Στο χωριό του τον έχουν ως πρότυπο, γιατί παρότι ξεκίνησε από το… μηδέν και έχει πετύχει στη ζωή του πολλά, δεν έχει
λησμονήσει τις ρίζες του και πάντα βοηθά σε ό,τι του ζητηθεί.
Οι εργαζόμενοί του, δεν αισθάνθηκαν ποτέ να τους αντιμετωπίζει σαν… αναλώσιμους, ούτε καν εν μέσω της κρίσης και ως εκ τούτου τον έχουν σε ιδιαίτερη εκτίμηση. Οι προμηθευτές του, μνημονεύουν τον άψογο τρόπο συνεργασίας μαζί του και το γεγονός ότι πληρώνονται στην ώρα τους, ακόμη και τώρα, που το ρευστό στην αγορά είναι ένα είδος σε ανεπάρκεια και άλλοι πελάτες τους, εξοφλούν τις οφειλές τους σε διαστήματα που φτάνουν το χρόνο.
Οι ανταγωνιστές του πάλι, αναφέρονται σε εκείνον με μεγάλο σεβασμό και τον εκτιμούν, αν και αρκετοί θα ήθελαν, αν μπορούσαν, να τον έχουν ήδη εξαγοράσει, γιατί διαθέτει ένα πολύ νοικοκυρεμένο «μαγαζί», με ηγετική παρουσία στη Βόρεια Ελλάδα και όχι μόνο. Οι πελάτες του δε, πολύ δύσκολα επιλέγουν άλλη αλυσίδα για να κάνουν τα ψώνια τους. Δεν είναι τυχαίο ότι σε έρευνες που έχουν γίνει, το ποσοστό αφοσίωσής τους φτάνει στο 64% και είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.
Άνθρωπος απλός και προσιτός, υποδέχθηκε το WE του News247.gr στο «στρατηγείο» του στη Θέρμη Θεσσαλονίκης κι όταν τον ρωτήσαμε πώς ξεκίνησε το επιχειρηματικό του ταξίδι που τον οδήγησε εδώ που είναι σήμερα, μας εκμυστηρεύτηκε με αφοπλιστική ειλικρίνεια πως «έχω τελειώσει μόνο το δημοτικό και μέχρι που πήγα να υπηρετήσω στρατιώτης έκανα όλες τις αγροτικές δουλειές στο χωριό. Πήγα στα χωράφια, φύλαξα πρόβατα και αγελάδες, άρμεξα, κούρεψα, ενώ όταν ήμουν 14 ετών και με έβγαζαν στο βουνό για να βοσκήσω τα ζώα, μόλις έπαιρνε λίγο να νυχτώνει, τραγουδούσα για να μη φοβάμαι».
Από τη γενέτειρά του, το χωριό Άδενδρο, έφυγε σε ηλικία 23 -24 χρόνων, με προορισμό τη Θεσσαλονίκη και το 1964 προσελήφθη στην ΤΡΥΛΕΤ όπου και εργάστηκε ως πωλητής, έως το τέλος Νοεμβρίου του 1969. «Ο μισθός μου τα τρία πρώτα χρόνια, όσο δούλευα στη Θεσσαλονίκη, ήταν 2.800 δραχμές, αλλά στην πραγματικότητα ζούσα με 300 δραχμές το μήνα, γιατί είχα αγοράσει ένα σπίτι με δόσεις και το γραμμάτιο ήταν 2.500 δραχμές. Και αυτό συνεχίστηκε για 2,5 χρόνια», θυμάται. Το δέλεαρ όμως ενός επιπλέον 100άρικου, στο μισθό, έκανε τον νεαρό τότε Μασούτη, να δεχθεί την πρόταση της εταιρείας και να βγει και να δουλέψει, για τα επόμενα 2 χρόνια, ως πωλητής σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα.
«Μέχρι τότε έκανα χονδρική και κάποια στιγμή είχαμε βρεθεί σε μια διαφωνία με τον περιφερειακό διευθυντή της Unilever εδώ, γιατί η πολυεθνική είχε επιλέξει έναν ικανό αριθμό καλών επαγγελματιών, μπακάληδων, από τη Θεσσαλονίκη και τους έδινε έκπτωση 10%. Τον ρώτησα πώς γίνεται εγώ, που γεμίζω ένα φορτηγό με 500 κιβώτια κάθε φορά, να μην έχω την αντίστοιχη έκπτωση και τότε μου απάντησε ότι επίκειται να έρθει στη Θεσσαλονίκη ο Grand της Unilever από την Ευρώπη και πως καλό θα ήταν να ζητήσω να τον συναντήσω. Εγώ τότε ούτε που ήξερα τι σημαίνει Grand, αλλά η επαφή έγινε και ο άνθρωπος αυτός μάλιστα μου είπε πως έχω δίκαιο να διαμαρτύρομαι, γιατί είχε δει ότι έκανα 2-3 φορές περισσότερες πωλήσεις από όλους. Αυτό που πραγματικά με βοήθησε όμως ήταν ότι μου είπε ότι η δουλειά του μέλλοντος είναι η λιανική. Ήταν η μαγική λέξη για εμένα και από την επόμενη μέρα άρχισα να ψάχνω χώρο για να κάνω μαγαζί» εξηγεί ο κ. Μασούτης και παραδέχεται ότι από εκείνη τη συνάντηση «υιοθέτησε» το «Grand» και έκτοτε το αξιοποιεί ως το πρώτο συνθετικό στην επωνυμία “Grand Μασούτης” σε καταστήματά του.
Η αναζήτηση χώρου τελεσφόρησε σχετικά σύντομα και το Σεπτέμβριο του 1976 το πρώτο κατάστημα της Μασούτης, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην οδό Κρυστάλλη, τίθεται σε λειτουργία.
Για περίπου 2 χρόνια ο επιχειρηματίας, όπως τονίζει, προσπαθεί να κρατήσει δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη, αλλά συνειδητοποιεί ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει κι έτσι εγκαταλείπει τη χονδρική και επικεντρώνει στη λιανική.
Το πλάνο αποδίδει και ανοίγει και 2 κατάστημα και έκτοτε ξεκινά ένας κύκλος δυναμικής ανάπτυξης, που συνοδεύεται, όσο περνούν τα χρόνια, με αυτόνομο χτίσιμο δικτύου, εξαγορές άλλων τοπικών αλυσίδων, αλλά και την εμφάνιση πολυεθνικών, όπως οι Continent, Lidl, Aldi κλπ, οι οποίες εντείνουν τον ανταγωνισμό και την πίεση στην αγορά, αλλά ταυτόχρονα δίνουν τη δυνατότητα στη Μασούτης να βελτιωθεί και να μπορέσει να θωρακιστεί.
«Η παρουσία των πολυεθνικών μας βοήθησε για να γίνουμε καλύτεροι, όπως επίσης και να έχουμε και οφέλη σε σχέση με τους προμηθευτές μας. Μέχρι τότε δεν γνωρίζαμε τι θα πει είσοδος, προβολή κλπ», τονίζει χαρακτηριστικά ο κ. Μασούτης, ο οποίος έχει να πει καλές κουβέντες και για τους Έλληνες ανταγωνιστές του: «Ζήλευα τον Μπάρμπα Σπύρο (σ. σ. εννοεί τον αείμνηστο Σκλαβενίτη) το συγχωρεμένο, που δεν άκουσα ποτέ κανέναν άνθρωπο να πει κακή κουβέντα για αυτόν, ενώ και η ανθρωπιά του Κώστα Βερόπουλου δεν υπήρχε πουθενά. Ο τρίτος για τον οποίο έχω να θυμάμαι είναι ο Βασιλόπουλος. Πήγαινα σε εκείνον στην Αθήνα όταν άνοιξα, έκανα φιλίες και προσπαθούσα να μάθω μυστικά της δουλειάς για να βελτιωθώ».
Για τις νεότερες γενιές, ωστόσο, είναι περισσότερο φειδωλός στις κρίσεις του και βγάζει και μια πικρία…
Δρώντας με αυτή τη στρατηγική, η αλυσίδα Μασούτης έχει καταφέρει να αναπτύξει μέχρι σήμερα ένα ευρύτατο δίκτυο με συνολικά 257 καταστήματα στη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Λαμία και εσχάτως και την Εύβοια με τη Χίο, ενώ απασχολεί, αισίως, κάτι λιγότερο από 6.500 εργαζόμενους και, αυτοδίκαια, θεωρείται ο μεγαλύτερος εργοδότης στη Βόρεια Ελλάδα. Το 2014 δε, και παρά τη συνέχιση της οικονομικής κρίσης, η αλυσίδα, ακολουθώντας για μια ακόμη χρονιά ανοδική πορεία στο επίπεδο των οικονομικών της μεγεθών, κατέγραψε αύξηση του κύκλου εργασιών, η αξία του οποίου έφτασε κοντά στα 750 εκατ. ευρώ, όσο και της κερδοφορίας μετά φόρων, που ανήλθε στα 14,3 εκατ. ευρώ.
Η δυναμική των προηγούμενων ετών μάλιστα, συνεχίζεται και φέτος και η αλυσίδα με σταθερά και προσεκτικά βήματα, διαρκώς μεγαλώνει, τονίζει ο επιχειρηματίας. «Στο πρώτο εξάμηνο του 2015, με μεθοδικές κινήσεις που κάναμε, πετύχαμε να είμαστε μέσα στους στόχους, παρά τα πρωτόγνωρα σημάδια προβληματισμού και αβεβαιότητας που υπάρχουν στην αγορά και επηρεάζουν αρνητικά και την καταναλωτική ψυχολογία. Για το δεύτερο μισό του έτους, καταλύτης πιστεύω για την ανατροπή της αρνητικής ψυχολογίας θα είναι το ξεκαθάρισμα του τοπίου στο οικονομικό περιβάλλον κι η αποσαφήνιση της οικονομικής πορείας της χώρας για τα επόμενα χρόνια», είπε χαρακτηριστικά.
Στον επενδυτικό τομέα, αντίστοιχα, για το τρέχον έτος, όπως τονίζεται από την αλυσίδα, το πρόγραμμα ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 20 εκατ. ευρώ και αφορά στη δημιουργία 10 νέων καταστημάτων, καθώς και την ανακαίνιση άλλων πάνω από 10 σημείων πώλησης. Από το σχεδιασμό αυτό ήδη στο πεντάμηνο του 2015 είχε ολοκληρωθεί το 40%, ενώ το υπόλοιπο 60% θα υλοποιηθεί στο εναπομείναν δεύτερο εξάμηνο.
Περισσότερα εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου