ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Κ. ΓΟΥΓΟΥΣΗΣ ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ ΑΝΔΡΟΛΟΓΟΣ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Κ. ΓΟΥΓΟΥΣΗΣ  ΟΥΡΟΛΟΓΟΣ ΑΝΔΡΟΛΟΓΟΣ

ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΟΠΑΠ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΤΣΙΟΠΛΗΣ

ΟΠΤΙΚΑ ΚΑΤΑΝΑΣ

ΟΠΤΙΚΑ ΚΑΤΑΝΑΣ

Κάντε ΚΛΙΚ στην εικόνα


Κάντε ΚΛΙΚ στην εικόνα

Αναζήτηση

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΤΩΡΑ ΣΕ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Η χαρά των παιδιών, στα Γρεβενά

Η χαρά των παιδιών, στα Γρεβενά

Κάντε ΚΛΙΚ



Κάντε ΚΛΙΚ στην εικόνα

ΕΛΑΣΤΙΚΑ ΓΕΩΡΓΙΤΣΗΣ Α & Γ ΟΕ

ΕΛΑΣΤΙΚΑ ΓΕΩΡΓΙΤΣΗΣ Α & Γ  ΟΕ
Κάντε ΚΛΙΚ στις εικόνες

Κυριακή 16 Μαΐου 2021

Φραγκίσκος Πουκεβίλ (Ταξίδι στη Δυτική Μακεδονία): Στο Γρεβενό

**(Άνοιξη του 1806) **
*Δρόμος απ' το Κυπριό στα Γρεβενά - Το ποτάμι Αγίας Ρέντιας ή Βενετικό. Ίο χάνι και το γιοφύρι τον Βαγιαζίτ. Το Γρεβενά. Η πρώτη τον αρχή. Σε ποια εποχή την πόλη αντή άρχισαν να την αναφέρνονν στα Χρονικά της Ανατολικής Εκκλησίας. Η τωρινή της κατάσταση. Δρόμοι με κονάκια ως τα Τρίκαλα. Τα ερείπια του Ευρώπου, τον σημερινού Κάστρον-Μπρουχάλιστας και της Φίλας.*

Τα φαράγγια του Πίνδου άρχισαν να φέγγουν, όταν βγήκαμε απ' το Κυπριό κι *αρχίσαμε *να προχωρούμε κατά τ' Α-ΒΑ από ένα δασωμένο δρόμο που τελειώνει μισή λεύγα μακριά στον όχτο του Αγιάς. Από κει αγνάντεψα ακόμα τον κάμπο της Θεσσαλίας και παρατήρησα, μια* *λεύγα κατά το νότο, τα χωριά Γκριντάδες (Αιμιλιανός) και Σίτοβα (Σιταράς) που από πιο απάνου τους αναβρύζει ο Αγιας. Επειδή δε μπορούσαμε να περάσουμε το ποτα­μάκι αυτό, γιατί οι όχτοι του ήταν απότομοι, προχωρήσα­με στην ακροποταμιά, ένα μίλι κατά το βοριά, ως εκεί που χύνουνταν στο Βενετικό, και περάσαμε κοντά του απ' τα ρηχά. Έτσι μπήκαμε απ' την κοιλάδα της Στυμφαλίδας (Τυμφαίας) στη Μακεδονία και περπατήσαμε λίγο μέσα στην πλατιά κοίτη του Βενετικού, προτού μπορέσουμε ν' ανεβούμε απάνου στο δεξί του όχτο. Ύστερα περπατή­σαμε μισή λεύγα ανάμεσα από* *καλλιεργημένα χωράφια και δάση από οξιές και φτάσαμε ως το ψήλωμα του χωριού Πηγαδίτσα. απάνου απ' αυτό μερικοί ντερβίσηδες που πιστεύουν πως τιμούν το θεό με χορούς και με στριφογυρίσματα έχτισαν έναν τεκέ τους ή μοναστήρι τους.
Τον τεκέ (ασκηταριό) αυτών των φανατικών άμαθων και περήφανων ανθρώπων τον διαφέντευε ένας Γάλλος στρατιώτης του μηχανικού, που η τύχη των όπλων τον ανάγκασε να πέσει στα χέρια των Τούρκων στη μάχη της Νικόπολης στ 1798. Βρέθηκε στο δρόμο μας, όπως κι ένας νεαρός από το Choletτου Poitou., ντερβίσης όπως κι εκεί­νος που αρνήθηκε πεισματάρικα να μού πει τ' όνομα του λέγοντας και ξαναλέγοντας σε κάθε μου ρώτημα «Οι μπλε σκοτώσανε τον πατέρα* *μου και τη μάνα μου». Και πέρ' απ' τον Πίνδο, μέσα στη Μακεδονία, ήτανε που βρήκα έναν άνθρωπο, θύμα της καταστροφικής *αναρχίας *της Επανάστασης. Πώς μπόρεσε να ξεπέσει ως το σημείο, που να γίνει μωαμεθανός; Η ντροπή έδεσε τη γλώσσα του. Ο μπαμπάς* *ή ο ηγούμενος των ντερβίσηδων, δίχως να πει κι αυτός τ' όνομα του, μου είπε πως ήταν απ' την Pau του Beam, μουρμούριζε και φαινόταν στενοχωρημένος αν και ήτανε πολύ πλούσιος, κατάλαβα αμέσως πως ήτανε δυ­στυχισμένος μέσα στη δύναμη και στον πλούτο του. Έ­φυγαν και οι δυο υψώνοντας τα μάτια τους στον ουρανό. Οι Τούρκοι που με συντρόφευαν μου είπαν πως αυτοί οι νεοφώτιστοιήταν άγιοι τους φίλησαν το χέρι και δεν έπαυαν* να *τους παινεύουν για τη θεοσέβεια τους που για μένα ήτανε περισσότερο από ύποπτη. Μισή λεύγα απ' την Πηγαδίτσα, φτάσαμε στο χάνι του Βαγιαζίτ, όπου η πρωινή όρεξη της συντροφιάς μου μ' ανάγκασε να σταματήσω, πράμα που το 'θελα κιόλας, γιατί ταξίδευα* *και για να παρατηρώ.

Στο Καραβανσαράι βρήκαμε κόσμον πολύν. Εκείνο που με ξάφνιασε τόσο, ήτανε το πλήθος οι κατήδες, οι μπέηδες και οι μεγαλοτσιφλικάδες μωαμεθανοί της Ρούμελής, όλοι τους χαρούμενοι σύντροφοι που άδειαζαν ασκιά κρασί κάτου απ' τον ήσκιο των δέντρων τραγου­δώντας και κάμνοντας μεγάλο ραβαΐσι. Μου κεράσανε μια κούπα απ' το ρετσινάτο τους νέκταρ που χρειάστηκε να το πιω, για να μην τους χαλάσω το χατήρι και περάσω για απολίτιστος. Μου είπαν πως πήγαιναν στα Γιάννινα για το γάμο ενός ανιψιού του βεζύρη Αλή και του φέρνανε δώρα. Επειδή δεν πλήρωναν τίποτε, όπου πήγαιναν, για φαγοπότι και ύπνο, καταλαβαίνει κανείς εύκολα, γιατί έτρωγαν κι έπιναν έναν περίδρομο και φίλευαν χουβαρντάδικα τους περαστικούς. Οι Τούρκοι και οι Λεβεντίνοι είναι από φυσικού τους μεγαλόκαρδοι στο διπλανό τους κι ανοιχτοχέρηδες, όταν δεν ξοδεύουν απ' την τσέπη τους και πρόθυμοι να δώσουν, ότι δε μπορούν να κουβαλήσουν μαζί τους. Ο χαντζής πάνου στο κέφι του γλεντιού, φαι­νότανε απελπισμένος. μια κι έλπιζε ωστόσο πως ο βεζύρης θα του πλήρωνε, σημείωνε στο σημειωματάριο του ότι τους έφερνε, ώστε να μη ζημιώσει απ' το σκόντο που θα του έκαμναν. Και κατάλαβα πως ο Έλληνας αυτός θα μπορούσε, όπως κι οποιοσδήπτε άλλος, να 'ναι ένας ξε­χωριστός προμηθευτής του στρατού, γιατί μπορούσε μια χαρά να χρεώνει διπλή ταρίφα ή, όπως λένε, να βαράει τις τιμές.

Πέρασα απ' όλα τα τραπέζια ή καλύτερα τις παρέες, γιατ' ήτανε καθισμένοι σταυροπόδι γύρω γύρω πάνου στο χορτάρι και θα είχα μεθύσει αν έπινα όλα τα κεράσματα, για να με καλωσορίσουν. Μα μια ξεχωριστή παρέα από έναν καλόγερο κι έναν ντερβίση που τα κουτσοπίνανε πιο πέρα, χωρίς να δίνουν σημασία* *στην ανώτερη κοινωνία των μπέηδων και των αγάδων, με τράβηξε κατά το μέρος της. «Τί θέλεις;» ρώτησε ο ντερβίσης γυρίζοντας το κεφά­λι. «Δε σου μίλησα» του είπα. «Αι, καλά. Τράβα στο δρόμο σου». Μόλις του είπε ο καλόγερος πως ήμουν ξένος και ταξιδιώτης, μου έγνεψαν να πάω κοντά τους και μου έ­δωσαν την άδεια να καθίσω δίπλα τους και να μιλήσω μαζί τους. Οι δυο γυμνοσοφιστές, γιατ' ήτανε σχεδόν γυ­μνοί, μου διηγήθηκαν πως έρχουνταν παρέα* *απ' την άκρα της Μικράς Ασίας και μεταχειρίζουνταν ο ένας τον άλλο σαν διαβατήριο και συστατικό.

Στα μέρη που ζούσαν Τούρκοι, ο μωαμεθανός εγ­γυούνταν για το σύντροφο του κι αυτός πάλι εγγυούνταν στα χωριά τα χριστιανικά. Και ζούσαν έτσι, χωρίς κανένα σκοπό, έτοιμοι ν' αλλάξουν δρόμο και να γυρίζουν από τεκέ σε τεκέ και από μοναστήρι σε μοναστήρι, να περνούν απ' την Πύλη των βεζύρηδων και απ' τις μητροπόλεις των αρχιεπισκόπων, ευχαριστημένοι με το σήμερα και ξέ­γνοιαστοι για το αύριο.
Μ' όλη την αγαθότητα τους, δεν άργησα να παρα­τήσω την παρέα* *αυτών των φιλόσοφων (που ωστόσο δε θα τους εμπιστευόμουν και πολύ, αν είχα χρήματα), για ν' αποτραβηχτώ στο χάνι, όπου με δέχτηκε ένας Ασκληπιάδης ή ένας καλογιατρός, που ήρθε να με χαιρετήσει και να μου προσφέρει τις υπηρεσίες του. Η εξοχότητά τον*, *τίτλο που δίνουν σ' όλους τους γιατρούς γενικά, που έτυχε στο φτωχό πρωινό μου, μου είπε πως εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα σ' αυτό το καραβάνσαράι, όπου τραβούσε πολλούς άρωστους η καλή του τύχη. Έπειτα, κουνώντας έναν κουμπαρά που είχε μέσα του μερικά νομίσματα, μου είπε. «Να, τα χτεσινά μου κέρδη! Οι πρόγονοι μου, απ' την εποχή του Μεγάλου Θεού της Κω που ήρθε στο Ζαγόρι, κάμνουν το γιατρό από πάπου προς πάπου. Είναι ένα χά­ρισμα της φαμίλιας μας που το 'χουμε από παράδοση, χωρίς να κοιτάζουμε αυτόν τον καταραμένο παρά που καμιά φορά είμαστε υποχρεωμένοι να τον δεχόμαστε, για να ζούμε». Λέγοντας αυτά ο καλογιατρός μου εξήγησε τη μαστοριά του να κόβει την κήλη, τον κα­ταρράκτη, να βάζει σπασίματα* *(κατάγματα) και στο τέλος θέλησε να μου πάρει λίγο τα γένια μου. Μου μίλησε ύ­στερα για την ανατομία, μιαν επιστήμη που την ήξερε το ίδιο καλά, πες, όσο και ο Αλκμέων, ο μαθητής του Πυθα­γόρα, και με την πολυμάθεια του πέτυχε να με κοιμίσει.

Όταν ξύπνησα, η συντροφιά που είχε στρωθεί στην αυλή, όπως και ο γιατρός, είχαν γίνει άφαντοι· και μια και οι άνθρωποι μου με ειδοποίησαν πως όλα ήταν έτοιμα, ξεκινήσαμε. Λίγο πιο πέρα, κατά το βοριά, φτάσαμε στον όχτο του Βενετικού. Απάνου του είδα πέντε πέτρινες κα­μάρες που είναι απομεινάρια από ένα πολύ μεγάλο γιο­φύρι το είχε κάμει ο Βαγιαζίτ Ιλντριρίμ, ο καταχτητής της Ηπείρου. Περάσαμε απ' το κάτω μέρος του ποτάμιου που έχει πλάτος πάνου από *σαράντα *περίπου οργιές-και μ' όλο που τα νερά του ήτανε ρηχά, ήταν ωστόσο αρκετά ορμητικό ακόμα, για να παρασύρει τ' άλογα με το φόρ­τωμα, που τα 'ριξε πολύ μακριά το ρέμα του νερού. Μόλις βγήκαμε απ' την κοίτη του, ανεβήκαμε* *τρία μίλια περίπου ΒΑ την κοκκινοχωματη (αργιλώδη) πλαγιά ενός λόφου που στην κορφή του ξεχωρίζει κάνεις το Μαυρονόρος, ένα χωριό ξακουστό απ' το πανηγύρι που γίνεται σ' αυτό κάθε χρόνο την ανοιξιάτικη ισημερία και τρία τέταρτα* *της λεύγας πιο πέρα, φτάσαμε στο Γρεβενό, όπου με δέχτηκεν εγκάρδια ο αρχιεπίσκοπος.

Το Γρεβενά που ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στον κατάλογο του με τις πόλεις της περιφέρειας της Μακεδονίας τ' ονομάζει Γρίβανα, το ίδρυσε μιαν ομάδα άποικοι που ξεπετάχτηκε από το κάστρο της Βουχάλιστας. Αυτό πάλι είναι μια πόλη που βρίσκεται στον όχτο του Βενετικού και πιστεύουν πως είναι ο Εύρωπος των αρχαίων*. *Η θέση του απάνου στον Πίνδο εξηγεί στην πε­ρίπτωση αυτή την πορεία των Μακεδόνων, όταν τους έ­διωξαν απ' την Ιστιαιώτιδα, όπως δείχνει η κατασκευή των ερειπίων του κάστρου πως είναι πέρα για πέρα κυ­κλώπειο και πως υπήρξε ολοφάνερα ένα έργο της αποι­κίας που οδήγησεν ο Εύρωπος, ο γιος του Μακεδόνα και της Ωρείθυιας.

Ο Dom Vaissete στην Εκκλησιαστική του Γεωγραφία και ο πάτερ Lequienπου δεν ερεύνησαν παρά μόνο την εκκλησιαστική τους αρχή, ονομάζουν το Γρεβενά χωρίς να καθορίζουν την εποχή που η πόλη αυτή πήρε κάποια θέση ανάμεσα* *στις μητροπόλεις της Ανατολικής Εκκλησίας. Και ο ένας και ο άλλος, ύστερ' από μερικές γενικές πληροφορίες, περιορίζονται να πουν πως στα 1721 ο αρχιεπίσκοπος της Οχρίδας είχε τον τίτλο του Εξάρχον πάσης* *Βουλγαρίας* *κι έβαζε το Grebenitz α­νάμεσα στις επισκοπικές έδρες που ήταν στην επαρχία* *του.

Το Γρεβενά που οι Τούρκοι το λένε Guerebeneείναι ένα κεφαλοχώρι με 150 σπίτια από πλιθιά, χωρισμένο σε δυο μαχαλάδες, σκόρπιους στους όχτους ενός ξεροπόταμου που δεν έχει νερό παρά μόνο, όταν βρέχει. Πριν είκοσι πέντε χρόνια λογάριασαν πως είχε περισσότερες από δυο χιλιάδες φαμίλιες που χάθηκαν όμως στις εμφύλιες φαγωμάρες τους, ώστε ο Αλήπασιας που έφτασε πολύ αργά, για να τους καταχτήσει, δεν έφερε την ειρήνη παρά απάνου σε ερείπια και σε τάφους. Είτε στην τύχη είτε από ο­ποίαν άλλη αιτία, οι Χριστιανοί που έζησαν ύστερ' απ' την καταστροφή που έφερε η αναρχία,* *μένουν στο ψηλότερο μέρος του Γρεβενού. Απ' αυτού* *βλέπει κανείς τον ταπεινό μητροπολιτικό ναό, την αρχιεπισκοπή όπως κι ένα Ελλη­νικό σχολειό που το προστατεύει ο αρχιεπίσκοπος, παρη­γοριά κι αποκούμπι των πιστών.

Επειδή η κάτω πόλη, όπου μένουν οι Τούρκοι, είναι στη μέση από στεκάμενα νερά, χρειάστηκε να καβαλι­κέψω σ' ένα άλογο, για να κάμω επίσκεψη στους επίση­μους που μένουν εκεί. Αφού γλυτώσαμε απ' τις λάσπες που έζωναν το σαράι του Μουσελίμη, κατεβήκαμε στο κάτου κάτου μέρος της σκάλας,* *για ν' ανεβούμε σ' ένα μεγάλο δωμάτιο ερειπωμένο και δίχως παράθυρα, όπου τα χελιδόνια έχτιζαν τις φωλιές τους και όπου βρήκαμε τη χάρη του που* *μας δέχτηκε με μιαν επισημότητα ολότελα ξεχωριστή.
Όταν βγήκαμε απ' το παλάτι του, χρειάστηκε να με­τρήσουμε το βάθος της λάσπης, για να φτάσουμε στο δι­καστήριο, όπου έμενε ο κατής που ίσως δικάζει στο ύπαι­θρο, γιατί, για να φτάσω στην κατοικία του, χρειάστηκε να σκαρφαλώσω από μια σκάλα με μια πλατιά σοφίτα με ταβάνι από κεραμίδια. Όταν συνήθισαν τα μάτια μου στο σκοτάδι, είδα τησοφολογιότητά του αυτός είναι ο συνηθισμένος τίτλος των κατήδων να κάθεται σταυροπόδι απάνου σε μια ψάθα, με μαξιλάρι πάλι μια ψάθα και για γραφείο μια μικρή κασέλα με το κοράνι απάνου της, τον αστέρευτο κώδικα κάθε γνώσης μέσα του βρίσκει κανείς ότι υπάρχει και δεν υπάρχει, τόση γνώση έχει ο κατεχάρης του. Αφού κάθισα πλάι στον Ευγενή Δικαστή ένας νέγρος με τατουάζ που βγήκε πίσου από έναν μπερντέ που χώριζε το δεύτερο αυτό μέρος της αποθήκης με το χαρέμι (αν βέβαια υπήρ­χαν γυναίκες) μας έφερε καφέ. Ύστερα έδιωξε όλον τον κόσμο, εξόν απ' το γραμματικό. Ο κατής τότε με όλη του τη βολή άρχισε να γελάει πρώτος με το σπίτι του και με την εντύπωση που έκαμε στους άλλους μέσα σ' ένα μέρος τόσο περίφτωχο. Ένα μέρος της ζωής του το είχε περάσει στην Κωσταντινούπολη και ήτανε, έλεγε, φιλόσοφος, μια λέξη που μεταχειρίζονται σήμερα οι καλλιεργημένοι Τούρκοι, για να πουν έναν άνθρωπο με καλό φέρσιμο. Ο φιλόσοφος μου δεν είχε παρά προσωρινά τη θέση αυτή που την είχε νοικιάσει για δώδεκα φεγγάρια κι εκ­μεταλλευόταν αδίσταχτα* *τον τόπο μόνο για το συμφέρον του. Μου διηγήθηκε όλες τις κακοδικίες, για να κερδίσει χαρίσματα,* *που είναι ίδιες με των άλλων συναδέρφων του, που είναι κι αυτοί άνθρωποι
ξεσκολισμένοι να καταδυ­ναστεύουν και ν' αδικούν και να πουλούν λιανικά τη δι­καιοσύνη που αγοράζουν χοντρικά στην Κωσταντινού­πολη. Δεν είδα ποτέ ουλεμά τόσο εύθυμο κι αν δεν είχε τα γένια του και το φαρδί τουρμπανι του, δε θα μπορούσα να πιστέψω πως μιλώ μ' έναν άνθρωπο του νόμου, ένα σόι που στην Ανατολή το φέρνουν σαν παράδειγμα τιμής και περηφάνιας. Επειδή εγώ δεν είχα σκοπό να ελέγξω το φέρσιμο των ανθρώπων, φάνηκα καλόβολος στον κατή φιλόσοφοκι έγινα φίλος του κι αυτό αργότερα μου πρόσφερε πολλές υπηρεσίες, γιατί προστάτεψε τους Γάλλους σε διάφορες δίκες που έκαμε.

Δε χρειάστηκε τόση ταπεινοφροσύνη για τον αρχιε­πίσκοπο που με φιλοξενούσε. Το υποδειγματικό του φέρ­σιμο τον έκαμνε άνθρωπο τόσο αξιόλογο και τα χαρί­σματα του ήτανε τέτοια, που έφτανε να συστηθεί μαζί του κανείς, για να τον αγαπήσει. Θυσιάζοντας κάθε μέρα το είναι του στην αγάπη του ποιμνίου του αποφάσισε να περάσει τη ζωή του μέσα στο νοσηρό κλίμα του Γρεβενού. Με βεβαίωσε όμως πως δεν υπήρχε άνθρωπος στο Βαρόσι ούτε στην πόλη που να 'φτάνε στα πενήντα του χρόνια τόσο θανατερές είναι οι θέρμες στο μέρος αυτό. «Σε λί­γο», μου λέει, «θ' ακολουθήσω τ' αδέρφια μου δεν είμαι σαράντα* *χρονώ (τα γένια του ήταν άσπρα). Λίγος χρόνος μού μένει ακόμα...! Δε μου κάμνει η καρδιά να τους πα­ρατήσω, μ' όλο που αλλού μου προσφέρνουν πολλά πράματα* *χωρίζει κανείς τη γυναίκα του;» πρόσθεσε κοι­τάζοντας τη Μητρόπολη. Απ' την καλοσύνη του θέλησε ν' αποσκεπάσει και τα κουσούρια των Τούρκων για το κρασί που έπιναν, βεβαιώνοντας με κάτι που δε φαίνεται 'να ήταν ψέμα πως όλος ο κόσμος ήταν αναγκασμένος να πίνει, για να μην πεθάνει από αδυναμία.* *Μού έδωσε ύ­στερα έναν τρομαχτικό πίνακα των θανάτων που αντί­κρισε και του κλίματος του τόπου, ώστε να μ' επηρεάσει και να μου φέρει μιαν ακατανίκητη ανάγκη για ύπνο και αιμορραγίες της μύτης και ν' αποκάμω. Δεν ήμουν πια κάτου απ' τον ουρανό της Δωδώνης. Μα επειδή έπρεπε να μείνω στο Γρεβενά, αποφάσισαν να καβαλικεύω κάθε μέρα τ' άλογο και να κάμνω μακρινές εκδρομές.

Στις εκδρομές αυτές που αφιέρωνα ολάκερες μέρες, γιατί τότε ήμουνα στον ανθό της ηλικίας μου και των ελ­πίδων μου, έκαμνα τις έρευνες μου στο ποτάμι Βενετικό που δέχεται, δυο λεύγες έξω από το Γρεβενά, το ποτάμι που έρχεται απ' το ίδιο το Γρεβενά, αφού ωστόσο μεγα­λώσει από τ' άλλα ποτάμια, που μαζεύει τα νερά τους ως κάτου στο χωριό Κουστούνι-Βέντζια (Κέντρο). Κατέβηκα ύστερα κάπου έξι μίλια ακολουθώντας την ίδια πορεία ως αντίκρα στο χωριό Φιλί, (Φελλίον) όπου συγκέντρωσα όλη μου την παρατηρητικότητα για ν' αναγνωρίσω τα Ελλη­νιστικά ερείπια της Φίλας, που την ίδρυσε ο Δημήτριος, ο γιος του Δημήτριου Γονατά, και που δεν ήτανε χτισμένη, όπως λέει ο Στέφανος ο Βυζάντιος, στον όχτο του Πηνειού (του Ααρσινού ποτάμιου, της Σαλαμπριάς), μα στην κοι­λάδα του Βενετικού. Χρειάστηκε να σταματήσω στο ση­μείο αυτό, δίχως ν' απλώσω τις έρευνες μου ως το γιοφύρι στην αρχή του εμπορικού δρόμου, που πάει από τα Σέρβια ώς τον όχτο του Αξιού ή του Βαρδάρι.

Σε μιαν άλλη εκδρομή τα κατάφερα να ξεκαθαρίσω σιγά σιγά τις αποστάσεις ανάμεσα* *στο Βενετικό και στον Πηνειό, ερευνώντας την κοιλάδα του ποτάμιου Βονάτση που κατεβαίνει απ' το βουνό Νάτσιοβο, περνάει απ' τα στενά των Μετεώρων που είναι τα ίδια, χωρίς αμφιβολία, απ' όπου ο Φίλιππος οδηγούσε το στρατό του στη Θεσσα­λία και στην Ήπειρο.

Γύρω απ' το Φιλί μπόρεσα να σκιτσάρω την προβολή του μέρους εκείνου απ' το βουνό Βέρμιο που το λένε Μπούρινο-Βέντζια, τρεις λεύγες μακριά απ' τα ριζά του. Θα 'θελα να πάω κατά το μέρος αυτό όμως τι θα 'λεγαν αν με βλέπανε ν' αλλάζω το σχέδιο που είχα μηνύσει κι ήτανε να πάω στα Β και ΒΔ της Μακεδονίας; Έριξα λοιπόν πίσου, για καιρούς που δεν ξαναγύρισαν, τη στιγμή που θα γνώριζα την εκβολή του Αξιού. Έτσι αυτό είναι το μόνο μέρος της Μακεδονίας που δεν ερεύνησα ακόμα. Απ' αυτό λείπουν πολλά στοιχεία, αν και δίνω σ' ένα απ' τα παοακάτου κεφάλαια τον πηγαιμό ανάμεσα* *στη Σιάτιστα και στη Λάρισα- κι αυτό φτάνει για ν' αποσώσει ένα μεγάλο μέρος απ' αυτό που άφησα αδειανό.

Έχω πει πόσο το κλίμα του Γρεβενού είναι νοσηρό. Πολλοί απ' τους ανθρώπους που μου έδωσε ο βεζύρης, για να με συντροφεύουν, αρώστησαν κιόλας από θέρμες. Αν έμενα περισσότερο στο μέρος αυτό, κιντύνευα να μη φτάσω στο σκοπό του ταξιδιού μου. Μόλις είχα ανακα­λύψει την τοποθεσία από δυο πολιτείες· είχα όμως να ε­ρευνήσω για τόσα άλλα πράματα, που επέμεινα να φύ­γουμε την τέταρτη μέρα από τότε που έφτασα στη Στυμφαλίδα (Τυμφαία).

Φραγκίσκος Πουκεβίλ
Ταξίδι στη Δυτική Μακεδονία
(Άνοιξη του 1806)
Μετάφραση (Γιάννης Τσιάρας)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου