σχέσεων χρονολογείται με την ίδρυση του πρώτου Ελληνικού κράτους. Η εκκλησία είναι κάτω από την απόλυτη κυριαρχία του βασιλέως. Ο εναγκαλισμός όμως, φαίνεται πως είναι αρκετά ασφυχτικός αφού πολύ σύντομα το αίτημα αποσαφήνισης των σχέσεων και απεγκλωβισμού της εκκλησίας από το κράτος έρχεται από την εκκλησία εν έτει 1850. Έκτοτε οι φωνές κάνουν λόγο για το πολιτικό πελατειακό σύστημα που ανδρώνεται το 19ο αιώνα το οποίο δράττεται της ευκαιρίας και ελέγχει την ψήφο των λαϊκών μέσα από τον λόγο των κληρικών. Οι «κακές γλώσσες» δεν παύουν να αναφέρουν παραδείγματα Μητροπολιτών που εκλέγονται ή παύονται αναλόγως των κομματικών πεποιθήσεών τους.
Κραυγαλέο παράδειγμα μη διακριτών ορίων στις μεταξύ τους σχέσεις αποτελεί ο αφορισμός του Ελ . Βενιζέλου. Με τον εθνικό διχασμό, το Δεκέμβριο του 1916, η εκκλησία αναθεματίζει τον Ελ.Βενιζέλο. Στην Αθήνα, παρουσία της Ιεράς Συνόδου και χιλιάδων πιστών, γίνεται οργανωμένη τελετή στο χώρο του Πολυγώνου – σκάφθηκε ένας λάκκος και πάνω σε ομοίωμα του Βενιζέλου τοποθετήθηκε κρανίο ταύρου στο οποίο οι παρευρισκόμενοι πετούσαν πέτρες – στην οποία εκφωνείται το ανάθεμα «Ελευθερίω Βενιζέλω επιβουλευθέντι την βασιλείαν και την Πατρίδα και καταδιώξαντι και φυλακίσαντι Αρχιερείς, ανάθεμα έστω». «Ανάθεμα εις τον προδότην» είναι ο πηχιαίος τίτλος της εφημερίδας Σκριπ της εποχής που περιγράφει το γεγονός.
Έτκοτε και μέχρι και σήμερα, το ζητημα έρχεται συχνά πυκνά στην επικαιρότητα, με τις συζητήσεις να γίνονται εντονότερες, και τις προτάσεις όπως η διεξαγωγή δημοψηφίσματος σε ενδεχομενη ζήτηση διαχωρισμού, να βρίσκουν όλο και περισσότερους οπαδούς. Συνυπολογιζοντας τα προηγούμενα εύλογα γεννάται το ερώτημα αν ο διαχωρισμός Εκκλησίας Κράτους, είναι εντέλει επιτακτική ανάγκη, και εκατέρωθεν προετοιμάζεται η χειραφέτηση της εκκλησίας καθώς και τί ακριβώς σημαίνει ή προϋοθέτει ο εν λόγω διαχωρισμός. Σε αυτές και άλλες απορίες τοποθετήθηκαν ο βουλευτής Β” Αθηνών, Άδωνις Γεωργιάδης, καθώς και ο δρ. Σωτήρης Μητραλέξης, διευθύνων εταίρος στο Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής (ΙΝΣΠΟΛ) και διδάκτωρ φιλοσοφίας της Freie Universitat Berlin, ο οποίος πρόσφατα, μαζί με τους κυρίους Άγγελο Χρυσόγελου, Χρήστο Χατζημιχαήλ και Γιώργο Κοκκόλη, εξέδωσαν μελέτη του Ινστιτούτου με τίτλο«Απελευθέρωση της Εκκλησίας από το Κράτος: οι σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους και η μελλοντική μετεξέλιξή τους».
- Εκπρόσωποι της εκκλησίας, έκαναν λόγο για προκλητική προβολή της αθεΐας μέσω της πολιτικής ορκωμοσίας της νέας κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, την ίδια ώρα που η Ιερά Σύνοδος με ανακοίνωση της ενημέρωνε τους πιστούς πως κατά την επίσκεψή του κ. Τσίπρα ο Αρχιεπίσκοπος διαβεβαιώθηκε «πως οι σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους με τη νέα κυβέρνηση θα είναι ουσιαστικότερες και πιο αναβαθμισμένες από ποτέ». Ποια είναι η δική σας γνώμη για το ζήτημα; Μπορεί να μεταφραστεί η πολιτική ορκωμοσία ως το πρώτο βήμα ενός μελλοντικού διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας, όπως ακούστηκε και σήμανε πράγματι μια προκλητική προβολή της αθεΐας;
Σ.Μ.: Η εκκλησία εκπροσωπείται από την Ιερά Σύνοδο (τις συνοδικές αποφάσεις της ιεραρχίας) και, ενίοτε, από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ή την Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Εξ όσων γνωρίζω, δεν υπήρξε καμία απολύτως ανακοίνωση για την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης, πόσω δε μάλλον καταγγελία της.
Επιφυλάσσομαι να απαντήσω στην δεύτερη ερώτησή σας, αφού όπως θα φανεί ακολούθως υπάρχει μεγάλη σύγχυση ως προς το τι σημαίνει «χωρισμός εκκλησίας-κράτους». Μιλάμε συνεχώς γι’ αυτό σαν να είναι αυτονόητο, ενώ μπορεί να σημαίνει τα πιο διαφορετικά πράγματα.
Α.Γ: Όχι, δεν νομίζω ότι ήταν ένα πρώτο βήμα για τον διαχωρισμό. Ήταν μια προσωπική επιλογή του πρωθυπουργού σύμφωνη με τα προσωπικά του πιστεύω, αλλωστε η κυβέρνηση δεν έδωσε μόνο πολιτικό όρκο όπως είδαμε. Ήταν μια κίνηση στα πλαίσια της ανεξιθρησκίας, κατοχυρωμένη από το Σύνταγμά μας και φυσικά προσωπική επιλογή. Δεν θεωρώ ότι υπήρξε προκλητική προβολή της αθεΐας, εγώ προσωπικά πιστεύω ότι θα ήταν περίεργο από τον κ. Τσίπρα να ορκιστεί με θρησκευτικό όρκο καθώς ο ίδιος έχει δηλώσει άθεος πολλές φορές, Θα ήταν δείγμα υποκρισίας. Αντιθέτως με ενόχλησε πάρα πολύ η παρουσία του στο Άγιον Όρος ή η παρουσία του στην τελετή των Φώτων, κατά την προεκλογική περίοδο, ήταν υποκριτική αφού πήγε μόνο για να μαζέψει ψήφους...
Περισσότερα ΕΔΩ
την ώρα μάλιστα που εκατέρωθεν έχουν παλαιότερα τοποθετηθεί ή και συζητήσει το θέμα, – ο μεν Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έχοντας κάνει το πρώτο βήμα με πρόταση για αλλαγή του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας ήδη από το 2013, ο δε αναπληρωτής υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, έχοντας την ίδια χρονιά προτείνει την ριζοσπαστική πρόταση πληρωμής των κληρικών από το ποίμνιο – το ερώτημα παραμένει. Έχει έρθει η ώρα για διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, κι αν ναι, προς ποια κατεύθυνση, σε τι βάσεις, και κατά πόσο αυτό θα αποβεί σωτήριο ή καταστροφικό και για τις δύο πλευρές;
Με σκοπό να ακούσουμε τις υπάρχουσες απόψεις και όσο το δυνατόν να τις αποσαφηνίσουμε, θέσαμε τα ερωτήματα αυτά, σε πολιτικούς, εκκλησιαστικούς και επιστημονικούς εκπροσώπους. Αν και δεν μας απάντησαν όλοι, παρακάτω παραθέτουμε τις απόψεις όσων είχαν την τόλμη της γνώμης τους. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την συγκριτική παράθεση των απόψεων και των πεπραγμένων, βαραίνουν τον κάθε αναγνώστη.
Πεπραγμένα
«Σε μια εποχή που σε όλα διενεργούνται μεταρρυθμίσεις, πρέπει και εμείς να αναρωτηθούμε τί χρειάζεται να γίνει, όσον αφορά στις εσωτερικές δομές μας, ώστε να μπορέσουμε να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να απαντήσουμε έμπρακτα σε κάθε πρόκληση που μας απευθύνεται με έμμεσο ή άμεσο τρόπο» φαίνεται να δήλωνε το 2013, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, όπως αναμετέδιδε το πρακτορείο εκκλησιαστικών ειδήσεων, ζητώντας για πρώτη φορά εδώ και αρκετές δεκαετίες, αλλαγή του Καταστατικού Χάρτη και παράλληλα θέτοντας μια σειρά από σημαντικά και ιδιαίτερα ευαίσθητα ερωτήματα για τον πυρήνα της εκκλησιαστικής διοίκησης.
Την ίδια χρονιά, και συγκεκριμένα 22 με 23 Ιανουαρίου, ο νυν Αναπληρωτής Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, κ. Τάσος Κουράκης, διατύπωνε την άποψη, υπεραμυνόμενος μάλιστα αυτής, της κατάργησης της μισθοδοσίας των ιερέων από το κράτος, σε συνέδριο με θέμα «Εκκλησία και Αριστερά», που διοργάνωνε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Συμπλήρωνε μάλιστα την άποψή του με μια εναλλακτική πρόταση, σύμφωνα με την οποία θα μπορούσε να επιβληθεί ειδικός φόρος, ο οποίος θα αποδίδεται στην Εκκλησία από όσους πολίτες δηλώνουν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ούτως ώστε να πληρώνονται οι Ιερείς.
«Προτείνουμε να καταργηθεί η μισθοδοσία των ιερέων από το κράτος. Είναι προφανές ότι, όταν ζητούμε τον διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, δεν νοείται μισθοδοσία ιερέων οποιασδήποτε θρησκείας ή δόγματος από την Πολιτεία. Θα έλεγα ότι εάν αυτό είναι δύσκολο να γίνει, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε μια εναλλακτική πρόταση. Η εναλλακτική πρόταση είναι να επιβληθεί ειδικός φόρος σε όσους πολίτες δηλώνουν κατά την υποβολή της φορολογικής τους δήλωσης ότι είναι χριστιανοί ορθόδοξοι και ο οποίος θα αποδίδεται στην Εκκλησία. Σε αυτή την περίπτωση οι πολίτες θα πρέπει να είναι απολύτως ενημερωμένοι ότι η δήλωσή τους ότι είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι συνεπάγεται την επιβολή αυτού του φόρου. Πρέπει να σας πω ότι αυτή η λύση δεν είναι καινοφανής, δεν την ανακάλυψε ο ΣΥΡΙΖΑ. Πάρα πολλές αστικές δημοκρατίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μισθοδοτούν τους κληρικούς. Πιο συγκεκριμένα, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ιρλανδία) δεν τους μισθοδοτούν διόλου, έχουν όμως επιβάλει τον λεγόμενο «εκκλησιαστικό φόρο» , που τον καταβάλλουν οι δεδηλωμένοι πιστοί και τον αποδίδει το κράτος στις αντίστοιχες Εκκλησίες. Πρέπει να σας πω, ότι η Αγγλία περιορίζεται αποκλειστικώς και μόνο στο να συντηρεί με κρατική δαπάνη τους ναούς που έχουν χαρακτηριστεί ιστορικά μνημεία. Στη δε Γαλλία, όχι μόνον δεν μισθοδοτούνται οι κληρικοί, αλλά και η πάσης φύσεως επιχορήγηση προς τις Εκκλησίες απαγορεύεται ρητά από το Σύνταγμα» ήταν οι τότε δηλώσεις του σημερινού Αναπληρωτή Υπουργού.
Ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας συνιστά μία μεταφορική περιγραφή της απόστασης της σχέσης μεταξύ της οργανωμένης θρησκείας και του εθνικού κράτους.Αν και η ιδέα του διαχωρισμού έχει υιοθετηθεί σε αρκετά κράτη, οι βαθμίδες του διαχωρισμού διαφέρουν κατά περίπτωση κι εξαρτώνται από την ισχύουσα νομική δομή και την κρατούσα άποψη όσον αφορά στη σωστή σχέση μεταξύ θρησκείας και πολιτικής. Η βαθμίδα διαχωρισμού ανά τον κόσμο άλλωστε ποικίλλει τόσο, ώστε να συναντούνται από παραδείγματα απόλυτου διαχωρισμού, επιβεβλημένα από το Σύνταγμα, όπως λόγου χάρη στη Σιγκαπούρη, μέχρι την επιβολή μίας επίσημης θρησκείας με απόλυτη απαγόρευση οποιασδήποτε άλλης, όπως στις Μαλδίβες.
Δυστυχώς το θέμα της σχέσης Εκκλησίας-Κράτους στην Ελλάδα δεν αποδεικνύεται πρόσφατο. Κάθε φορά δε που έρχεται στο προσκήνιο, οι διάφορες φωνές που ακούγονται τείνουν να χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως «λαϊκισμός, ψηφοθηρία, πελατειακές σχέσεις, σύγκρουση οικονομικών συμφερόντων, θρησκοληψία, θρησκευτικά αχρωμάτιστο κράτος,καταπάτηση των κανόνων Χριστιανικής Ηθικής, κατάργηση του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» και πολλά άλλα.
Η πρώτη προσπάθεια καθορισμού των σχέσεων χρονολογείται με την ίδρυση του πρώτου Ελληνικού κράτους. Η εκκλησία είναι κάτω από την απόλυτη κυριαρχία του βασιλέως. Ο εναγκαλισμός όμως, φαίνεται πως είναι αρκετά ασφυχτικός αφού πολύ σύντομα το αίτημα αποσαφήνισης των σχέσεων και απεγκλωβισμού της εκκλησίας από το κράτος έρχεται από την εκκλησία εν έτει 1850. Έκτοτε οι φωνές κάνουν λόγο για το πολιτικό πελατειακό σύστημα που ανδρώνεται το 19ο αιώνα το οποίο δράττεται της ευκαιρίας και ελέγχει την ψήφο των λαϊκών μέσα από τον λόγο των κληρικών. Οι «κακές γλώσσες» δεν παύουν να αναφέρουν παραδείγματα Μητροπολιτών που εκλέγονται ή παύονται αναλόγως των κομματικών πεποιθήσεών τους.
Κραυγαλέο παράδειγμα μη διακριτών ορίων στις μεταξύ τους σχέσεις αποτελεί ο αφορισμός του Ελ . Βενιζέλου. Με τον εθνικό διχασμό, το Δεκέμβριο του 1916, η εκκλησία αναθεματίζει τον Ελ.Βενιζέλο. Στην Αθήνα, παρουσία της Ιεράς Συνόδου και χιλιάδων πιστών, γίνεται οργανωμένη τελετή στο χώρο του Πολυγώνου – σκάφθηκε ένας λάκκος και πάνω σε ομοίωμα του Βενιζέλου τοποθετήθηκε κρανίο ταύρου στο οποίο οι παρευρισκόμενοι πετούσαν πέτρες – στην οποία εκφωνείται το ανάθεμα «Ελευθερίω Βενιζέλω επιβουλευθέντι την βασιλείαν και την Πατρίδα και καταδιώξαντι και φυλακίσαντι Αρχιερείς, ανάθεμα έστω». «Ανάθεμα εις τον προδότην» είναι ο πηχιαίος τίτλος της εφημερίδας Σκριπ της εποχής που περιγράφει το γεγονός.
Έτκοτε και μέχρι και σήμερα, το ζητημα έρχεται συχνά πυκνά στην επικαιρότητα, με τις συζητήσεις να γίνονται εντονότερες, και τις προτάσεις όπως η διεξαγωγή δημοψηφίσματος σε ενδεχομενη ζήτηση διαχωρισμού, να βρίσκουν όλο και περισσότερους οπαδούς. Συνυπολογιζοντας τα προηγούμενα εύλογα γεννάται το ερώτημα αν ο διαχωρισμός Εκκλησίας Κράτους, είναι εντέλει επιτακτική ανάγκη, και εκατέρωθεν προετοιμάζεται η χειραφέτηση της εκκλησίας καθώς και τί ακριβώς σημαίνει ή προϋοθέτει ο εν λόγω διαχωρισμός. Σε αυτές και άλλες απορίες τοποθετήθηκαν ο βουλευτής Β” Αθηνών, Άδωνις Γεωργιάδης, καθώς και ο δρ. Σωτήρης Μητραλέξης, διευθύνων εταίρος στο Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής (ΙΝΣΠΟΛ) και διδάκτωρ φιλοσοφίας της Freie Universitat Berlin, ο οποίος πρόσφατα, μαζί με τους κυρίους Άγγελο Χρυσόγελου, Χρήστο Χατζημιχαήλ και Γιώργο Κοκκόλη, εξέδωσαν μελέτη του Ινστιτούτου με τίτλο«Απελευθέρωση της Εκκλησίας από το Κράτος: οι σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους και η μελλοντική μετεξέλιξή τους».
- Εκπρόσωποι της εκκλησίας, έκαναν λόγο για προκλητική προβολή της αθεΐας μέσω της πολιτικής ορκωμοσίας της νέας κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, την ίδια ώρα που η Ιερά Σύνοδος με ανακοίνωση της ενημέρωνε τους πιστούς πως κατά την επίσκεψή του κ. Τσίπρα ο Αρχιεπίσκοπος διαβεβαιώθηκε «πως οι σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους με τη νέα κυβέρνηση θα είναι ουσιαστικότερες και πιο αναβαθμισμένες από ποτέ». Ποια είναι η δική σας γνώμη για το ζήτημα; Μπορεί να μεταφραστεί η πολιτική ορκωμοσία ως το πρώτο βήμα ενός μελλοντικού διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας, όπως ακούστηκε και σήμανε πράγματι μια προκλητική προβολή της αθεΐας;
Σ.Μ.: Η εκκλησία εκπροσωπείται από την Ιερά Σύνοδο (τις συνοδικές αποφάσεις της ιεραρχίας) και, ενίοτε, από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ή την Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Εξ όσων γνωρίζω, δεν υπήρξε καμία απολύτως ανακοίνωση για την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης, πόσω δε μάλλον καταγγελία της.
Επιφυλάσσομαι να απαντήσω στην δεύτερη ερώτησή σας, αφού όπως θα φανεί ακολούθως υπάρχει μεγάλη σύγχυση ως προς το τι σημαίνει «χωρισμός εκκλησίας-κράτους». Μιλάμε συνεχώς γι’ αυτό σαν να είναι αυτονόητο, ενώ μπορεί να σημαίνει τα πιο διαφορετικά πράγματα.
Α.Γ: Όχι, δεν νομίζω ότι ήταν ένα πρώτο βήμα για τον διαχωρισμό. Ήταν μια προσωπική επιλογή του πρωθυπουργού σύμφωνη με τα προσωπικά του πιστεύω, αλλωστε η κυβέρνηση δεν έδωσε μόνο πολιτικό όρκο όπως είδαμε. Ήταν μια κίνηση στα πλαίσια της ανεξιθρησκίας, κατοχυρωμένη από το Σύνταγμά μας και φυσικά προσωπική επιλογή. Δεν θεωρώ ότι υπήρξε προκλητική προβολή της αθεΐας, εγώ προσωπικά πιστεύω ότι θα ήταν περίεργο από τον κ. Τσίπρα να ορκιστεί με θρησκευτικό όρκο καθώς ο ίδιος έχει δηλώσει άθεος πολλές φορές, Θα ήταν δείγμα υποκρισίας. Αντιθέτως με ενόχλησε πάρα πολύ η παρουσία του στο Άγιον Όρος ή η παρουσία του στην τελετή των Φώτων, κατά την προεκλογική περίοδο, ήταν υποκριτική αφού πήγε μόνο για να μαζέψει ψήφους...
Περισσότερα ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου