Κατά πόσο όμως αληθεύει αυτό; Μπορεί ο έρωτας να οδηγήσει όντως στην τρέλα; Kαι εν πάση περιπτώσει ποιος είπε ότι οι μεγάλοι έρωτες εκτυλίσσονται μόνο σε σκηνές ρομαντικών κομεντί και σε σελίδες ερωτικών μυθιστορημάτων;
Μία περίπτωση ενός τέτοιου ανθρώπου που υποστηρίζει πως έφτασε στα όρια της «τρέλας» και υποσχέθηκε να κάνει οτιδήποτε περνάει από το χέρι του μόνο και μόνο «για να κρατάει για πάντα το χέρι της καλής του», είναι ο Γιάννης Κουφόπουλος.
Ο Γιάννης είναι ένας νεαρός από το Κιάτο Κορινθίας που είδε τη ζωή του να αλλάζει από τη μία στιγμή στην άλλη όταν άρπαξε τη τσάντα μιας περαστικής. Βρέθηκε λοιπόν στη φυλακή γιατί όπως υποστηρίζει το μόνο που ήθελε ήταν να είναι μαζί με την αγαπημένη του και να της προσφέρει οικονομική ασφάλεια.
Σήμερα, σε ηλικία μόλις 25 ετών, έχοντας αποφυλακιστεί από τον Κορυδαλλό, προσπαθεί σταδιακά να πατήσει ξανά στα πόδια του, να βρει μια δουλειά, και να χτίσει τη ζωή του από την αρχή.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, όπως εξάλλου μας τα περιέγραψε ο ίδιος.
Σήμερα, σε ηλικία μόλις 25 ετών, έχοντας αποφυλακιστεί από τον Κορυδαλλό, προσπαθεί σταδιακά να πατήσει ξανά στα πόδια του, να βρει μια δουλειά, και να χτίσει τη ζωή του από την αρχή.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, όπως εξάλλου μας τα περιέγραψε ο ίδιος.
Όλα ξεκίνησαν στα 21 του. Η κατάσταση στο σπίτι του δεν ήταν απλά φορτική αλλά πολλές φορές άγγιζε τα όρια της τακτικής ενδοοικογενειακής βίας.
«Οι φίλοι μου ήταν πιο ελεύθεροι από εμένα. Εμένα ο πατέρας μου ήταν αυταρχικός, με χτυπούσε συχνά. “Αν γουστάρεις να κάνεις ό,τι σου καπνίσει να πας να βρεις μια δουλειά”, μου έλεγε συνέχεια. Έτσι ξεκίνησα να δουλεύω σε ένα μπαράκι. Πίστευε ότι έτσι θα με βάλει στο σωστό δρόμο. Για κάποια χρόνια δούλευα σε κέντρα διασκέδασης και συντηρούμουν μόνος μου», αφηγείται ο ίδιος.
Η νύχτα όμως, ήταν απ’ ότι φαίνετα η αρχή του κακού. Στο μπαρ που ξεκίνησε να δουλεύει ο Γιάννης τα ναρκωτικά «έκοβαν βόλτες» πιο συχνά και από τους θαμώνες του μαγαζιού. Και εκείνος θέλοντας να ξεφύγει από τα οικογενειακά του προβλήματα που τον καταδίωκαν άρχισε να κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών.
«Ο πατέρας μου χτυπούσε τη μάνα μου και η μάνα μου ήταν και αυτή τοξικομανής. Εκείνος δούλευε και η μάνα μου χανόταν στα ναρκωτικά και στο αλκοόλ. Υπήρχαν φορές που έρχονταν φίλοι και μου έλεγαν να πάω να μαζέψω τη μάνα μου από τις παραλίες που την έβρισκαν σε κώμα», λέει και ο τόνος της φωνής του είναι τόσο νηφάλιος που σε κάνει να απορείς αν όντως όλα αυτά έχουν συμβεί στον ίδιο ή σε κάποιον γνωστό του. Τα γαλαζοπράσινα μάτια του ωστόσο είναι σαν καθρέπτες στους οποίους αντικατοπτρίζεται ολοφάνερα η ενοχή που νιώθει για όσα θα μπορούσε να έχει αποφύγει.
Ο έρωτας που τον οδήγησε στην «τρέλα»
Στο μπαρ που δούλευε γνώρισε τη «γυναίκα των ονείρων του». Την ήθελε από τη πρώτη στιγμή που την είδε, αλλά πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος για να καταφέρει να την κατακτήσει. Μιλώντας για τον τρόπο που γνωρίστηκαν και παρά τα όσα ισχυρίζεται ότι πέρασε εξαιτίας της τα μάτια του «χαμογελούσαν» ακόμα.
«Έφαγα καψούρα άσχημη. Αρρώστησα. Μου ζήτησε να μένουμε μαζί. Μου ζήτησε να τελειώσω τον Σεπτέμβρη τη σεζόν στη δουλειά, να μαζέψω τα πράγματά μου και να μείνουμε μαζί στην Αθήνα».
«Οι φίλοι μου ήταν πιο ελεύθεροι από εμένα. Εμένα ο πατέρας μου ήταν αυταρχικός, με χτυπούσε συχνά. “Αν γουστάρεις να κάνεις ό,τι σου καπνίσει να πας να βρεις μια δουλειά”, μου έλεγε συνέχεια. Έτσι ξεκίνησα να δουλεύω σε ένα μπαράκι. Πίστευε ότι έτσι θα με βάλει στο σωστό δρόμο. Για κάποια χρόνια δούλευα σε κέντρα διασκέδασης και συντηρούμουν μόνος μου», αφηγείται ο ίδιος.
Η νύχτα όμως, ήταν απ’ ότι φαίνετα η αρχή του κακού. Στο μπαρ που ξεκίνησε να δουλεύει ο Γιάννης τα ναρκωτικά «έκοβαν βόλτες» πιο συχνά και από τους θαμώνες του μαγαζιού. Και εκείνος θέλοντας να ξεφύγει από τα οικογενειακά του προβλήματα που τον καταδίωκαν άρχισε να κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών.
«Ο πατέρας μου χτυπούσε τη μάνα μου και η μάνα μου ήταν και αυτή τοξικομανής. Εκείνος δούλευε και η μάνα μου χανόταν στα ναρκωτικά και στο αλκοόλ. Υπήρχαν φορές που έρχονταν φίλοι και μου έλεγαν να πάω να μαζέψω τη μάνα μου από τις παραλίες που την έβρισκαν σε κώμα», λέει και ο τόνος της φωνής του είναι τόσο νηφάλιος που σε κάνει να απορείς αν όντως όλα αυτά έχουν συμβεί στον ίδιο ή σε κάποιον γνωστό του. Τα γαλαζοπράσινα μάτια του ωστόσο είναι σαν καθρέπτες στους οποίους αντικατοπτρίζεται ολοφάνερα η ενοχή που νιώθει για όσα θα μπορούσε να έχει αποφύγει.
Ο έρωτας που τον οδήγησε στην «τρέλα»
Στο μπαρ που δούλευε γνώρισε τη «γυναίκα των ονείρων του». Την ήθελε από τη πρώτη στιγμή που την είδε, αλλά πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος για να καταφέρει να την κατακτήσει. Μιλώντας για τον τρόπο που γνωρίστηκαν και παρά τα όσα ισχυρίζεται ότι πέρασε εξαιτίας της τα μάτια του «χαμογελούσαν» ακόμα.
«Έφαγα καψούρα άσχημη. Αρρώστησα. Μου ζήτησε να μένουμε μαζί. Μου ζήτησε να τελειώσω τον Σεπτέμβρη τη σεζόν στη δουλειά, να μαζέψω τα πράγματά μου και να μείνουμε μαζί στην Αθήνα».
Και έτσι και έγινε. Έζησαν τρελά ερωτευμένοι μαζί για ενάμιση χρόνο. Ο Γιάννης βρήκε καινούρια δουλειά σε φορτηγό μετακομίσεων και εκείνη δούλευε ως κομμώτρια. Οι δυο τους περνούσαν καλά όσο είχαν οικονομική ευχέρεια. Όταν όμως τα οικονομικά προβλήματα τους χτύπησαν την πόρτα τα πράγματα άλλαξαν ξαφνικά. Το αφεντικό του Γιάννη παρουσίασε καρδιακά προβλήματα και έκλεισε την επιχείρησή του.
«Είχαμε οικονομικά προβλήματα. Ξεκίνησε να με πιέζει. Μου έλεγε: “Σ’ αγαπάω, δε θέλω να χωρίσουμε αλλά δεν μπορώ να ανταπεξέλθω μόνη μου, έχουμε ένα σπίτι”».
«Επί δύο μήνες, τσακωνόμασταν συνέχεια, ώσπου μια μέρα της λέω θα γυρίσω στο πατρικό μου να δουλέψω να μαζέψω κάποια χρήματα και θα έρθω πάλι πίσω».
Ο Γιάννης επέστρεψε στο χωριό του και προσπαθούσε μάταια να βρει δουλειά.«Βρήκα μόνο μια δουλειά αλλά ήταν στην Κρήτη. Ήταν μακριά. Εγώ δεν μπορούσα να αντέξω μερικά χιλιόμετρα μακριά της» λέει, και το βλέμμα στα μάτια του γεμίζει με απόγνωση, προδίδοντας την εξέλιξη της ιστορίας.Τα προβλήματα με τους δικούς μου είχαν γίνει χειρότερα και εκείνη αντί να μου συμπαραστέκεται μου έλεγε ότι αν δεν βρω δουλειά θα με χωρίσει».
Μια από εκείνες τις αναποδιασμένες μέρες του χειμώνα και βιώνοντας όλη αυτή την πίεση που τον χτυπούσε από όλα τα «μέτωπα» ξέσπασε στο ποτό με ολέθρια αποτελέσματα.
«Δεν είχα φράγκο πάνω μου, ούτε 50 λεπτά. Δεν ήθελα να ζητήσω από τους γονείς μου λεφτά ήμουν περήφανος. Στον δρόμο περπατούσε μια καθώς πρέπει κυρία. Και τότε μπήκε ο διάολος μέσα μου. Της άρπαξα την τσάντα κι άρχισα να τρέχω.
Όταν το έκανα σκεφτόμουν ότι δεν πρέπει να χάσω την κοπέλα μου. Νόμιζα ότι αν έκλεβα μια τσάντα που είχε μέσα 1000 ευρώ, 2000 ευρώ, 2 ευρώ θα πήγαινα να της τα έδειχνα και θα της έλεγα: “Κοίτα μάζεψα χρήματα, δούλεψα”».
«Στα 20 μέτρα σταματάω. Γυρίζω πίσω. Άκουγα τη γυναίκα που έκλεψα να ουρλιάζει και ένιωθα τύψεις. Της δίνω την τσάντα, κάθομαι δίπλα της. Εκείνη σοκαρίστηκε, άρχισε να τρέμει. Την παρακάλεσα να μην τρέμει, της εξήγησα ότι είμαι μόλις 21 ετών και αυτό το πράγμα που έκανα είναι ελεεινό. Της ζήτησα μάλιστα να καλέσει την αστυνομία να με συλλάβει. Αυτό έγινε και πήγα μέσα…»
«Είχαμε οικονομικά προβλήματα. Ξεκίνησε να με πιέζει. Μου έλεγε: “Σ’ αγαπάω, δε θέλω να χωρίσουμε αλλά δεν μπορώ να ανταπεξέλθω μόνη μου, έχουμε ένα σπίτι”».
«Επί δύο μήνες, τσακωνόμασταν συνέχεια, ώσπου μια μέρα της λέω θα γυρίσω στο πατρικό μου να δουλέψω να μαζέψω κάποια χρήματα και θα έρθω πάλι πίσω».
Ο Γιάννης επέστρεψε στο χωριό του και προσπαθούσε μάταια να βρει δουλειά.«Βρήκα μόνο μια δουλειά αλλά ήταν στην Κρήτη. Ήταν μακριά. Εγώ δεν μπορούσα να αντέξω μερικά χιλιόμετρα μακριά της» λέει, και το βλέμμα στα μάτια του γεμίζει με απόγνωση, προδίδοντας την εξέλιξη της ιστορίας.Τα προβλήματα με τους δικούς μου είχαν γίνει χειρότερα και εκείνη αντί να μου συμπαραστέκεται μου έλεγε ότι αν δεν βρω δουλειά θα με χωρίσει».
Μια από εκείνες τις αναποδιασμένες μέρες του χειμώνα και βιώνοντας όλη αυτή την πίεση που τον χτυπούσε από όλα τα «μέτωπα» ξέσπασε στο ποτό με ολέθρια αποτελέσματα.
«Δεν είχα φράγκο πάνω μου, ούτε 50 λεπτά. Δεν ήθελα να ζητήσω από τους γονείς μου λεφτά ήμουν περήφανος. Στον δρόμο περπατούσε μια καθώς πρέπει κυρία. Και τότε μπήκε ο διάολος μέσα μου. Της άρπαξα την τσάντα κι άρχισα να τρέχω.
Όταν το έκανα σκεφτόμουν ότι δεν πρέπει να χάσω την κοπέλα μου. Νόμιζα ότι αν έκλεβα μια τσάντα που είχε μέσα 1000 ευρώ, 2000 ευρώ, 2 ευρώ θα πήγαινα να της τα έδειχνα και θα της έλεγα: “Κοίτα μάζεψα χρήματα, δούλεψα”».
«Στα 20 μέτρα σταματάω. Γυρίζω πίσω. Άκουγα τη γυναίκα που έκλεψα να ουρλιάζει και ένιωθα τύψεις. Της δίνω την τσάντα, κάθομαι δίπλα της. Εκείνη σοκαρίστηκε, άρχισε να τρέμει. Την παρακάλεσα να μην τρέμει, της εξήγησα ότι είμαι μόλις 21 ετών και αυτό το πράγμα που έκανα είναι ελεεινό. Της ζήτησα μάλιστα να καλέσει την αστυνομία να με συλλάβει. Αυτό έγινε και πήγα μέσα…»
Όταν ο έρωτας γίνεται εθισμός
Ο έρωτας είναι ένα υπέροχο συναίσθημα που είναι ικανό να μας απογειώσει. Ο εθισμός όμως στον έρωτα μπορεί να αγγίξει τα όρια της διαταραχής με σοβαρές συνέπειες τόσο στην ψυχική, όσο και στην σωματική υγεία. Μπορεί ακόμη να καταλήξει σε αυτοκτονία ή στα λεγόμενα «εγκλήματα πάθους».
«Ακόμη και ο ρομαντικός έρωτας είναι μια μορφή τρέλας. Ο ρομαντικός έρωτας με όλα τα έντονα συναισθήματα που τον συνοδεύουν, έχει αποδειχθεί από νευροχημικές μελέτες και εγκεφαλικές τομογραφίες, πως έχει πολλά κοινά με τη διπολική διαταραχή ή αλλιώς μανιοκατάθλιψη, ενώ από άποψη συμπεριφοράς, έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, ένα είδος νευρωτικής διαταραχής» επισημαίνει, μιλώντας στην HuffPost Greece, η εξειδικευμένη ψυχολόγος, Όλγα Τζουραμάνη.
Ο έρωτας είναι ένα υπέροχο συναίσθημα που είναι ικανό να μας απογειώσει. Ο εθισμός όμως στον έρωτα μπορεί να αγγίξει τα όρια της διαταραχής με σοβαρές συνέπειες τόσο στην ψυχική, όσο και στην σωματική υγεία. Μπορεί ακόμη να καταλήξει σε αυτοκτονία ή στα λεγόμενα «εγκλήματα πάθους».
«Ακόμη και ο ρομαντικός έρωτας είναι μια μορφή τρέλας. Ο ρομαντικός έρωτας με όλα τα έντονα συναισθήματα που τον συνοδεύουν, έχει αποδειχθεί από νευροχημικές μελέτες και εγκεφαλικές τομογραφίες, πως έχει πολλά κοινά με τη διπολική διαταραχή ή αλλιώς μανιοκατάθλιψη, ενώ από άποψη συμπεριφοράς, έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, ένα είδος νευρωτικής διαταραχής» επισημαίνει, μιλώντας στην HuffPost Greece, η εξειδικευμένη ψυχολόγος, Όλγα Τζουραμάνη.
«Αρκετοί άνθρωποι όταν χωρίζουν, βιώνουν συμπτώματα στέρησης. Αυτό δείχνει και μια μελέτη πάνω σε ερωτευμένους και πάνω σε άνδρες και γυναίκες που είχαν κάνει χρήση κοκαΐνης. Όταν οι νευροεπιστήμονες έκαναν σύγκριση στις τομογραφίες του εγκεφάλου τους, βρήκαν ότι πολλές από τις περιοχές που είχαν ενεργοποιηθεί ήταν κοινές», συνεχίζει η κυρία Τζουραμάνη.
Όπως εξηγεί η ψυχολόγος υπάρχει διαφορά μεταξύ του παθιασμένου και του παθολογικού έρωτα. Παρ᾽ όλα αυτά, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα έντονα αισθήματα και το πάθος μπορούν να μετατραπούν σε εμμονή και να κάνουν έναν άνθρωπο να χάσει το μυαλό του.
«Οι άνθρωποι που αποκτούν εμμονή με τον έρωτα έχουν συνήθως χαμηλή αυτοεκτίμηση, έλλειψη ορίων, έλλειψη ψυχικής σταθερότητας, ανασφάλεια και διακατέχονται από τον φόβο της μοναξιάς. Έτσι, αναζητούν κάποιον άλλο για να τους χαρίσει την εκτίμηση και το σεβασμό που χρειάζονται», τονίζει η Όλγα Τζουραμάνη και καταλήγει υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά:
«Το μόνο βέβαιο είναι ότι το ερωτικό πάθος τυφλώνει το δράστη, ο οποίος οδηγείται στα άκρα παραδομένος σε αυθόρμητα και παρορμητικά συναισθήματα, παραβιάζοντας κάθε κανόνα κοινωνικής ζωής και επιτρέποντας στον εαυτό του να γίνει έρμαιο των συναισθημάτων του, που έχουν βέβαια καταστροφικές συνέπειες».
Στο τέλος έμεινε μόνο η τρέλα
Kι αν διαβάζοντας το παραπάνω κείμενο αναρωτηθήκατε τι απέγινε τελικά ο ερωτοχτυπημένος Γιάννης, ο ίδιος μας λέει χωρίς κανέναν ενδοιασμό ότι από την ημέρα που αποφυλακίστηκε δεν σταματάει να κοιτάζει τις παλιές φωτογραφίες του και να αηδιάζει.
Παρά τις αμφιβολίες και τα καχύποπτα βλέμματα μερικών, εκείνος είναι σίγουρος ότι πλέον λέει ότι έχει βρει ξανά τον εαυτό του και πως αν δεν είχε ερωτευτεί τόσο «τρελά» αυτή την κοπέλα τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί.
Όπως εξηγεί η ψυχολόγος υπάρχει διαφορά μεταξύ του παθιασμένου και του παθολογικού έρωτα. Παρ᾽ όλα αυτά, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα έντονα αισθήματα και το πάθος μπορούν να μετατραπούν σε εμμονή και να κάνουν έναν άνθρωπο να χάσει το μυαλό του.
«Οι άνθρωποι που αποκτούν εμμονή με τον έρωτα έχουν συνήθως χαμηλή αυτοεκτίμηση, έλλειψη ορίων, έλλειψη ψυχικής σταθερότητας, ανασφάλεια και διακατέχονται από τον φόβο της μοναξιάς. Έτσι, αναζητούν κάποιον άλλο για να τους χαρίσει την εκτίμηση και το σεβασμό που χρειάζονται», τονίζει η Όλγα Τζουραμάνη και καταλήγει υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά:
«Το μόνο βέβαιο είναι ότι το ερωτικό πάθος τυφλώνει το δράστη, ο οποίος οδηγείται στα άκρα παραδομένος σε αυθόρμητα και παρορμητικά συναισθήματα, παραβιάζοντας κάθε κανόνα κοινωνικής ζωής και επιτρέποντας στον εαυτό του να γίνει έρμαιο των συναισθημάτων του, που έχουν βέβαια καταστροφικές συνέπειες».
Στο τέλος έμεινε μόνο η τρέλα
Kι αν διαβάζοντας το παραπάνω κείμενο αναρωτηθήκατε τι απέγινε τελικά ο ερωτοχτυπημένος Γιάννης, ο ίδιος μας λέει χωρίς κανέναν ενδοιασμό ότι από την ημέρα που αποφυλακίστηκε δεν σταματάει να κοιτάζει τις παλιές φωτογραφίες του και να αηδιάζει.
Παρά τις αμφιβολίες και τα καχύποπτα βλέμματα μερικών, εκείνος είναι σίγουρος ότι πλέον λέει ότι έχει βρει ξανά τον εαυτό του και πως αν δεν είχε ερωτευτεί τόσο «τρελά» αυτή την κοπέλα τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί.
Όσο για τη γυναίκα που, όπως λέει, τον οδήγησε στη φυλακή, αυτή πια αποτελεί παρελθόν για εκείνον. «Αν θέλεις να αλλάξεις κάτι πρέπει να αλλάξεις τελείως. Όταν θέλεις να αλλάξεις το παρελθόν σου πρέπει να αλλάξεις καθετί που στο θυμίζει. Με πονάει ακόμα αλλά είμαι καλά. Μου ζήτησε μάλιστα να είμαστε πάλι μαζί. Της είπα ότι είναι καλύτερα να μείνουμε μακριά για να ξεχάσω αυτό που έγινε και να στήσω τη ζωή μου από την αρχή».
«Αυτή δεν το δέχτηκε, αντιμετωπίζω μέχρι σήμερα σοβαρό πρόβλημα μαζί της. Αν τα ξαναβρίσκαμε, θα με οδηγούσε ξανά στο ίδιο πράγμα αργά ή γρήγορα. Πέρασα όμορφα μαζί της, αλλά δε θέλω, μου έκανε κακό. Ό,τι μου θυμίζει τα προηγούμενα χρόνια θέλω να το ξεχάσω τελείως», μας εξηγεί συγκινημένος. Και μετά τα μάτια του βουρκώνουν, αυτή τη φορά όμως όχι από θλίψη, αλλά από ανακούφιση που πια νιώθει λιγότερο «τρελός».
«Αυτή δεν το δέχτηκε, αντιμετωπίζω μέχρι σήμερα σοβαρό πρόβλημα μαζί της. Αν τα ξαναβρίσκαμε, θα με οδηγούσε ξανά στο ίδιο πράγμα αργά ή γρήγορα. Πέρασα όμορφα μαζί της, αλλά δε θέλω, μου έκανε κακό. Ό,τι μου θυμίζει τα προηγούμενα χρόνια θέλω να το ξεχάσω τελείως», μας εξηγεί συγκινημένος. Και μετά τα μάτια του βουρκώνουν, αυτή τη φορά όμως όχι από θλίψη, αλλά από ανακούφιση που πια νιώθει λιγότερο «τρελός».
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου