Του Dr. Ανανία Καβάκα, Νευρολόγου-Ψυχιάτρου
Ο όρος μελαγχολία ή κατάθλιψη χρησιμοποιείται στην ιατρική για να αποδώσει το
αρνητικό συναίσθημα της λύπης ή της θλίψης που καταλαμβάνει συχνά και σε ορισμένες περιπτώσεις βασανίζει ή αχρηστεύει τον άνθρωπο.
Η μελαγχολία μπορεί να ποικίλει από ελαφρά ακεφιά ή κακή διάθεση, που συνοδεύεται από έλλειψη ενδιαφέροντος για τη δουλειά ή τις καθημερινές ασχολίες του ατόμου και να φτάσει μέχρι την πλήρη απογοήτευση, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη ζωή και χωρίς ελπίδα.
Η μελαγχολία, όπως όλες οι ψυχολογικές διαταραχές, θεωρείται ότι ξεπέρασε τα όρια μιας φυσιολογικής αντίδρασης όταν παρατείνεται, ενώ η αιτία έχει εκλείψει από καιρό -τουλάχιστον ένα μήνα-, όταν η έντασή της δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις του ατόμου με το περιβάλλον ή το κάνει ανίκανο να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του ή όταν εκδηλώνεται χωρίς σοβαρή αιτία.
Πώς εκδηλώνεται η μελαγχολία;
Υπάρχει διάχυτη η αντίληψη στον κόσμο γύρω ότι η μελαγχολία είναι μια κατάσταση που γίνεται αντιληπτή από την πρώτη κιόλας στιγμή. Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι πάντοτε τόσο απλά. Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις ασθενών που αυτοκτόνησαν πριν το περιβάλλον τους ή και ο γιατρός τους ακόμη αντιληφθεί ότι έπασχαν από βαριά μελαγχολία.
Αυτό συμβαίνει επειδή η μελαγχολία μπορεί να πάρει ποικίλες μορφές, εκδηλώνοντας κάποτε συμπτώματα που δίνουν την εντύπωση ότι δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτήν. Γι’ αυτό το λόγο θα αναφερθούν εδώ τα κυριότερα συμπτώματα που προβάλλονται από τους ασθενείς.
α) Ακεφιά, θλίψη, ιδέες ανικανότητας και αναξιότητας: “Δεν έχω κέφι“, “νιώθω κατάπτωση“, “δεν έχω διάθεση για τίποτα“, “με το ζόρι κάνω τις δουλειές, μου έρχεται να τα παρατήσω όλα“, είναι μερικές από τις συνηθισμένες εκφράσεις ανθρώπων που πάσχουν από μελαγχολία.
Σε πιο βαριές περιπτώσεις οι ασθενείς ομολογούν ότι μένουν ώρες ολόκληρες στο κρεβάτι, χωρίς διάθεση να κάνουν και το παραμικρό και βασανίζονται από έντονες ιδέες ανικανότητας και αναξιότητας, όπως “δεν κατάφερα τίποτα“, “είμαι μια σκέτη αποτυχία“, “δεν πέτυχα τίποτα στη ζωή“. Αν ο ασθενής είναι συνειδητός χριστιανός μπορεί να κατηγορεί τον εαυτό του για έλλειψη πίστης, να νομίζει ότι τον έχει ξεχάσει ή τον έχει απαρνηθεί ο Θεός κι ότι είναι χαμένος για πάντα. Παραπονιέται ότι δεν μπορεί να προσευχηθεί ή ότι δεν εισακούονται οι προσευχές του.
Πίσω απ’ όλα αυτά κρύβονται συνήθως έντονες τύψεις κι ενοχές. Κατηγορούν τον εαυτό τους για σφάλματα, λάθη ή αμαρτίες που έχουν κάνει, τα οποία μεγαλοποιούν στη σκέψη τους και τα θεωρούν τρομερά ή ασυγχώρητα.
Θεωρητικά μπορεί να ξέρουν ότι ο Θεός αγαπά και συγχωρεί, δεν μπορούν όμως να το νιώσουν κι αυτό τους εμποδίζει να το δεχτούν.
Οι περισσότεροι άνθρωποι που πάσχουν από μελαγχολία δεν μπορούν να νιώσουν χαρά ή ευχαρίστηση, όσο ευχάριστα κι αν είναι αυτά που συμβαίνουν γύρω τους. Μερικοί απ’ αυτούς, σε ελαφρές σχετικά μορφές, κλαίνε πολύ και απαρηγόρητα. Σε πιο βαριές καταστάσεις ο ασθενής δεν μπορεί συχνά ούτε να κλάψει, παρόλο που το επιθυμεί για να ανακουφιστεί.
Οι τύψεις και οι ενοχές είναι πολλές φορές τόσο έντονες και η θλίψη τόσο βαριά, που ο ασθενής επιθυμεί να πεθάνει για να ησυχάσει (όπως ο ίδιος νομίζει) ή σκέφτεται και μπορεί να σχεδιάζει αυτοκτονία για να απαλλαγεί από την αφόρητη γι’ αυτόν κατάσταση.
β) Κόπωση, αδυναμία, βραδυκινησία:..
Η συνέχεια εδώ
Ο όρος μελαγχολία ή κατάθλιψη χρησιμοποιείται στην ιατρική για να αποδώσει το
αρνητικό συναίσθημα της λύπης ή της θλίψης που καταλαμβάνει συχνά και σε ορισμένες περιπτώσεις βασανίζει ή αχρηστεύει τον άνθρωπο.
Η μελαγχολία μπορεί να ποικίλει από ελαφρά ακεφιά ή κακή διάθεση, που συνοδεύεται από έλλειψη ενδιαφέροντος για τη δουλειά ή τις καθημερινές ασχολίες του ατόμου και να φτάσει μέχρι την πλήρη απογοήτευση, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη ζωή και χωρίς ελπίδα.
Η μελαγχολία, όπως όλες οι ψυχολογικές διαταραχές, θεωρείται ότι ξεπέρασε τα όρια μιας φυσιολογικής αντίδρασης όταν παρατείνεται, ενώ η αιτία έχει εκλείψει από καιρό -τουλάχιστον ένα μήνα-, όταν η έντασή της δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις του ατόμου με το περιβάλλον ή το κάνει ανίκανο να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του ή όταν εκδηλώνεται χωρίς σοβαρή αιτία.
Πώς εκδηλώνεται η μελαγχολία;
Υπάρχει διάχυτη η αντίληψη στον κόσμο γύρω ότι η μελαγχολία είναι μια κατάσταση που γίνεται αντιληπτή από την πρώτη κιόλας στιγμή. Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι πάντοτε τόσο απλά. Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις ασθενών που αυτοκτόνησαν πριν το περιβάλλον τους ή και ο γιατρός τους ακόμη αντιληφθεί ότι έπασχαν από βαριά μελαγχολία.
Αυτό συμβαίνει επειδή η μελαγχολία μπορεί να πάρει ποικίλες μορφές, εκδηλώνοντας κάποτε συμπτώματα που δίνουν την εντύπωση ότι δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτήν. Γι’ αυτό το λόγο θα αναφερθούν εδώ τα κυριότερα συμπτώματα που προβάλλονται από τους ασθενείς.
α) Ακεφιά, θλίψη, ιδέες ανικανότητας και αναξιότητας: “Δεν έχω κέφι“, “νιώθω κατάπτωση“, “δεν έχω διάθεση για τίποτα“, “με το ζόρι κάνω τις δουλειές, μου έρχεται να τα παρατήσω όλα“, είναι μερικές από τις συνηθισμένες εκφράσεις ανθρώπων που πάσχουν από μελαγχολία.
Σε πιο βαριές περιπτώσεις οι ασθενείς ομολογούν ότι μένουν ώρες ολόκληρες στο κρεβάτι, χωρίς διάθεση να κάνουν και το παραμικρό και βασανίζονται από έντονες ιδέες ανικανότητας και αναξιότητας, όπως “δεν κατάφερα τίποτα“, “είμαι μια σκέτη αποτυχία“, “δεν πέτυχα τίποτα στη ζωή“. Αν ο ασθενής είναι συνειδητός χριστιανός μπορεί να κατηγορεί τον εαυτό του για έλλειψη πίστης, να νομίζει ότι τον έχει ξεχάσει ή τον έχει απαρνηθεί ο Θεός κι ότι είναι χαμένος για πάντα. Παραπονιέται ότι δεν μπορεί να προσευχηθεί ή ότι δεν εισακούονται οι προσευχές του.
Πίσω απ’ όλα αυτά κρύβονται συνήθως έντονες τύψεις κι ενοχές. Κατηγορούν τον εαυτό τους για σφάλματα, λάθη ή αμαρτίες που έχουν κάνει, τα οποία μεγαλοποιούν στη σκέψη τους και τα θεωρούν τρομερά ή ασυγχώρητα.
Θεωρητικά μπορεί να ξέρουν ότι ο Θεός αγαπά και συγχωρεί, δεν μπορούν όμως να το νιώσουν κι αυτό τους εμποδίζει να το δεχτούν.
Οι περισσότεροι άνθρωποι που πάσχουν από μελαγχολία δεν μπορούν να νιώσουν χαρά ή ευχαρίστηση, όσο ευχάριστα κι αν είναι αυτά που συμβαίνουν γύρω τους. Μερικοί απ’ αυτούς, σε ελαφρές σχετικά μορφές, κλαίνε πολύ και απαρηγόρητα. Σε πιο βαριές καταστάσεις ο ασθενής δεν μπορεί συχνά ούτε να κλάψει, παρόλο που το επιθυμεί για να ανακουφιστεί.
Οι τύψεις και οι ενοχές είναι πολλές φορές τόσο έντονες και η θλίψη τόσο βαριά, που ο ασθενής επιθυμεί να πεθάνει για να ησυχάσει (όπως ο ίδιος νομίζει) ή σκέφτεται και μπορεί να σχεδιάζει αυτοκτονία για να απαλλαγεί από την αφόρητη γι’ αυτόν κατάσταση.
β) Κόπωση, αδυναμία, βραδυκινησία:..
Η συνέχεια εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου