Ήταν μια φορά και έναν καιρό μια αδερφή που είχε βάλει στο μάτι τον Mήτσο. Το τι του έταζε άλλο πράμα:
Και έλα καλέ μου και θα σε πάω ταξίδια. Να δεις Mήτσο μου θα πάμε στη Νέα Υόρκη και θα κάνουμε τα ψώνια μας.Στα ώπα ώπα θα σε έχω κτλ Τέλοσπάντων, με το ένα και με το άλλο μετά από πολύ ψηστήρι, τον πείθει η αδερφή τον Μήτσο και κανονίζουν ταξίδι για Νέα Υόρκη.Μπαίνουν στο αεροπλάνο, καλοτρώνε και μετά καθώς νυχτώνει, έρχεται η γνωστή ώρα που σβήνουν τα φώτα και ανεβαίνουν οι κουβερτούλες για ύπνο.Έλα όμως που την αδερφή την πιάσανε οι κάψες της… και αρχίζει χαμηλόφωνα:
– Έλα Μητσάκο μου σε θέλω εδώ και τώραααααα
-Τι λες μωρή είσαι με τα καλά σου θα μας πάρουνε χαμπάρι, θα γίνουμε ρεζίλι των σκυλιών!
– Αχ υπερβολές χρυσό μου κοίτα να δεις, όλοι κοιμούνται κανείς δεν θα μας πάρει είδηση.Θα στο αποδείξω μάλιστα!
Και αρχίζει η αδερφή να ξεφωνίζει “Ε ΚΑΛΕ ΒΟΗΘΕΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ ΠΝΙΓΟΜΑΙ ΛΊΓΟ ΝΕΡΟ”
Μετά από κανένα τρίλεπτο καμμία ανταπόκριση…
-Είδες που σου τα ‘λεγα!
Και αρχίζουν πάνω στα καθίσματα…έλα μου όμως που εκεί κοντά μετά από λίγο ξύπνησε μια γριά
Λέει η γριά στον άντρα της “Διονυσάκη μου ξεράθηκε το στοματάκι μου θα μου παραγγείλεις λίγη πορτοκαλαδίτσα;”
“Βρε σκάσε μωρή” απαντά ψυθιριστά ο γέρος
“Μα σε παρακαλώ την έχω ανάγκη”
“Βρε σκάσε που σου λέω ο άλλος λίγο νερό ζήτησε και τον γ@μ@νε ένα τέταρτο!!!
Και έλα καλέ μου και θα σε πάω ταξίδια. Να δεις Mήτσο μου θα πάμε στη Νέα Υόρκη και θα κάνουμε τα ψώνια μας.Στα ώπα ώπα θα σε έχω κτλ Τέλοσπάντων, με το ένα και με το άλλο μετά από πολύ ψηστήρι, τον πείθει η αδερφή τον Μήτσο και κανονίζουν ταξίδι για Νέα Υόρκη.Μπαίνουν στο αεροπλάνο, καλοτρώνε και μετά καθώς νυχτώνει, έρχεται η γνωστή ώρα που σβήνουν τα φώτα και ανεβαίνουν οι κουβερτούλες για ύπνο.Έλα όμως που την αδερφή την πιάσανε οι κάψες της… και αρχίζει χαμηλόφωνα:
– Έλα Μητσάκο μου σε θέλω εδώ και τώραααααα
-Τι λες μωρή είσαι με τα καλά σου θα μας πάρουνε χαμπάρι, θα γίνουμε ρεζίλι των σκυλιών!
– Αχ υπερβολές χρυσό μου κοίτα να δεις, όλοι κοιμούνται κανείς δεν θα μας πάρει είδηση.Θα στο αποδείξω μάλιστα!
Και αρχίζει η αδερφή να ξεφωνίζει “Ε ΚΑΛΕ ΒΟΗΘΕΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ ΠΝΙΓΟΜΑΙ ΛΊΓΟ ΝΕΡΟ”
Μετά από κανένα τρίλεπτο καμμία ανταπόκριση…
-Είδες που σου τα ‘λεγα!
Και αρχίζουν πάνω στα καθίσματα…έλα μου όμως που εκεί κοντά μετά από λίγο ξύπνησε μια γριά
Λέει η γριά στον άντρα της “Διονυσάκη μου ξεράθηκε το στοματάκι μου θα μου παραγγείλεις λίγη πορτοκαλαδίτσα;”
“Βρε σκάσε μωρή” απαντά ψυθιριστά ο γέρος
“Μα σε παρακαλώ την έχω ανάγκη”
“Βρε σκάσε που σου λέω ο άλλος λίγο νερό ζήτησε και τον γ@μ@νε ένα τέταρτο!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου