Τρεις ηλικιωμένοι συζητούν στο πάρκο για τα γεράματά τους:
– Καταραμένα γεράματα να πάρει ο διάολος!
Χτες έρχεται η εγγονούλα μου με το βιβλίο της και με ρωτάει: “Τι σημαίνει αυτό που γράφει εδώ παππού;” και δεν μπορούσα να τη βοηθήσω γιατί πια δεν βλέπω καλά… δεν βλέπω… εγώ που ήμουν αϊτός, στο κυνήγι πάντα ο καλύτερος δεν έχανα ούτε κοτσύφι… αααχ.. δεινόν το γήρας…
– Ααα να δείτε εγώ τι έπαθα χτες… πάω να ανέβω τα σκαλιά στο ΙΚΑ γιατί είχε χαλάσει το ασανσέρ και στον πρώτο όροφο λαχάνιασα, άναψα και τα πόδια μου δεν με βαστούσαν! Ποιος, εγώ που ήμουν αθλητής μεγάλος και έτρεχα μαραθώνιους έτσι για προθέρμανση και τώρα δεν μπορώ να ανέβω τις σκάλες να πάρει…
– Αααχ να δείτε εμένα τι μου’ τυχε προχτές… Είχε έρθει σπίτι η Σβετλάνα να καθαρίσει και τη βλέπω να ανεβαίνει στο σκαμπό να ξεσκονίσει τα πάνω ράφια της βιβλιοθήκης… εε πάω από κάτω και την τσιμπάω και την αρχίζω στα χαδάκια και τα παιχνιδάκια και τότε γυρνάει και μου λέει πονηρά..
“Κύριε Λεονίντα πάλι;;; είναι η τρίτη φορά σήμερα!!!”
– Τί έχω πάθει ρε παλικάρια… δεν θυμάμαι πια… ξεχνάω!
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου