Lockdown στις Βρυξέλλες, lockdown και στην Αθήνα. Lockdown ανοιξιάτικο και lockdown φθινοπωρινό. Ο όρος-ομπρέλα περιγράφει τους περιορισμούς που μπήκαν στη ζωή των πολιτών της Ευρώπης και του υπόλοιπου πλανήτη, όμως έχει χώρο και για αχανείς διαφορές τόσο στα μέτρα όσο και τις μεθόδους επιβολής τους. Από το Άμστερνταμ μέχρι το Παρίσι –ή ακόμη και τη Στοκχόλμη της «ανυπότακτης» Σουηδίας- θα πίστευε κανείς, διαβάζοντας τη λίστα των επιμέρους απαγορεύσεων και συστάσεων, ότι οι νέες καθημερινότητες που έχει διαμορφώσει ο κοροναϊός είναι τόσες όσες και οι χώρες της γηραιάς ηπείρου.
Στην πράξη όμως, όπως περιγράφουν στο in.gr πέντε Έλληνες που ζουν σε διαφορετικές ευρωπαϊκές πόλεις, η κατάσταση των πρώην πολύβουων μητροπόλεων είναι πάνω-κάτω η ίδια. Η κοινωνική ζωή έχει μπει για άλλη μια φορά «στον πάγο», όμως η οικονομία έχει αφεθεί να κινείται ελαφρώς πιο ελεύθερα, κρατώντας μακριά τις μεταποκαλυπτικές εικόνες των άδειων δρόμων που επικράτησαν την άνοιξη.
Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα 25 Νοεμβρίου έως 1 Δεκεμβρίου, με αποτέλεσμα σε ορισμένες χώρες να έχει πλέον ανακοινωθεί μερική χαλάρωση των μέτρων.
Ναταλία Κατσιμίγα, Ιδιωτική Υπάλληλος, Άμστερνταμ
«Περνάω πολύ περισσότερο χρόνο στο σπίτι. Ωστόσο πρόκειται για επιλογή. Η κυβέρνηση δεν έχει επιβάλει καραντίνα», εξηγεί η Ναταλία στο in.gr. «Αντ’ αυτού έχει κάνει ισχυρές συστάσεις για τηλεργασία και αποφυγή περιττών εξόδων απ’ το σπίτι. Μπορώ να πάω βόλτα στο κέντρο, αλλά απαγορεύεται αυτό να γίνει με πάνω από τέσσερα άτομα συνολικά. Ο ίδιος αριθμός ατόμων μπορεί να με επισκεφθεί και στο σπίτι. Μπορώ να μπω σε καταστήματα αλλά στα περισσότερα υποχρεωτικά με μάσκα. Μπορώ να κυκλοφορώ χωρίς μάσκα, όχι όμως και να μπω σε μέρη με μεγάλο συνωστισμό, ΜΜΜ και στα περισσότερα καταστήματα. Δεν επιτρέπονται επίσης ομαδικά τμήματα εκγύμνασης άνω των 4 ατόμων».
Η οικονομική ζωή της πόλης συνεχίζεται χωρίς ιδιαίτερες απαγορεύσεις, παρά το γεγονός ότι τα νέα κρούσματα ξεπερνούν καθημερινά τις τέσσερις χιλιάδες. Έχουν εφαρμοστεί, όμως, θετικά μέτρα για τον περιορισμό του ιού: Η τηλεργασία εφαρμόζεται σε τεράστιο βαθμό, το προσωπικό ανάγκης μεταβαίνει στους χώρους εργασίας σε εναλλασσόμενες βάρδιες, τα τεστ, ακόμη και αν χρειαστεί να πραγματοποιηθούν επί πληρωμή έχουν χαμηλό κόστος (συχνά ακόμη και 40€, όπως εξηγεί η Ναταλία, σε μια χώρα με γενικώς υψηλούς μισθούς).
Ακόμη και η εστίαση παραμένει ανοιχτή, όμως η horeca, που προσελκύει και το μεγαλύτερο μέρος των τουριστών, έχει κλείσει, μειώνοντας σημαντικά την κίνηση: «Η έξαρση, που μας έφερε στα 11.000 ημερήσια κρούσματα στις αρχές του Οκτώβρη, πήγε χέρι-χέρι με τους τουρίστες που κατέκλυσαν την πόλη», θυμάται η Ναταλία. «Τότε δεν ένιωθα ασφαλής να κυκλοφορώ, καθόλου. Η συμπεριφορά, επίσης, των τουριστών (που τους καταλάβαινες) ήταν πολύ χειρότερη. Δεν υπήρχε τήρηση αποστάσεων. Τώρα που μείναμε πάλι μόνοι, ευτυχώς τηρούνται. Σχεδόν ευλαβικά. Όμως, μου έχει κάνει αρνητική εντύπωση το πόσοι φτύνουν στο δρόμο. Κυριολεκτικά πάνω σου. Κυρίως νεαρές ηλικίες».
Τα μέτρα σε γενικές γραμμές γίνονται σεβαστά:
«Είναι και μια χώρα με ισχυρή (αν και διακριτική) αστυνόμευση, οπότε έχουν συνηθίσει να ακολουθούν συστάσεις. Παραφωνίες με πάρτι υπάρχουν, όπως παντού, αλλά διαλύονται. Και τα πρόστιμα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ιδιαιτέρως υψηλά, τόσο για τους διοργανωτές όσο και για τους συμμετέχοντες.».
Όμως για μικρότερες παραβάσεις, το βάρος των προστίμων είναι μάλλον… ελαφρύ για τους Ολλανδούς-τουλάχιστον συγκριτικά με τους Έλληνες.
«Τα πρόστιμα για τις συναθροίσεις άνω των τεσσάρων ατόμων, χωρίς τήρηση αποστάσεων, είναι 95€ για άτομα 13-17 ετών και 390€ για τους άνω των 18. Εδώ βρίσκω και παραφωνία στα της Ελλάδας, όπου το πρόστιμο κινείται επίσης στα 300€ ενώ οι μισθοί είναι στο 1/3 των ολλανδικών. Αν δεν φοράς μάσκα σε μέρος όπου επιβάλλεται, ανέρχεται στα 95€, όμως προηγείται σύσταση και ζητείται συμμόρφωση. Το αναφέρω και πάλι συγκριτικά με την Ελλάδα, όπου εξ όσων γνωρίζω δεν συμβαίνει κάτι αντίστοιχο».
Παρά τις εκάστοτε παρασπονδίες μικρής μερίδας των πολιτών, πάντως, το lockdown μοιάζει να πετυχαίνει: «Είναι ένα τελείως διαφορετικό Άμστερνταμ. Σε κεντρικά σημεία όπως στο Central ή στη Dam square ή στο Red light district που δεν χωρουσες να περπατήσεις τώρα υπάρχουν ελάχιστοι άνθρωποι. Είναι απόκοσμο».
Μαρία-Αναστασία, μεταπτυχιακή φοιτήτρια, Γκρατς
Μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Μαρία-Αναστασία, η οποία εδώ και μερικούς μήνες σπουδάζει στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αυστρίας, είναι το κλείσιμο των πανεπιστημιακών αιθουσών.
«Δεν μπορώ να παρακολουθήσω τα μαθήματά μου δια ζώσης, που είναι σημαντικό. Νιώθω ότι πρέπει να προσπαθήσω πολύ παραπάνω για να επικοινωνήσω, να κοινωνικοποιηθώ ή να μιλήσω για το πανεπιστήμιο με τους συμφοιτητές μου. Δεν υπάρχει κοινός χώρος. Μπορούμε να πάμε μόνο στη βιβλιοθήκη, όμως δεν είναι απλό, γιατί γίνεται κατόπιν κράτησης θέσης και μόνο με μάσκα. Μόνο οι εξετάσεις γίνονται δια ζώσης».
«Το καλό είναι ότι δεν στέλνουμε μηνύματα για να βγούμε από το σπίτι, και δεν φοράμε μάσκα σε εξωτερικούς χώρους. Γενικά δεν νιώθω ότι είμαι πολύ περιορισμένη, επειδή δεν χαρτογραφείται η κίνησή μου. Βγαίνω από το σπίτι για να πάω στο σουπερμάρκετ και πηγαίνω για τρέξιμο κάθε μέρα. Και μετά τις 8, που ισχύει η απαγόρευση κυκλοφορίας, μπορείς να βγεις για άθληση ή επειδή δεν αισθάνεσαι καλά ψυχολογικά. Επίσης, αυτές τις μέρες συμμετείχα σε μια διαδήλωση. Αν μας σταματούσαν για έλεγχο, μπορούσαμε να επικαλεστούμε την παρουσία μας εκεί και να αποφύγουμε το πρόστιμο».
Η Μαρία-Αναστασία αποδίδει τη σχετική χαλαρότητα εν μέρει στο γεγονός ότι οι Αυστριακοί έχουν την τάση να συμμορφώνονται στις συστάσεις, όπως επίσης και στον κρύο καιρό που τους κρατά κλεισμένους στο σπίτι. Αμέσως μετά, όμως, συμπληρώνει:
«Όποτε βγαίνω για τρέξιμο είναι όλοι έξω, χωρίς μάσκες και με την παρέα τους, είτε αυτή αποτελείται από ένα άτομο είτε από περισσότερα. Δεν έχω δει κάποια διαφορά στον τρόπο που συναθροίζονται οι άνθρωποι έξω. Ο κύκλος μου, που απαρτίζεται κυρίως από φοιτητές ή κόσμο που σχετίζεται με το πανεπιστήμιο, είναι λίγο πιο χαλαρός. Πριν δύο μήνες που ήρθα, κάθε Παρασκευή και Σάββατο γίνονταν πάρτι σε σπίτια. Στις νεαρές ηλικίες τα μέτρα δεν τηρούνται τόσο. Αλλά δεν είναι πάντα ζήτημα μη τήρησης μέτρων. Όταν στην όχθη του ποταμού περπατάμε στη σειρά πέντε ή επτά άτομα, δεν είναι μη συμμόρφωση, όμως δεν είναι και τήρηση αποστάσεων».
Όπως τονίζει, η αστυνομία κρατά μια αρκετά χαλαρή στάση απέναντι στην επιβολή των μέτρων του lockdown:
«Γενικά, επειδή η πόλη είναι ήσυχη, η αστυνομία –που έτσι κι αλλιώς έχει έντονη παρουσία- κόβει πρόστιμα με το παραμικρό όταν πρόκειται, για παράδειγμα, για τροχαίες παραβάσεις. Όμως, ενώ οι φίλοι μου με προειδοποιούν συχνά ότι πρέπει να φτιάξω τα φώτα του ποδηλάτου μου για να μη με γράψουν, δεν ξέρω καν πόσο κοστίζει το πρόστιμο του κοροναϊού, γιατί κανείς δεν φοβάται πραγματικά ότι θα του συμβεί».
Τι φταίει, λοιπόν, και τα κρούσματα δεν φτάνουν σε δυσθεώρητα ύψη; Πιθανώς η προετοιμασία μεταξύ των πανδημικών κυμάτων και τα έξυπνα συστήματα ιχνηλάτησης:
«Στο πανεπιστήμιο, καθόμασταν αφήνοντας μια θέση κενή μεταξύ μας, στο 50% της πληρότητας της αίθουσας. Οι θέσεις ήταν αριθμημένες με αυτοκόλλητο και έπρεπε –μας το υπενθύμιζαν κάθε φορά- να βγάζουμε φωτογραφία ή να σημειώνουμε τον αριθμό μας, ώστε αν εμφανίσουμε συμπτώματα να δηλώσουμε και τη θέση, και να γίνει ιχνηλάτηση. Και υπάρχει και πολλή ενημέρωση. Στη διάρκεια αυτών των μηνών σε ενημέρωναν ακόμη και για την υποψία κρούσματος και μετά λάμβανες νέο mail, ότι το τεστ τελικά ήταν αρνητικό».
Η πιο ανησυχητική εικόνα που έφερε το lockdown, προκύπτει από τις επιχειρήσεις που έκλεισαν για πάντα. «Πάρα πολλά μαγαζιά, ήδη από όταν ήρθα, πριν το lockdown, είχαν κολλήσει χαρτάκια που έγραφαν «κλείσαμε μόνιμα». Αυτό είναι κάπως σοκαριστικό. Ήταν μικρές επιχειρήσεις, συνοικιακές».
Αντώνης Τσιλιγιάννης, Υπεύθυνος Δημοσίων Έργων, Βρυξέλλες
«Είμαι από τους τυχερούς που εξακολουθούν να πηγαίνουν στη δουλειά», λέει ο Αντώνης στο in.gr. «Γιατί ο περισσότερος κόσμος δεν βγαίνει. Εμείς θεωρούμαστε βασικός τομέας της οικονομίας, οι κατασκευές. Δεν ξέρω πόσους μήνες μπορείς να καθίσεις από το σπίτι και να δουλεύεις από εκεί, ειδικά όταν ακόμη και αν βγεις βόλτα δεν κινείται κάτι».
Στη διάρκεια της ημέρας, «μπορείς να βγεις έξω για σωματική άσκηση ή βόλτα, χωρίς χρονικό περιορισμό. Μπορείς να μείνεις έξω ακόμη και όλη την ημέρα, μέχρι τις 10 που ξεκινά η απαγόρευση κυκλοφορίας. Δεν υπάρχουν κωδικοί sms. Επίσης, μπορείς να πας σε οποιοδήποτε σημείο της χώρας. Την προηγούμενη φορά δεν μπορούσες να απομακρυνθείς γεωγραφικά, γιατί είχες δικαίωμα να είσαι εκτός σπιτιού το πολύ επί μισή ώρα την ημέρα. Τώρα είπαν ότι αν κάποιος θέλει, για παράδειγμα, να κάνει πικνίκ μόνος ή με την οικογένειά του, στην άλλη άκρη της πόλης ή στην άλλη άκρη της χώρας, δεν του το απαγορεύει κανένας».
Τα νοικοκυριά έχουν δικαίωμα κοινωνικοποίησης με ένα εξωτερικό άτομο, το οποίο μπορεί να τους επισκεφθεί στο σπίτι τους και το οποίο μπορεί να εναλλάσσεται σε εβδομαδιαία βάση. Ωστόσο, όπως εξηγεί ο Αντώνης, πρόκειται για ένα μέτρο που πρακτικά δεν μπορεί να ελεγχθεί. «Υποθέτω ότι αποσκοπεί στο να μη μαζεύεται άπειρος κόσμος σε πάρτι και αυτοσχέδιες μαζώξεις».
Και στις Βρυξέλλες, η αστυνομία δεν εξαντλεί την αυστηρότητά της:
«Δεν έχουν μπουκάρει σε σπίτια ποτέ, μόνο σε κάποιες φοιτητικές εστίες μετά από καταγγελίες για αυτοσχέδια πάρτι ή σε μπαρ που λειτουργούσαν ενώ θα έπρεπε να είναι κλειστά. Γιατί αυτά γίνονται και εδώ. Και όταν ακούω ότι στην Ελλάδα αυτό που φταίει είναι η ατομική ευθύνη, τρελαίνομαι. Γιατί δεν υπάρχει μέρος στην Ευρώπη που ο κόσμος να μη φρικάρει και να μην κάνει διάφορες παρασπονδίες. Η μόνη περίπτωση να σου κόψουν πρόστιμο, είναι αν σε βρουν έξω αρκετά μετά την έναρξη της απαγόρευσης κυκλοφορίας. Και κυκλοφορούν πάρα πολλοί αστυνομικοί, έχει γεμίσει ο τόπος. Ή μπορεί να φαίνονται περισσότεροι επειδή δεν υπάρχει κίνηση».
«Την ημέρα γίνονται έλεγχοι μετά από «καρφωτές» εργαζομένων σε γραφεία και εργασιακούς χώρους, ανώνυμα ή μέσω συνδικάτων, για τη μη τήρηση των μέτρων προστασίας ή περιοδικοί έλεγχοι σε μέρη που δεν κάνουν μόνο take away, αλλά μπορεί να έχουν κόσμο μέσα. Τον Σεπτέμβριο, που ο καιρός ήταν καλός, έπεφταν πρόστιμα και σε πάρκα ή ανοιχτούς χώρους, γιατί έβλεπες μαζώξεις 25-30 ατόμων».
Στο διάστημα του lockdown, έχουν πραγματοποιηθεί και «δύο ή τρεις διαδηλώσεις καταστηματαρχών και ελεύθερων επαγγελματιών, αλλά και άλλες από αρνητές του ιού. Δεν είναι πολλοί, αλλά έχουν γίνει. Υπήρξαν κάποιες εντάσεις και προσαγωγές, όμως όχι συλλήψεις ή μπάχαλα ή ξύλο ή δακρυγόνα, όπως αυτά που είδαμε στην Ελλάδα. Και οι διαδηλωτές δεν κρατούσαν ούτε κατά διάνοια τις αποστάσεις, δηλαδή καμία σχέση με την πορεία του Πολυτεχνείου. Όχι ότι συμφωνώ. Για μένα ήταν υπερβολή το να γίνει ντε και σώνει διαδήλωση. Τι να κάνουμε; Δεν θα έχουμε τόση παρουσία στο δημόσιο χώρο φέτος».
Ο ίδιος εξηγεί τη σχετική χαλαρότητα του Βελγίου εξηγείται εν μέρει από την εξάντληση των πολιτών και σε κάποιο βαθμό από την προσπάθεια διάσωσης της οικονομίας:
«Ο κόσμος δεν μπορούσε άλλο και παράλληλα δεν υπήρξε καμιά τρομερή βελτίωση στα κρούσματα. Στο καλύτερο στάδιο, φέτος το καλοκαίρι, ήταν όπως η Ελλάδα πριν δύο εβδομάδες και πανηγύριζαν. Οπότε αυτή τη φορά, όσο κυνικό και αν ακούγεται, είπαν ότι δεν θα καταστρέψουμε τη χώρα μας, κάποιοι θα πεθάνουν αλλά θα προχωρήσουμε».
Το σύστημα υγείας του Βελγίου είναι καλύτερα προετοιμασμένο.
«Θεωρώ ότι η κατάσταση είναι η ακριβώς αντίθετη από της Ελλάδας. Δηλαδή, στην Ελλάδα το σύστημα υγείας έχει καταστραφεί τελείως, οπότε δεν είναι καθόλου προετοιμασμένο για αυτό που ζει. Η οικονομία όμως είναι, γιατί και η ελληνική αγορά και οι έλληνες εργαζόμενοι δεν έχουν ζήσει κάτι ιδιαίτερα θετικό τα τελευταία δέκα χρόνια. Στο Βέλγιο, οι ΜΕΘ δεν γέμισαν ποτέ, ούτε στην κορύφωση της κρίσης. Όμως η οικονομία είναι πολύ πιο εξωστρεφής και απροετοίμαστη, ακόμη και την χρηματοπιστωτική κρίση την είχε περάσει πολύ πιο ελαφρά σε σχέση με την Ελλάδα».
Τώρα, η εργασιακή επισφάλεια χτυπά την πόρτα των Βρυξελλών. Όπως εξηγεί ο Αντώνης, υπήρξαν πολλές περιπτώσεις εργαζομένων που συνέχισαν να εργάζονται κανονικά ενώ πληρώνονταν με… κρατικά επιδόματα. Παράλληλα, οι επιχειρήσεις λειτουργούν υποστελεχωμένες, με το βάρος της δουλειάς να πέφτει αυξημένο στις πλάτες των εργαζομένων: «Δεν είναι όπως η Ελλάδα στο πρώτο μνημόνιο, που ξαφνικά έβλεπες κόσμο να απολύεται και να φαληρίζει, αλλά αυτοί που συνεχίζουν να εργάζονται περνάνε άσχημα. Είναι μια πολύ ωραία δικαιολογία ο κοροναϊός, καταστάσεις που ήταν ήδη προβληματικές έχουν επιδεινωθεί πολύ με αυτό το πρόσχημα».
Το πιο σοκαριστικό, είναι η εικόνα των άδειων σημείων της πόλης που έσφυζαν από τουριστική ζωή, αλλά και «το να συνειδητοποιείς ότι κάποιες επιχειρήσεις δεν τα κατάφεραν. Δηλαδή, στο πρώτο lockdown μέσα σε ενάμιση μήνα, τουλάχιστον τέσσερα-πέντε μαγαζιά στη γειτονιά μου ή κοντά στη δουλειά μου έκλεισαν για πάντα».
Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης, Solutions Architect σε συστήματα αυθεντικοποίησης, Στοκχόλμη
Η περίπτωση της Σουηδίας έχει απασχολήσει πολύ την παγκόσμια κοινότητα, με την προσοχή που στρέφεται επάνω της συχνά να είναι εξόχως αρνητική. Όπως τονίζει, όμως, ο Κωνσταντίνος, ο οποίος εδώ και έξι χρόνια ζει στη Στοκχόλμη, αν και η στρατηγική της θα αξιολογηθεί στο τέλος της πανδημίας, η κριτική είναι συχνά άδικη αφού δεν λαμβάνει υπόψη της τα θετικά μέτρα που έχουν ληφθεί για τον περιορισμό της εξάπλωσης.
«Η κυβέρνηση δεν επιβάλει καθολικό περιορισμό κίνησης για δυο βασικούς λόγους: Πρώτον διότι το απαγορεύει το σύνταγμα, ενώ η μεταβολή του νομοθετικά είναι μια διαδικασία χρονοβόρα και δύσκολη. Δεύτερον, η νοοτροπία των Σουηδών εμπεριέχει υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης στο κράτος και υπακοής σε συστάσεις και κανόνες», σημειώνει.
«Ακούγεται λανθασμένα ότι η Σουηδία δεν έχει πάρει σχεδόν καθόλου μέτρα», συνεχίζει, εξηγώντας ότι εκτός της διεύρυνσης της τηλεργασίας και της κάλυψης μέρος του μισθού των ευπαθών που δεν μπορούν να εργαστούν από το σπίτι, έχουν υπάρξει και προσωρινές τροποποιήσεις στη νομοθεσία, ώστε οι αναρρωτικές άδειες να εγκρίνονται με το παραμικρό σύμπτωμα.
Όπως και τόσοι ακόμη Ευρωπαίοι, ο Κωνσταντίνος εργάζεται πλέον από το σπίτι, ενώ ακόμη και αν ήθελε, δεν θα μπορούσε να παραστεί σε δημόσιες συγκεντρώσεις άνω των 50 ατόμων. Κινηματογράφοι, θέατρα, κέντρα διασκέδασης και συναυλίες έχουν σταματήσει, εξαιτίας του αριθμητικού ορίου, ενώ οι αθλητικοί αγώνες πραγματοποιούνται σε άδεια γήπεδα. Θα μπορούσε, όμως, αν το επιθυμούσε, να πιει ένα ποτό σε ένα μπαρ ή να βγει για φαγητό σε κάποιο εστιατόριο -φυσικά, με τήρηση σχετικών μέτρων.
Η πανδημία έφερε και ενίσχυση των δομών υγείας, αλλά και δωρεάν τεστ, διαγνώσεις από απόσταση και ταχυδρομική αποστολή φαρμάκων, όπως επίσης και επιδοματικές πολιτικές για εργαζόμενους, επιχειρήσεις, ενοικιαστές και δανειολήπτες.
Ο Κωνσταντίνος, αν και θα δεχόταν αυστηρότερα μέτρα, αν γνώριζε ότι θα απέδιδαν καλύτερα, μέχρι στιγμής είναι υπέρ της σουηδικής στρατηγικής, η οποία φαίνεται να έχει διορθώσει, όπως λέει, τα λάθη που οδήγησαν σε πλήθος θανάτων στη διάρκεια του πρώτου κύματος: «Πιστεύω ότι ένα βασικό πλεονέκτημα της σουηδικής προσέγγισης που θα μπορούσε να την καταστήσει αποτελεσματική σε βάθος χρόνου, είναι ότι κοιτάζει την επόμενη μέρα προσπαθώντας να πάρει μέτρα βιώσιμα και ανεκτά καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, αντί για επαναλαμβανόμενα κλεισίματα και ανοίγματα της κοινωνίας, που από ό,τι φαίνεται μπορεί να οδηγήσουν σε απότομες εξάρσεις και σε καθησυχασμό των πολιτών. Η συμπεριφορά της πλειοψηφίας των πολιτών σε συνδυασμό με τη σκέψη ότι υπάρχει ένα ανθεκτικό σύστημα υγείας με κάνει να αισθάνομαι ασφαλής».
Όπως σημειώνει, για τους Σουηδούς η εφαρμογή των μέτρων ίσως ήταν ελαφρώς ευκολότερη υπόθεση: «Στην κουλτούρα των Σουηδών είναι έντονο το στοιχείο του σεβασμού του προσωπικού χώρου και των ορίων του. Για αυτό πιστεύω δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να τηρηθούν κανόνες κοινωνικής αποστασιοποίησης. Ειδικά με το δεύτερο κύμα, η αίσθηση μου είναι ότι οι πολίτες έχουν σχεδόν μηδενίσει και τις ιδιωτικές συναναστροφές σε σπίτια, κάτι που υπήρχε ως ένα βαθμό μέχρι πρόσφατα. Ειδικότερα με τις αυστηρότερες συστάσεις της κυβέρνησης, ο κόσμος μένει στο σπίτι και η κίνηση στους δρόμους και τα μαγαζιά έχει μειωθεί δραματικά. Οι σχεδόν έρημοι δρόμοι ακόμα και σε κεντρικά σημεία της πόλης είναι δείγμα της πανδημίας».
Γιάννης Δημητριάδης, Δερματολόγος, Παρίσι
Σε αντίθεση με τους περισσότερους κατοίκους της πόλης του που συμπληρώνουν φυλλάδια για να βγουν από τα διαμερίσματά τους, ο Γιάννης, χάρη στην ιατρική του ταυτότητα, μπορεί να κινηθεί ελεύθερα στους δρόμους του Παρισιού. «Τώρα που οι συναναστροφές με φίλους και οικείους περιορίζονται, η δουλειά μου διασφαλίζει τη δυνατότητα να συνεχίζω να έρχομαι σε καθημερινή επαφή με πολλούς ανθρώπους. Η λήψη ιστορικού, η φυσική εξέταση του αρρώστου συγκροτούν (ανέκαθεν) μια μορφή επαφής δύο προσώπων. Να ακουμπάς, να ψηλαφείς στο πλαίσιο της εξέτασης τον ασθενή, είναι στοιχείο πολύτιμο που τώρα στην πανδημία διαγράφεται όλο και πιο ζωτικό. Αυτή η ανεπιτήδευτη επαφή μέ ενδυναμώνει».
Όπως παρατηρεί, το παρισινό lockdown, το μόνο από όσα είδαμε που είναι εξίσου αυστηρό με το ελληνικό, χαρακτηρίζεται από αυξημένη κυκλοφορία στους δρόμους:
«Καθημερινά πηγαίνω στο ιατρείο μου, που βρίσκεται σε απόσταση 7 χιλιομέτρων από το σπίτι μου, με τα πόδια. Δεν με έχει σταματήσει κανείς για έλεγχο και βλέπω ότι ο περισσότερος κόσμος κινείται. Στον πρώτο εγκλεισμό, το Παρίσι πράγματι φαινόταν –και ήταν- άδειο, σε προκαλούσε να τραβήξεις βίντεο τα σημεία που κανονικά είναι γεμάτα ζωή. Τον Απρίλη μπορούσα να ακούω τα πουλιά, είδα τη… χλωρίδα και την πανίδα του Σηκουάνα να αναπτύσσεται, καθάρισαν τα νερά του. Τώρα αυτό δεν υπάρχει. Καταλαβαίνεις ότι είναι οι εργαζόμενοι που κινούνται στους δρόμους, γιατί μόνο το πρωί του Σαββάτου θυμίζει τον εγκλεισμό».
Αν και, όπως λέει, μια μικρή μερίδα των Παριζιάνων «σπάει» την καραντίνα, σε γενικές γραμμές τα μέτρα τηρούνται. Παράλληλα, κάθε γιατρός, των δερματολόγων συμπεριλαμβανομένων, είναι σε θέση να συνταγογραφεί τεστ κοροναϊού στους ασθενείς του, μειώνοντας έτσι το κόστος τους.
Ο ίδιος, ως γιατρός, τηρεί ευλαβικά τα μέτρα προστασίας: «Νιώθω ασφαλής, αφού έχω δει ότι παρόλο που καθημερινά βλέπω 20 με 30 ασθενείς, από πολύ κοντινή απόσταση, δεν έχω κολλήσει τόσο καιρό τον ιό. Όμως τηρώ τα μέτρα προστασίας «ψυχαναγκαστικά», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάνω κάτι υπερβολικό. Όσο και αν σου ακούγεται περίεργο, φοράω τη μάσκα μου από τη στιγμή που θα φύγω για το ιατρείο μέχρι να γυρίσω στο σπίτι -στο βαθμό που αντέχω δεν τη βγάζω ούτε για να πιω νερό».
Μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζει, είναι η έλλειψη χώρου στο μικρό παριζιάνικο διαμέρισμά του, που δεν του επιτρέπει να βάζει σε «καραντίνα» το πανωφόρι του, το οποίο έρχεται εκ των πραγμάτων σε επαφή με εκείνα των συναδέλφων του. Αλλά και το ότι, όπως εξηγεί, η ιατρική ιδιότητα τον κάνει να σκέφτεται διπλά κάθε του κίνηση, αποτρέποντάς τον και από καθημερινές συνήθειες που επιτρέπονται ακόμη, όπως η παραγγελία φαγητού από κάποιο εστιατόριο.
Τονίζει, πάντως, πως «δεν μπορείς να αποφύγεις τελείως τα ρίσκα, πρέπει, να συνεχίσεις να ζεις. Αλλά υπάρχει και η προσωπική ευθύνη, η προστασία των μεγαλύτερων σε ηλικία, το ρίσκο δεν αφορά μόνο τον εαυτό σου. Από η στιγμή που έρχεσαι σε επαφή με γονείς, παππούδες, συναδέλφους οφείλεις να τους προστατεύσεις».
«Μπορεί να ακούγεται χαζό, όμως θεωρώ ότι θα έπρεπε και οι δρομείς να φορούν μάσκα, που αυτή τη στιγμή δεν είναι υποχρεωτική για αυτούς. Στο Παρίσι, ο κόσμος τρέχει ως φυσική άσκηση και στο δρόμο προς τη δουλειά μου, κατά μήκος του Σηκουάνα, συγκεντρώνονται πολλοί, επειδή είναι πολύ όμορφα. Αυτό αυτομάτως σημαίνει και ότι δεν τηρούν το μέτρο της μη απομάκρυνσης από την ακτίνα του ενός χιλιομέτρου από τον τόπο κατοικίας. Όταν συναντάς στη διαδρομή σου 10 ή 20 ή και 30 δρομείς, δεν είσαι απολύτως ασφαλής. Δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός της πνευμονολογίας για να καταλάβεις ότι όταν ένας άνθρωπος εκπνέει βαριά, ξεφεύγουν σταγονίδια. Δεν μπορεί ο άνθρωπος που ασκείται να εξαιρείται από τη μάσκα, δεν λέω ότι είναι ό,τι πιο ευχάριστο, αλλά δεν θα πάθει κάτι αν τη φορέσει. Όμως γενικά τα μέτρα τηρούνται».
Έλεγχοι, πάντως, δεν γίνονται. Τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό με το πρώτο lockdown. Το Παρίσι αδειάζει μόνο τη νύχτα, όταν ξεκινά η απαγόρευση κυκλοφορίας –«παύση πυρός» την αποκαλούν οι Γάλλοι.
«Μετά τις 9 το βράδυ, η πόλη είναι πολύ, πολύ ήρεμη. Όλοι έχουν επιστρέψει στο σπίτι, έχουν πάρει τα παιδιά από το σχολείο, τα μπαρ και οι κινηματογράφοι είναι κλειστοί. Αν θέλει κάποιος να δει τη ρομαντική εικόνα του άδειου Παρισιού, να πει στο σύντροφό του «η πόλη είναι δικιά μας», να δει μόνος του το Πάνθεον και την Παναγία των Παρισίων, μπορεί να το κάνει μόνο μετά τις 10 το βράδυ. Όταν βλέπεις τα πολυπερπατημένα σημεία της πόλης χωρίς τα στρογγυλά τραπεζάκια των μπιστρό, τα φώτα, τις ρεκλάμες τους, σου θυμίζει επαρχιακή πόλη. Προσωπικά μου αρέσει, γιατί έχω τέτοια παιδική ζωή, επαρχιακή. Με γαληνεύει. Όμως το Παρίσι, το νιώθεις, δεν είναι φτιαγμένο για να είναι κλειστό, δεν το σηκώνει η πόλη. Τα κτίρια αυτά είναι προορισμένα για να έχουν ζωή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου