(Διονύσης Στεργιούλας, Το παράδοξο του ζην, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2021)
Ο Διονύσης Στεργιούλας, με καταγωγή από τα Γρεβενά, ζει και εργάζεται εδώ και πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Ήδη από τα μαθητικά του χρόνια είχε εκδηλώσει τον ζήλο και την αγάπη του για τη λογοτεχνία και την ποίηση, αλλά από το 1995 και εντεύθεν άρχισε να αρθρογραφεί τακτικά σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και να ασχολείται συστηματικά με την κριτική και το δοκίμιο. Το 2019 εξέδωσε την πολύ σημαντική ποιητική συλλογή με τον εναντιόσημο τίτλο Καθόλου ποιήματα, με τριάντα ποιήματα ευρείας θεματολογίας, στην οποία κυριαρχούν «η ζωή και ο θάνατος, η Ιστορία, τα ανθρώπινα λάθη, η πίστη, οι εν δυνάμει επιλογές του βίου, η Θεσσαλονίκη ως παρελθόν και παρόν, η σχέση με τη φύση». Φαίνεται από αυτήν τη συλλογή ότι ο ποιητής διανύει πλέον το ώριμο στάδιο της ζωής του και ο λόγος του αλλά και οι χυμοί της ποίησής του έχουν μεστώσει και έχουν γλυκάνει.
Την άνοιξη του 2021 ο Δ. Στεργιούλας, δύο χρόνια μετά, επανέρχεται με ένα βαθυστόχαστο και φιλοσοφικό ποίημα με τον εξίσου αινιγματικό και συμβολικό τίτλο Το παράδοξο του ζην, με σχετικά μικρή έκταση μόλις 31 σελίδων. Φαίνεται ότι έχει πρότυπό του τον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή που στόχευε στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα (ουκ εν τω πολλώ το ευ, αλλ' εν τω ευ το πολύ). Αν θέλαμε επιγραμματικά να εντοπίσουμε το κύριο θέμα του, γιατί υπάρχουν πάρα πολλά άλλα επιμέρους, θα λέγαμε, με κάθε επιφύλαξη, ότι είναι η υπαρξιακή αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου στις πολυάνθρωπες και απρόσωπες μεγαλουπόλεις και η προσπάθειά του να ανιχνεύσει το θολό του πρόσωπο στο ήρεμο χάος τους.
Αυτό επιβεβαιώνεται από το εξώφυλλο που είναι έργο του συγγραφέα και, όπως ήδη έχει επισημανθεί, αμέσως μόλις το παρατηρήσουμε μας θυμίζει ανθρώπινο πρόσωπο, ίσως του ποιητή που παρατηρεί με τα ακανόνιστα παραλληλόγραμμα μάτια του, οσφραίνεται με την παράξενη μύτη του και που το γκρίζο, σπειροειδές και ήρεμο χάος του μυαλού του, που αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο, εκφράζοντάς το με το λευκό τετράγωνο στόμα του από το οποίο αναβλύζει ο λόγος του και προσπαθεί να κατανοήσει αυτόν τον παράδοξο κόσμο.
Θέλω εξαρχής να επισημάνω το πρόσωπο που επέλεξε ο ποιητής για να συλλάβει και να εκφράσει όλες του τις αγωνίες, τις ανησυχίες και τις παραδοξότητες που συνάντησε μια μέρα σε μια συνηθισμένη καθημερινή διαδρομή πολύ κοντά στο σπίτι του: είναι το δεύτερο ενικό πρόσωπο, το αγαπημένο πρόσωπο του Κ. Π. Καβάφη, που ευνοεί τον εσωτερικό μονόλογο ή τον διάλογο με τον εαυτό του, καθώς ο ποιητής, όπως γράφει, «εδώ δεν βρίσκεις έναν άνθρωπο / να σε ακούσει ενάμισι λεπτό». Μόνο με τον εαυτό του λοιπόν μπορεί να συζητήσει ο ποιητής σοβαρά και για πολλή ώρα (όπως έκαναν το βράδυ οι Πυθαγόρειοι), σύμφωνα και με την έκφραση του Ηράκλειτου «Εδιζησάμην εμεωυτόν», δηλαδή «μελέτησα και εξέτασα καλά τον εαυτό μου». Μία τέτοια μελέτη του εαυτού και του σύγχρονου παράδοξου κόσμου είναι και το νέο ποίημα του Διονύση Στεργιούλα.
«Πώς γίνεται να μην είχες προσέξει
πως κάθε οικεία θάλασσα
έχει αβυθομέτρητα σημεία
πως κάθε χάρτης του ουρανού
έχει αχαρτογράφητες πορείες
πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν
τα βήματά μας πού μας πάνε;»
Αυτό το εναγώνιο ερώτημα αποτελεί τον επίλογο του ποιήματος, αλλά ο ποιητής το προτάσσει και στη σελίδα 7, θέλοντας να τονίσει με ένα σχήμα κύκλου την άγνοια όλων μας για την πορεία μας στην «οικεία» μας θάλασσα με τα «αβυθομέτρητα σημεία», αλλά και στον «χάρτη του ουρανού» με τις «αχαρτογράφητες πορείες». Αυτό κατάλαβε ο αφηγητής του ποιήματος εκείνο το πρωινό της άνοιξης που έψαχνε απεγνωσμένα να βρει τον χαμένο του χρόνο: «Όπου και να κοιτούσες γύρω σου / έβλεπες τον χρόνο να φεύγει». Ο ήρωάς μας θα ξεκινήσει τη μέρα του μονότονα πηγαίνοντας σε ένα πολύ γνωστό του κατάστημα για να αγοράσει ένα προϊόν, το οποίο όμως έχει εξαντληθεί γιατί «το εργοστάσιο πια δεν παράγει / πράγματα που δεν έχουν ζήτηση», γεγονός που θα τον απογοητεύσει και μόλις θα βγει έξω σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, θα αρχίσει να παρατηρεί την «οικεία θάλασσα» πιο προσεκτικά («Τόσες χιλιάδες άνθρωποι σε κίνηση / κι ο μέσος όρος μια ακινησία») και θα εκτυλιχθούν μπροστά στα μάτια πολλές εικόνες-σκηνές που θα τον κάνουν να απορήσει και να σκεφθεί σοβαρά για τα ανθρώπινα αδιέξοδα και παράδοξα: το κορίτσι με τη μαύρη τσάντα και τους καλοντυμένους άντρες με τις μαύρες ομπρέλες (το χρώμα της τσάντας και των ομπρελών αργότερα, μετά τη βροχή, θα γίνει κόκκινο, γεγονός που θα το θεωρήσει μη πραγματικό), το φύλλο της δεντροστοιχίας που θα πέσει στο σώμα του και θα τον ξαφνιάσει σαν κάτι ξένο, δείχνοντας την αποξένωση του αστού από το φυσικό περιβάλλον. Έχοντας την αγωνία να μην αργήσει στην προγραμματισμένη από καιρό συνάντηση, καθότι θεωρούσε τη συνέπεια το σημαντικότερο πράγμα, πέρασε έξω από «ένα διάσημο κατάστημα» που η βιτρίνα του ήταν άδεια από την καταναλωτική μανία και παρατήρησε ένα ασπρόμαυρο γατάκι φυλακισμένο και, ενώ όλοι γελούσαν, άκουσε μια γυναίκα να φωνάζει: «Απελευθερώστε αυτό το ζώο / αφήστε το να φύγει, μην το βασανίζετε». Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και εγκλωβίστηκε σε ένα υπόστεγο μαζί με άλλους άστεγους και άγνωστα πρόσωπα και έπρεπε να φύγει – η αποξένωση των ανθρώπων στην πόλη. Μόλις έκανε το πρώτο βήμα η βροχή σταμάτησε απότομα, όπως άρχισε, αλλά ο χρόνος τον κυνηγούσε («Η ώρα περνούσε και μαζί της / περνούσε ο χρόνος κι έφευγε») και σκέφτηκε να τον φυλακίσει με μια φωτογραφία του σπουργιτιού πάνω στη σέλα ενός ποδηλάτου για να τον αποδυναμώσει και να νιώθει σαν τον Οδυσσέα «που όλο επιστρέφει». Ενώ σκεφτόταν όλα αυτά και «της ζωής του το κενό», ένα τρακάρισμα τον επανέφερε στην πραγματικότητα και είδε τις συνέπειες της ταχύτητας και την αδικία («φταίει ο ένας αλλά την πληρώνουν και οι δύο»). Πολύ κοντά από το σπίτι του «κι έβλεπες γύρω σου τον κόσμο σε περίληψη / την ιστορία του κόσμου συμπυκνωμένη». Η συνάντησή του με έναν συνάδελφο συνταξιούχο θα τον προβληματίσει για το μέλλον, την τρίτη ηλικία, αφού θα του προτείνει να αγοράσει μονοκατοικία με κήπο για να αποφύγει την πλήξη του διαμερίσματος. Όλα αυτά τα παράξενα τον κάνουν να σκεφτεί να γράψει ένα ποίημα στο μέλλον, αλλά
«Μα ποιος διάβαζει σήμερα ποιήματα [...]
ποιος θα διαβάσει μια ιστορία χωρίς πλοκή
μια ιστορία χωρίς δάκρυα και συναίσθημα
για έναν άνθρωπο που περπατά
για έναν συνηθισμένο άνθρωπο που περπατά
σε έναν συνηθισμένο δρόμο
σε μια συνηθισμένη πόλη [...].»
Καθώς προχωρούσε, ο μικρός δρόμος έγινε λεωφόρος που οδηγούσε στην αχανή πόλη. Άκουγε «ανθρώπινες φωνές» και τους ήχους των μηχανών «μιας πόλης που ποτέ δεν ηρεμεί», «μια μουσική θεσπέσια» και
«Ένιωθες ότι μια ολόκληρη ανθρωπότητα
κρύβεται μέσα στο μυαλό σου
και γύρω σου ένα σύμπαν ανεξήγητο».
Σε αυτό το κατασκευασμένο σκηνικό οραματίστηκε έναν άλλο όμορφο κόσμο, έναν παράδεισο:
«Μακάρι να έκλεινες τα μάτια κι όλα γύρω σου
να γίνονταν ένας ουράνιος κήπος [...].»
Αλλά δυστυχώς θαύματα δεν γίνονται. Και τότε ξεπρόβαλε αμείλικτο το δίλημμα: ποιος ο ρόλος του σε αυτήν την ανερμήνευτη παράσταση;
«Και τότε αναρωτήθηκες τί είσαι πιο πολύ
στην ανερμήνευτη αυτή παράσταση:
ηθοποιός που παίζει έναν ρόλο
ή θεατής που παρακολουθεί παθητικά;»
Αυτή λοιπόν την παράξενη μέρα νόμιζε ότι η πόλη του ήθελε απεγνωσμένα να του μιλήσει και έτσι μοιραία έκανε μια σύγκριση με τις πόλεις του παρελθόντος, τις περίκλειστες και ασφαλείς και τις σύγχρονες αχανείς και εκτεταμένες. Τότε θυμήθηκε κάποιους αινιγματικούς στίχους («ο δρόμος δεν αρχίζει ούτε τελειώνει / και η σιωπή σου όλο δυναμώνει»), που μας παραπέμπουν στο «οδός άνω κάτω μία» του Ηράκλειτου και καταλαβαίνει ότι σε αυτόν τον δρόμο, που τον έχει διανύσει άπειρες φορές όλες τις εποχές του έτους και δεν έχει αλλάξει καθόλου, κάτι πολύ σημαντικό συμβαίνει:
«[...] μια φλόγα που σιγόκαιγε αόρατη
μία φωτιά που ετοιμαζόταν να ξεσπάσει
σε χρόνο ανύποπτο και να σαρώσει
ό,τι κινείται κι ό,τι μένει ακίνητο.»
Δέχεται στο «ήρεμο χάος» του μυαλού του μία επίθεση από τις σκέψεις του που του θυμίζουν όλα εκείνα που νόμιζε ότι είχαν ξεχαστεί.
«Πώς γίνεται οι ίδιες σου οι σκέψεις
να στρέφονται εναντίον σου
να σου επιτίθενται, να σε ταλαιπωρούν
να σου θυμίζουν όλα εκείνα
που νόμιζες πως είχαν ξεχαστεί;»
Το ποίημα θα τελειώσει με δύο πολύ ωραίες εικόνες-σκηνές: του μεγάλου δέντρου με τις τεράστιες ρίζες του χωμένες κάτω από τα κτήρια και τα υπόγεια καλώδια (ο ασφυκτικός εναγκαλισμός του τεχνητού και του φυσικού περιβάλλοντος), εκεί που κάποτε θα υπήρχαν δάση και ποτάμια και μπορεί πάλι στο μέλλον να υπάρξουν, και με τα θλιμμένα και θολά πρόσωπα των περαστικών, όπως και το δικό του, που έχουν το καθένα τη δική του ιστορία και πορεία, κοιτάζοντας την ίδια στιγμή τα δέντρα της δεντροστοιχίας «που έμοιαζαν να στέλνουν ένα μήνυμα / με τις παράλληλες ευθείες τους στον ουρανό». Στον επίλογο συνειρμικά θα αναφερθεί στην ευθεία οδό που έμαθε να βαδίζει θεωρώντας την πιο σύντομη, αλλά σήμερα κατάλαβε ότι κρύβει πολλούς λαβυρίνθους και τρικυμίες. Η οδύσσειά του λοιπόν τελειώνει με το εναγώνιο εκείνο ερώτημα «πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν / τα βήματά μας πού μας πάνε;» επιβεβαιώνοντας την σωκρατική άγνοια «Έν οίδα ότι ουδέν οίδα».
Ο Διονύσης Στεργιούλας δούλεψε σκληρά για ένα περίπου χρόνο, όπως αρμόζει σε έναν πολίτη της «πόλης των Ιδεών» και μας χάρισε ένα ωραίο, καλοδουλεμένο και καλοδιαρθρωμένο ποίημα, σε ρέουσα, απλή και καθημερινή γλώσσα, αποδεικνύοντας ότι η Ποίηση είναι ζωντανή, είναι παρούσα και μπορεί να αφυπνίσει τη ναρκωμένη συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου και να τον φέρει μπροστά σε ουσιαστικά υπαρξιακά ερωτήματα προσπαθώντας να αναμετρηθεί μαζί τους. Σε 430 στίχους – λίγο λιγότερους από την Έρημη χώρα του Τόμας Έλιοτ – με επιδράσεις από τη μοντέρνα ποίηση και λογοτεχνία (Τζέημς Τζόυς, Φραντς Κάφκα, Σάμουελ Μπέκετ) και βέβαια από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, κυρίως την προσωκρατική (Ηράκλειτος, Παρμενίδης, Ζήνων) – ο τίτλος εξάλλου παραπέμπει στα παράδοξα του Ζήνωνα, αξιοποιώντας και τη διαλεκτική και τα αντιθετικά ζεύγη (ήρεμο χάος) των αρχαίων φιλοσόφων –, ο ποιητής καταπιάστηκε με σημαντικά θέματα, τον χώρο, τον χρόνο, την κίνηση και την ακινησία, τον ρόλο του σύγχρονου κοσμοπολίτη ανθρώπου, χωρίς εθνικότητες και θρησκεύματα, τη θέση και τη σχέση του με την πόλη, τα πράγματα και τους (συν-)ανθρώπους του. Λύση βέβαια δεν μπορεί να δώσει στα παράδοξα και αδιέξοδα της εποχής μας, αλλά το σημαντικό με αυτό το ποίημα είναι πως αποτελεί μία πρόκληση και μία πρόσκληση για προβληματισμό για το παρόν και το μέλλον του σύγχρονου κόσμου.
Στέργιος Πουρνάρας, φιλόλογος Πρόεδρος Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών ΠΕ Γρεβενών
Την άνοιξη του 2021 ο Δ. Στεργιούλας, δύο χρόνια μετά, επανέρχεται με ένα βαθυστόχαστο και φιλοσοφικό ποίημα με τον εξίσου αινιγματικό και συμβολικό τίτλο Το παράδοξο του ζην, με σχετικά μικρή έκταση μόλις 31 σελίδων. Φαίνεται ότι έχει πρότυπό του τον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή που στόχευε στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα (ουκ εν τω πολλώ το ευ, αλλ' εν τω ευ το πολύ). Αν θέλαμε επιγραμματικά να εντοπίσουμε το κύριο θέμα του, γιατί υπάρχουν πάρα πολλά άλλα επιμέρους, θα λέγαμε, με κάθε επιφύλαξη, ότι είναι η υπαρξιακή αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου στις πολυάνθρωπες και απρόσωπες μεγαλουπόλεις και η προσπάθειά του να ανιχνεύσει το θολό του πρόσωπο στο ήρεμο χάος τους.
Αυτό επιβεβαιώνεται από το εξώφυλλο που είναι έργο του συγγραφέα και, όπως ήδη έχει επισημανθεί, αμέσως μόλις το παρατηρήσουμε μας θυμίζει ανθρώπινο πρόσωπο, ίσως του ποιητή που παρατηρεί με τα ακανόνιστα παραλληλόγραμμα μάτια του, οσφραίνεται με την παράξενη μύτη του και που το γκρίζο, σπειροειδές και ήρεμο χάος του μυαλού του, που αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο, εκφράζοντάς το με το λευκό τετράγωνο στόμα του από το οποίο αναβλύζει ο λόγος του και προσπαθεί να κατανοήσει αυτόν τον παράδοξο κόσμο.
Θέλω εξαρχής να επισημάνω το πρόσωπο που επέλεξε ο ποιητής για να συλλάβει και να εκφράσει όλες του τις αγωνίες, τις ανησυχίες και τις παραδοξότητες που συνάντησε μια μέρα σε μια συνηθισμένη καθημερινή διαδρομή πολύ κοντά στο σπίτι του: είναι το δεύτερο ενικό πρόσωπο, το αγαπημένο πρόσωπο του Κ. Π. Καβάφη, που ευνοεί τον εσωτερικό μονόλογο ή τον διάλογο με τον εαυτό του, καθώς ο ποιητής, όπως γράφει, «εδώ δεν βρίσκεις έναν άνθρωπο / να σε ακούσει ενάμισι λεπτό». Μόνο με τον εαυτό του λοιπόν μπορεί να συζητήσει ο ποιητής σοβαρά και για πολλή ώρα (όπως έκαναν το βράδυ οι Πυθαγόρειοι), σύμφωνα και με την έκφραση του Ηράκλειτου «Εδιζησάμην εμεωυτόν», δηλαδή «μελέτησα και εξέτασα καλά τον εαυτό μου». Μία τέτοια μελέτη του εαυτού και του σύγχρονου παράδοξου κόσμου είναι και το νέο ποίημα του Διονύση Στεργιούλα.
«Πώς γίνεται να μην είχες προσέξει
πως κάθε οικεία θάλασσα
έχει αβυθομέτρητα σημεία
πως κάθε χάρτης του ουρανού
έχει αχαρτογράφητες πορείες
πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν
τα βήματά μας πού μας πάνε;»
Αυτό το εναγώνιο ερώτημα αποτελεί τον επίλογο του ποιήματος, αλλά ο ποιητής το προτάσσει και στη σελίδα 7, θέλοντας να τονίσει με ένα σχήμα κύκλου την άγνοια όλων μας για την πορεία μας στην «οικεία» μας θάλασσα με τα «αβυθομέτρητα σημεία», αλλά και στον «χάρτη του ουρανού» με τις «αχαρτογράφητες πορείες». Αυτό κατάλαβε ο αφηγητής του ποιήματος εκείνο το πρωινό της άνοιξης που έψαχνε απεγνωσμένα να βρει τον χαμένο του χρόνο: «Όπου και να κοιτούσες γύρω σου / έβλεπες τον χρόνο να φεύγει». Ο ήρωάς μας θα ξεκινήσει τη μέρα του μονότονα πηγαίνοντας σε ένα πολύ γνωστό του κατάστημα για να αγοράσει ένα προϊόν, το οποίο όμως έχει εξαντληθεί γιατί «το εργοστάσιο πια δεν παράγει / πράγματα που δεν έχουν ζήτηση», γεγονός που θα τον απογοητεύσει και μόλις θα βγει έξω σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, θα αρχίσει να παρατηρεί την «οικεία θάλασσα» πιο προσεκτικά («Τόσες χιλιάδες άνθρωποι σε κίνηση / κι ο μέσος όρος μια ακινησία») και θα εκτυλιχθούν μπροστά στα μάτια πολλές εικόνες-σκηνές που θα τον κάνουν να απορήσει και να σκεφθεί σοβαρά για τα ανθρώπινα αδιέξοδα και παράδοξα: το κορίτσι με τη μαύρη τσάντα και τους καλοντυμένους άντρες με τις μαύρες ομπρέλες (το χρώμα της τσάντας και των ομπρελών αργότερα, μετά τη βροχή, θα γίνει κόκκινο, γεγονός που θα το θεωρήσει μη πραγματικό), το φύλλο της δεντροστοιχίας που θα πέσει στο σώμα του και θα τον ξαφνιάσει σαν κάτι ξένο, δείχνοντας την αποξένωση του αστού από το φυσικό περιβάλλον. Έχοντας την αγωνία να μην αργήσει στην προγραμματισμένη από καιρό συνάντηση, καθότι θεωρούσε τη συνέπεια το σημαντικότερο πράγμα, πέρασε έξω από «ένα διάσημο κατάστημα» που η βιτρίνα του ήταν άδεια από την καταναλωτική μανία και παρατήρησε ένα ασπρόμαυρο γατάκι φυλακισμένο και, ενώ όλοι γελούσαν, άκουσε μια γυναίκα να φωνάζει: «Απελευθερώστε αυτό το ζώο / αφήστε το να φύγει, μην το βασανίζετε». Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και εγκλωβίστηκε σε ένα υπόστεγο μαζί με άλλους άστεγους και άγνωστα πρόσωπα και έπρεπε να φύγει – η αποξένωση των ανθρώπων στην πόλη. Μόλις έκανε το πρώτο βήμα η βροχή σταμάτησε απότομα, όπως άρχισε, αλλά ο χρόνος τον κυνηγούσε («Η ώρα περνούσε και μαζί της / περνούσε ο χρόνος κι έφευγε») και σκέφτηκε να τον φυλακίσει με μια φωτογραφία του σπουργιτιού πάνω στη σέλα ενός ποδηλάτου για να τον αποδυναμώσει και να νιώθει σαν τον Οδυσσέα «που όλο επιστρέφει». Ενώ σκεφτόταν όλα αυτά και «της ζωής του το κενό», ένα τρακάρισμα τον επανέφερε στην πραγματικότητα και είδε τις συνέπειες της ταχύτητας και την αδικία («φταίει ο ένας αλλά την πληρώνουν και οι δύο»). Πολύ κοντά από το σπίτι του «κι έβλεπες γύρω σου τον κόσμο σε περίληψη / την ιστορία του κόσμου συμπυκνωμένη». Η συνάντησή του με έναν συνάδελφο συνταξιούχο θα τον προβληματίσει για το μέλλον, την τρίτη ηλικία, αφού θα του προτείνει να αγοράσει μονοκατοικία με κήπο για να αποφύγει την πλήξη του διαμερίσματος. Όλα αυτά τα παράξενα τον κάνουν να σκεφτεί να γράψει ένα ποίημα στο μέλλον, αλλά
«Μα ποιος διάβαζει σήμερα ποιήματα [...]
ποιος θα διαβάσει μια ιστορία χωρίς πλοκή
μια ιστορία χωρίς δάκρυα και συναίσθημα
για έναν άνθρωπο που περπατά
για έναν συνηθισμένο άνθρωπο που περπατά
σε έναν συνηθισμένο δρόμο
σε μια συνηθισμένη πόλη [...].»
Καθώς προχωρούσε, ο μικρός δρόμος έγινε λεωφόρος που οδηγούσε στην αχανή πόλη. Άκουγε «ανθρώπινες φωνές» και τους ήχους των μηχανών «μιας πόλης που ποτέ δεν ηρεμεί», «μια μουσική θεσπέσια» και
«Ένιωθες ότι μια ολόκληρη ανθρωπότητα
κρύβεται μέσα στο μυαλό σου
και γύρω σου ένα σύμπαν ανεξήγητο».
Σε αυτό το κατασκευασμένο σκηνικό οραματίστηκε έναν άλλο όμορφο κόσμο, έναν παράδεισο:
«Μακάρι να έκλεινες τα μάτια κι όλα γύρω σου
να γίνονταν ένας ουράνιος κήπος [...].»
Αλλά δυστυχώς θαύματα δεν γίνονται. Και τότε ξεπρόβαλε αμείλικτο το δίλημμα: ποιος ο ρόλος του σε αυτήν την ανερμήνευτη παράσταση;
«Και τότε αναρωτήθηκες τί είσαι πιο πολύ
στην ανερμήνευτη αυτή παράσταση:
ηθοποιός που παίζει έναν ρόλο
ή θεατής που παρακολουθεί παθητικά;»
Αυτή λοιπόν την παράξενη μέρα νόμιζε ότι η πόλη του ήθελε απεγνωσμένα να του μιλήσει και έτσι μοιραία έκανε μια σύγκριση με τις πόλεις του παρελθόντος, τις περίκλειστες και ασφαλείς και τις σύγχρονες αχανείς και εκτεταμένες. Τότε θυμήθηκε κάποιους αινιγματικούς στίχους («ο δρόμος δεν αρχίζει ούτε τελειώνει / και η σιωπή σου όλο δυναμώνει»), που μας παραπέμπουν στο «οδός άνω κάτω μία» του Ηράκλειτου και καταλαβαίνει ότι σε αυτόν τον δρόμο, που τον έχει διανύσει άπειρες φορές όλες τις εποχές του έτους και δεν έχει αλλάξει καθόλου, κάτι πολύ σημαντικό συμβαίνει:
«[...] μια φλόγα που σιγόκαιγε αόρατη
μία φωτιά που ετοιμαζόταν να ξεσπάσει
σε χρόνο ανύποπτο και να σαρώσει
ό,τι κινείται κι ό,τι μένει ακίνητο.»
Δέχεται στο «ήρεμο χάος» του μυαλού του μία επίθεση από τις σκέψεις του που του θυμίζουν όλα εκείνα που νόμιζε ότι είχαν ξεχαστεί.
«Πώς γίνεται οι ίδιες σου οι σκέψεις
να στρέφονται εναντίον σου
να σου επιτίθενται, να σε ταλαιπωρούν
να σου θυμίζουν όλα εκείνα
που νόμιζες πως είχαν ξεχαστεί;»
Το ποίημα θα τελειώσει με δύο πολύ ωραίες εικόνες-σκηνές: του μεγάλου δέντρου με τις τεράστιες ρίζες του χωμένες κάτω από τα κτήρια και τα υπόγεια καλώδια (ο ασφυκτικός εναγκαλισμός του τεχνητού και του φυσικού περιβάλλοντος), εκεί που κάποτε θα υπήρχαν δάση και ποτάμια και μπορεί πάλι στο μέλλον να υπάρξουν, και με τα θλιμμένα και θολά πρόσωπα των περαστικών, όπως και το δικό του, που έχουν το καθένα τη δική του ιστορία και πορεία, κοιτάζοντας την ίδια στιγμή τα δέντρα της δεντροστοιχίας «που έμοιαζαν να στέλνουν ένα μήνυμα / με τις παράλληλες ευθείες τους στον ουρανό». Στον επίλογο συνειρμικά θα αναφερθεί στην ευθεία οδό που έμαθε να βαδίζει θεωρώντας την πιο σύντομη, αλλά σήμερα κατάλαβε ότι κρύβει πολλούς λαβυρίνθους και τρικυμίες. Η οδύσσειά του λοιπόν τελειώνει με το εναγώνιο εκείνο ερώτημα «πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν / τα βήματά μας πού μας πάνε;» επιβεβαιώνοντας την σωκρατική άγνοια «Έν οίδα ότι ουδέν οίδα».
Ο Διονύσης Στεργιούλας δούλεψε σκληρά για ένα περίπου χρόνο, όπως αρμόζει σε έναν πολίτη της «πόλης των Ιδεών» και μας χάρισε ένα ωραίο, καλοδουλεμένο και καλοδιαρθρωμένο ποίημα, σε ρέουσα, απλή και καθημερινή γλώσσα, αποδεικνύοντας ότι η Ποίηση είναι ζωντανή, είναι παρούσα και μπορεί να αφυπνίσει τη ναρκωμένη συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου και να τον φέρει μπροστά σε ουσιαστικά υπαρξιακά ερωτήματα προσπαθώντας να αναμετρηθεί μαζί τους. Σε 430 στίχους – λίγο λιγότερους από την Έρημη χώρα του Τόμας Έλιοτ – με επιδράσεις από τη μοντέρνα ποίηση και λογοτεχνία (Τζέημς Τζόυς, Φραντς Κάφκα, Σάμουελ Μπέκετ) και βέβαια από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, κυρίως την προσωκρατική (Ηράκλειτος, Παρμενίδης, Ζήνων) – ο τίτλος εξάλλου παραπέμπει στα παράδοξα του Ζήνωνα, αξιοποιώντας και τη διαλεκτική και τα αντιθετικά ζεύγη (ήρεμο χάος) των αρχαίων φιλοσόφων –, ο ποιητής καταπιάστηκε με σημαντικά θέματα, τον χώρο, τον χρόνο, την κίνηση και την ακινησία, τον ρόλο του σύγχρονου κοσμοπολίτη ανθρώπου, χωρίς εθνικότητες και θρησκεύματα, τη θέση και τη σχέση του με την πόλη, τα πράγματα και τους (συν-)ανθρώπους του. Λύση βέβαια δεν μπορεί να δώσει στα παράδοξα και αδιέξοδα της εποχής μας, αλλά το σημαντικό με αυτό το ποίημα είναι πως αποτελεί μία πρόκληση και μία πρόσκληση για προβληματισμό για το παρόν και το μέλλον του σύγχρονου κόσμου.
Στέργιος Πουρνάρας, φιλόλογος Πρόεδρος Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών ΠΕ Γρεβενών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου