Είναι καταμεσήμερο της 14ης Ιουλίου 1992. Στο κέντρο της Αθήνας επικρατεί ζέστη. Ο υπουργός Οικονοµίας, Γιάννης Παλαιοκρασσάς, µόλις έχει ολοκληρώσει µια σειρά από ραντεβού και ετοιµάζεται να φύγει από το γραφείο του. Χαιρετά τους συνεργάτες που βρίσκονται στον προθάλαµο και κατεβαίνει στον δρόµο, προκειµένου να επιβιβαστεί στην ανοιχτόχρωµη θωρακισµένη υπηρεσιακή λιµουζίνα µάρκας Mercedes. Αγνωστα σε αυτόν πρόσωπα παρακολουθούν εδώ και µέρες το δροµολόγιό του: πότε µπαίνει στο κτίριο, πότε φεύγει και ποιο δροµολόγιο ακολουθεί συνήθως το υπουργικό όχηµα. Στη διασταύρωση των οδών Καραγιώργη Σερβίας και Βουλής, το βαρύ όχηµα επιχειρεί να πάρει την κλειστή στροφή. ∆εν είναι εύκολο, λόγω των παρκαρισµένων οχηµάτων. Στο τιµόνι βρίσκεται ο ίδιος ο υπουργός, ενώ στα καθίσµατα η σύζυγός του και η 14χρονη ανιψιά τους. Την ώρα που έχει κόψει ταχύτητα και πάει να κάνει µανούβρα, ένας εκκωφαντικός θόρυβος συνταράσσει την περιοχή.
Σε κλάσµατα δευτερολέπτου σπάνε τα τζάµια των γύρω καταστηµάτων από το ωστικό κύµα, ξεπηδούν φλόγες, αρχίζουν να χτυπούν συναγερµοί και ο χώρος γεµίζει από πυκνό καπνό και σκόνη. Ο υπουργός µε µισοκαµένη τη µια πλευρά του προσώπου και η συνοδεία του βγαίνουν αλαφιασµένοι από το όχηµα και προσπαθούν να καταλάβουν τι έχει συµβεί, πού οφείλεται η έκρηξη και εάν όντως στόχος του χτυπήµατος είναι το µέλος της κυβέρνησης. Η θωράκιση της λιµουζίνας, από την πλευρά του οδηγού, έχει υποστεί ζηµιές αλλά δείχνει να έχει αντέξει. Εκεί που πιστεύουν ότι την έχουν γλιτώσει φτηνά και κανείς δεν έχει πάθει κάτι σοβαρό, ακούγονται ουρλιαχτά από τη γωνία.
Βουτηγμένος στο αίμα
Ενας νεαρός βρίσκεται πεσµένος στο πεζοδρόµιο µπρούµυτα βουτηγµένος στο αίµα. Φοράει µπλε κοντοµάνικο µπλουζάκι, τζιν παντελόνι και η ηλικία του δεν δείχνει να ξεπερνάει τα 20. ∆εν κινείται. Κόσµος µαζεύεται γύρω του και δεν ξέρει τι θα µπορούσε να κάνει προκειµένου να τον βοηθήσει. Κάποιοι δεν τολµούν να ζυγώσουν, φοβούµενοι για το θέαµα που θα αντικρίσουν. Βλέποντας όµως το αποτρόπαιο θέαµα, ξεσπούν σε κλάµατα.
Θάνος Αξαρλιάν
Ο Θάνος Αξαρλιάν, ένας φοιτητής ηλικίας µόλις 20 ετών, είχε φύγει από το κοσµηµατοπωλείο της οικογένειάς του, όπου βοηθούσε για να εξασφαλίζει ένα χαρτζιλίκι, και πήγαινε σε µια εξωτερική δουλειά. Τώρα είχε τραυµατιστεί θανάσιµα από θραύσµατα ρουκέτας καθώς είχε την ατυχία να βρεθεί στο λάθος σηµείο τη λάθος στιγµή. Αµέσως ειδοποιείται ασθενοφόρο, αλλά µόλις οι γιατροί τού παίρνουν τον σφυγµό αντιλαµβάνονται ότι είναι πλέον αργά. Ο Παλαιοκρασσάς σοκαρισµένος δεν ξέρει πώς να αντιδράσει. Καταλαβαίνει ότι οι δράστες είχαν βάλει στο στόχαστρο αυτόν, αλλά αυτό που έχει συµβεί είναι να χάσει τη ζωή του ένα αθώο αγόρι. ∆ιακατέχεται από αυτό το αίσθηµα ενοχής, πως έχει συµβάλει στον θάνατο του άλλου, χωρίς όµως να φταίει.
Το τηλεφώνημα Κουφοντίνα
Όσο οι αστυνοµικές αρχές που έχουν σπεύσει στο σηµείο παίρνουν καταθέσεις και συλλέγουν στοιχεία για τους άνδρες που ενεργοποίησαν τη ρουκέτα µε τη χρήση τηλεχειριστηρίου από ένα πατάρι της οδού Νίκης, το µυστήριο της ταυτότητας των δραστών λύνεται µε ένα τηλεφώνηµα αγνώστου στην εφηµερίδα «Ελευθεροτυπία». Ο καλών θα δηλώσει ότι πίσω από το χτύπηµα βρίσκεται η ακροαριστερή επαναστατική οργάνωση «17 Νοέµβρη» και εκφράζει τη λύπη για τον θάνατο του φοιτητή, τον οποίο θα χαρακτηρίσει αργότερα… παράπλευρη απώλεια στον ένοπλο αγώνα κατά του διεφθαρµένου συστήµατος. ∆έκα χρόνια µετά, όταν εξαρθρώθηκε η τροµοκρατική οργάνωση, µάθαµε ότι αυτός που έκανε το τηλεφώνηµα ήταν ο βασικός εκτελεστής της, ∆ηµήτρης Κουφοντίνας.
Από τις καταθέσεις που ακολούθησαν µετά τη σύλληψη µάθαµε ότι οι τροµοκράτες που συµµετείχαν στην ενέργεια, µετά το χτύπηµα συναντήθηκαν σε ένα ζαχαροπλαστείο µε το όνοµα «Χαρά», στα Ανω Πατήσια. Κάποιοι από αυτούς, όπως για παράδειγµα ο Κωνσταντίνος Τέλιος, φαίνεται ότι ξέσπασαν σε κλάµατα για τον άδικο χαµό ενός παιδιού που απλώς έτυχε να περνάει από το σηµείο.
Για πρώτη φορά είχαν αρχίσει να αισθάνονται τύψεις. Τους κυνηγούσαν οι Ερινύες, αυτές οι χθόνιες θεότητες που κατά τη µυθολογία τιµωρούσαν µε φρικτά βασανιστήρια όσους είχαν διαπράξει ηθικά εγκλήµατα. Κάποια µέλη διστακτικά αρχίζουν να σκέφτονται ότι ενδεχοµένως ήρθε η ώρα να αυτοδιαλυθεί η οργάνωση. Εκεί που µιλούσαν συνωµοτικά και ψιθυριστά, αρχίζουν να ανεβάζουν τον τόνο της φωνής, κάτι που κάνει τους πελάτες του ζαχαροπλαστείου να στρέψουν τα βλέµµατα πάνω τους.
Προκειµένου να µην εκτραχυνθεί η κατάσταση, πληρώνουν και αποχωρούν. Ο Κωνσταντίνος Τέλιος, ο επονοµαζόµενος «Μάρκος» της «17 Νοέµβρη», όταν άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι της οργάνωσης το 2002 µε τις συνεχείς συλλήψεις παραδόθηκε αυτοβούλως στις Αρχές. Πριν παρουσιαστεί στην Αστυνοµία όµως, φρόντισε να παραχωρήσει συνέντευξη στην εφηµερίδα «Μακεδονία», στην οποία ανέφερε ότι παρέµενε στην οργάνωση επειδή φοβόταν για τη ζωή του ίδιου και της οικογένειάς του, προσθέτοντας ότι επί της ουσίας αποσύρθηκε από την οργάνωση µετά το χτύπηµα κατά του Παλαιοκρασσά και τον θάνατο του Αξαρλιάν, αποκηρύσσοντας την ένοπλη βία. Μετά τον θάνατο του Θάνου η οργάνωση έσπασε σε υποοµάδες, ενώ ακόµη και όσοι από την κοινή γνώµη είχαν µια αρρωστηµένη συµπάθεια προς τη µέχρι τότε δράση των τροµοκρατών άρχισαν να την αντιµετωπίζουν επικριτικά.
«Πραγµατοποίησαν άρον άρον το χτύπηµα γιατί ήθελαν να…πάνε διακοπές»!
Τον κυνικό τρόπο τρόπο µε τον οποίο σκέφτονταν οι τροµοκράτες όταν επιτέθηκαν κατά του υπουργού Οικονοµικών Ιωάννη Παλαιοκρασσά θέλησε να αποκαλύψει ο Βασίλης Τζωρτζάτος, ένα από τα συλληφθέντα µέλη της οργάνωσης που παραδέχθηκε ότι αυτός που πάτησε το τηλεχειριστήριο και προκλήθηκε η έκρηξη είπε στους υπόλοιπους ότι… «τον πίεζε η οικογένειά του για να φύγουν διακοπές», οπότε δεν µπορούσε να αναβάλει την εκτέλεση.
Ειδικότερα, σε επιστολή που είχε στείλει από τις φυλακές Κορυδαλλού το Σάββατο 3 Μαΐου 2014 προς την επανεκδοθείσα τότε εφηµερίδα «Ελευθεροτυπία», που δηµοσιεύτηκε υπό τον τίτλο «Η πικρή αλήθεια για τον θάνατο του Αξαρλιάν», αναφέρει επί της ουσίας πως µόνο παράπλευρη δεν µπορεί να χαρακτηριστεί η απώλεια της ζωής του 20χρονου φοιτητή. Οπως υποστήριξε, «η απόφαση για την ενέργεια εναντίον του τότε υπουργού Οικονοµικών πάρθηκε µετά από πολλές συζητήσεις, γιατί γνωρίζαµε ότι είχε ρίσκα.
Γι’ αυτό θέσαµε δύο ρητές προϋποθέσεις:
Πρώτον, ότι δεν θα υπήρχε κανείς τρίτος µέσα στο αµάξι του υπουργού και δεύτερον ότι δεν θα υπήρχαν πεζοί στα πεζοδρόµια της Νίκης προς Καραγιώργη Σερβίας. Είχαµε κάνει κάποιες παρατηρήσεις και είχαµε διαπιστώσει ότι το µεσηµέρι όταν έφευγε, συχνά δεν υπήρχαν πεζοί στο πεζοδρόµιο και άρα η ενέργεια ήταν πραγµατοποιήσιµη. Η εκτελεστική οµάδα είχε επιχειρήσει τουλάχιστον 5-6 φορές και την είχε ακυρώσει, ακριβώς γιατί δεν υπήρχαν οι παραπάνω προϋποθέσεις. Την ηµέρα που έγινε η ενέργεια παραβιάστηκαν και οι δύο προϋποθέσεις. Η οργάνωση ισχυρίστηκε τότε ότι οι δύο σύντροφοι που παρατηρούσαν απ’ το πατάρι της οδού Νίκης, την παρκαρισµένη Μερσεντές µπροστά στο Υπουργείο, για να ξεκινήσουν την ενέργεια, δεν είδαν τα δύο κορίτσια που µπήκαν στο Μερσεντές και νόµιζαν ότι µπήκαν στο Audi της Ασφάλειας. Αυτό όµως δεν είναι ακριβές.
Στην αυτοβιογραφία του ο Κουφοντίνας αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι για τον θάνατο του άτυχου Αξαρλιάν «την κύρια ευθύνη την είχαµε εµείς»
Οπως αποκαλύφθηκε αργότερα η δεύτερη οµάδα των τσιλιαδόρων που βρίσκονταν στο χώρο βεβαίωσε ότι τα κορίτσια δεν µπήκαν αστραπιαία στο Μερσεντές. Εµειναν όρθια, µπρο στά στην πόρτα της για αρκετό διάστηµα και συζητούσαν, µέχρι να µπουν. Αρα αποκλείεται να µην τις είδαν. Οι τσιλιαδόροι ήταν τόσο σίγουροι ότι η ενέργεια θα ακυρωθεί, ώστε αποχώρησαν. ∆εύτερο, όταν οι σύντροφοι κατέβηκαν και βγήκαν στο πεζοδρόµιο της Νίκης απ’ όπου θα πυροδοτούσαν τη ρουκέτα, υπήρχε κόσµος στο απέναντι πεζοδρόµιο, άρα έπρεπε και πάλι να ακυρωθεί.
Κι όµως πάτησε το τηλεχειριστήριο. Ο τρίτος σύντροφος που βρίσκονταν στο πεζοδρόµιο από πριν του είπε: “Γιατί το πάτησες αφού είχε κόσµο που είναι µέσα στα αίµατα”. Απάντησε: “Υπάρχουν και παράπλευρες απώλειες”. Τρίτο, λίγο πριν κατέβει ο τέταρτος σύντροφος απ’ το πατάρι, είδε τους δύο που θα αποφασίζανε, να συνεννοούνται µε τα µάτια στο στυλ: «Να το πατήσουµε σήµερα, για να τελειώνουµε». Τέταρτο, αυτός που πάτησε το τηλεχειριστήριο είπε στους υπόλοιπους ότι τον πίεζε η οικογένειά του για να φύγουν για διακοπές!». Και συνεχίζει ο επονοµαζόµενος «Σταµάτης» της οργάνωσης: «Απ’ το ίδιο βράδυ δεν υπήρχε ούτε ένα µέλος της 17Ν που να µην καθύβριζε τους δύο που αποφάσισαν να πατήσουν το τηλεχειριστήριο, ενώ υπήρχαν 2 κοπέλες µέσα στο Μερσεντές και ο κόσµος στο πεζοδρόµιο. Η ευθύνη της 17Ν είναι δεδοµένη, είναι ότι αποφάσισε να γίνει εκεί αυτή η ενέργεια.
Η ευθύνη όµως για το ότι πραγµατοποιήθηκε η ενέργεια είναι διαφορετική και δεν πρέπει να συγχέεται µε την πρώτη. Ανήκει σ’ αυτούς τους δύο που παραβίασαν και τις δύο προϋποθέσεις που είχε καθορίσει η οργάνωση, και έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή ανθρώπων για ασήµαντο λόγο κόπωσης ή διακοπών, πράξη που συνιστά ανοσιούργηµα. Αν υπήρχε σοβαρή οργάνωση θα ’πρεπε απ’ την επόµενη να τους τιµωρήσει, τουλάχιστον αποκλείοντάς τους από οποιαδήποτε δραστηριότητα τους επέτρεπε να ’χουν κάποια πρωτοβουλία. Μην ξεχνάµε ότι ο ΕΛΑΣ στον οποίο αρέσκονται να αναφέρονται ορισµένοι, περνούσε από στρατοδικείο τους παρανοµούντες για πολύ ελαφρύτερα παραπτώµατα».
«Ήταν το… µοναδικό λάθος της “17 Νοέµβρη”»
Ο βασικός εκτελεστής της «17 Νοέµβρη», ∆ηµήτρης Κουφοντίνας, σε αυτό που αποκαλεί πολιτική αυτοβιογραφία του κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο χτύπηµα κατά του Παλαιοκρασσά, αναφέροντας ότι αυτό που επιθυµούσαν τα µέλη της τροµοκρατικής οργάνωσης ήταν ένα χτύπηµα χαµηλής έντασης. Ωστόσο, αν και µαταίωσαν αρκετές φορές την επιχείρηση για να µην υπάρξουν θύµατα, το κακό έγινε.
Γράφει χαρακτηριστικά ο επονοµαζόµενος «Λουκάς» της οργάνωσης: «Εκείνη την εποχή ετοιµάζαµε µια ενέργεια χαµηλής έντασης εναντίον ενός αξιωµατούχου του υπουργείου Οικονοµικών που ήταν υπεύθυνος για τη τελική διαµόρφωση της φορολογικής πολιτικής της κυβέρνησης. Τότε όµως κατατέθηκε στην οργάνωση µια άλλη πρόταση: Γιατί να µη χτυπηθεί ο ίδιος ο αρχιτέκτονας αυτής της πολιτικής, ο υπουργός Οικονοµικών Παλαιοκρασσάς; Θα ήταν µια καίρια ενέργεια, θα ήταν η κορύφωση της δεκαετίας πυκνής δράσης της 17Ν. Η πρόταση εγκρίθηκε οµόφωνα. […] Παρά το γεγονός πως η πρόταση έγινε δεκτή, το σχέδιο της ενέργειας, η εκτόξευση µιας ρουκέτας έξω από το υπουργείο Οικονοµικών, συνάντησε πολλές επιφυλάξεις.
Αντιπροτάθηκε άλλο σηµείο, άλλος τόπος, άλλος τρόπος. Η πρόταση επέµεινε: Μέσα στους καύσωνες του Ιουνίου στην οδό Βουλής, όπου θα γινόταν η ενέργεια, µετά τις 3:30 το απόγευµα ήταν ερηµιά». Ακολούθως ο τροµοκράτης αναφέρει ότι για περίπου έναν µήνα τα µέλη της «κεντρικής οµάδας», όπως τα αποκαλεί, πραγµατοποιούσαν διαδοχικούς ελέγχους στο σηµείο όπου θα γινόταν το χτύπηµα, προκειµένου να είναι σίγουροι ότι δεν θα τραυµατιζόταν κάποιος τυχαίος περαστικός. Η επιχείρηση φέρεται να µαταιώθηκε αρκετές φορές προκαλώντας εκνευρισµό στους θύτες
Η ρουκέτα
Τη µοιραία ηµέρα «ο Παλαιοκρασσάς αποφάσισε να οδηγήσει ο ίδιος το βαρύ, δύσκολο στην οδήγηση αυτοκίνητο, γράφει ο Κουφοντίνας. Ετσι, ο άπειρος οδηγός δεν πήρε οµαλά τη στροφή από Καραγεώργη Σερβίας προς Βουλής. Επιπλέον, φοβισµένος από τον όγκο του Μερσεντές, φρέναρε την τελευταία στιγµή. Η ρουκέτα έξυσε το Μερσεντές και εξερράγη σύρριζα δίπλα της. Ο Παλαιοκρασσάς απλά τραυµατίστηκε, όµως το ωστικό κύµα χτύπησε έναν περαστικό που είχε διεισδύσει το χρονικό κενό, στο τυφλό σηµείο της παρατήρησης. Ενας αθώος άνθρωπος, ένας από τους δικούς µας, γι’ αυτούς που αγωνιζόµασταν να έχουν ένα καλύτερο αύριο, έµεινε δίχως αύριο. Ο πόνος µας µεγάλος, ο δικός µου αβάσταχτος. Τηλεφώνησα αµέσως, εξέφρασα τη λύπη της 17Ν. Μπορεί να είχε ευθύνη η αστυνοµία, να µπλόκαρε επί µισή ώρα σχεδόν το ασθενοφόρο. Οµως, την κύρια ευθύνη την είχαµε εµείς. Χρόνια αργότερα στο δικαστήριο ζήτησα συγγνώµη. […] Ηταν ένα τραγικό λάθος. Το µοναδικό λάθος της 17Ν».
«∆εν ξέρω εάν πάτησε το µπουτόν ο αδελφός µου ή ο Κουφοντίνας» -Η πρώτη κατάθεση του Χριστόδουλου Ξηρού µετά τη σύλληψή του το 2002
Ο καταδικασθείς 6 φορές σε ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξη για συµµετοχή σε 6 δολοφονίες, εκρήξεις, ληστείες και συµµετοχή στην οργάνωση «17 Νοέµβρη» Χριστόδουλος Ξηρός, λίγο µετά τη σύλληψή του το 2002 είχε αναφέρει ότι την ηµέρα της ενέργειας κατά του υπουργού «εγώ µε τον “Σταµάτη” (σ.σ.: το ψευδώνυµο του Βασίλη Τζωρτζάτου) ήµασταν αρχικά πάνω στο κατάστηµα […] και κάναµε τις τελευταίες εργασίες εγκατάστασης. Ακολούθως µόλις βγήκε ο Παλαιοκρασσάς από το υπουργείο, κατεβήκαµε τρέχοντας και πήγαµε σε προκαθορισµένα σηµεία που είχαµε αφήσει τα µηχανάκια. Ο Σάββας (σ.σ.: εννοεί τον µικρότερο αδελφό του, Σάββα Ξηρό) και ο “Λουκάς” (σ.σ.: το ψευδώνυµο του Κουφοντίνα) κατεβαίνουν και αυτοί, περνούν απέναντι στο πεζοδρόµιο. Ο ένας πυροδοτεί τις ρουκέτες και ο άλλος τον καλύπτει, χωρίς να γνωρίζω ποιος πάτησε το µπουτόν».
Γιώργος Σαρρής για το Έθνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου