Γράφει ο Βαλαάς Αϋτζάν Γιλμάζ -Οικονομολόγος, πρ. διευθυντής τσιμεντοβιομηχανίας Άγκυρας
Το όνομά μου είναι Αϋτζάν Γιλμάζ (Aycan Yilmaz). Γεννήθηκα το 1949 στην
Τουρκία, στο χωριό Γεσίλμπουρτς (παλιό όνομα Τένεϊ) της επαρχίας Νίγδης της Καππαδοκίας.
Οι πρόγονοι μας έφυγαν με την ανταλλαγή το 1924 από την Ελλάδα στην Τουρκία και έμειναν στο Γεσίλμπουρτς. Ο πατέρας μου Φεχμί γεννήθηκε το 1921 στο χωριό Κρίφτσι (νέο όνομα Κιβωτός) των Γρεβενών και όταν έφυγε με την ανταλλαγή (1924) από την Ελλάδα στην Τουρκία ήταν 3 χρονών. Η μητέρα μου Μελικέ γεννήθηκε στην Τουρκία, στο Γεσίλμπουρτς, από γονείς που έφυγαν, επίσης, από το Κρίφτσι.
Την ελληνική γλώσσα έμαθα από τους γονείς μου, ως μητρική γλώσσα, αλλά με τη μορφή του τοπικού γλωσσικού ιδιώματος των Γρεβενών και όχι την καθομιλουμένη ελληνική. Επίσης, δεν ήξερα να γράφω και να διαβάζω ελληνικά. Για το σκοπό αυτό φοίτησα αργότερα σε σχολείο της Άγκυρας πέντε μήνες και έτσι έμαθα να γράφω και να διαβάζω ελληνικά.
Μεγάλωσα στο Γεσίλμπουρτς και έμεινα εκεί μέχρι 18 χρονών. Το 1967 έφυγα για σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας, όπου σπούδασα τέσσερα χρόνια οικονομικά και πήρα το πτυχίο μου το 1971. Το 1972 άρχισα να εργάζομαι ως επιθεωρητής στην εταιρεία ÇİTOSAN, μια μεγάλη εταιρεία τσιμέντου του κράτους, που είχε πάνω από 30 εργοστάσια σε όλη την Τουρκία και τα κεντρικά γραφεία της οποίας ήταν στην Άγκυρα. Το 1987 έγινα γενικός διευθυντής στο Εργοστάσιο του Τσιμέντου της Άγκυρας μέχρι το 2011, οπότε συνταξιοδοτήθηκα. Σήμερα μένω στην Άγκυρα. Είμαι παντρεμένος και έχω δύο παιδιά και δύο εγγόνια.
Οι πρόγονοι μας ήταν μουσουλμάνοι και μιλούσαν μόνο ελληνικά. Δεν ήξεραν να μιλήσουν τουρκικά. Εγώ ως 7 χρονών δεν ήξερα τουρκικά και όταν άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο τότε έμαθα τα τουρκικά.
Οι ελληνόφωνοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν στην περιοχή του άνω Αλιάκμονα (Βόϊο – Γρεβενά), στα χωριά των Γρεβενών και στα χωριά της Νεάπολης (Ανασελίτσας) ονομάζονταν από τους χριστιανούς Βαλαάδες. Οι Βαλαάδες στην Τουρκία αποκαλούνται μεταξύ τους «πατριότ», δηλαδή πατριώτες, συμπατριώτες.
Πριν από την ανταλλαγή ήταν 52 μουσουλμανικά χωριά στην περιοχή του άνω Αλιάκμονα. Οι μουσουλμάνοι με την ανταλλαγή έφυγαν το 1924 στην Τουρκία. Οι μουσουλμάνοι που έφυγαν από τα χωριά της Νεάπολης (26 χωριά) εγκαταστάθηκαν στο Kumburgaz (Κουμπουργκάζ), Sılıvrı (Σηλύβρια), Çatalca (Τσατάλτζα) και στο Büyükcekmece (Μπουγιούκτσεκμετζέ – Αθύρας) της Πόλης. Οι μουσουλμάνοι που έφυγαν από τα χωριά των Γρεβενών εγκαταστάθηκαν στο Aydın (Αϊδίνιο), Bursa (Προύσα), Antalya (Αττάλεια), Isparta (Σπάρτη), Burdur (Μπουρντούρ), Denizli (Ντενιζλί – Λαοδίκεια), İzmir (Σμύρνη), Eskişehir (Εσκήσεχιρ – Δορύλαιο) και στην Νίγδη της Καππαδοκίας.
Με την ανταλλαγή περίπου 13000 μουσουλμάνοι έφυγαν στην Τουρκία. Περίπου 7330 μουσουλμάνοι έφυγαν από τα χωριά της Νεάπολης και περίπου 5630 μουσουλμάνοι έφυγαν από τα χωριά των Γρεβενών. Δηλαδή, οι μουσουλμάνοι διασκορπίστηκαν σε πολλούς τόπους στην Τουρκία.
Πολλοί από τους απογόνους των Βαλαάδων ζούν σήμερα σε διάφορα μέρη της Τουρκίας και μιλούν ελληνικά, με την προφορά της Δυτικής Μακεδονίας. Ενδεικτικό είναι ότι αποκαλούν τη γλώσσα τους «ρουμέϊκα».
Οι Μουσουλμάνοι και οι Έλληνες Χριστιανοί ζούσαν στην Ελλάδα πολύ καλά μαζί και δεν είχαν προβλήματα. Το 2001 όταν ήρθα πρώτη φορά στην Ελλάδα πήγα στο χωριό Ντοβρούνιστα (καινούριο όνομα Κληματάκι) που ήταν γειτονικό με το Κρίφτσι. Σε αυτό το χωριό συναντήθηκα με μια ηλικιωμένη γυναίκα, που ήταν 90 χρονών και πάνω, τη Χρυσάνθη Παπαβραμίδου (πέθανε το 2003). Αυτή η γυναίκα μού είπε ότι στην ανταλλαγή ήταν 16 – 17 χρονών, ότι με τους παππούδες μας περνούσαν πολύ καλά και ότι, όταν άρχισε η Ανταλλαγή, όλοι οι Χριστιανοί κάτοικοι του χωριού Ντοβρούνιστα πήγαν 20 χλμ. μέχρι τη Σιάτιστα για αποχαιρετισμό των οικογενειών μας, που έγινε με αγκαλιές και σε κλίμα συγκίνησης.
Οι Έλληνες που ήρθαν από την Ανατολία στο Κρίφτσι έζησαν 6 μήνες μαζί με τους δικούς μας. Οι Έλληνες ήξεραν μόνο τουρκικά και τα ελληνικά τα έμαθαν αργότερα. Οι δικές μας οικογένειες ήξεραν μόνο ελληνικά. Ζούσαν όμως μαζί χωρίς προβλήματα. Σήμερα στο χωριό Κρίφτσι όσοι είναι άνω των 70 ετών γνωρίζουν τουρκικά.
Οι παππούδες μας έλεγαν ότι πριν έρθουν στο χωριό μας με την ανταλλαγή οι Έλληνες Ορθόδοξοι από τη Μικρά Ασία, στο Κρίφτσι δεν ήξεραν ούτε τον καφέ, ούτε το τσάι (το ευρωπαϊκό, όχι του βουνού), ούτε την χαρτοπαιξία. Οι οικογένειές μας έμαθαν από τους Έλληνες πρόσφυγες να πίνουν τσάι και καφέ. Επίσης, στα καφενεία έμαθαν από τους Έλληνες να παίζουν χαρτιά.
Πριν την ανταλλαγή πολλές κοπέλες πήγαιναν σε γειτονικά μουσουλμανικά χωριά για να παντρευτούν. Από το Κρίφτσι είχαν πάει πολλά κορίτσια ως νύφες στα γύρω χωριά και από τα άλλα χωριά να ήρθαν πολλά κορίτσια νύφες στο Κρίφτσι.
Πήγα στην Αρχεία του Κράτους της Τουρκικής Δημοκρατίας και έκανα έρευνα και έμαθα ότι οι οικογένειες μας, όταν έφυγαν από το Κρίφτσι, άφησαν σπίτια, αχυρώνες, αχούρια, στάβλους, αμπέλια, περιβόλια, χωράφια και ζώα.
efkozani.gr
Το όνομά μου είναι Αϋτζάν Γιλμάζ (Aycan Yilmaz). Γεννήθηκα το 1949 στην
Τουρκία, στο χωριό Γεσίλμπουρτς (παλιό όνομα Τένεϊ) της επαρχίας Νίγδης της Καππαδοκίας.
Οι πρόγονοι μας έφυγαν με την ανταλλαγή το 1924 από την Ελλάδα στην Τουρκία και έμειναν στο Γεσίλμπουρτς. Ο πατέρας μου Φεχμί γεννήθηκε το 1921 στο χωριό Κρίφτσι (νέο όνομα Κιβωτός) των Γρεβενών και όταν έφυγε με την ανταλλαγή (1924) από την Ελλάδα στην Τουρκία ήταν 3 χρονών. Η μητέρα μου Μελικέ γεννήθηκε στην Τουρκία, στο Γεσίλμπουρτς, από γονείς που έφυγαν, επίσης, από το Κρίφτσι.
Την ελληνική γλώσσα έμαθα από τους γονείς μου, ως μητρική γλώσσα, αλλά με τη μορφή του τοπικού γλωσσικού ιδιώματος των Γρεβενών και όχι την καθομιλουμένη ελληνική. Επίσης, δεν ήξερα να γράφω και να διαβάζω ελληνικά. Για το σκοπό αυτό φοίτησα αργότερα σε σχολείο της Άγκυρας πέντε μήνες και έτσι έμαθα να γράφω και να διαβάζω ελληνικά.
Μεγάλωσα στο Γεσίλμπουρτς και έμεινα εκεί μέχρι 18 χρονών. Το 1967 έφυγα για σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας, όπου σπούδασα τέσσερα χρόνια οικονομικά και πήρα το πτυχίο μου το 1971. Το 1972 άρχισα να εργάζομαι ως επιθεωρητής στην εταιρεία ÇİTOSAN, μια μεγάλη εταιρεία τσιμέντου του κράτους, που είχε πάνω από 30 εργοστάσια σε όλη την Τουρκία και τα κεντρικά γραφεία της οποίας ήταν στην Άγκυρα. Το 1987 έγινα γενικός διευθυντής στο Εργοστάσιο του Τσιμέντου της Άγκυρας μέχρι το 2011, οπότε συνταξιοδοτήθηκα. Σήμερα μένω στην Άγκυρα. Είμαι παντρεμένος και έχω δύο παιδιά και δύο εγγόνια.
Οι πρόγονοι μας ήταν μουσουλμάνοι και μιλούσαν μόνο ελληνικά. Δεν ήξεραν να μιλήσουν τουρκικά. Εγώ ως 7 χρονών δεν ήξερα τουρκικά και όταν άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο τότε έμαθα τα τουρκικά.
Οι ελληνόφωνοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν στην περιοχή του άνω Αλιάκμονα (Βόϊο – Γρεβενά), στα χωριά των Γρεβενών και στα χωριά της Νεάπολης (Ανασελίτσας) ονομάζονταν από τους χριστιανούς Βαλαάδες. Οι Βαλαάδες στην Τουρκία αποκαλούνται μεταξύ τους «πατριότ», δηλαδή πατριώτες, συμπατριώτες.
Πριν από την ανταλλαγή ήταν 52 μουσουλμανικά χωριά στην περιοχή του άνω Αλιάκμονα. Οι μουσουλμάνοι με την ανταλλαγή έφυγαν το 1924 στην Τουρκία. Οι μουσουλμάνοι που έφυγαν από τα χωριά της Νεάπολης (26 χωριά) εγκαταστάθηκαν στο Kumburgaz (Κουμπουργκάζ), Sılıvrı (Σηλύβρια), Çatalca (Τσατάλτζα) και στο Büyükcekmece (Μπουγιούκτσεκμετζέ – Αθύρας) της Πόλης. Οι μουσουλμάνοι που έφυγαν από τα χωριά των Γρεβενών εγκαταστάθηκαν στο Aydın (Αϊδίνιο), Bursa (Προύσα), Antalya (Αττάλεια), Isparta (Σπάρτη), Burdur (Μπουρντούρ), Denizli (Ντενιζλί – Λαοδίκεια), İzmir (Σμύρνη), Eskişehir (Εσκήσεχιρ – Δορύλαιο) και στην Νίγδη της Καππαδοκίας.
Με την ανταλλαγή περίπου 13000 μουσουλμάνοι έφυγαν στην Τουρκία. Περίπου 7330 μουσουλμάνοι έφυγαν από τα χωριά της Νεάπολης και περίπου 5630 μουσουλμάνοι έφυγαν από τα χωριά των Γρεβενών. Δηλαδή, οι μουσουλμάνοι διασκορπίστηκαν σε πολλούς τόπους στην Τουρκία.
Πολλοί από τους απογόνους των Βαλαάδων ζούν σήμερα σε διάφορα μέρη της Τουρκίας και μιλούν ελληνικά, με την προφορά της Δυτικής Μακεδονίας. Ενδεικτικό είναι ότι αποκαλούν τη γλώσσα τους «ρουμέϊκα».
Οι Μουσουλμάνοι και οι Έλληνες Χριστιανοί ζούσαν στην Ελλάδα πολύ καλά μαζί και δεν είχαν προβλήματα. Το 2001 όταν ήρθα πρώτη φορά στην Ελλάδα πήγα στο χωριό Ντοβρούνιστα (καινούριο όνομα Κληματάκι) που ήταν γειτονικό με το Κρίφτσι. Σε αυτό το χωριό συναντήθηκα με μια ηλικιωμένη γυναίκα, που ήταν 90 χρονών και πάνω, τη Χρυσάνθη Παπαβραμίδου (πέθανε το 2003). Αυτή η γυναίκα μού είπε ότι στην ανταλλαγή ήταν 16 – 17 χρονών, ότι με τους παππούδες μας περνούσαν πολύ καλά και ότι, όταν άρχισε η Ανταλλαγή, όλοι οι Χριστιανοί κάτοικοι του χωριού Ντοβρούνιστα πήγαν 20 χλμ. μέχρι τη Σιάτιστα για αποχαιρετισμό των οικογενειών μας, που έγινε με αγκαλιές και σε κλίμα συγκίνησης.
Οι Έλληνες που ήρθαν από την Ανατολία στο Κρίφτσι έζησαν 6 μήνες μαζί με τους δικούς μας. Οι Έλληνες ήξεραν μόνο τουρκικά και τα ελληνικά τα έμαθαν αργότερα. Οι δικές μας οικογένειες ήξεραν μόνο ελληνικά. Ζούσαν όμως μαζί χωρίς προβλήματα. Σήμερα στο χωριό Κρίφτσι όσοι είναι άνω των 70 ετών γνωρίζουν τουρκικά.
Οι παππούδες μας έλεγαν ότι πριν έρθουν στο χωριό μας με την ανταλλαγή οι Έλληνες Ορθόδοξοι από τη Μικρά Ασία, στο Κρίφτσι δεν ήξεραν ούτε τον καφέ, ούτε το τσάι (το ευρωπαϊκό, όχι του βουνού), ούτε την χαρτοπαιξία. Οι οικογένειές μας έμαθαν από τους Έλληνες πρόσφυγες να πίνουν τσάι και καφέ. Επίσης, στα καφενεία έμαθαν από τους Έλληνες να παίζουν χαρτιά.
Πριν την ανταλλαγή πολλές κοπέλες πήγαιναν σε γειτονικά μουσουλμανικά χωριά για να παντρευτούν. Από το Κρίφτσι είχαν πάει πολλά κορίτσια ως νύφες στα γύρω χωριά και από τα άλλα χωριά να ήρθαν πολλά κορίτσια νύφες στο Κρίφτσι.
Πήγα στην Αρχεία του Κράτους της Τουρκικής Δημοκρατίας και έκανα έρευνα και έμαθα ότι οι οικογένειες μας, όταν έφυγαν από το Κρίφτσι, άφησαν σπίτια, αχυρώνες, αχούρια, στάβλους, αμπέλια, περιβόλια, χωράφια και ζώα.
Η οικογένεια του πατέρα μου άφησε:
μια διώροφη κατοικία με τέσσερα δωμάτια και αχυρώνα
3 στρέμματα κήπο
4 στρέμματα αμπελώνα
150 στρέμματα χωράφια
30 στρέμματα δάσους
Οι οικογένειες μας στο Κρίφτσι καλλιεργούσαν από δημητριακά σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, καλαμπόκι, και από άλλα φυτά καπνό, επίσης σταφύλια και λαχανικά.
Οι οικογένειες μας μετά την ανταλλαγή, όταν πήγαν στην Τουρκία, στο Γεσίλμπουρτς πήραν μόνο 10 στρέμματα μήλων. Τα μήλα δεν είχαν αξία και γι αυτό δεν μπορούσαν να βγάλουν το ψωμί τους. Και τράβηξαν πολλά βάσανα.
Τον Μάρτιο του 1924 όλοι οι άνθρωποι του χωριού (259 νοικοκυριά και 970 κάτοικοι) με τα άλογα και τα γαϊδούρια βγήκαν στο δρόμο. Οι οικογένειές μας και άλλοι από το Κρίφτσι, όταν βγήκαν στο δρόμο, το πρώτο μέρος που σταμάτησαν ήταν το χωριό Γιάνκοβη (νέο όνομα Μεσοπόταμο). Σε αυτό το χωριό έμειναν δύο μέρες για να ξεκουραστούν. Από εδώ πήραν πάλι το δρόμο και έφτασαν στην Κοζάνη και εδώ έμειναν δώδεκα μέρες. Μετά από την Κοζάνη πήγαν στη Βέροια. Στη Βέροια έμειναν πέντες μέρες. Μετά από τη Βέροια πήγαν στη Θεσσαλονίκη. Στην Θεσσαλονίκη έμειναν τέσσερις ημέρες κοντά στο λιμάνι. Εκεί, στο λιμάνι, ήταν ένας μύλος και η γιαγιά μου έλεγε ότι τα βράδια από το θόρυβο του μύλου δεν μπορούσαν να κοιμηθούν. Στη συνέχεια ανέβηκαν στο πλοίο που ήρθε στο λιμάνι. Στο ίδιο πλοίο ανέβηκαν οικογένειες προερχόμενες από τρία χωριά: Τσούρχλι (Άγιος Γεώργιος), Ντοβρούνιστα (Κληματάκι)και Κρίφτσι (Κιβωτός).
Οι δικοί μας, φεύγοντας από τη Θεσσαλονίκη, έκαναν τρεις μέρες και τρεις νύχτες για να φτάσουν με το πλοίο στη Σμύρνη. Τους ανθρώπους που πέθαιναν στο πλοίο τους έσφιγγαν με σίδερο και τους έριχναν στη θάλασσα. Όταν έριχναν τους νεκρούς στη θάλασσα χτυπούσαν οι καμπάνες του πλοίου.
Στη Σμύρνη έμειναν περίπου ένα μήνα σε ένα μεγάλο κτίριο σαν εργοστάσιο. Εκεί τους έβαλαν σε καραντίνα. Μετά από την Σμύρνη πήραν το δρόμο για τη Σπάρτη. Εδώ έμειναν τρεις μήνες. Κάποιες οικογένειες έμειναν εκεί και οι άλλοι προχώρησαν στο Ακσεχίρ.
Από το Ακσεχίρ, οι οικογένειες μας ανέβηκαν σε ένα τραίνο με μαύρα βαγόνια και πήγαν στο Ουλουκισλά. Από το Ουλουκισλά με άλογα και αμάξια ήρθαν σε ένα ελληνικό χωριό, το Ουλού Αγάτς, που βρίσκεται στην Νίγδη της Καππαδοκίας. Εκεί έμειναν αρκετό καιρό και μετά οι οικογένειές μας προχώρησαν σε ένα άλλο ελληνικό χωριό, το παλαιό όνομα του οποίου ήταν Τένεϊ και το νέο Γεσίλμπουρτς, 5 χλμ. από το κέντρο της Νίγδης.
Συνολικά, από τις 259 οικογένειες που έφυγαν από το Κρίφτσι, ήρθαν στο Γεσίλμπουρτς 71 οικογένειες.
Οι μεγαλύτεροι της οικογένειάς μας, στις συνομιλίες τους, μιλούσαν μόνο για τις αναμνήσεις τους από το Κρίφτσι και όσα έζησαν εκεί. Τα πρώτα χρόνια, οι μεγαλύτεροι της οικογένειάς μας δεν είχαν πολλές σχέσεις και επαφές με τους κατοίκους του κέντρου της Νίγδης και των διπλανών χωριών. Το μέρος εδώ ήταν τόσο ξένο για αυτούς, που για αρκετό καιρό έμειναν κλεισμένοι στο χωριό και δεν είχαν σχέση με το περιβάλλον. Όταν άρχισαν να οικοδομούν σχέσεις, αποκαλούσαν τους εαυτούς τους πρόσφυγες και διαχωρίζονταν πάντα από τους ντόπιους. Αλλά δεν ήταν αυτό το κυριότερο πρόβλημα. Ο βασικός λόγος που δεν είχαν σχέση με τον περίγυρό τους ήταν το πρόβλημα της γλώσσας. Οι πρόσφυγες, όταν ήρθαν στο χωριό Γεσίλμπουρτς, δεν ήξεραν τουρκικά και μπορούσαν να μιλήσουν μόνο ελληνικά. Τα παιδιά της σχολικής ηλικίας μάθαιναν τουρκικά στο σχολείο και οι ενήλικες άρχισαν να μαθαίνουν στα επόμενα χρόνια μετά την εγκατάστασή τους.
Η γιαγιά μου Ζαριφέ Γιλμάζ όταν πέθανε, το 1982, ήταν πάνω από 90 χρονών και δεν ήξερε καθόλου τουρκικά. Εμείς μιλούσαμε όλο ελληνικά στο σπίτι μας και δεν ήξερα τα τουρκικά. Τα έμαθα όταν άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο. Και πάλι δεν ήξερα να μιλώ καλά τα τουρκικά και όταν άρχισα να πηγαίνω στο γυμνάσιο τα άλλα παιδιά που ήταν κοντά μου με κορόϊδευαν και γι αυτό έκλαιγα. Κάποιοι μεγαλύτεροί μου πρόσφυγες, που στα πρώτα χρόνια της ανταλλαγής ήταν μαθητές, δεν ήξεραν τουρκικά και οι δάσκαλοι δεν ήξεραν ελληνικά, με αποτέλεσμα να προκαλείται δυσκολία συνεννόησης, την οποία πάντα μας περιέγραφαν οι παλαιότεροι. Την περίοδο αυτή, τόσο οι δάσκαλοι όσο και οι μαθητές, έκαναν μεγάλες θυσίες για την επιτυχή διδασκαλία των τουρκικών και την εφαρμογή του προγράμματος σπουδών. Χρησιμοποίησαν, επίσης, νεύματα και σχήματα για την εκπλήρωση της διδασκαλίας. Αυτή η διαδικασία ήταν πολύ δύσκολη και για τους μαθητές και για τους δασκάλους. Στις οικογένειες του χωριού, που στο σπίτι μιλούσαν πάντα ελληνικά, ήταν φυσικό τα παιδιά που γεννιούνταν και μεγάλωναν σε αυτές, να μαθαίνουν τα ελληνικά ως μητρική γλώσσα. Αυτό συνέχισε να γίνεται μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Στην συνέχεια, όταν οι οικογένειες κατάλαβαν πως για να επιτύχουν τα παιδιά τους στο σχολείο πρέπει να μάθουν την τουρκική γλώσσα, άρχισαν να μιλούν τουρκικά στο σπίτι, και έτσι η εκμάθηση των τουρκικών από τους κατοίκους άρχισε να επιταχύνεται. Οι κάτοικοι του Γεσίλμπουρτς που σήμερα είναι άνω των 60 ετών, μπορούν να μιλήσουν ελληνικά.
Με το κράτος οι κάτοικοι του Γεσίλμπουρτς δεν είχαν πρόβλημα στις σχέσεις τους. Όμως, ο τρόπος ζωής, οι παραδόσεις και τα τραγούδια των προσφύγων του Γεσίλμπουρτς ήταν πολύ διαφορετικά από αυτά του αυτόχθονος πληθυσμού. Ειδικότερα, η ενδυμασία τους, ο τρόπος ζωής, οι τεχνικές μαγειρικής, η γεωργική παραγωγή, η τάξη και η καθαριότητα στο σπίτι και στο περιβάλλον, η σημασία που έδιναν στην εκπαίδευση, μπορώ να πω ότι εκείνη την περίοδο ήταν πιο μοντέρνα και ανώτερη από ό,τι των αυτοχθόνων κατοίκων των γειτονικών χωριών.
Οι οικογένειές μας, από το 1926 που εγκαταστάθηκαν στο Γεσίλμπουρτς, και για 35 περίπου χρόνια, μέχρι το 1960, δεν έδωσαν ούτε πήραν κορίτσι ως νύφη από τη Νίγδη και τα αλλά χωριά. Αλλά, μετά το 1960, άρχισαν να γίνονται γάμοι με τους ντόπιους κατοίκους.
Εγώ, ο πατέρας μου, η μητέρα μου και η σύζυγος μου, πρώτη φορά επισκέφτήκαμε την Ελλάδα το 2001, για να επισκεφθούμε τη γη των προγόνων μας, και για να βρούμε και για να δούμε το σπίτι του πατέρα μου που γεννήθηκε. Πάντα είχαμε πόνο, νοσταλγία για την παλιά μας πατρίδα. Η Κιβωτός δεν ήταν όπως παλιά, είχε αλλάξει, βρήκαμε όμως το μέρος όπου έμειναν οι παππούδες μας. Το σπίτι δεν υπήρχε, το είχαν κάψει οι Γερμανοί στην Κατοχή. Βρήκαμε και το πηγάδι όπου είχε πέσει μικρός ο πατέρας μου. Το πηγάδι ήταν στο κήπο του σπίτι του. Ο πατέρας μου έκλαιγε με δάκρυα χαράς.
Όταν φύγαμε από τη Κιβωτό, ο πατέρας μου πήρε μαζί του χώμα σε μία σακούλα, πήρε και δέκα ψωμιά από το φούρνο του Ιορδάνη και πήρε και τρία κιλά ελιές από το μαγαζί. Όταν γύρισε στην Τουρκία, στο Γεσίλμπουρτς, έκοψε τα ψωμιά σε κομμάτια και σε κάθε ανάμεσα έβαλε τρεις – τέσσερις και τα μοίραζε στουςς χωριανούς και έλεγε «τα έφερα από την πατρίδα» και έκλαιγε με δάκρυα χαράς.
Ο πατέρας μου πέθανε σε ήλικία 92 ετών και ήταν χαρούμενος επειδή είχε δει τον τόπο που γεννήθηκε. Ο πατέρας μου την Ελλάδα την έλεγε πατρίδα και το Κρίφτσι το έλεγε χωριό του και εγώ πατρίδα την λέω την Ελλάδα με χαρά.
Η κοινωνική και πολιτιστική ζωή τους
Οι πρόγονοι μας είχαν περισσότερα από δέκα έθιμα που τα είχαν φέρει από την πατρίδα. Αλλά, εγώ θα σας μιλήσω μόνο για την Γιορτή Σιριάνα και ορισμένες γαστρονομικές συνήθειες.
Γιορτή Σιριάνα
Η Γιορτή Σιριάνα γίνονταν κάθε χρόνο την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου. Γιορτάζονταν ο ερχομός της άνοιξης. Τη γιορτή αυτή την έφεραν οι πρόγονοι μας με την ανταλλαγή και στην Τουρκία και συνέχισαν να την κάνουν και στο χωριό Γεσίλμπουρτς.
Θυμάμαι ότι, όταν ήμουν μικρό παιδί, κάναμε την γιορτή στο Γεσίλμπουρτς κάθε χρόνο την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου, σαν το Τουρκικό Hıdırıllez και μάλιστα δύο φορές, στις 6 και στις 14 Μαΐου. Όλες οι γυναίκες του χωριού σηκώνονταν το πρωί νωρίς και πρώτα καθάριζαν μπροστά στα σπίτια τους και ύστερα στόλιζαν τις πόρτες με λουλούδια. Έφτιαχναν γλυκά και έτρωγαν μαζί με γείτονες και συγγενείς. Επίσης έδεναν άσπρα και κόκκινα σκοινιά, χρήματα και χάντρες στα κέρατα των αγελάδων για να βγάλουν πολύ γάλα. Τα κορίτσια έκαιγαν το κλαρί του τριαντάφυλλου και για να γίνουν όμορφα μακιγιαρίζονταν με τη χόβολη του κλαριού.
Ύστερα, μετά το μεσημέρι, οι γυναίκες μαζεύονταν στη μεγάλη πλατεία και τραγουδούσαν και χόρευαν ελληνικά τραγούδια. Την ίδια μέρα, οι μητέρες μας έβραζαν αυγά για τα μικρά παιδιά, βάζοντας μέσα στο νερό φύλλα από στεγνά κρεμμύδια και τα αυγά γίνονταν κόκκινα (έπαιρναν το χρώμα από τα φύλλα των στεγνών κρεμμυδών). Τα παιδιά, το ένα με το άλλο, τσούγκριζαν τα κόκκινα αυγά, έπαιζαν και ύστερα τα έτρωγαν. Όταν ήμουν μικρό παιδί και εγώ τσούγκρισα και έφαγα πολλά κόκκινα αυγά.
Γαστρονομικές Συνήθειες
Οι Βαλαάδες έφτιαχναν τις εξής πίτες:
· Κρεμμυδόπιτα
· Πρασόπιτα
· Σπανακόπιτα
· Τυρόπιτα
· Κολοκυθόπιτα
· Κουλουριαστή τυρόπιτα (μεγάλα κιχιά)
· Μαντχιά (πίτα με γιαούρτι ζεματισμένο με σκόρδο)
Ορισμένα από τα γλυκά που έφτιαχναν είναι:
· Γλυκό μπζιροτό (ζυμάρι με πετιμέζι στη γάστρα)
· Γλυκιά Ρισιντόπιτα (αυλεύρι με ζάχαρη και πετιμέζι)
· Γλυκό Ρισιντέ
· Γλυκό Ρεβανί
· Γλυκό Βαρμένο ( είδος κέϊκ με κρέμα γάάκτος)
· Τούρτα (άσπρη με γάλα και ζάχαρη)
· Μπακλαβάς με καρύδια
· Γλυκό Γκιζλιμέδα (φύλλο με βούτυρο και κρέμα γάλακτος)
· Γλυκιά Γαλατόπιτα
Τα Χειμερινά τους τρόφιμα, συνήθως, ήταν τα εξής:
· Τραχανάς
· Κους – κους
· Μακαρόνια
· Πέτουρα (χυλοπίτα)
· Πλιγούρι
Όλες τις γαστρονομικές συνήθειες τις έγραψα λεπτομερώς στο βιβλίο μου.
Τα βιβλία μου
Έγραψα δύο βιβλία με θέματα από την ιστορία της οικογένειάς μου πριν και μετά την ανταλλαγή, και στοιχεία από την κοινωνία και τον πολιτισμό των ανταλλαγέντων ελληνόφωνων μουσουλμάνων (Βαλαάδων) από το Κρίφτσι.
Το πρώτο βιβλίο μου, με τίτλο Bir Mübadele Öyküsü (Μια Ιστορία Ανταλλαγής), εκδόθηκε στην Άγκυρα το 2013 από εμένα τον ίδιο και κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Το βιβλίο μου μεταφράστηκε στα ελληνικά (μετάφραση Ειρήνη Φαντίδου, επιμέλεια Γεώργιος Τσότσος, έκδοση Ομάδας Φίλων του Αϋτζάν Γιλμάζ, Θεσσαλονίκη 2017) και κάναμε το 2017 παρουσίαση στην Ελλάδα.
Το δεύτερο βιβλίο μου με τίτλο Mübadillerin Kültürel Mirası (Η Πολιτιστική Κληρονομιά των Ανταλλαγέντων) εκδόθηκε στην Άγκυρα το 2017 με τον ίδιο τρόπο. Το βιβλίο μου μεταφράστηκε στα ελληνικά, αλλά ακόμα δεν εκδόθηκε στην Ελλάδα. Το προσεχές έτος 2019 θα εκδοθεί και τότε θα κάνουμε παρουσίαση στην Ελλάδα.
Τα περιεχόμενα του δεύτερου βιβλίο μου είναι:
· Η κοινωνική και πολιτιστική ζωή των Βαλαάδων
· Γρεβενιώτικο λεξικό
· Παροιμίες
· Εκφράσεις – Γνωμικά
· Ελληνικά Τραγούδια
· Λογοπαίγνια
· Σατυρικό Λογοπαίγνια
· Νανουρίσματα
Φωτογραφίες των βιβλίων μου:
Η συγκινητική ομιλία στο Β΄ Συνέδριο των Απανταχού Γρεβενιωτών στις 16 με 19 Αυγούστου 2018 από τον Αϋτζάν Γιλμάζ (ελληνικής καταγωγής) που βρέθηκε στην Τουρκία μαζί με άλλους Βαλαάδες, που κατοικούσαν στη περιοχή των Γρεβενών μέχρι την ανταλλαγή του 1923
efkozani.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου