Διαβάστε ένα μικρό απόσπασμα από το διήγημα του Αργύρη Παφίλη. Παιδιά από την
Πτολεμαΐδα είχαν την τύχη να τους το διηγηθεί ο ίδιος την Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019 κάτω από το γεφύρι του Αζίζ Αγά, στα πλαίσια προγράμματος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πτολεμαΐδας.
«Το ξεκαλούπωμα άρχισε! Με μεγάλη προσοχή κατέβασαν ένα ένα όλα τα καλούπια και η καμάρα πρόβαλε γυμνή, κατέβηκαν όλοι οι μάστοροι, μόνο η σκαλωσιά έμεινε κάτω από το εσωράχι. Τα τσιράκια έδεσαν τα μουλάρια και συνάχτηκαν δίπλα στους μαστόρους. Η οχλοβοή σταμάτησε, νεκρική ησυχία, μόνο το ποτάμι και τα τζιτζίκια ακούγονται. Όλα τα βλέμματα καρφωμένα πάνω στην καμάρα. Τα λεπτά περνούν, η αγωνία πυρετός. Χτυπούν τα μηλίγγια των μαστόρων και του αγά που δαγκώνει την άκρη των χειλιών του. Σαν πέρασε ένα μισάωρο δύο αρχικάλφες, ο μαστρο-Αναγνώστης και ο μαστρο-Γούλας ανεβαίνουν στην κορυφή του τόξου, πάνω στο κλειδί και ελέγχουν όλες τις πλευρές του. Γυρίζει προς τον κόσμο ο μαστρο-Αναγνώστης φέρνει τις χούφτες του σαν χωνί στο στόμα και φωνάζει με όλη του τη δύναμη!
-Το γιοφύρι του Αζίζ Αγά, στέριωσεεεε! Τρέξτε να φωνάξ’τε τον πρωτομάστοραααα! Και λύθηκε η χαρά κι όρμησε πάνω στους ανθρώπους σαν ποταμού πλημμύρα, σαν δροσιά βουνίσιου αέρα, σαν τον χαρμόσυνο ήχο της καμπάνας στην Ανάσταση!
Μαζί με τον πρωτομάστορα ήρθαν και τα πετροχελίδονα πετούν σπαθοκοπούν τον αέρα, ανεβαίνουν απότομα, κατεβαίνουν ξυστά πάνω από το ποτάμι, περνούν και ξαναπερνούν κάτω από την καμάρα τιτιβίζοντας.
Το γεφύρι άπλωνε το τρίτοξο πέτρινο κορμί του και ακουμπούσε άφοβα στις όχθες του Βενέτικου, κομψό, πανέμορφο! Ήρθε και στάθηκε απέναντι λες κι ήθελε να αναμετρηθεί μαζί του.
- Είναι τεράστιο, πανύψηλο, ξεχειλίζει από μεγαλοπρέπεια είπε, ξεχειλίζοντας κι αυτός από χαρά, περηφάνια, συγκίνηση.
Γυρνώντας προς τη Γόργιανη έκανε το σταυρό του και με βήματα αργά ανέβηκε στη ράχη του.
-Λοιπόν αγά μου, τι λες;
-Δεν θα σε ρωτήσω τι έφτεε γιατί όλο αυτόν τον καιρό παρακολουθούσα από κοντά την τέχνη σου, τον αγώνα σου και πόση ευαισθησία κρύβεις στην ψυχή σου. Είσαι πρωτομαΐστορας –καλλιτέχνης. Ήμουν σίγουρος για το αποτέλεσμα, γεια στα χέρια σου, γεια στα χέρια όλων των μαστόρων. Όσο για τα πικρά μου λόγια ξέχνατα, όλα μέλι γάλα, αφερίμ’ κάλφα μ’ αφερίμ’ και του βαλε στα χέρια του ένα κουτί με πουγκιά γεμάτα γρόσια! Άιντε χαλάλι σου ακόμα και τον φόρο στον μεϊμάρ-μπαση του Γιαννίνου εγώ θα τον πλερώσω. Α, και να σου πω κι ένα κρυφό, την μυστική σας γλώσσα, τα κουδαρίτ’κα έ, τα καταλαβαίνω, χρόνια στο κουρμπέτ΄ μαΐστορα είπε γελώντας τρανταχτά και γεμάτος από ικανοποίηση ο Αζίζ.
Το γλέντι ξεκίνησε, τα σφαχτά τσιτσιρίζουν στις σούβλες, σαν τα νερά του Βενέτικου ρέει το παλιό ζαλοβίτικο κρασί, οι γυναίκες ετοιμάζουν το τραπέζι, κόβουν σε φέτες τα σπιτίσια μοσχομύριστα ψωμιά, γεμίζουν τα πιάτα με πεντανόστημους μεζέδες, πίτες και μυρωδάτο βλάχικο τυρί.
Τα όργανα με τις παλμικές λαλιές τους, τα τραγούδια και τα νουμπέτια στραγγίζουν τα φυλλοκάρδια.
“Ωρέ το μαύρο το μαντίλι που δένεις στα μαλλιά
Να μην το ξαναδέσεις ζουρλαίνεις τα παιδιά.
Μεράκλωσαν, οι άνθρωποι και πιάστηκαν χέρι με χέρι, τρεις δίπλες ο χορός και η σκόνη σύννεφο!
Ένας τσομπάνος κρατώντας ένα μικρό αρνί στην αγκαλιά, στο χέρι ένα μακρύ ραβδί με λυγισμένη σε άγκιστρο την άκρη, ανεβαίνει την ράχη του γεφυριού, ξωπίσω του ακολουθεί το κοπάδι. Γέμισε ο τόπος από τα βελάσματα, τα κυπροκούδουνα, τα τροκάνια και τα σουρίσματα του τσοπάνη κι όλοι οι ήχοι μαζί ανακατεύονται γλυκά, μονιασμένοι κι ανεβαίνουν πάνω από το γεφύρι του Αζίζ αγά κι απλώνονται στην κοιλάδα του υποταγμένου πια Βενέτικου και φτάνουν ως απάνω στην Πέτρα Ζιάνι και το Σινάπι.»
Αργύρης Παφίλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου