Πεθαίνει ο παππούς του Γιωρίκα και του αφήνει κληρονομιά ένα
αρκετά μεγάλο χωράφι στο χωριό. Πάει ο Γιωρίκας να το δει, περνάει και από το καφενείο του χωριού..
Τον βλέπουν οι συγχωριανοί και αρχίζουν τα συλλυπητήρια.
Στο τέλος η κουβέντα έρχεται και στο χωράφι.
- Να το φυτέψεις ντομάτες, του λέει ένας. Αφού είναι ποτιστικό το χωράφι θα κάνει μεγάλη παραγωγή.
-Άντε ρε που θα βάλει ντομάτες, πετάγεται ένας άλλος. Κρεμμύδια να το βάλεις Γιωρίκα και θα δεις σοδειά.
- Τι λέτε ρε παιδιά του ανθρώπου, πετάγεται ένας τρίτος. Τι ντομάτες και κρεμμύδια. Εγώ Γιωρίκα άμα ήμουν στη θέση σου, θα το περιέφραζα και θα έβαζα κότες.
Ούτε τρεχάματα, ούτε τίποτα.
Φεύγει σκεφτικός ο Γιωρίκας και εξαφανίζεται για ένα διάστημα.
Μετά από πολύ καιρό ξαναπηγαίνει στο καφενείο.
- Τι έγινε ρε Γιωρίκα, τον ρωτάνε. Τι το έκανες το χωράφι;
- Κότες έβαλα παιδιά, τους απαντάει.
-Μπράβο Γιωρίκα, πετάγεται αυτός που είχε ρίξει την ιδέα. Και πως τα πας;
- Τι να σας πω ρε παιδιά...Τζίφος...
... Ή πολύ βαθιά τις έβαλα ή πολύ νερό τους έριξα!!
- Κότες έβαλα παιδιά, τους απαντάει.
-Μπράβο Γιωρίκα, πετάγεται αυτός που είχε ρίξει την ιδέα. Και πως τα πας;
- Τι να σας πω ρε παιδιά...Τζίφος...
... Ή πολύ βαθιά τις έβαλα ή πολύ νερό τους έριξα!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου