Στὸ σεμνό καὶ θαυμάσιο ἐπαρχιωτικὸ ἔντυπο, ποὺ φέρει τὸν τίτλο «Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας» [φ. 857/10-1-2020] δημοσιεύτηκε
πρόσφατα ὁ Ἀποχαιρετιστήριος λόγος τοῦ πολυσεβάστου Γέροντος π. Σεραφείμ Ζώγκα, Πρωτοσυγκέλλου, μέχρι πρότινος, τῆς ἱστορικῆς Μητροπόλεως Γρεβενῶν.
Ὁ λόγος αὐτὸς, ποὺ εἰπώθηκε στὸν Ἱ. Ν. Εὐαγγελιστρίας Γρεβενῶν, στὸ ἐκεῖ ἐκκλησίασμα, κατὰ τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, δηλαδή, στὶς 29 Δεκεμβρίου 2019, ἀποτελεῖ, κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη, ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ἐκκλησιαστικὰ κείμενα, γιατὶ εἶναι συνταγμένος μὲ βαθύτατα βιωματικό, εἰλικρινῆ καὶ θεοφιλῆ τρόπο. Καὶ τὰ λέω αὐτὰ μετὰ λόγου γνὠσεως, χωρὶς νὰ γνωρίζω τὸν πολυσέβαστο Γέροντα, μήτε νὰ ἔχω ἀκούσει ἤ διαβάσει ἄλλον λόγο ἤ κείμενό του. Μόνον αὐτὸν καὶ, γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, τοῦτο ἀρκοῦσε, ὥστε νὰ μοῦ δώσει τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐκεῖνο, ποὺ γράφτηκε στὴν ἀρχὴ τοῦ δημοσιεύματος ἀπὸ τὴν σύνταξη τῶν «Χ.Δ.Μ», ὅτι δηλαδή, ἡ ἀρχοντικὴ κι ἡ εὐγενικὴ μορφὴ τοῦ π. Σεραφεὶμ, ἄφησε τὸ ἀποτύπωμά της στὴν τοπικὴ Ἐκκλησία (τῆς Μητροπόλεως Γρεβενῶν) εἶναι νομίζω ἀρκετό, ὥστε νὰ καταλάβουμε ποιὸ εἶναι τὸ πρόσωπο καὶ ἡ ἱερατικὴ διαδρομὴ τοῦ Ἁγίου Πρωτσυγκέλλου.
Διαβάζοντας τώρα τὸν λόγο στάθηκα σὲ κάποια σημεῖα, ποὺ ἀποπνέουν συγκίνηση ἀλλὰ καὶ ἱεροπρέπεια, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀναγκάζομαι νὰ τὰ θυμίσω:
«Κυριακὴ <μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν> καὶ τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα πλαισίωσαν τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως παίρνουν τὸ καθένα τὸν δρόμο του: οἱ Μάγοι ἐπιστρέφουν στὴν πατρίδα τους, οἱ Ἄγγελοι στὸν οὐρανό, οἱ βοσκοὶ στὸ ποίμνιο. Καὶ ὁ μικρὸς Ἰησοῦς πορεύεται στὴν Αἴγυπτο διωγμένος ἀπὸ τὴν κακία τῶν ἀνθρώπων! ... Ἀνέστιος Αὐτὸς ποὺ ὅλη τὴν κτίση τὴν κρατᾶ μέσα στὴ χούφτα του... Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν κάθε δικό Του ἄνθρωπο ὁ Κύριος ἐγκαινιάζει ἕναν ξεχωριστό, προσωπικό δρόμο. Μακριὰ ἴσως ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του, ὅπως στὸν Ἀβραάμ. Μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια καὶ θαλπωρὴ τοῦ πατρικοῦ οἰκου, ὅπως στὸν Πατριάρχη Ἰωσήφ. Μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα, ὅπως στὸν Προφήτη Δανιήλ. Καθένας ὅμως ἀπὸ μᾶς ποὺ Τὸν ἀκολουθεῖ ὑπακούοντας στὸ καλέσμά Του, ἀφήνοντας ἀνέσεις, συγγενεῖς, φίλους, οἰκίες πλούτη, συνάπτει τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν χορεία ἐκείνων, ποὺ δὲ φοβήθηκαν τὸ ταξίδι στὸ ἄγνωστο. Τότε ἔξαφνα καὶ θαυματουργικὰ ὁ ξένος τόπος γίνεται χῶρος μιᾶς νέας θεοφανείας. Ἡ γῆ τὴς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης στὸ κέλευσμα καὶ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀνθίζει μέσα στὸν ἄνθρωπο τὴν χαρὰ τῆς εὐλογίας καὶ τὴν παρηγοριὰ τῆς ἐλπίδας».
Εἶναι, ὄντως, τόσο θαυμάσια τὰ ὅσα εἶπε ὁ σεβαστὸς Γέροντας, ὁ ὁποῖος, ὅπως ὁμολόγησε, διακονεῖ καὶ τιμᾶ τὸ ἱερό Θυσιαστήριο «σαράντα ἕξι περίπου χρόνια, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ σαρανταένα (41) στὴν Ἱ. Μ. Θεσσαλονίκης καὶ τὰ πέντε (5) στὴν ἱστορικὴ καὶ αἱματοβαμμένη Μητρόπολη Γρεβενῶν». Καὶ τὸ πλέον κορυφαῖο καὶ ἄκρως συγκινητικὸ ἦταν ἡ ἀνακοίνωσή του: «Ἦρθε καὶ ἡ δική μου ἡ σειρὰ νὰ ἀναχωρήσω, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν σας ἀποχαιρετῶ».
Εἰλικρινὰ τὸ λέω, πὼς ὁ Γέροντας μὲ βαθύτατο πόνο καρδίας ἄφησε ἀπὸ μέσα του νὰ βγεῖ αὐτὸς ὁ λόγος: τῆς ἀποχωρήσεως ὁ λόγος. Πιστεύω δέ, ὅτι εἶχε βιώσει πλήρως ἐκεῖνον τὸν ὑπέροχο στίχο τῆς ἐπιλυχνίου Ἀκολουθίας, τοῦ ἀρχαίου ὕμνου «Φῶς ἱλαρόν», ποὺ ἀναφέρει: «Ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ὑμνοῦμεν Πατέρα Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα Θεόν». Κι αὐτό, ἐπειδὴ ὁ ὕμνος αὐτὸς μεταφορικὰ μᾶς φέρνει σιμὰ στὴν ὅλη βιοτὴ τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς. Τὸ γιατί, ὅλοι, ὅσοι ἔχουμε νοῦν Χριστοῦ, τὸ κατανοοῦμε, γιατὶ κάποτε ὅλοι σχεδὸν φτάνουμε στὴν ἡλίου μας δύσιν, στὸ μεσόφωτο ἐκεῖνο διάστημα ποὺ μᾶς χωρίζει δηλαδή, ἀπὸ τὴ νύχτα, ὅπου καὶ θ᾿ ἀναπαυτοῦμε... Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπαιτεῖται, ὅταν φτάσουμε στὸ ὅριο ἐκεῖνο, νὰ οἰκονομήσουμε τὰ πράγματα, ἀφοῦ καταπαύσουμε ἀπὸ τῶν ἔργων μας, καὶ κοιτάξουμε βαθιὰ τὴν ψυχή μας, τὸ εἶναι μας ὁλόκληρο καὶ στραφοῦμε πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς ἀνέχτηκε, ὥστε νὰ τοῦ ἐκφράσουμε μὲ βαθύτατη εἰλικρίνεια τό, «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν Ούρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου δέξαι με.....» (Λκ. 15, 21).
Καθὼς κλείνω αὐτὸ τὸ ἄτεχνο γραφτό, θὰ ἤθελα νὰ σταθῶ καὶ σὲ κάτι ἀκόμη ποὺ εἶπε ὁ π. Σεραφείμ: «Δέν παραπονοῦμαι γιὰ τίποτε. Διότι ὁ Θεὸς γιὰ 46 χρόνια μὲ ἀξίωσε νὰ ζήσω μέσα στὴ χάρη Του, νὰ ζήσω τιμὲς καὶ μεγαλεῖα. Νὰ ζήσω σὲ θέσεις καὶ ἀξιώματα. Νὰ ζήσω πολλὰ καὶ θαυμαστά. Νὰ ζήσω μικρὰ καὶ μεγάλα. Εὔκολα ἀλλὰ καὶ δύσκολα. Χαρούμενα καὶ λυπηρά. Εὔστοχα ἀλλὰ καὶ ἄστοχα. Τί ἀνταπέδωσα γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς εὐλογίες, ὁ Κύριος τὸ γνωρίζει. Ἐγὼ προσπάθησα ἀνθρωπίνως νὰ κάνω Ὅ,τι τὸ καλύτερο μποροῦσα». Κι ἀπὸ τὴν ταπεινή του αὐτὴ αὐτοκριτικὴ καὶ δημόσια ἐξομολόγηση προχωράει ἕνα βῆμα παραπέρα, ἱκετεύοντας τοὺς ἐνορίτες τους νὰ παραμένουν «ὀργανικὰ μέλη στὴν Ἐνορία τους, νὰ διατηρήσουν στὴν καρδιά τους τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος... κύκλῳ τοῦ Ἁγίου Θυσιαστηρίου... Σᾶς ἀποχαιρετῶ καὶ σᾶς ἀσπάζομαι ὅλους, ἕναν-ἕναν χωριστά [γιατὶ] θὰ εἶστε πάντα ὁ στέφανος καὶ ἡ τιμὴ τῆς ἱερατικῆς μου διακονίας. ...Θὰ μοῦ λείψετε, ἀλλὰ θὰ σὰς συναντῶ στὴν προσευχή... Τέλος παρακαλῶ ἀδέλφια μου νὰ ὑψώνετε πάντοτε τὰ χέρια σας σὲ προσευχή, ὄχι μόνον στὸ ταμιεῖον, ἀλλὰ καὶ στὶς κοινὲς λατρευτικὲς συνάξεις γιὰ μένα... ὅπως διέλθω τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς μου «ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ» τὰ δὲ τέλη μου -κατὰ τὶς δεήσεις τῆς Ἐκκλησίας- νὰ εἶναι ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά», ὥστε ἡ ἀπολογία μου ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ μας νὰ εἶναι εὐπρόσδεκτη».
Προσευχόμαστε, Γέροντα καὶ ζητοῦμε τὴν εὐχή καὶ εὐλογία Σου.
Ὅμως θὰ ἤθελα, πρὶν περατώσω τὸ γραφτό μου, νὰ πῶ καὶ κάτι ἀκόμα. Πώς θὰ ἔπρεπε ὁ λόγος αὐτὸς νὰ πολυγραφηθεῖ καὶ νὰ σταλεῖ σὲ νέους ἱερεῖς καὶ ἱεροσπουδαστές, ὥστε ἀπὸ νωρὶς νὰ καταλάβουν πὼς ὁ πρῶτος τους, ὁ χλωρὸς ἀκόμα ἐνθουσιασμὸς κάποτε θὰ φθάσει καὶ στὴ δική τους «ἡλίου δύσιν». Ποὺ σημαίνει ὅτι θὰ χρειαστεῖ νὰ προετοιμάζονται καὶ γι᾿ αὐτό. Γιατὶ ὁπωσδήποτε θἄρθει. Καὶ καλὸ εἶναι νὰ φτάνουμε ἐκεῖ μὲ ὅσο λιγότερες τύψεις γίνεται...
π. κ. ν. κ. Σκόπελος
υ. γ. Θὰ παρακαλοῦσα νὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ, ὡς ὑστερόγραφο, νὰ πῶ καὶ δυὸ λογια γιὰ τὴν φιλάδελφο ἀνοιχτὴ ἐπιστολὴ τοῦ π. Εὐσταθίου Στέφου, Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Γρεβενῶν, ποὺ δημοσιεύεται στὸ ἴδιο φ. τῆς ἐφ. «Χ.Δ.Μ.» (σελ. 10). Ἀπὸ τὴν παραπάνω καρδιακὴ ἐπιστολή, λοιπόν, κράτησα αὐτὲς τὶς δύο παραγράφους, ποὺ τὶς παραθέτω στὴ συνέχεια δίχως κανένα σχόλιο. Γιατὶ ἁπλούστατα δὲν ἀπαιτεῖται.
«Στὴν πόλη τῶν Γρεβενῶν δώσατε [σεβαστὲ Πατέρα μας] τὸν καλύτερο ἑαυτό σας, τόσο ὡς Προϊστάμενος τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῆς Εὐαγγελίστριας, ὅσο καὶ ὡς Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱ. Μητροπόλεώς μας... Τὸ σπουδαιότερο ποὺ ἔχω νὰ θυμᾶμαι εἶναι τὸ ἀμέριστο ἐνδιαφέρον, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ συμπαράσταση ποὺ μοῦ ἐκφράσατε γιὰ τὴν οἰκογενειακή μου κατάσταση. Μοῦ συμπαρασταθήκατε ὡς μοναδικὸς φίλος καὶ ἀδελφὸς...
Ἡ ἀπόφασή σας νὰ ἀποχωρήσετε ἀπὸ τὸ θεάρεστο ἔργο, ποὺ σᾶς ἐμπιστεύτηκε ὁ ἅγιος Ποιμένας μας, μᾶς ἀφήνει ἕνα μεγάλο κενὸ μέσα στὴν καρδιά μας, ἀλλὰ καὶ στὴν κοινωνία τῶν Γρεβενῶν. Νὰ εἶστε σίγουρος ὅτι, τόσο σὲ ἐμένα, ὅσο καὶ στοὺς ὑπόλοιπους κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς τῶν Γρεβενῶν ἀφήνετε μιὰ λαμπρὰ παρακαταθήκη ποιμαντικῆς φροντίδας, ἀνθρωπιᾶς καὶ ἀγάπης ἀνεξίτηλης στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου».
πρόσφατα ὁ Ἀποχαιρετιστήριος λόγος τοῦ πολυσεβάστου Γέροντος π. Σεραφείμ Ζώγκα, Πρωτοσυγκέλλου, μέχρι πρότινος, τῆς ἱστορικῆς Μητροπόλεως Γρεβενῶν.
Ὁ λόγος αὐτὸς, ποὺ εἰπώθηκε στὸν Ἱ. Ν. Εὐαγγελιστρίας Γρεβενῶν, στὸ ἐκεῖ ἐκκλησίασμα, κατὰ τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, δηλαδή, στὶς 29 Δεκεμβρίου 2019, ἀποτελεῖ, κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη, ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ἐκκλησιαστικὰ κείμενα, γιατὶ εἶναι συνταγμένος μὲ βαθύτατα βιωματικό, εἰλικρινῆ καὶ θεοφιλῆ τρόπο. Καὶ τὰ λέω αὐτὰ μετὰ λόγου γνὠσεως, χωρὶς νὰ γνωρίζω τὸν πολυσέβαστο Γέροντα, μήτε νὰ ἔχω ἀκούσει ἤ διαβάσει ἄλλον λόγο ἤ κείμενό του. Μόνον αὐτὸν καὶ, γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, τοῦτο ἀρκοῦσε, ὥστε νὰ μοῦ δώσει τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐκεῖνο, ποὺ γράφτηκε στὴν ἀρχὴ τοῦ δημοσιεύματος ἀπὸ τὴν σύνταξη τῶν «Χ.Δ.Μ», ὅτι δηλαδή, ἡ ἀρχοντικὴ κι ἡ εὐγενικὴ μορφὴ τοῦ π. Σεραφεὶμ, ἄφησε τὸ ἀποτύπωμά της στὴν τοπικὴ Ἐκκλησία (τῆς Μητροπόλεως Γρεβενῶν) εἶναι νομίζω ἀρκετό, ὥστε νὰ καταλάβουμε ποιὸ εἶναι τὸ πρόσωπο καὶ ἡ ἱερατικὴ διαδρομὴ τοῦ Ἁγίου Πρωτσυγκέλλου.
Διαβάζοντας τώρα τὸν λόγο στάθηκα σὲ κάποια σημεῖα, ποὺ ἀποπνέουν συγκίνηση ἀλλὰ καὶ ἱεροπρέπεια, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀναγκάζομαι νὰ τὰ θυμίσω:
«Κυριακὴ <μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν> καὶ τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα πλαισίωσαν τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως παίρνουν τὸ καθένα τὸν δρόμο του: οἱ Μάγοι ἐπιστρέφουν στὴν πατρίδα τους, οἱ Ἄγγελοι στὸν οὐρανό, οἱ βοσκοὶ στὸ ποίμνιο. Καὶ ὁ μικρὸς Ἰησοῦς πορεύεται στὴν Αἴγυπτο διωγμένος ἀπὸ τὴν κακία τῶν ἀνθρώπων! ... Ἀνέστιος Αὐτὸς ποὺ ὅλη τὴν κτίση τὴν κρατᾶ μέσα στὴ χούφτα του... Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν κάθε δικό Του ἄνθρωπο ὁ Κύριος ἐγκαινιάζει ἕναν ξεχωριστό, προσωπικό δρόμο. Μακριὰ ἴσως ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του, ὅπως στὸν Ἀβραάμ. Μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια καὶ θαλπωρὴ τοῦ πατρικοῦ οἰκου, ὅπως στὸν Πατριάρχη Ἰωσήφ. Μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα, ὅπως στὸν Προφήτη Δανιήλ. Καθένας ὅμως ἀπὸ μᾶς ποὺ Τὸν ἀκολουθεῖ ὑπακούοντας στὸ καλέσμά Του, ἀφήνοντας ἀνέσεις, συγγενεῖς, φίλους, οἰκίες πλούτη, συνάπτει τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν χορεία ἐκείνων, ποὺ δὲ φοβήθηκαν τὸ ταξίδι στὸ ἄγνωστο. Τότε ἔξαφνα καὶ θαυματουργικὰ ὁ ξένος τόπος γίνεται χῶρος μιᾶς νέας θεοφανείας. Ἡ γῆ τὴς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης στὸ κέλευσμα καὶ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀνθίζει μέσα στὸν ἄνθρωπο τὴν χαρὰ τῆς εὐλογίας καὶ τὴν παρηγοριὰ τῆς ἐλπίδας».
Εἶναι, ὄντως, τόσο θαυμάσια τὰ ὅσα εἶπε ὁ σεβαστὸς Γέροντας, ὁ ὁποῖος, ὅπως ὁμολόγησε, διακονεῖ καὶ τιμᾶ τὸ ἱερό Θυσιαστήριο «σαράντα ἕξι περίπου χρόνια, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ σαρανταένα (41) στὴν Ἱ. Μ. Θεσσαλονίκης καὶ τὰ πέντε (5) στὴν ἱστορικὴ καὶ αἱματοβαμμένη Μητρόπολη Γρεβενῶν». Καὶ τὸ πλέον κορυφαῖο καὶ ἄκρως συγκινητικὸ ἦταν ἡ ἀνακοίνωσή του: «Ἦρθε καὶ ἡ δική μου ἡ σειρὰ νὰ ἀναχωρήσω, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν σας ἀποχαιρετῶ».
Εἰλικρινὰ τὸ λέω, πὼς ὁ Γέροντας μὲ βαθύτατο πόνο καρδίας ἄφησε ἀπὸ μέσα του νὰ βγεῖ αὐτὸς ὁ λόγος: τῆς ἀποχωρήσεως ὁ λόγος. Πιστεύω δέ, ὅτι εἶχε βιώσει πλήρως ἐκεῖνον τὸν ὑπέροχο στίχο τῆς ἐπιλυχνίου Ἀκολουθίας, τοῦ ἀρχαίου ὕμνου «Φῶς ἱλαρόν», ποὺ ἀναφέρει: «Ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ὑμνοῦμεν Πατέρα Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα Θεόν». Κι αὐτό, ἐπειδὴ ὁ ὕμνος αὐτὸς μεταφορικὰ μᾶς φέρνει σιμὰ στὴν ὅλη βιοτὴ τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς. Τὸ γιατί, ὅλοι, ὅσοι ἔχουμε νοῦν Χριστοῦ, τὸ κατανοοῦμε, γιατὶ κάποτε ὅλοι σχεδὸν φτάνουμε στὴν ἡλίου μας δύσιν, στὸ μεσόφωτο ἐκεῖνο διάστημα ποὺ μᾶς χωρίζει δηλαδή, ἀπὸ τὴ νύχτα, ὅπου καὶ θ᾿ ἀναπαυτοῦμε... Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπαιτεῖται, ὅταν φτάσουμε στὸ ὅριο ἐκεῖνο, νὰ οἰκονομήσουμε τὰ πράγματα, ἀφοῦ καταπαύσουμε ἀπὸ τῶν ἔργων μας, καὶ κοιτάξουμε βαθιὰ τὴν ψυχή μας, τὸ εἶναι μας ὁλόκληρο καὶ στραφοῦμε πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς ἀνέχτηκε, ὥστε νὰ τοῦ ἐκφράσουμε μὲ βαθύτατη εἰλικρίνεια τό, «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν Ούρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου δέξαι με.....» (Λκ. 15, 21).
Καθὼς κλείνω αὐτὸ τὸ ἄτεχνο γραφτό, θὰ ἤθελα νὰ σταθῶ καὶ σὲ κάτι ἀκόμη ποὺ εἶπε ὁ π. Σεραφείμ: «Δέν παραπονοῦμαι γιὰ τίποτε. Διότι ὁ Θεὸς γιὰ 46 χρόνια μὲ ἀξίωσε νὰ ζήσω μέσα στὴ χάρη Του, νὰ ζήσω τιμὲς καὶ μεγαλεῖα. Νὰ ζήσω σὲ θέσεις καὶ ἀξιώματα. Νὰ ζήσω πολλὰ καὶ θαυμαστά. Νὰ ζήσω μικρὰ καὶ μεγάλα. Εὔκολα ἀλλὰ καὶ δύσκολα. Χαρούμενα καὶ λυπηρά. Εὔστοχα ἀλλὰ καὶ ἄστοχα. Τί ἀνταπέδωσα γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς εὐλογίες, ὁ Κύριος τὸ γνωρίζει. Ἐγὼ προσπάθησα ἀνθρωπίνως νὰ κάνω Ὅ,τι τὸ καλύτερο μποροῦσα». Κι ἀπὸ τὴν ταπεινή του αὐτὴ αὐτοκριτικὴ καὶ δημόσια ἐξομολόγηση προχωράει ἕνα βῆμα παραπέρα, ἱκετεύοντας τοὺς ἐνορίτες τους νὰ παραμένουν «ὀργανικὰ μέλη στὴν Ἐνορία τους, νὰ διατηρήσουν στὴν καρδιά τους τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος... κύκλῳ τοῦ Ἁγίου Θυσιαστηρίου... Σᾶς ἀποχαιρετῶ καὶ σᾶς ἀσπάζομαι ὅλους, ἕναν-ἕναν χωριστά [γιατὶ] θὰ εἶστε πάντα ὁ στέφανος καὶ ἡ τιμὴ τῆς ἱερατικῆς μου διακονίας. ...Θὰ μοῦ λείψετε, ἀλλὰ θὰ σὰς συναντῶ στὴν προσευχή... Τέλος παρακαλῶ ἀδέλφια μου νὰ ὑψώνετε πάντοτε τὰ χέρια σας σὲ προσευχή, ὄχι μόνον στὸ ταμιεῖον, ἀλλὰ καὶ στὶς κοινὲς λατρευτικὲς συνάξεις γιὰ μένα... ὅπως διέλθω τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς μου «ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ» τὰ δὲ τέλη μου -κατὰ τὶς δεήσεις τῆς Ἐκκλησίας- νὰ εἶναι ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά», ὥστε ἡ ἀπολογία μου ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ μας νὰ εἶναι εὐπρόσδεκτη».
Προσευχόμαστε, Γέροντα καὶ ζητοῦμε τὴν εὐχή καὶ εὐλογία Σου.
Ὅμως θὰ ἤθελα, πρὶν περατώσω τὸ γραφτό μου, νὰ πῶ καὶ κάτι ἀκόμα. Πώς θὰ ἔπρεπε ὁ λόγος αὐτὸς νὰ πολυγραφηθεῖ καὶ νὰ σταλεῖ σὲ νέους ἱερεῖς καὶ ἱεροσπουδαστές, ὥστε ἀπὸ νωρὶς νὰ καταλάβουν πὼς ὁ πρῶτος τους, ὁ χλωρὸς ἀκόμα ἐνθουσιασμὸς κάποτε θὰ φθάσει καὶ στὴ δική τους «ἡλίου δύσιν». Ποὺ σημαίνει ὅτι θὰ χρειαστεῖ νὰ προετοιμάζονται καὶ γι᾿ αὐτό. Γιατὶ ὁπωσδήποτε θἄρθει. Καὶ καλὸ εἶναι νὰ φτάνουμε ἐκεῖ μὲ ὅσο λιγότερες τύψεις γίνεται...
π. κ. ν. κ. Σκόπελος
υ. γ. Θὰ παρακαλοῦσα νὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ, ὡς ὑστερόγραφο, νὰ πῶ καὶ δυὸ λογια γιὰ τὴν φιλάδελφο ἀνοιχτὴ ἐπιστολὴ τοῦ π. Εὐσταθίου Στέφου, Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Γρεβενῶν, ποὺ δημοσιεύεται στὸ ἴδιο φ. τῆς ἐφ. «Χ.Δ.Μ.» (σελ. 10). Ἀπὸ τὴν παραπάνω καρδιακὴ ἐπιστολή, λοιπόν, κράτησα αὐτὲς τὶς δύο παραγράφους, ποὺ τὶς παραθέτω στὴ συνέχεια δίχως κανένα σχόλιο. Γιατὶ ἁπλούστατα δὲν ἀπαιτεῖται.
«Στὴν πόλη τῶν Γρεβενῶν δώσατε [σεβαστὲ Πατέρα μας] τὸν καλύτερο ἑαυτό σας, τόσο ὡς Προϊστάμενος τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῆς Εὐαγγελίστριας, ὅσο καὶ ὡς Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱ. Μητροπόλεώς μας... Τὸ σπουδαιότερο ποὺ ἔχω νὰ θυμᾶμαι εἶναι τὸ ἀμέριστο ἐνδιαφέρον, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ συμπαράσταση ποὺ μοῦ ἐκφράσατε γιὰ τὴν οἰκογενειακή μου κατάσταση. Μοῦ συμπαρασταθήκατε ὡς μοναδικὸς φίλος καὶ ἀδελφὸς...
Ἡ ἀπόφασή σας νὰ ἀποχωρήσετε ἀπὸ τὸ θεάρεστο ἔργο, ποὺ σᾶς ἐμπιστεύτηκε ὁ ἅγιος Ποιμένας μας, μᾶς ἀφήνει ἕνα μεγάλο κενὸ μέσα στὴν καρδιά μας, ἀλλὰ καὶ στὴν κοινωνία τῶν Γρεβενῶν. Νὰ εἶστε σίγουρος ὅτι, τόσο σὲ ἐμένα, ὅσο καὶ στοὺς ὑπόλοιπους κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς τῶν Γρεβενῶν ἀφήνετε μιὰ λαμπρὰ παρακαταθήκη ποιμαντικῆς φροντίδας, ἀνθρωπιᾶς καὶ ἀγάπης ἀνεξίτηλης στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου».
parathemata.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου