Εφόσον κάτι τέτοιο συμβεί, η ΠΓΔΜ θα έχει εκπληρώσει το δικό της σκέλος των συμβατικών της υποχρεώσεων.
Από εκεί και πέρα, το διπλωματικό μπαλάκι θα βρεθεί στο ελληνικό γήπεδο, καθώς η Βουλή των Ελλήνων θα κληθεί, αργά ή γρήγορα, να αποφανθεί για τη Συμφωνία.
Θα μπορούσε, άραγε, να την καταψηφίσει, όπως ζητά σχεδόν σύσσωμη η αντιπολίτευση;
Είναι αλήθεια ότι η εκ των υστέρων απόρριψη της Συμφωνίας των Πρεσπών από ελληνικής πλευράς θα έχει σημαντικό διπλωματικό κόστος για την Αθήνα.
Ωστόσο, δεν θα είναι η πρώτη φορά που η Βουλή των Ελλήνων θα έχει προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια.
Υπάρχουν τουλάχιστον δύο περιπτώσεις, αμφότερες στα μέσα της δεκαετίας του 1920, στις οποίες η εθνική αντιπροσωπεία απέρριψε ισάριθμες Συμφωνίες.
Μάλιστα αυτές οι Συμφωνίες έχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών: και οι δύο είχαν συναφθεί με βόρειους προς την Ελλάδα γείτονες, ενώ και οι δύο άπτονταν –εν συνόλω ή εν μέρει– ζητημάτων εθνικής ταυτότητας σλαβικής καταγωγής κατοίκων της γεωγραφικής Μακεδονίας.
Συνέπιπταν, εξάλλου, μεταξύ και ως προς ένα άλλο σημείο: η απόρριψη και των δύο μεθοδεύθηκε όχι από την κυβέρνηση που τις συνομολόγησε, αλλά από διάδοχα κυβερνητικά σχήματα.
Πρωτόκολλα Πολίτη-Καλφώφ
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1924, οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, Νικόλαος Πολίτης και Χρίστο Καλφώφ αντίστοιχα, κατέθεσαν δύο σχεδόν πανομοιότυπες δηλώσεις στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών.
Με βάσει αυτές, οι δύο κυβερνήσεις δεσμεύονταν να προστατεύουν τους εκατέρωθεν μειονοτικούς πληθυσμούς.
Με τα Πρωτόκολλα Πολίτη-Καλφώφ, όπως έμειναν έκτοτε ευρύτερα γνωστά, η Ελλάδα αναγνώριζε ως βουλγαρική μειονότητα τους σλαβόφωνους κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας.
Τα Πρωτόκολλα προκάλεσαν την άμεση αντίδραση της Γιουγκοσλαβίας.
Στις 14 Νοεμβρίου 1924 το Βελιγράδι προχώρησε στην καταγγελία της ελληνοσερβικής Συνθήκης Συμμαχίας του 1913.
Στο μεταξύ, την κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη, η οποία είχε προχωρήσει στη σύναψη των Πρωτοκόλλων, είχε αντικαταστήσει η κυβέρνηση του Ανδρέα Μιχαλόπουλου.
Υπό το βάρος των ισχυρών γιουγκοσλαβικών πιέσεων, αλλά και σημαντικών πολιτικών αντιδράσεων στο εσωτερικό, ο Μιχαλακόπουλος αναζήτησε έναν εύσχημο τρόπο ανάκλησης της ελληνικής υπογραφής.
Η μεθόδευση που τελικά υιοθετήθηκε ήταν η εισαγωγή των Πρωτοκόλλων προς κύρωση στη Βουλή των Ελλήνων, με πραγματικό σκοπό, όμως, όχι να υπερψηφιστούν, αλλά να απορριφθούν, όπως και έγινε.
Την υπαναχώρηση της Αθήνας αποδέχθηκε τον Ιούνιο του 1925 και το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών.
Ωστόσο, η ελληνική παρασπονδία δεν επέφερε την άμεση βελτίωση των σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία, ενώ παράλληλα, όπως ήταν αναμενόμενο, επιβάρυνε το κλίμα στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις.
Με αφορμή τη σύναψη των Πρωτοκόλλων Πολίτη-Καλφώφ, η Γιουγκοσλαβία διεύρυνε τον κύκλο των απαιτήσεών εις βάρος της Ελλάδας, ζητώντας, μεταξύ άλλων, την επέκταση της ελεύθερης γιουγκοσλαβικής ζώνης στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, την επιβολή καθεστώτος ελληνογιουγκοσλαβικής συγκυριαρχίας στη σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης-Γευγελής, αλλά και την αναγνώριση των σλαβόφωνων κατοίκων της ελληνικής Μακεδονίας ως σερβική μειονότητα.
Ανατροπή Παγκάλου
Οι γιουγκοσλαβικές πιέσεις απέδωσαν καρπούς όταν στην Ελλάδα επιβλήθηκε η δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου.
Επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την υποστήριξη του Βελιγραδίου στα σχέδιά του για την ανάληψη επιθετικής πολεμικής ενέργειας εναντίον της Τουρκίας, ο Πάγκαλος υποχώρησε στο σύνολο των γιουγκοσλαβικών αξιώσεων.
Στις 17 Αυγούστου 1926, σε αντάλλαγμα για την υπογραφή διμερούς Συνθήκης τριετούς διάρκειας, η Ελλάδα αποδέχθηκε διά της υπογραφής της το σύνολο των γιουγκοσλαβικών απαιτήσεων.
Η κατακραυγή που προκάλεσε στην ελληνική κοινή γνώμη η συνομολόγηση των λεγόμενων «παγκαλικών Συμφωνιών» οδήγησε στην άμεση ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος.
Η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη, η οποία σχηματίστηκε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους μετά τη μεσολάβηση εκλογών, με υπουργό Εξωτερικών τον Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, προσπάθησε να πείσει τη Γιουγκοσλαβία για την ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης των Συμφωνιών.
Ενώπιον της άρνησης του Βελιγραδίου, η Αθήνα κατέφυγε σε μεθόδευση παρόμοια με εκείνη που είχε χρησιμοποιήσει και στην περίπτωση των Πρωτοκόλλων Πολίτη-Καλφώφ: τον Αύγουστο του 1927 οι Συμφωνίες κατατέθηκαν από τον Μιχαλακόπουλο προς κύρωση στη Βουλή των Ελλήνων, η οποία, όμως, τις απέρριψε, και μάλιστα ομόφωνα.
Οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις εξομαλύνθηκαν τον Οκτώβριο του 1928 και οριστικά τον Μάρτιο του 1929, μέσω της υπογραφής νέων διμερών Συμφωνιών, οι οποίες, όμως, δεν περιείχαν όρους παρόμοιους με εκείνους των παγκαλικών Συμφωνιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου