Η φωτισμένη μορφή του μοναχισμού που εκκλησία και λαός χαρακτήρισαν άγιο
Από το εξωτερικό αρχονταρίκι του κελιού του, ο γέροντας Παΐσιος άκουγε καρτερικά χρόνια και χρόνια πονεμένους, βασανισμένους και μπερδεμένους ανθρώπους πασχίζοντας να
τους βοηθήσει.
Η καρδιά του σπάραζε κάθε φορά που ερχόταν σε επαφή με το ανθρώπινο δράμα και προσπαθούσε πραγματικά να συνδράμει τον πονεμένο συνάνθρωπο, τόσο με την πνευματική καθοδήγησή του όσο και αργότερα στο κελί του, μέσω προσευχών και δεήσεων στον Θεό.
Κι αυτό γιατί γνώριζε καλύτερα από τον καθένα ότι δεν ήταν ο ίδιος που μπορούσε να θεραπεύσει, αλλά μόνο ο Μεγαλοδύναμος, που όλα μπορεί να τα κάνει.
Κι έτσι όταν η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου πήρε σχετικά πρόσφατα την απόφαση να τον κάνει άγιο, επιβεβαίωσε απλώς αυτό που όλος ο λαός γνώριζε καλά εδώ και δεκαετίες και δεν ήταν άλλο από την πρόδηλη αγιότητα του παππούλη.
Η αγιοκατάταξη του γέροντος Παΐσιου έλαβε χώρα στις 13 Ιανουαρίου 2015 με μια λιτή ανακοίνωση: «Η Αγία και Ιερά Σύνοδος ομοφώνως αποδεχθείσα εισήγησιν της Κανονικής Επιτροπής ανέγραψε εις το Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας τον μοναχόν Παΐσιον Αγιορείτην», δίνοντας έτσι αίσιο τέλος σε σχετικό αίτημα η έγκριση του οποίου εκκρεμούσε εδώ και χρόνια.
Ο περίφημος αγιορείτης μοναχός που ο στενός του κύκλος αποκαλούσε «ασυρματιστή του Στρατού και του Θεού», λόγω της ειδικότητας με την οποία υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, έκανε εξίσου πολλά για την εκκλησία όσο και τον απλό λαό. Πλέον θεωρείται ο βασικός αναβιωτής του μοναχισμού στο Άγιο Όρος μετά τη δεκαετία του ’60, γεμίζοντας και πάλι τις μονές απ’ όπου πέρασε με καλόγερους.
Την ίδια στιγμή, δεν έπαψε ποτέ να συνδράμει τον συνάνθρωπο και η φιλανθρωπική του δράση έμεινε παροιμιώδης. Όπως και οι προφητείες του φυσικά, που φαίνεται να έχουν μονοπωλήσει τελευταία τις ειδήσεις που τον αφορούν, συσκοτίζοντας το θεάρεστο έργο του. Γιατί απομακρύνουν την προσοχή από αυτό που έχει πραγματικά σημασία: ο γέροντας Παΐσιος ήταν ένας απλός άνθρωπος που πίστευε ακράδαντα στον λόγο του Ευαγγελίου και προσπάθησε να εφαρμόσει κατά γράμμα τον μοναστικό βίο και τις διδαχές της ορθόδοξης ασκητικής παράδοσης.
Ο πνευματικός καθοδηγητής ήταν άνθρωπος του Δημοτικού και ήταν αυτή ακριβώς η ανεπιτήδευτη απλότητα και αμεσότητά του που τον έφερνε κοντά στον λαό, αφουγκραζόμενος αληθινά τις περιπέτειες όσων αναζητούσαν τη χείρα βοηθείας του. Ο βίος του ήταν εξάλλου παράδειγμα προς μίμηση, μια ζωή αγάπης, ανιδιοτελούς προσφοράς και αφοσίωσης στη θεία βούληση. Γι’ αυτό και τα λόγια παρηγοριάς του είχαν τέτοια απήχηση, γιατί ο γέροντας είχε κάνει τρόπο ζωής την απλότητα, την ευσέβεια και το φιλότιμο.
Όσο για τις περίφημες προφητείες του, είναι αλήθεια ότι ο γέροντας προέβηκε σε πλήθος προφητειών, αν και το πράγμα ξέφυγε κάποια στιγμή από τον έλεγχό του, καθώς πολλοί ήταν αυτοί που καπηλεύτηκαν τις διδαχές του και έβαλαν στο στόμα του πράγματα που ποτέ δεν είπε, κάτι που τον λυπούσε όντας ακόμα εν ζωή. Οι περισσότερες εξάλλου από τις πραγματικές του προφητείες είχαν να κάνουν με εκκλησιαστικά και θεολογικά πράγματα, όπως ο Αντίχριστος, αλλά και με τον διακαή πόθο του Βυζαντίου και της ελληνικής Κωνσταντινούπολης, όταν δεν ήταν επεξηγήσεις των προφητειών του Κοσμά του Αιτωλού.
Ο ίδιος το έλεγε άλλωστε καθαρά και πέραν πάσης αμφισβήτησης ότι αν κάτι από όσα έχει πει έρχονται σε αντίθεση με αυτά που λέει η εκκλησία, εμείς οφείλουμε να ακολουθήσουμε τα κελεύσματα της ορθόδοξης πίστης…
Ποιος ήταν ο μοναχός Παΐσιος που αγιοποίησε η εκκλησία
Ο γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης ήρθε στον κόσμο ως Αρσένιος Εζνεπίδης στις 25 Ιουλίου 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας, ως ένα από τα εννιά παιδιά μιας οικογένειας που σύντομα θα ξεριζωνόταν από τη Μικρά Ασία και θα έβρισκε νέα πατρίδα στην Κόνιτσα.
Αφού τελείωσε το δημοτικό σχολείο στην κωμόπολη της Ηπείρου, αποφάσισε να μονάσει, καθώς ο βίος του περιστρεφόταν ανέκαθεν γύρω από τα θεία και ο πιτσιρίκος παραήταν θεοσεβής για την ηλικία του: «Έφευγα το πρωί με λίγο νερό και σκαρφάλωνα σε έναν βράχο, έξω στο βουνό, να κάνω προσευχή όπως οι στυλίτες … κατά το απόγευμα που με έπιανε λιγούρα όμως άλλαζα γνώμη … ‘‘ας πάω σπίτι να φάω λίγο’’ έλεγα και κατέβαινα από τον βράχο».
Αφού εργάστηκε για λίγο ως μαραγκός και ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, όπου υπηρέτησε ως ασυρματιστής, πήγε πράγματι στο Άγιο Όρος για να μονάσει, αν και οι εκκρεμότητες της κοσμικής ζωής τον ανάγκασαν να κάνει ένα μικρό διάλειμμα: επιστρέφει έτσι στον πρότερο βίο του για έναν χρόνο ώστε να αποκαταστήσει τις αδερφές του.
Όταν τις πάντρεψε, επέστρεψε στο ιερό άβατο του Αγίου Όρους, όπου και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του σύμφωνα με τις ασκητικές αρχές της μοναστικής πολιτείας, έχοντας ανακαλύψει την ευεργετική επίδραση της πίστης από πολύ νωρίς στη ζωή του: «Στην εκκλησία πήγαινα πρωί πρωί, πριν χτυπήσει η καμπάνα, και πολλές φορές περίμενα να έρθει ο παπάς να ανοίξει την εκκλησία … τέτοιο πόθο είχα».
Τον τιμητικό τίτλο του «ασυρματιστή του Θεού» δεν τον απέκτησε άδικα, καθώς ήταν στρατιώτης στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου. Και μπορεί να υπηρετούσε ως ασυρματιστής, γνώρισε όμως και μάχες και πολεμικές φρίκες, με την αυτοθυσία του να μένει μνημειώδης στη μονάδα του: «Όταν γινόταν καμία επικίνδυνη επιχείρηση, κοιτούσα να πάω εγώ. Αν αδιαφορούσα και πήγαινε κάποιος άλλος στη θέση μου και σκοτωνόταν, μετά θα με σκότωνε μια ζωή η συνείδησή μου, ενώ στον πόλεμο μια φορά σκοτώνεσαι».
Ήταν στα 30 του χρόνια ζωής όταν έγινε τελικά μοναχός στο Άγιο Όρος και πέρασε από αρκετές μονές, ενώ η δράση του θα τον φέρει ακόμα και στη χερσόνησο του Σινά, όπου θα περάσει τρία περίπου χρόνια. Αν και ήταν στην Αθωνική Πολιτεία που θα ασκήτευε και θα περνούσε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, αποκτώντας προοδευτικά τη φήμη του θεραπευτή, του ανθρώπου που γιάτρευε δηλαδή ποικίλες αρρώστιες, αλλά και του εξορκιστή. Την ίδια στιγμή, αναδείχθηκε σε μεγάλο καθοδηγητή για πλήθος πιστών, καθώς τα χαρίσματά του ήταν τέτοια που λειτούργησαν ως πηγή έμπνευσης για πολλούς...
Η συνέχεια εδώ
Από το εξωτερικό αρχονταρίκι του κελιού του, ο γέροντας Παΐσιος άκουγε καρτερικά χρόνια και χρόνια πονεμένους, βασανισμένους και μπερδεμένους ανθρώπους πασχίζοντας να
τους βοηθήσει.
Η καρδιά του σπάραζε κάθε φορά που ερχόταν σε επαφή με το ανθρώπινο δράμα και προσπαθούσε πραγματικά να συνδράμει τον πονεμένο συνάνθρωπο, τόσο με την πνευματική καθοδήγησή του όσο και αργότερα στο κελί του, μέσω προσευχών και δεήσεων στον Θεό.
Κι αυτό γιατί γνώριζε καλύτερα από τον καθένα ότι δεν ήταν ο ίδιος που μπορούσε να θεραπεύσει, αλλά μόνο ο Μεγαλοδύναμος, που όλα μπορεί να τα κάνει.
Κι έτσι όταν η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου πήρε σχετικά πρόσφατα την απόφαση να τον κάνει άγιο, επιβεβαίωσε απλώς αυτό που όλος ο λαός γνώριζε καλά εδώ και δεκαετίες και δεν ήταν άλλο από την πρόδηλη αγιότητα του παππούλη.
Η αγιοκατάταξη του γέροντος Παΐσιου έλαβε χώρα στις 13 Ιανουαρίου 2015 με μια λιτή ανακοίνωση: «Η Αγία και Ιερά Σύνοδος ομοφώνως αποδεχθείσα εισήγησιν της Κανονικής Επιτροπής ανέγραψε εις το Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας τον μοναχόν Παΐσιον Αγιορείτην», δίνοντας έτσι αίσιο τέλος σε σχετικό αίτημα η έγκριση του οποίου εκκρεμούσε εδώ και χρόνια.
Ο περίφημος αγιορείτης μοναχός που ο στενός του κύκλος αποκαλούσε «ασυρματιστή του Στρατού και του Θεού», λόγω της ειδικότητας με την οποία υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, έκανε εξίσου πολλά για την εκκλησία όσο και τον απλό λαό. Πλέον θεωρείται ο βασικός αναβιωτής του μοναχισμού στο Άγιο Όρος μετά τη δεκαετία του ’60, γεμίζοντας και πάλι τις μονές απ’ όπου πέρασε με καλόγερους.
Την ίδια στιγμή, δεν έπαψε ποτέ να συνδράμει τον συνάνθρωπο και η φιλανθρωπική του δράση έμεινε παροιμιώδης. Όπως και οι προφητείες του φυσικά, που φαίνεται να έχουν μονοπωλήσει τελευταία τις ειδήσεις που τον αφορούν, συσκοτίζοντας το θεάρεστο έργο του. Γιατί απομακρύνουν την προσοχή από αυτό που έχει πραγματικά σημασία: ο γέροντας Παΐσιος ήταν ένας απλός άνθρωπος που πίστευε ακράδαντα στον λόγο του Ευαγγελίου και προσπάθησε να εφαρμόσει κατά γράμμα τον μοναστικό βίο και τις διδαχές της ορθόδοξης ασκητικής παράδοσης.
Ο πνευματικός καθοδηγητής ήταν άνθρωπος του Δημοτικού και ήταν αυτή ακριβώς η ανεπιτήδευτη απλότητα και αμεσότητά του που τον έφερνε κοντά στον λαό, αφουγκραζόμενος αληθινά τις περιπέτειες όσων αναζητούσαν τη χείρα βοηθείας του. Ο βίος του ήταν εξάλλου παράδειγμα προς μίμηση, μια ζωή αγάπης, ανιδιοτελούς προσφοράς και αφοσίωσης στη θεία βούληση. Γι’ αυτό και τα λόγια παρηγοριάς του είχαν τέτοια απήχηση, γιατί ο γέροντας είχε κάνει τρόπο ζωής την απλότητα, την ευσέβεια και το φιλότιμο.
Όσο για τις περίφημες προφητείες του, είναι αλήθεια ότι ο γέροντας προέβηκε σε πλήθος προφητειών, αν και το πράγμα ξέφυγε κάποια στιγμή από τον έλεγχό του, καθώς πολλοί ήταν αυτοί που καπηλεύτηκαν τις διδαχές του και έβαλαν στο στόμα του πράγματα που ποτέ δεν είπε, κάτι που τον λυπούσε όντας ακόμα εν ζωή. Οι περισσότερες εξάλλου από τις πραγματικές του προφητείες είχαν να κάνουν με εκκλησιαστικά και θεολογικά πράγματα, όπως ο Αντίχριστος, αλλά και με τον διακαή πόθο του Βυζαντίου και της ελληνικής Κωνσταντινούπολης, όταν δεν ήταν επεξηγήσεις των προφητειών του Κοσμά του Αιτωλού.
Ο ίδιος το έλεγε άλλωστε καθαρά και πέραν πάσης αμφισβήτησης ότι αν κάτι από όσα έχει πει έρχονται σε αντίθεση με αυτά που λέει η εκκλησία, εμείς οφείλουμε να ακολουθήσουμε τα κελεύσματα της ορθόδοξης πίστης…
Ποιος ήταν ο μοναχός Παΐσιος που αγιοποίησε η εκκλησία
Ο γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης ήρθε στον κόσμο ως Αρσένιος Εζνεπίδης στις 25 Ιουλίου 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας, ως ένα από τα εννιά παιδιά μιας οικογένειας που σύντομα θα ξεριζωνόταν από τη Μικρά Ασία και θα έβρισκε νέα πατρίδα στην Κόνιτσα.
Αφού τελείωσε το δημοτικό σχολείο στην κωμόπολη της Ηπείρου, αποφάσισε να μονάσει, καθώς ο βίος του περιστρεφόταν ανέκαθεν γύρω από τα θεία και ο πιτσιρίκος παραήταν θεοσεβής για την ηλικία του: «Έφευγα το πρωί με λίγο νερό και σκαρφάλωνα σε έναν βράχο, έξω στο βουνό, να κάνω προσευχή όπως οι στυλίτες … κατά το απόγευμα που με έπιανε λιγούρα όμως άλλαζα γνώμη … ‘‘ας πάω σπίτι να φάω λίγο’’ έλεγα και κατέβαινα από τον βράχο».
Αφού εργάστηκε για λίγο ως μαραγκός και ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, όπου υπηρέτησε ως ασυρματιστής, πήγε πράγματι στο Άγιο Όρος για να μονάσει, αν και οι εκκρεμότητες της κοσμικής ζωής τον ανάγκασαν να κάνει ένα μικρό διάλειμμα: επιστρέφει έτσι στον πρότερο βίο του για έναν χρόνο ώστε να αποκαταστήσει τις αδερφές του.
Όταν τις πάντρεψε, επέστρεψε στο ιερό άβατο του Αγίου Όρους, όπου και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του σύμφωνα με τις ασκητικές αρχές της μοναστικής πολιτείας, έχοντας ανακαλύψει την ευεργετική επίδραση της πίστης από πολύ νωρίς στη ζωή του: «Στην εκκλησία πήγαινα πρωί πρωί, πριν χτυπήσει η καμπάνα, και πολλές φορές περίμενα να έρθει ο παπάς να ανοίξει την εκκλησία … τέτοιο πόθο είχα».
Τον τιμητικό τίτλο του «ασυρματιστή του Θεού» δεν τον απέκτησε άδικα, καθώς ήταν στρατιώτης στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου. Και μπορεί να υπηρετούσε ως ασυρματιστής, γνώρισε όμως και μάχες και πολεμικές φρίκες, με την αυτοθυσία του να μένει μνημειώδης στη μονάδα του: «Όταν γινόταν καμία επικίνδυνη επιχείρηση, κοιτούσα να πάω εγώ. Αν αδιαφορούσα και πήγαινε κάποιος άλλος στη θέση μου και σκοτωνόταν, μετά θα με σκότωνε μια ζωή η συνείδησή μου, ενώ στον πόλεμο μια φορά σκοτώνεσαι».
Ήταν στα 30 του χρόνια ζωής όταν έγινε τελικά μοναχός στο Άγιο Όρος και πέρασε από αρκετές μονές, ενώ η δράση του θα τον φέρει ακόμα και στη χερσόνησο του Σινά, όπου θα περάσει τρία περίπου χρόνια. Αν και ήταν στην Αθωνική Πολιτεία που θα ασκήτευε και θα περνούσε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, αποκτώντας προοδευτικά τη φήμη του θεραπευτή, του ανθρώπου που γιάτρευε δηλαδή ποικίλες αρρώστιες, αλλά και του εξορκιστή. Την ίδια στιγμή, αναδείχθηκε σε μεγάλο καθοδηγητή για πλήθος πιστών, καθώς τα χαρίσματά του ήταν τέτοια που λειτούργησαν ως πηγή έμπνευσης για πολλούς...
Η συνέχεια εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου