Στη ημερήσια εφημερίδα «ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ”, την Μ. Δευτέρα,2 Απριλίου 2018
Για ακόμη ΜΙΑ φορά, μετά το πρόσφατο περιστατικό εμβολισμού του σκάφους του ελληνικού λιμενικού σώματος από την τουρκική ακταιωρό, στη
θαλάσσια περιοχή των Ιμίων, αποδείχθηκε πως η σύγχρονη Τουρκία ουδέποτε απεμπόλησε τις επιθετικές διαθέσεις της.
Φαίνεται πως τα μέσα που χρησιμοποιεί η ελληνική διπλωματία αναχαιτίζουν την επιθετικότητα της Άγκυρας διασφαλίζοντας μεν την ειρήνη, δίχως, ωστόσο, να αποτρέπουν τη διαρκή απειλή μιας ένοπλης σύρραξης στο Αιγαίο και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η Ελλάδα βρίσκεται, εκ νέου, αντιμέτωπη με τους μεγαλοϊδεατισμούς της Τουρκίας, η οποία χαράσσει την υψηλή στρατηγική της, σύμφωνα με την πολιτική «του δυνατού παίχτη».
Αντίθετα, η Ελλάδα χαράσσει τη δική της υψηλή στρατηγική, με γνώμονα το διεθνές δίκαιο και τη θέση της στην ΕΕ.
Η Τουρκία αποτελεί τον κύριο πυλώνα του ΝΑΤΟ, στην Ανατολική Μεσόγειο, λόγο της εγγύτητάς της στην ευρύτερη περιοχή που επιθυμεί να ελέγχει και η «Ρωσική αρκούδα».
Αυτό προσπαθεί να εκμεταλλευτεί ο σουλτάνος Ερτογάν και να δομήσει διπλωματικές σχέσεις με τη Ρωσία.
Αν και το τελευταίο διάστημα διαφαίνεται ότι
αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα με την συνέχιση της ένταξή του στην ΕΕ, η Τουρκία καθίσταται ένας σύμμαχος που διεκδικείται, τόσο από τις δυτικές δυνάμεις, όσο και από τη Μόσχα.
Έτσι γίνεται εύκολα κατανοητό ότι, η Τουρκία μπορεί να εισβάλλει ανενόχλητη στη βόρεια Συρία, να βάλλει κατά των Κούρδων αλλά και να απειλεί την Ελλάδα στο Αιγαίο.
Στον αντίποδα, η χώρα μας ακολουθεί την οδό της “ήπιας συνεννόησης”, επιχειρώντας να τοποθετηθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο απέναντι στον άτακτο γείτονα, έχοντας ως μοναδικό όπλο, το διεθνές δίκαιο.
Η εξέλιξη της ιστορίας των Ιμίων, από το 1996 και μετά, δείχνει ότι η εμμονή της Ελλάδας για λύση με βάση το διεθνές δίκαιο δεν είναι επαρκής και δεν θα έχει αποτελέσματα στον περιορισμό των τουρκικών επεκτατικών βλέψεων.
Η αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, σε θάλασσα, αέρα αλλά και επί των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, δείχνει ότι η εξωτερική πολιτική τους έχει στρατηγική στόχευση την κλιμακούμενη αύξηση των διεκδικήσεών τους, σε βάρος της χώρας μας.
Αν αναλογιστούμε ότι, η Τουρκία έχει προβεί σε αμφισβήτηση της συνθήκη της Λωζάννης, κατανοούμε έμμεσα ότι αμφισβητεί το διεθνές δίκαιο.
Η Ελλάδα από την πλευρά της πρέπει να μείνει πιστή στους κανόνες του διεθνούς δικαίου και παράλληλα πρέπει να οικοδομήσει συμμαχίες με τον περίγυρό της.
Δεν είναι εύκολο, αλλά είναι εφικτό.
Είμαστε μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και αποτελούμε μια αξιόπιστη δύναμη συνεργασίας και σταθερότητας στην περιοχή μας.
Επιπλέον, το τελευταίο διάστημα έχουμε γεωοικονομικούς δεσμούς με την Κίνα.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να στέλνεται ένα σαφές μήνυμα, προς πάσα κατεύθυνση, ότι τα κυριαρχικά μας δικαιώματα δεν είναι υπό διαπραγμάτευση και ότι θα τα υπερασπιστούμε στη βάση μιας Εθνικής Στρατηγικής.
Για ακόμη ΜΙΑ φορά, μετά το πρόσφατο περιστατικό εμβολισμού του σκάφους του ελληνικού λιμενικού σώματος από την τουρκική ακταιωρό, στη
θαλάσσια περιοχή των Ιμίων, αποδείχθηκε πως η σύγχρονη Τουρκία ουδέποτε απεμπόλησε τις επιθετικές διαθέσεις της.
Φαίνεται πως τα μέσα που χρησιμοποιεί η ελληνική διπλωματία αναχαιτίζουν την επιθετικότητα της Άγκυρας διασφαλίζοντας μεν την ειρήνη, δίχως, ωστόσο, να αποτρέπουν τη διαρκή απειλή μιας ένοπλης σύρραξης στο Αιγαίο και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η Ελλάδα βρίσκεται, εκ νέου, αντιμέτωπη με τους μεγαλοϊδεατισμούς της Τουρκίας, η οποία χαράσσει την υψηλή στρατηγική της, σύμφωνα με την πολιτική «του δυνατού παίχτη».
Αντίθετα, η Ελλάδα χαράσσει τη δική της υψηλή στρατηγική, με γνώμονα το διεθνές δίκαιο και τη θέση της στην ΕΕ.
Η Τουρκία αποτελεί τον κύριο πυλώνα του ΝΑΤΟ, στην Ανατολική Μεσόγειο, λόγο της εγγύτητάς της στην ευρύτερη περιοχή που επιθυμεί να ελέγχει και η «Ρωσική αρκούδα».
Αυτό προσπαθεί να εκμεταλλευτεί ο σουλτάνος Ερτογάν και να δομήσει διπλωματικές σχέσεις με τη Ρωσία.
Αν και το τελευταίο διάστημα διαφαίνεται ότι
αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα με την συνέχιση της ένταξή του στην ΕΕ, η Τουρκία καθίσταται ένας σύμμαχος που διεκδικείται, τόσο από τις δυτικές δυνάμεις, όσο και από τη Μόσχα.
Έτσι γίνεται εύκολα κατανοητό ότι, η Τουρκία μπορεί να εισβάλλει ανενόχλητη στη βόρεια Συρία, να βάλλει κατά των Κούρδων αλλά και να απειλεί την Ελλάδα στο Αιγαίο.
Στον αντίποδα, η χώρα μας ακολουθεί την οδό της “ήπιας συνεννόησης”, επιχειρώντας να τοποθετηθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο απέναντι στον άτακτο γείτονα, έχοντας ως μοναδικό όπλο, το διεθνές δίκαιο.
Η εξέλιξη της ιστορίας των Ιμίων, από το 1996 και μετά, δείχνει ότι η εμμονή της Ελλάδας για λύση με βάση το διεθνές δίκαιο δεν είναι επαρκής και δεν θα έχει αποτελέσματα στον περιορισμό των τουρκικών επεκτατικών βλέψεων.
Η αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, σε θάλασσα, αέρα αλλά και επί των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, δείχνει ότι η εξωτερική πολιτική τους έχει στρατηγική στόχευση την κλιμακούμενη αύξηση των διεκδικήσεών τους, σε βάρος της χώρας μας.
Αν αναλογιστούμε ότι, η Τουρκία έχει προβεί σε αμφισβήτηση της συνθήκη της Λωζάννης, κατανοούμε έμμεσα ότι αμφισβητεί το διεθνές δίκαιο.
Η Ελλάδα από την πλευρά της πρέπει να μείνει πιστή στους κανόνες του διεθνούς δικαίου και παράλληλα πρέπει να οικοδομήσει συμμαχίες με τον περίγυρό της.
Δεν είναι εύκολο, αλλά είναι εφικτό.
Είμαστε μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και αποτελούμε μια αξιόπιστη δύναμη συνεργασίας και σταθερότητας στην περιοχή μας.
Επιπλέον, το τελευταίο διάστημα έχουμε γεωοικονομικούς δεσμούς με την Κίνα.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να στέλνεται ένα σαφές μήνυμα, προς πάσα κατεύθυνση, ότι τα κυριαρχικά μας δικαιώματα δεν είναι υπό διαπραγμάτευση και ότι θα τα υπερασπιστούμε στη βάση μιας Εθνικής Στρατηγικής.
Ιμια και Τουρκία: Πολιτική της ισχύος εναντίον του Διεθνούς Δικαίου
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό τον Χρήστο Κέλλα
* Ο Χρήστος Κέλλας είναι βουλευτής Ν. Λάρισας και αν. τομεάρχης Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων της ΝΔ.