(Άρθρο στο 18ο τεύχος του ''Διαύλου'', Μάιος 2020)
Αν το 12% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, είναι το ποσοστό που απαιτείται για την έκδοση του ευρωομολόγου (κορωνομόλογο), αυτό δεν μπορεί παρά να είναι και
ένα ρεαλιστικό καθοδηγητικό κριτήριο - στόχος(τουλάχιστον, δηλαδή, 12% του ΑΕΠ ) και για την ελληνική κυβέρνηση στο οικονομικό της πρόγραμμα για τη στήριξη των επιχειρήσεων, της εργασίας και του κοινωνικού κράτους.
ΙΙΙ.
Η Ανάπτυξη δεν είναι ευχολόγιο.Το υφιστάμενο μοντέλο οδήγησε σε αποτυχία. Υπάρχει νέο ;
Η έννοια Ανάπτυξη είναι συνώνυμη της αύξησης (της μεγέθυνσης) του ΑΕΠ. Με απλά λόγια, αφορά στη δημιουργία νέου πλούτου κι όχι για τη διανομή του υπάρχοντος.
Το σημείο αυτό : Δημιουργία, και όχι Διανομή, αποτελεί καίριο σημείο αντιδιαστολής στις αναλύσεις και στους προγραμματικούς στόχους.
Η δημαγωγούσα, λαϊκιστική αριστερά, διαψεύδοντας κάθε ιδεολογική σχέση με τους ιστορικούς ιδρυτές της,μιλάει για Διανομή, χωρίς -είναι αλήθεια - να μπορείνα εννοήσει πραγματικά και πολύ περισσότερο νασχεδιάσει την Ανάπτυξη.
Αυτή η αντίληψη που κυριαρχεί και στην καθεστωτική αριστερά στην Ελλάδα, καθώς και στο ΚΚΕ, θεωρεί ότι η παραγωγή, αλλά, κυρίως, ο πλούτος (στην ευρεία του έννοια) παράγεται με έναν ‘‘αυτόματο’’ καπιταλιστικό τρόπο τον οποίο εκείνοι (= η καθεστωτική αριστερά)ως μόνο καθήκον τους έχουν να τον διανείμουν.
Σε προέκταση της παραπάνω αντίληψης, αλλά και των πελατειακών δικτύων (δύο αλληλοδιαπλεκόμενων ‘’αξιακών συστημάτων’’ χαμηλής στάθμης, αλλά ευρείας επιρροής) υπάρχει η διαδεδομένη άποψη ότι η πολιτική καθορίζει την οικονομία. Ότι για την οικονομία αποφασίζει η πολιτική. Ότι όλα στην οικονομία είναι θέμα πολιτικών αποφάσεων. Τίποτα πιο αβάσιμο και αναληθές.
Η οικονομία υπήρξε πολύ πιο πριν από την οικονομική θεωρία και πολιτική. Η οικονομική πραγματικότητα πάντα προπορεύονταν ιστορικά της οικονομικής γνώσης και πολιτικής.
Η κατανόηση και η ερμηνεία των οικονομικών φαινομένων είναι μια σχετικά πρόσφατη υπόθεση. Η ανάπτυξη της οικονομικής θεωρίας (απαραίτητης για την άσκηση οποιασδήποτε οικονομικής πολιτικής)ξεκινά μόλις τον 18ο αιώνα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η σύγχρονη οικονομία δεν επηρεάζεται από την οικονομική θεωρία ή/και την πολιτική.
Επηρεάζεται, αλλά όχι τόσο όσο ευρέως πιστεύεται.Η πορεία του οικονομικού κύκλου (ανάπτυξη,κρίση, ύφεση, αναζωπύρωση) παραμένει συνολικά απροσδιόριστη.
Η πολιτική αδυνατεί να προσδιορίσει τις φάσεις του κύκλου, την χρονική τους διάρκεια καιτην έκταση των οικονομικών φαινομένων. Και βέβαια δεν μπορεί να προβλέψει τις κρίσεις (και τις υφέσεις)και να τις αποτρέψει.
Απλά όταν προκύπτουν μπορεί να παίρνει μέτρα (αντικυκλικά) προκειμένου να αμβλύνει τις αρνητικές τους συνέπειες.
Το ίδιο ισχύει και με την φάση της ανάπτυξης. Δεν την αποφασίζει η πολιτική.
Είναι φάση του κύκλου την οποία η οικονομική πολιτική οφείλει να αξιοποιήσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ενισχύοντας τις αναπτυξιακές τάσεις.
Στην περίοδο που διανύουμε, η κρίση, όπως παραπάνω αναπτύξαμε θα έχει σε κάθε τομέα τις επιπτώσεις που προσδιορίσαμε, καθώς και τις πολιτικές που περιγράψαμε για την επιβράδυνση της ύφεσης και την ενίσχυση παραμέτρων επιστροφής στην ανάπτυξη και την αξιοποίηση τομέων που συνιστούν, μέσα στην κρίση, ευκαιρίες.
Όμως, μιλώντας για Ανάπτυξη, δηλαδή για αύξηση(μεγέθυνση) του ΑΕΠ, πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτόεξαρτάται αθροιστικά από τέσσερες (4) παραμέτρους. ΑΕΠ=C+I+G+NX, όπουC= κατανάλωση νοικοκυριώνI= επένδυση νοικοκυριών και επιχειρήσεωνG= δημόσιες δαπάνεςΝΧ= καθαρές εξαγωγέςΗ αύξηση του ΑΕΠ γίνεται από την συνεργατικήαύξηση αυτών των παραμέτρων, ή μερικών από αυτές,ή και μιας από αυτές.
Η παράμετρος από την οποία κατά κύριο λόγο αυξάνεται το ΑΕΠ είναι αυτή που προσδιορίζει και τον χαρακτήρα της ανάπτυξης.
Ζητούμενο, στη ‘‘φάση της ανάπτυξης’’, δεν είναι απλά η αύξηση του ΑΕΠ, αλλά ακόμα πιο συγκεκριμένα, η αναπτυξιακή διάσταση αυτής της αύξησης.
Η αύξηση του ΑΕΠ με αναπτυξιακό πρόσημο που σημαίνει ότι αυτή θα οφείλεται κύρια στις επενδύσεις κι όχι στην αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών όπως συνέβαινε μέχρι το 2010, ούτε αποκλειστικά στις αυξήσεις μισθών και συντάξεων κατευθυνόμενες κυρίως στη ζήτηση (δηλαδή, στην κατανάλωση).Να διευκρινίσουμε εδώ ότι το αποφασιστικό θέμα δεν είναι να μειώσουμε την κατανάλωση των νοικοκυριών,αλλά να αυξήσουμε τις επενδύσεις και μέσα από αυτό να μειώσουμε το ποσοστό του C στο ΑΕΠ (αυτός,τελικά, σε συνδυασμό με την αύξηση της παραγωγής,είναι ο δρόμος μετασχηματισμού ενός καταναλωτικού μοντέλου σε παραγωγικό.
Δηλαδή, ενός μοντέλου όπου το C μειώνεται όχι λόγω της πίεσης πάνω στο ίδιο για ελάττωση, αλλά λόγω της αύξησης και της σταδιακής επικυριάρχησης στο συνολικό άθροισμα του ΑΕΠ, τουΙ, δηλαδή των επενδύσεων.
Στην Ελλάδα, σήμερα, το 70% περίπου του ΑΕΠ είναι το C ( = κατανάλωση νοικοκυριών).
Σε αυτήν οφείλεται κατά κύριο λόγο η όποια ανάπτυξη και δευτερευόντως στις εξαγωγές.Η διατήρηση της κατανάλωσης σε τόσο υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ έγινε παρ’ όλη την μεγάλη μείωση των εισοδημάτων και την αύξηση των φόρων (που επίσης μειώνουν την κατανάλωση).
Το αντίστοιχο στην Ευρώπη των ‘‘28’’ είναι κάτω από 60%.
Οι επενδύσεις πριν από την νέα κρίση λόγω πανδημίας, κυμαίνοντας στο 11% του ΑΕΠ , οι χαμηλότερες στην Ευρωζώνη όπου ο μέσος όρος είναι σχεδόν 20%.
Οι δημόσιες δαπάνες (G), επίσης, μπορούν να προσφέρουν μια κάποια ενίσχυση του ΑΕΠ, πολύ αναγκαία σε συνθήκες κρίσης και στενότητας ρευστότητας, αλλά οι αθροιστική επίπτωση θα είναι περιορισμένη.
Επομένως, η αύξηση του ΑΕΠ μπορείνα προκύψει από την αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων.Σε ότι αφορά το πρώτο (κατανάλωση) θα μπορούσε να γίνει από την έμμεση αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, μέσα από την μείωση κύρια της φορολογίας (κι όχι από άμεσες αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις), και κατά δεύτερον από την μείωση της ανεργίας, θα είναι, όμως, περιορισμένη ενώ θα προκαλούσε και αύξηση των εισαγωγών με αρνητικές συνέπειες στο εμπορικό ισοζύγιο.
Το μεγάλο ζητούμενο, λοιπόν, είναι οι επενδύσεις.
Κρίσιμος παράγοντας για την προσέλκυση, τη ροή καιτην πραγματοποίηση των επενδύσεων είναι το κράτος.Οι κρατικές υπηρεσίες αδειοδοτήσεων και ελέγχων,η Δικαιοσύνη σ΄ όλες τις βαθμίδες, η Περιφερειακή και Τοπική Διοίκηση, το κλίμα διαφθοράς.
Το στοίχημα είναι γενικότερο και ζωτικό. Απαιτείται ένας μετασχηματισμός, μια αναδιάταξη και ανασυγκρότηση των οικονομικών δραστηριοτήτων από τις μη παραγωγικές σε παραγωγικές.
Να αλλάξει το μοντέλο:από καταναλωτικό σε παραγωγικό.
Το καταναλωτικό μοντέλο των τελευταίων 50 ετών, και μαζί του ένα κράτος αντιπαραγωγικό και σαθρό, με μια κοινωνία άνευρη, χαμηλής συνοχής και προσδοκιών δεν μπορεί να συνεχίσει, δεν έχει άλλες δυνατότητες αναπαραγωγής του.
Μια τέτοια προοπτική είναι απολύτως αναγκαία για την επιβίωση και την ανόρθωση της Χώρας. Όμως, μπορεί να καταστεί εφικτή πραγματικότητα μόνο αν υπάρξει το αντίστοιχο συλλογικό, πολιτικό, οργανωμένο και κοινωνικά διαρθρωμένο, δρών Υποκείμενο.
IV.
Το οικονομικό πλαίσιο της Ε.Ε. : Πόσο μας επηρεάζει ; Τί κάνουμε ;
Κλείνοντας, οφείλουμε, να υπογραμμίσουμε και πάλι ότι η Πρωτοβουλία των ‘‘11” για ευρωομόλογο (κωρονομόλογο) είχε και έχει νόημα ζωτικής σημασίας για την ευρωζώνη.
Θεωρούμε ότι ο αγώνας αυτός συνυφασμένος και με άλλα θέματα, που αναδεικνύονται παράλληλα (Βορράς-Νότος, σφαίρες επιρροής,συνθήκες επιβίωσης της Ε.Ε., κλπ), αποκτά μεγάλη σημασία και για την Ευρώπη, και για τις χώρες-μέλη της.
ΟΙ μέχρι τώρα αποφάσεις, αν εξαιρεθούν ορισμένα μέτρα της ΕΚΤ, είναι απογοητευτικές στα αποτελέσματα τους και ελλειμματικές στο αναγκαίο αυτή την περίοδο πνεύμα σύμπνοιας.
Τα συλλογικά ομόλογα (ευρωομόλογο) είναι απαραίτητα για να κατανείμουν το κόστος της κρίσης σε πολλούς ώμους. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να βοηθηθούν οι χώρες που πλήττονται περισσότερο ώστε να μην αντιμετωπίσουν μια κρίση φερεγγυότητας χωρίς, μάλιστα, καμία δική τους υπαιτιότητα.
Για το σκοπό αυτό, οι χώρες της ευρωζώνης θα πρέπεινα εκδώσουν, για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης,συλλογικά ομόλογα (ευρωομόλογα) ύψους 1.500 δισεκατομμυρίων ευρώ (περίπου 12% του ΑΕΠ τηςΕυρωζώνης). Είναι υπολογισμένο ότι για τη Γερμανία που τώρα,και σχεδόν επί μια 8ετία, δανείζεται από τις αγορέςμε μεσοσταθμικό - 0,45% , - ενώ η Ιταλία δανείζεται με 1,4% και η Ελλάδα με 1,6% -, η επιλογή αυτή του ευρωομολόγου -κρίσης θα την οδηγήσει να δανείζεταιμε + 0, 4% !
Αυτή είναι γερμανική οικονομική ‘‘θυσία’’. Θυσία σ΄ ένα περιβάλλον κοινού νομίσματος και μηχανισμών άνισης ανάπτυξης & ανταλλαγής που λειτουργούν υπέρ της.
Από αυτή τη δεξαμενή μπορούν να υποστηριχθούν χώρες-μέλη αν κινδυνεύουν να χάσουν την πρόσβασή τους στην κεφαλαιαγορά.
Λόγω της κοινής ευθύνης, λόγω της ευθύνης ανάληψης κοινού χρέους, το χρέος των χωρών που πλήττονται περισσότερο θα αυξηθεί σχετικά λίγο. Αποφασιστικής σημασίας είναι το γεγονός ότι πρόκειται για ένα ταμείο έκτακτης ανάγκης για τη διαχείριση κρίσεων, όπως ακριβώς το συλλογικό ομόλογο της ΕΟΚ την εποχή της πετρελαϊκής κρίσης (1977).Η Ευρωζώνη είναι μόνο μια Νομισματική Ένωση.
Απέχει παρά πολύ από το να είναι και οικονομική. Όμως, πρέπει να γίνει. Αν ήμασταν πιο τολμηροί θα έπρεπε να πορευθούμε αποφασιστικά προς τους στόχους της Οικονομικής Ευρωπαϊκής Διακυβέρνησης και ενός προγράμματος Οικονομικής Σύγκλισης και αναστήλωσης του Κοινωνικού Κράτους.Θα έπρεπε να αναγνώσουμε την κρίση και ως ιστορική ευκαιρία με αυτή την έννοια.Το ευρωομόλογο θα μπορούσε να δημιουργήσει προϋποθέσεις για ένα τέτοιο άλμα.Το βάλτωμα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος από το 2007 και μετά, σχετίζεται με τη γερμανική ηγεμονία που ουσιαστικά δεν ασπάζεται τους ευρωπαϊκούς οραματικούς στόχους, ούτε τις ευρωπαϊκές ιδρυτικές καταστατικές δεσμεύσεις, που αποδεικνύεται εγωκεντρική και ως ηγεμονεύουσα δύναμη υποδεέστερη των απαιτήσεων των καιρών.
Επιστέγασμα αυτής της αντίληψης αποτελεί και η τελευταία απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, που στο όνομα της γερμανικής δικαιϊκής τάξης και υπό το πρόσχημα της προστασίας της γερμανικής οικονομίας, επιδιώκει να αναγορευθεί σε υπέρτατη δικαστική αρχή της Ευρώπης, επιβάλλοντας τη γερμανική βούληση σε θέματα χρηματοπιστωτικής πολιτικής (QE και λοιποί όροι), ενός ανεξάρτητου κεντρικού ευρωπαϊκού οικονομικού - τραπεζικού θεσμού, της Ευρωπαϊκής Κεντρική Τράπεζας (ΕΚΤ )!
Ενώ, λοιπόν, οφείλουμε να δώσουμε έναν σκληρό αγώνα για την ελληνική κοινωνία και οικονομία, την ίδια στιγμή πρέπει να παρακολουθούμε στενά και ενεργά τις εξελίξεις στην Ε.Ε.
Η κυβέρνηση εισέρχεται σε μια εντελώς νέα περίοδο,όπου η συναίνεση και η ανοχή, αποτελούν παρελθόν,και δίνουν τη θέση τους στα οξυμένα προβλήματα της ύφεσης και των αδυσώπητων συνθηκών της κρίσης σε όλα τα μέτωπα.
Με την αντιπολίτευση (μείζονα και ελάσσονα), από την άλλη, χωρίς πραγματική αίσθηση των μεγάλων διακυβευμάτων, να ασκεί μια παρωχημένη, τρέχουσα και ρηχή, χωρίς ορίζοντα αντιπολίτευση, παρέχοντας έδαφος πρωτοβουλιών και κινήσεων σε μια κυβέρνηση,που δείχνει να στερείται Σχεδίου και πραγματικών καθοδηγητικών Δυνάμεων (για τη νέα υπεραπαιτητική περίοδο). -
Θεσσαλονίκη, 10 Μαΐου 2020
Ελευθέριος ΤΖΙΟΛΑΣ
Αν το 12% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, είναι το ποσοστό που απαιτείται για την έκδοση του ευρωομολόγου (κορωνομόλογο), αυτό δεν μπορεί παρά να είναι και
ένα ρεαλιστικό καθοδηγητικό κριτήριο - στόχος(τουλάχιστον, δηλαδή, 12% του ΑΕΠ ) και για την ελληνική κυβέρνηση στο οικονομικό της πρόγραμμα για τη στήριξη των επιχειρήσεων, της εργασίας και του κοινωνικού κράτους.
ΙΙΙ.
Η Ανάπτυξη δεν είναι ευχολόγιο.Το υφιστάμενο μοντέλο οδήγησε σε αποτυχία. Υπάρχει νέο ;
Η έννοια Ανάπτυξη είναι συνώνυμη της αύξησης (της μεγέθυνσης) του ΑΕΠ. Με απλά λόγια, αφορά στη δημιουργία νέου πλούτου κι όχι για τη διανομή του υπάρχοντος.
Το σημείο αυτό : Δημιουργία, και όχι Διανομή, αποτελεί καίριο σημείο αντιδιαστολής στις αναλύσεις και στους προγραμματικούς στόχους.
Η δημαγωγούσα, λαϊκιστική αριστερά, διαψεύδοντας κάθε ιδεολογική σχέση με τους ιστορικούς ιδρυτές της,μιλάει για Διανομή, χωρίς -είναι αλήθεια - να μπορείνα εννοήσει πραγματικά και πολύ περισσότερο νασχεδιάσει την Ανάπτυξη.
Αυτή η αντίληψη που κυριαρχεί και στην καθεστωτική αριστερά στην Ελλάδα, καθώς και στο ΚΚΕ, θεωρεί ότι η παραγωγή, αλλά, κυρίως, ο πλούτος (στην ευρεία του έννοια) παράγεται με έναν ‘‘αυτόματο’’ καπιταλιστικό τρόπο τον οποίο εκείνοι (= η καθεστωτική αριστερά)ως μόνο καθήκον τους έχουν να τον διανείμουν.
Σε προέκταση της παραπάνω αντίληψης, αλλά και των πελατειακών δικτύων (δύο αλληλοδιαπλεκόμενων ‘’αξιακών συστημάτων’’ χαμηλής στάθμης, αλλά ευρείας επιρροής) υπάρχει η διαδεδομένη άποψη ότι η πολιτική καθορίζει την οικονομία. Ότι για την οικονομία αποφασίζει η πολιτική. Ότι όλα στην οικονομία είναι θέμα πολιτικών αποφάσεων. Τίποτα πιο αβάσιμο και αναληθές.
Η οικονομία υπήρξε πολύ πιο πριν από την οικονομική θεωρία και πολιτική. Η οικονομική πραγματικότητα πάντα προπορεύονταν ιστορικά της οικονομικής γνώσης και πολιτικής.
Η κατανόηση και η ερμηνεία των οικονομικών φαινομένων είναι μια σχετικά πρόσφατη υπόθεση. Η ανάπτυξη της οικονομικής θεωρίας (απαραίτητης για την άσκηση οποιασδήποτε οικονομικής πολιτικής)ξεκινά μόλις τον 18ο αιώνα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η σύγχρονη οικονομία δεν επηρεάζεται από την οικονομική θεωρία ή/και την πολιτική.
Επηρεάζεται, αλλά όχι τόσο όσο ευρέως πιστεύεται.Η πορεία του οικονομικού κύκλου (ανάπτυξη,κρίση, ύφεση, αναζωπύρωση) παραμένει συνολικά απροσδιόριστη.
Η πολιτική αδυνατεί να προσδιορίσει τις φάσεις του κύκλου, την χρονική τους διάρκεια καιτην έκταση των οικονομικών φαινομένων. Και βέβαια δεν μπορεί να προβλέψει τις κρίσεις (και τις υφέσεις)και να τις αποτρέψει.
Απλά όταν προκύπτουν μπορεί να παίρνει μέτρα (αντικυκλικά) προκειμένου να αμβλύνει τις αρνητικές τους συνέπειες.
Το ίδιο ισχύει και με την φάση της ανάπτυξης. Δεν την αποφασίζει η πολιτική.
Είναι φάση του κύκλου την οποία η οικονομική πολιτική οφείλει να αξιοποιήσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ενισχύοντας τις αναπτυξιακές τάσεις.
Στην περίοδο που διανύουμε, η κρίση, όπως παραπάνω αναπτύξαμε θα έχει σε κάθε τομέα τις επιπτώσεις που προσδιορίσαμε, καθώς και τις πολιτικές που περιγράψαμε για την επιβράδυνση της ύφεσης και την ενίσχυση παραμέτρων επιστροφής στην ανάπτυξη και την αξιοποίηση τομέων που συνιστούν, μέσα στην κρίση, ευκαιρίες.
Όμως, μιλώντας για Ανάπτυξη, δηλαδή για αύξηση(μεγέθυνση) του ΑΕΠ, πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτόεξαρτάται αθροιστικά από τέσσερες (4) παραμέτρους. ΑΕΠ=C+I+G+NX, όπουC= κατανάλωση νοικοκυριώνI= επένδυση νοικοκυριών και επιχειρήσεωνG= δημόσιες δαπάνεςΝΧ= καθαρές εξαγωγέςΗ αύξηση του ΑΕΠ γίνεται από την συνεργατικήαύξηση αυτών των παραμέτρων, ή μερικών από αυτές,ή και μιας από αυτές.
Η παράμετρος από την οποία κατά κύριο λόγο αυξάνεται το ΑΕΠ είναι αυτή που προσδιορίζει και τον χαρακτήρα της ανάπτυξης.
Ζητούμενο, στη ‘‘φάση της ανάπτυξης’’, δεν είναι απλά η αύξηση του ΑΕΠ, αλλά ακόμα πιο συγκεκριμένα, η αναπτυξιακή διάσταση αυτής της αύξησης.
Η αύξηση του ΑΕΠ με αναπτυξιακό πρόσημο που σημαίνει ότι αυτή θα οφείλεται κύρια στις επενδύσεις κι όχι στην αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών όπως συνέβαινε μέχρι το 2010, ούτε αποκλειστικά στις αυξήσεις μισθών και συντάξεων κατευθυνόμενες κυρίως στη ζήτηση (δηλαδή, στην κατανάλωση).Να διευκρινίσουμε εδώ ότι το αποφασιστικό θέμα δεν είναι να μειώσουμε την κατανάλωση των νοικοκυριών,αλλά να αυξήσουμε τις επενδύσεις και μέσα από αυτό να μειώσουμε το ποσοστό του C στο ΑΕΠ (αυτός,τελικά, σε συνδυασμό με την αύξηση της παραγωγής,είναι ο δρόμος μετασχηματισμού ενός καταναλωτικού μοντέλου σε παραγωγικό.
Δηλαδή, ενός μοντέλου όπου το C μειώνεται όχι λόγω της πίεσης πάνω στο ίδιο για ελάττωση, αλλά λόγω της αύξησης και της σταδιακής επικυριάρχησης στο συνολικό άθροισμα του ΑΕΠ, τουΙ, δηλαδή των επενδύσεων.
Στην Ελλάδα, σήμερα, το 70% περίπου του ΑΕΠ είναι το C ( = κατανάλωση νοικοκυριών).
Σε αυτήν οφείλεται κατά κύριο λόγο η όποια ανάπτυξη και δευτερευόντως στις εξαγωγές.Η διατήρηση της κατανάλωσης σε τόσο υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ έγινε παρ’ όλη την μεγάλη μείωση των εισοδημάτων και την αύξηση των φόρων (που επίσης μειώνουν την κατανάλωση).
Το αντίστοιχο στην Ευρώπη των ‘‘28’’ είναι κάτω από 60%.
Οι επενδύσεις πριν από την νέα κρίση λόγω πανδημίας, κυμαίνοντας στο 11% του ΑΕΠ , οι χαμηλότερες στην Ευρωζώνη όπου ο μέσος όρος είναι σχεδόν 20%.
Οι δημόσιες δαπάνες (G), επίσης, μπορούν να προσφέρουν μια κάποια ενίσχυση του ΑΕΠ, πολύ αναγκαία σε συνθήκες κρίσης και στενότητας ρευστότητας, αλλά οι αθροιστική επίπτωση θα είναι περιορισμένη.
Επομένως, η αύξηση του ΑΕΠ μπορείνα προκύψει από την αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων.Σε ότι αφορά το πρώτο (κατανάλωση) θα μπορούσε να γίνει από την έμμεση αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, μέσα από την μείωση κύρια της φορολογίας (κι όχι από άμεσες αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις), και κατά δεύτερον από την μείωση της ανεργίας, θα είναι, όμως, περιορισμένη ενώ θα προκαλούσε και αύξηση των εισαγωγών με αρνητικές συνέπειες στο εμπορικό ισοζύγιο.
Το μεγάλο ζητούμενο, λοιπόν, είναι οι επενδύσεις.
Κρίσιμος παράγοντας για την προσέλκυση, τη ροή καιτην πραγματοποίηση των επενδύσεων είναι το κράτος.Οι κρατικές υπηρεσίες αδειοδοτήσεων και ελέγχων,η Δικαιοσύνη σ΄ όλες τις βαθμίδες, η Περιφερειακή και Τοπική Διοίκηση, το κλίμα διαφθοράς.
Το στοίχημα είναι γενικότερο και ζωτικό. Απαιτείται ένας μετασχηματισμός, μια αναδιάταξη και ανασυγκρότηση των οικονομικών δραστηριοτήτων από τις μη παραγωγικές σε παραγωγικές.
Να αλλάξει το μοντέλο:από καταναλωτικό σε παραγωγικό.
Το καταναλωτικό μοντέλο των τελευταίων 50 ετών, και μαζί του ένα κράτος αντιπαραγωγικό και σαθρό, με μια κοινωνία άνευρη, χαμηλής συνοχής και προσδοκιών δεν μπορεί να συνεχίσει, δεν έχει άλλες δυνατότητες αναπαραγωγής του.
Μια τέτοια προοπτική είναι απολύτως αναγκαία για την επιβίωση και την ανόρθωση της Χώρας. Όμως, μπορεί να καταστεί εφικτή πραγματικότητα μόνο αν υπάρξει το αντίστοιχο συλλογικό, πολιτικό, οργανωμένο και κοινωνικά διαρθρωμένο, δρών Υποκείμενο.
IV.
Το οικονομικό πλαίσιο της Ε.Ε. : Πόσο μας επηρεάζει ; Τί κάνουμε ;
Κλείνοντας, οφείλουμε, να υπογραμμίσουμε και πάλι ότι η Πρωτοβουλία των ‘‘11” για ευρωομόλογο (κωρονομόλογο) είχε και έχει νόημα ζωτικής σημασίας για την ευρωζώνη.
Θεωρούμε ότι ο αγώνας αυτός συνυφασμένος και με άλλα θέματα, που αναδεικνύονται παράλληλα (Βορράς-Νότος, σφαίρες επιρροής,συνθήκες επιβίωσης της Ε.Ε., κλπ), αποκτά μεγάλη σημασία και για την Ευρώπη, και για τις χώρες-μέλη της.
ΟΙ μέχρι τώρα αποφάσεις, αν εξαιρεθούν ορισμένα μέτρα της ΕΚΤ, είναι απογοητευτικές στα αποτελέσματα τους και ελλειμματικές στο αναγκαίο αυτή την περίοδο πνεύμα σύμπνοιας.
Τα συλλογικά ομόλογα (ευρωομόλογο) είναι απαραίτητα για να κατανείμουν το κόστος της κρίσης σε πολλούς ώμους. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να βοηθηθούν οι χώρες που πλήττονται περισσότερο ώστε να μην αντιμετωπίσουν μια κρίση φερεγγυότητας χωρίς, μάλιστα, καμία δική τους υπαιτιότητα.
Για το σκοπό αυτό, οι χώρες της ευρωζώνης θα πρέπεινα εκδώσουν, για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης,συλλογικά ομόλογα (ευρωομόλογα) ύψους 1.500 δισεκατομμυρίων ευρώ (περίπου 12% του ΑΕΠ τηςΕυρωζώνης). Είναι υπολογισμένο ότι για τη Γερμανία που τώρα,και σχεδόν επί μια 8ετία, δανείζεται από τις αγορέςμε μεσοσταθμικό - 0,45% , - ενώ η Ιταλία δανείζεται με 1,4% και η Ελλάδα με 1,6% -, η επιλογή αυτή του ευρωομολόγου -κρίσης θα την οδηγήσει να δανείζεταιμε + 0, 4% !
Αυτή είναι γερμανική οικονομική ‘‘θυσία’’. Θυσία σ΄ ένα περιβάλλον κοινού νομίσματος και μηχανισμών άνισης ανάπτυξης & ανταλλαγής που λειτουργούν υπέρ της.
Από αυτή τη δεξαμενή μπορούν να υποστηριχθούν χώρες-μέλη αν κινδυνεύουν να χάσουν την πρόσβασή τους στην κεφαλαιαγορά.
Λόγω της κοινής ευθύνης, λόγω της ευθύνης ανάληψης κοινού χρέους, το χρέος των χωρών που πλήττονται περισσότερο θα αυξηθεί σχετικά λίγο. Αποφασιστικής σημασίας είναι το γεγονός ότι πρόκειται για ένα ταμείο έκτακτης ανάγκης για τη διαχείριση κρίσεων, όπως ακριβώς το συλλογικό ομόλογο της ΕΟΚ την εποχή της πετρελαϊκής κρίσης (1977).Η Ευρωζώνη είναι μόνο μια Νομισματική Ένωση.
Απέχει παρά πολύ από το να είναι και οικονομική. Όμως, πρέπει να γίνει. Αν ήμασταν πιο τολμηροί θα έπρεπε να πορευθούμε αποφασιστικά προς τους στόχους της Οικονομικής Ευρωπαϊκής Διακυβέρνησης και ενός προγράμματος Οικονομικής Σύγκλισης και αναστήλωσης του Κοινωνικού Κράτους.Θα έπρεπε να αναγνώσουμε την κρίση και ως ιστορική ευκαιρία με αυτή την έννοια.Το ευρωομόλογο θα μπορούσε να δημιουργήσει προϋποθέσεις για ένα τέτοιο άλμα.Το βάλτωμα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος από το 2007 και μετά, σχετίζεται με τη γερμανική ηγεμονία που ουσιαστικά δεν ασπάζεται τους ευρωπαϊκούς οραματικούς στόχους, ούτε τις ευρωπαϊκές ιδρυτικές καταστατικές δεσμεύσεις, που αποδεικνύεται εγωκεντρική και ως ηγεμονεύουσα δύναμη υποδεέστερη των απαιτήσεων των καιρών.
Επιστέγασμα αυτής της αντίληψης αποτελεί και η τελευταία απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, που στο όνομα της γερμανικής δικαιϊκής τάξης και υπό το πρόσχημα της προστασίας της γερμανικής οικονομίας, επιδιώκει να αναγορευθεί σε υπέρτατη δικαστική αρχή της Ευρώπης, επιβάλλοντας τη γερμανική βούληση σε θέματα χρηματοπιστωτικής πολιτικής (QE και λοιποί όροι), ενός ανεξάρτητου κεντρικού ευρωπαϊκού οικονομικού - τραπεζικού θεσμού, της Ευρωπαϊκής Κεντρική Τράπεζας (ΕΚΤ )!
Ενώ, λοιπόν, οφείλουμε να δώσουμε έναν σκληρό αγώνα για την ελληνική κοινωνία και οικονομία, την ίδια στιγμή πρέπει να παρακολουθούμε στενά και ενεργά τις εξελίξεις στην Ε.Ε.
Η κυβέρνηση εισέρχεται σε μια εντελώς νέα περίοδο,όπου η συναίνεση και η ανοχή, αποτελούν παρελθόν,και δίνουν τη θέση τους στα οξυμένα προβλήματα της ύφεσης και των αδυσώπητων συνθηκών της κρίσης σε όλα τα μέτωπα.
Με την αντιπολίτευση (μείζονα και ελάσσονα), από την άλλη, χωρίς πραγματική αίσθηση των μεγάλων διακυβευμάτων, να ασκεί μια παρωχημένη, τρέχουσα και ρηχή, χωρίς ορίζοντα αντιπολίτευση, παρέχοντας έδαφος πρωτοβουλιών και κινήσεων σε μια κυβέρνηση,που δείχνει να στερείται Σχεδίου και πραγματικών καθοδηγητικών Δυνάμεων (για τη νέα υπεραπαιτητική περίοδο). -
Θεσσαλονίκη, 10 Μαΐου 2020
Ελευθέριος ΤΖΙΟΛΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου