Γράφει ο Θόδωρος Κλωνάρας
-Μπάρμπα φέρε μια γύρα.
Ο Μητσάρας μόλις είχε κάτσει.
Μετά τον πρώτο χαιρετισμό με την παρέα, παράγγειλε μια γύρα μπύρες για τον ίδιο και την παρέα. Η πλατεία φωταγωγημένη ανέδιδε τη ζεστή μπόχα του Αυγούστου από την τσιμεντένια επιφάνεια της παρά την περασμένη ώρα. Στο καφενείο ένα τραπέζι με πέντε- έξι άτομα. Τα άλλα δύο καφενεία είχαν αντίστοιχο κόσμο.Τέλη Αυγούστου και ο κόσμος έτρεχε να μαζέψει το ούτσι*. Πλησίαζε και το πανηγύρι. Φέτος η χρονιά ήταν πιο δύσκολη λόγω και του σεισμού. Ο κόσμος κοιμόταν σε τσαντίρια , αμάξια. Φοβόταν. Όλη μέρα στο χωράφι και το βράδυ δεν μπορούσαν να ισιώσουν καν το κορμί τους. Ο σεισμός είχε αφήσει εμφανή σημάδια και στα κτήρια του χωριού με πρώτο και καλύτερο το Μοναστήρι του Αϊ Ταξιάρχη. Είχαν βέβαια μπει τα πρώτα ξύλινα υποστυλώματα.
-Ήρθαν και οι μπύρες, ζέστα σήμερα ε!
-Άναψαν οι πέτρες!
-Τελειώνετε;
-Κανα δυό μέρες ακόμα, μέχρι το Πανήρ’.
Το πανηγύρι 5-6 Σεπτεμβρίου έπρεπε όλοι να είναι τελειωμένοι για να μπορούν να γιορτάσουν χωρίς άγχος . Ήταν και θέμα καιρού. Από Μάρτη, καλοκαίρι και από Αύγουστο, χειμώνα …
Η κουβέντα άναψε, η παρέα διαφωνούσε για διάφορα θέματα, λογομαχούσε. Στην συζήτηση έμπαινε και ο καφετζής. Δίπλα η γυναίκα του συχνά – πυκνά τον μάλωνε:
-Δεν ξερ’ς εσύ, άσε τα παιδιά να πουν. Όταν επέμενε τον τσιγκλούσε κρυφά στο πόδι. Στο τέλος του πετούσε μέσα από τα δόντια της:
-Μούλωνε…μούλωνε…
Πέρασαν εικοσιπέντε χρόνια. Η καφετζού συγχωρέθηκε . Τα ξύλα από τα υποστυλώματα στην Μονή σάπισαν. Κατέρρευσε και ο νότιος περίβολος. Οι υποσχέσεις έρχονται και πάνε. Και φέτος θα φάμε το λάχανο με κρέας, θα γκρινιάξουμε, θα ακούσουμε ευχές από διάφορα «μύλλα»**.
Αλλά εγώ τέτοια εποχή ξανακούω: «… μούλωνε… μούλωνε…».***
Θόδωρος Κλωνάρας
-Μπάρμπα φέρε μια γύρα.
Ο Μητσάρας μόλις είχε κάτσει.
Μετά τον πρώτο χαιρετισμό με την παρέα, παράγγειλε μια γύρα μπύρες για τον ίδιο και την παρέα. Η πλατεία φωταγωγημένη ανέδιδε τη ζεστή μπόχα του Αυγούστου από την τσιμεντένια επιφάνεια της παρά την περασμένη ώρα. Στο καφενείο ένα τραπέζι με πέντε- έξι άτομα. Τα άλλα δύο καφενεία είχαν αντίστοιχο κόσμο.Τέλη Αυγούστου και ο κόσμος έτρεχε να μαζέψει το ούτσι*. Πλησίαζε και το πανηγύρι. Φέτος η χρονιά ήταν πιο δύσκολη λόγω και του σεισμού. Ο κόσμος κοιμόταν σε τσαντίρια , αμάξια. Φοβόταν. Όλη μέρα στο χωράφι και το βράδυ δεν μπορούσαν να ισιώσουν καν το κορμί τους. Ο σεισμός είχε αφήσει εμφανή σημάδια και στα κτήρια του χωριού με πρώτο και καλύτερο το Μοναστήρι του Αϊ Ταξιάρχη. Είχαν βέβαια μπει τα πρώτα ξύλινα υποστυλώματα.
-Ήρθαν και οι μπύρες, ζέστα σήμερα ε!
-Άναψαν οι πέτρες!
-Τελειώνετε;
-Κανα δυό μέρες ακόμα, μέχρι το Πανήρ’.
Το πανηγύρι 5-6 Σεπτεμβρίου έπρεπε όλοι να είναι τελειωμένοι για να μπορούν να γιορτάσουν χωρίς άγχος . Ήταν και θέμα καιρού. Από Μάρτη, καλοκαίρι και από Αύγουστο, χειμώνα …
Η κουβέντα άναψε, η παρέα διαφωνούσε για διάφορα θέματα, λογομαχούσε. Στην συζήτηση έμπαινε και ο καφετζής. Δίπλα η γυναίκα του συχνά – πυκνά τον μάλωνε:
-Δεν ξερ’ς εσύ, άσε τα παιδιά να πουν. Όταν επέμενε τον τσιγκλούσε κρυφά στο πόδι. Στο τέλος του πετούσε μέσα από τα δόντια της:
-Μούλωνε…μούλωνε…
Πέρασαν εικοσιπέντε χρόνια. Η καφετζού συγχωρέθηκε . Τα ξύλα από τα υποστυλώματα στην Μονή σάπισαν. Κατέρρευσε και ο νότιος περίβολος. Οι υποσχέσεις έρχονται και πάνε. Και φέτος θα φάμε το λάχανο με κρέας, θα γκρινιάξουμε, θα ακούσουμε ευχές από διάφορα «μύλλα»**.
Αλλά εγώ τέτοια εποχή ξανακούω: «… μούλωνε… μούλωνε…».***
Θόδωρος Κλωνάρας
* Ούτσι: τα τελευταία φύλλα κοντά στο λουλούδι του καπνού
**Μύλλον: ελνστ. μύλλ(ον) `το χείλι΄
*** μουλώνω [mulóno] Ρ1α αόρ. και μούλωξα, απαρέμφ. και μουλώξει : (προφ.) μένω ακίνητος, αδρανής ή σιωπηλός, συνήθ. στις εκφράσεις το ~, δε μιλάω. μούλωσέ το, μη μιλάς.Πηγήhttp://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%BC%CE%BF%CF%85%CE%BB%CF%8E%CE%BD&dq=
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου