Πέρασε ένας περίπου χρόνος από το 1ο Περιφερειακό Συνέδριο για την
Παραγωγική Ανασυγκρότηση στη Δυτική Μακεδονία. Από τότε έχουν γίνει 15 αντίστοιχα συνέδρια σε ολόκληρη την χώρα παρουσία στελεχών της παρούσας κυβέρνησης.
Κατά πρώτο λόγο, αποτελεί πράξη πολιτικού σουρεαλισμού να ακούμε για βιώσιμο, ανταγωνιστικό, και κοινωνικά δίκαιο μοντέλο ανάπτυξης από τους ανθρώπους που «δαιμονοποίησαν» την έννοια της επιχειρηματικότητας και του κέρδους σε αυτή τη χώρα, που «ποινικοποίησαν» πολιτικά την έννοια του ανταγωνισμού, της ιδιωτικής οικονομίας και της αριστείας, που έχουν καταστρέψει τον ελεύθερο επαγγελματία με τους υπέρογκους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές, που επέβαλλαν τα capital controls και έφτασαν το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα στο χείλος του γκρεμού. Να ακούμε για αναπτυξιακό υπόδειγμα και επιστροφή στην κανονικότητα από τους ανθρώπους που λειτουργούσαν ως τροχοπέδη σε κάθε προσπάθεια των προηγούμενων κυβερνήσεων για ουσιαστική έξοδο από την οικονομική κρίση.
Ένα χρόνο μετά, αναζητώ κωδικοποιημένα πρακτικά των Συνεδρίων, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερα να βρω. Τα πρακτικά, απαραίτητο συστατικό κάθε σοβαρού συνεδρίου/ημερίδας/συνάντησης, κωδικοποιούν τις εισηγήσεις των συμμετεχόντων (κάποιες από αυτές υπάρχουν στο διαδίκτυο) και ομαδοποιούν τα βασικά αποτελέσματα/συμπεράσματα του Συνεδρίου, δίνοντας κατευθύνσεις για μελλοντικές προκλήσεις. Κανείς πολίτης δεν υποτιμά τη σημασία της συζήτησης και της επαφής της πολιτικής ηγεσίας με την κοινωνία. Κάθε άλλο. Ωστόσο ο κόσμος έχει βαρεθεί τις επικοινωνιακές «πασαρέλες» και τις γενικολογίες και αναζητά την ουσία στην καθημερινότητά του. Και τα συνέδρια αυτά, κατά την άποψή μου, υπήρξαν απλές κυβερνητικές φιέστες για λόγους επικοινωνίας, φωτογραφιών και εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης. Αυτό το τεκμηριώνω περιγράφοντας την ορθή περιγραφή μιας τέτοιας διαδικασίας.
Ως Περιφερειακό Αναπτυξιακό Συνέδριο θα έπρεπε να εννοείται μια Περιφερειακή Συνάντηση Εργασίας της με αρχή, μέση και τέλος. Σε αυτή να συμμετέχουν όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς της περιοχής (stakeholders με σαφείς και όχι γενικές εισηγήσεις τηρώντας και τον προγραμματισμένο χρόνο. Το Συνέδριο αυτό θα πρέπει να γίνεται π.χ. κάθε 2 χρόνια να έχει προγραμματισμό και απολογισμό, να επιδιώκει την ουσία και όχι το φαίνεσθαι και να δίνει αποκρυσταλλωμένες απαντήσεις σε τρία βασικά ερωτήματα για την Περιφέρεια:
1. Πετύχαμε τους αναπτυξιακούς στόχους της προηγούμενης περιόδου και σε ποιο βαθμό;
2. Τι αναπτυξιακούς στόχους έχουμε για την περιοχή μας για την επόμενη περίοδο (βραχυπρόθεσμους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους);
3. Με ποιο πρόγραμμα δράσεων και σε ποιο χρονοδιάγραμμα θα επιτευχθούν οι στόχοι που τίθενται;
Το πρώτο ερώτημα αναφέρεται σε απολογισμό της προσπάθειας και αναζήτηση εμποδίων και προβλημάτων. Στη βάση αυτού, το δεύτερο ερώτημα προσδιορίζει το αναπτυξιακό πρότυπο και καταγράφει το πλαίσιο στο οποίο συμφωνείται ότι θα κινηθεί η περιοχή στον πρωτογενή, τον δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα αξιοποιώντας τα εγγενή πλεονεκτήματα της και τους διαθέσιμους πόρους (φυσικούς, οικονομικούς και ανθρώπινο κεφάλαιο). Το τρίτο ερώτημα προσδιορίζει ένα πακέτο δράσεων με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, το οποίο δεσμεύονται όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς ότι θα στηρίξουν για το καλό της περιοχής. Δε θα διαφωνούσα ποτέ σε μια τέτοια διαδικασία να συμμετέχουν κυβερνητικά στελέχη, αρκεί να γίνεται για ουσιαστικούς λόγους και όχι για λόγους πολιτικού φαίνεσθαι. Μικρές Περιφερειακές «ΔΕΘ» με γενικές εξαγγελίες δε συμβάλλουν στην ουσιαστική παρεμβατικότητα και στην παραγωγή απτών αποτελεσμάτων με την προώθηση αποκρυσταλλωμένων και εφαρμόσιμων λύσεων για τα προβλήματα της κάθε Περιφέρειας.
Η ανάπτυξη δεν θα έρθει με την υπερφορολόγηση των παραγωγικών κλάδων με στόχο τα επιδόματα και τα βοηθήματα που απλά αποτελούν πολιτικό «εμπόριο ελπίδας». Ανάπτυξη και θέσεις εργασίας σημαίνει πρωτίστως επενδύσεις σε παραγωγικούς τομείς όπου η Ελλάδα έχει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Η βασική προτεραιότητα της χώρας μας θα πρέπει να είναι η προσέλκυση επενδύσεων και η δημιουργία θέσεων εργασίας. Και επενδύσεις σημαίνει πολιτική αξιοπιστία και κοινωνική αξιοκρατία. Χρειάζεται πίστη σε ένα όραμα, στοιχειώδης συναίνεση πάνω σε αυτό και φυσικά μέθοδος και οργάνωση για να το πετύχουμε. Αρκεί να πιστέψουμε λίγο και στις δικές μας δυνάμεις και να βάλουμε το «αναλογούν» μας λιθαράκι, διότι...η χώρα μας αξίζει καλύτερα.
*Ο Δρ. Χρίστος Βλαχοκώστας είναι Μηχανολόγος Μηχανικός, μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος/Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας, Αν. Γραμματέας Αξιολόγησης και Επιμόρφωσης στελεχών της Νέας Δημοκρατίας.
Σωστός
ΑπάντησηΔιαγραφή