Ανάπαυση βρήκαν οι ψυχές 32 ακόμη Ελλήνων στρατιωτών, που έπεσαν στο έπος του 1940 στα βουνά της Αλβανίας, καθώς τα οστά τους, που μέχρι τώρα ήταν παρατημένα στις λαγκαδιές και στις ρεματιές, τάφηκαν, με καθυστέρηση 81 ολόκληρων χρόνων, το Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2021, στο στρατιωτικό κοιμητήριο της Κλεισούρας.
Να σημειωθεί ότι έχει προηγηθεί η ταφή στο ίδιο νεκροταφείο 573 στρατιωτών στις 12 Οκτωβρίου 2018, 193 στρατιωτών στις 11 Οκτωβρίου 2019 και 20 στρατιωτών στις 12 Φεβρουαρίου 2020, ενώ άλλοι 100, οι πρώτοι, έχουν ταφεί τον Ιούλιο του 2018, στο νεκροταφείου στους Βουλιαράτες, που είναι πλήρες.
Συνολικά και στα δύο ελληνικά κοιμητήρια στην Αλβανία ενταφιάστηκαν τα τελευταία χρόνια τα οστά 918 στρατιωτών.
Το κλίμα και σε αυτή την περίπτωση ήταν συγκινησιακά φορτισμένο, αφού ο νους και η καρδιά κατακλύζεται από τη θυσία των ένδοξων παλληκαριών, που μέχρι τώρα αγνοούνταν.
Ο Μητροπολίτης Αργυροκάστρου τέλεσε τέλεσε την εξόδιο ακολουθία και ακολούθησε η ταφή, που συνοδευόταν από τη σιωπηρή κραυγή «Ήρωες». Επεσήμανε στη σύντομη επικήδεια προσλαλιά του ότι:
Τα παιδιά αυτά έδωσαν για την Πατρίδα ότι πολυτιμότερο είχαν, τη ζωή τους, τόσο πρόθυμα και αγόγγυστα. Και η Πατρίδα σήμερα τους το αναγνωρίζει με τόσο συγκινητικό τρόπο…
Οι καθαρές ψυχές τους, που επί οκτώ δεκαετίες, περιπλανιόνταν στα βουνά της Βορειοηπειρωτικής γης, πλέον ησύχασαν και αναπαύτηκαν. Δεν ήταν εκεί οι συγγενείς των περισσοτέρων, ωστόσο η παρουσία από ελληνικής πλευράς δεν έλειπε.
Παρέστησαν η Σύμβουλος της Πρεσβείας της Ελλάδας στα Τίρανα κ. Σ. Πενταρβάνη, ο Υποναύαρχος (ΠΝ) και επικεφαλής της Μεικτής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Ελλάδας-Αλβανίας κ. Δ. Μήλας, ο Περιφερειάρχης Δυτικής Μακεδονίας κ. Γ. Κασαπίδης, ο Γενικός Πρόξενος Αργυροκάστρου Δ. Σαχαρίδης, καθώς και στελέχη της Ελληνικής Πρεσβείας, των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και της Μεικτής Επιτροπής.
Συνέχεια των ερευνών
Θα συνεχιστούν οι αναζητήσεις των οστών των πεσόντων Ελλήνων στο έπος του ’40, η πανδημία του κορωνοϊού δεν δυσχέρανε την εξέλιξή τους, και θα επεκταθούν στο ορεινό ανάγλυφο μέχρι και την Κορυτσά (όπου υπολογίζεται ότι είναι πρόχειρα θαμμένοι γύρω στους 6.200), από τους 8.000 Έλληνες, που έπεσαν μαχόμενοι μεταξύ του Νοεμβρίου του 1940 και του Απριλίου του 1941.
Οι έρευνες ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 2018 στη θέση Ντραγκόντι, κοντά στην Κλεισούρα από τεχνικά συνεργεία, υπό την επίβλεψη της διμερούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων. Σκάβονται σημεία, όπου με βάση παλαιούς, ιταλικούς κυρίως χάρτες, αλλά και μαρτυρίες κάτοικων της περιοχής, ενταφιάστηκαν εκατοντάδες Έλληνες στρατιώτες που έπεσαν στις σφοδρές μάχες με τα ιταλικά στρατεύματα.
Η ιστορία του θέματος
Το όλο θέμα για τον εντοπισμό και τη συγκέντρωση των οστών των Ελλήνων στρατιωτών, άνοιξε το 1981 κατόπιν αιτήματος της Αθήνας προς τον κομμουνιστή ηγέτη Ενβέρ Χότζα. Η αλβανική ηγεσία ανταποκρίθηκε καθώς μάλιστα είχε προηγηθεί «συλλογή» από την Ιταλία των δικών της νεκρών και τότε η επιτροπή εμπειρογνωμόνων με τη βοήθεια χωρικών της περιοχής εντόπισε 6.300 τάφους, όσους περίπου και οι Ιταλοί.
Η διαδικασία όμως «πάγωσε» καθώς όχι μόνο η Ελλάδα δεν πήρε τους νεκρούς της, όπως ήλπιζε ο Χότζα ότι θα κάνει μιμούμενη την Ιταλία, και να εξαλειφθεί έτσι για πάντα ένα τέτοιου είδους ελληνικό ιστορικό «αποτύπωμα» από τη χώρα του. Διαρκούσης της μακράς νύχτας της δικτατορίας του Χότζα, Έλληνες μειονοτικοί της Αλβανίας έβρισκαν στα βουνά τάφους στρατιωτών και τους φρόντιζαν.
Στο χωριό Βουλιαράτες, για παράδειγμα, όπου λειτούργησε νοσοκομείο του ελληνικού στρατού στον πόλεμο, οι κάτοικοι συντήρησαν μέχρι την πτώση του καθεστώτος το νεκροταφείο που είχε δημιουργηθεί για την ταφή των τραυματιών που υπέκυπταν.
Το 2005, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος ανέλαβε την ανακαίνιση, στην πραγματικότητα την ανέγερση εκ θεμελίων, του ιστορικού μοναστηριού του Αγίου Νικολάου στην Κλεισούρα της Πρεμετής και ως προέκταση της μονής έχτισε νεκροταφείο, ώστε να τοποθετηθούν στο κενοτάφιο τα οστά των Ελλήνων πεσόντων που βρίσκονται διάσπαρτα στην ευρύτερη περιοχή.
Για την πρωτοβουλία του αυτή έγινε στόχος σφοδρότατων επιθέσεων, ακόμη και απειλών, από Αλβανούς εθνικιστές. Στο σημερινό αλβανικό έδαφος σκοτώθηκαν περίπου 8.000 Έλληνες, ενώ στοιχεία υπάρχουν για 5.500.
Σημαντική βοήθεια παρείχε μεταπολεμικά στην Ελλάδα η Ιταλία με τη χορήγηση χαρτών. Στο διάστημα 1941 – 1942 οι Ιταλοί συνέλεξαν και έθαψαν στα βουνά της Αλβανίας τούς εκεί νεκρούς τους, ενώ αρκετά χρόνια μετά μετέφεραν τα οστά τους στην Ιταλία. Σε ξεχωριστά νεκροταφεία έθαψαν και τους σκελετούς 6.300 Ελλήνων. Σε κάποιους τάφους μάλιστα έγραψαν «εχθροί στη ζωή – φίλοι στον θάνατο».
Να σημειωθεί ότι έχει προηγηθεί η ταφή στο ίδιο νεκροταφείο 573 στρατιωτών στις 12 Οκτωβρίου 2018, 193 στρατιωτών στις 11 Οκτωβρίου 2019 και 20 στρατιωτών στις 12 Φεβρουαρίου 2020, ενώ άλλοι 100, οι πρώτοι, έχουν ταφεί τον Ιούλιο του 2018, στο νεκροταφείου στους Βουλιαράτες, που είναι πλήρες.
Συνολικά και στα δύο ελληνικά κοιμητήρια στην Αλβανία ενταφιάστηκαν τα τελευταία χρόνια τα οστά 918 στρατιωτών.
Το κλίμα και σε αυτή την περίπτωση ήταν συγκινησιακά φορτισμένο, αφού ο νους και η καρδιά κατακλύζεται από τη θυσία των ένδοξων παλληκαριών, που μέχρι τώρα αγνοούνταν.
Ο Μητροπολίτης Αργυροκάστρου τέλεσε τέλεσε την εξόδιο ακολουθία και ακολούθησε η ταφή, που συνοδευόταν από τη σιωπηρή κραυγή «Ήρωες». Επεσήμανε στη σύντομη επικήδεια προσλαλιά του ότι:
Τα παιδιά αυτά έδωσαν για την Πατρίδα ότι πολυτιμότερο είχαν, τη ζωή τους, τόσο πρόθυμα και αγόγγυστα. Και η Πατρίδα σήμερα τους το αναγνωρίζει με τόσο συγκινητικό τρόπο…
Οι καθαρές ψυχές τους, που επί οκτώ δεκαετίες, περιπλανιόνταν στα βουνά της Βορειοηπειρωτικής γης, πλέον ησύχασαν και αναπαύτηκαν. Δεν ήταν εκεί οι συγγενείς των περισσοτέρων, ωστόσο η παρουσία από ελληνικής πλευράς δεν έλειπε.
Παρέστησαν η Σύμβουλος της Πρεσβείας της Ελλάδας στα Τίρανα κ. Σ. Πενταρβάνη, ο Υποναύαρχος (ΠΝ) και επικεφαλής της Μεικτής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Ελλάδας-Αλβανίας κ. Δ. Μήλας, ο Περιφερειάρχης Δυτικής Μακεδονίας κ. Γ. Κασαπίδης, ο Γενικός Πρόξενος Αργυροκάστρου Δ. Σαχαρίδης, καθώς και στελέχη της Ελληνικής Πρεσβείας, των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και της Μεικτής Επιτροπής.
Συνέχεια των ερευνών
Θα συνεχιστούν οι αναζητήσεις των οστών των πεσόντων Ελλήνων στο έπος του ’40, η πανδημία του κορωνοϊού δεν δυσχέρανε την εξέλιξή τους, και θα επεκταθούν στο ορεινό ανάγλυφο μέχρι και την Κορυτσά (όπου υπολογίζεται ότι είναι πρόχειρα θαμμένοι γύρω στους 6.200), από τους 8.000 Έλληνες, που έπεσαν μαχόμενοι μεταξύ του Νοεμβρίου του 1940 και του Απριλίου του 1941.
Οι έρευνες ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 2018 στη θέση Ντραγκόντι, κοντά στην Κλεισούρα από τεχνικά συνεργεία, υπό την επίβλεψη της διμερούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων. Σκάβονται σημεία, όπου με βάση παλαιούς, ιταλικούς κυρίως χάρτες, αλλά και μαρτυρίες κάτοικων της περιοχής, ενταφιάστηκαν εκατοντάδες Έλληνες στρατιώτες που έπεσαν στις σφοδρές μάχες με τα ιταλικά στρατεύματα.
Η ιστορία του θέματος
Το όλο θέμα για τον εντοπισμό και τη συγκέντρωση των οστών των Ελλήνων στρατιωτών, άνοιξε το 1981 κατόπιν αιτήματος της Αθήνας προς τον κομμουνιστή ηγέτη Ενβέρ Χότζα. Η αλβανική ηγεσία ανταποκρίθηκε καθώς μάλιστα είχε προηγηθεί «συλλογή» από την Ιταλία των δικών της νεκρών και τότε η επιτροπή εμπειρογνωμόνων με τη βοήθεια χωρικών της περιοχής εντόπισε 6.300 τάφους, όσους περίπου και οι Ιταλοί.
Η διαδικασία όμως «πάγωσε» καθώς όχι μόνο η Ελλάδα δεν πήρε τους νεκρούς της, όπως ήλπιζε ο Χότζα ότι θα κάνει μιμούμενη την Ιταλία, και να εξαλειφθεί έτσι για πάντα ένα τέτοιου είδους ελληνικό ιστορικό «αποτύπωμα» από τη χώρα του. Διαρκούσης της μακράς νύχτας της δικτατορίας του Χότζα, Έλληνες μειονοτικοί της Αλβανίας έβρισκαν στα βουνά τάφους στρατιωτών και τους φρόντιζαν.
Στο χωριό Βουλιαράτες, για παράδειγμα, όπου λειτούργησε νοσοκομείο του ελληνικού στρατού στον πόλεμο, οι κάτοικοι συντήρησαν μέχρι την πτώση του καθεστώτος το νεκροταφείο που είχε δημιουργηθεί για την ταφή των τραυματιών που υπέκυπταν.
Το 2005, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος ανέλαβε την ανακαίνιση, στην πραγματικότητα την ανέγερση εκ θεμελίων, του ιστορικού μοναστηριού του Αγίου Νικολάου στην Κλεισούρα της Πρεμετής και ως προέκταση της μονής έχτισε νεκροταφείο, ώστε να τοποθετηθούν στο κενοτάφιο τα οστά των Ελλήνων πεσόντων που βρίσκονται διάσπαρτα στην ευρύτερη περιοχή.
Για την πρωτοβουλία του αυτή έγινε στόχος σφοδρότατων επιθέσεων, ακόμη και απειλών, από Αλβανούς εθνικιστές. Στο σημερινό αλβανικό έδαφος σκοτώθηκαν περίπου 8.000 Έλληνες, ενώ στοιχεία υπάρχουν για 5.500.
Σημαντική βοήθεια παρείχε μεταπολεμικά στην Ελλάδα η Ιταλία με τη χορήγηση χαρτών. Στο διάστημα 1941 – 1942 οι Ιταλοί συνέλεξαν και έθαψαν στα βουνά της Αλβανίας τούς εκεί νεκρούς τους, ενώ αρκετά χρόνια μετά μετέφεραν τα οστά τους στην Ιταλία. Σε ξεχωριστά νεκροταφεία έθαψαν και τους σκελετούς 6.300 Ελλήνων. Σε κάποιους τάφους μάλιστα έγραψαν «εχθροί στη ζωή – φίλοι στον θάνατο».
Οι οκτώ νεκροί στην αυλή του σπιτιού
Στο μεταξύ η Ερμιόνη Μπρίγκου, Ελληνίδα της Χειμάρας, «φιλοξενεί» έξι νεκρά «παιδιά», επί ογδόντα χρόνια, «εν τόπω χλοερώ», στην αυλή του σπιτιού της. Είναι έξι Έλληνες στρατιώτες που σκοτώθηκαν στον ελληνοϊταλικό πόλεμο στη μάχη της Χιμάρας και ο πατέρας της εννιάχρονης τότε Ερμιόνης, τους έθαψε σε δυο αυτοσχέδιους τάφους στον αυλόγυρο.
Το τίμημα ήταν βαρύ για τον πατέρα της, που επί κομμουνιστικού καθεστώτος εκτοπίστηκε επί ενάμισι χρόνο για την άρνησή του να αποκαλύψει που είχε ενταφιάσει τους Έλληνες στρατιώτες αλλά και η ίδια κράτησε επτασφράγιστο μυστικό την παρουσία τους στην αυλή του σπιτιού της, έως την ημέρα που κατέρρευσε το σύστημα του Χότζα.
Όλα αυτά τα χρόνια η Ερμιόνη Μπρίγκου φρόντιζε να μην λείπει τίποτα από τους «φιλοξενούμενους». Τους άναβε κρυφά κεριά, τους διάβαζε ευχές και πάνω από τα μνήματα είχε φυτέψει δυο αχλαδιές «για να έχουν ίσκιο τα παιδιά» και όταν αυτές με τα χρόνια στεγνώσαν τις αντικατέστησε με μυρτιές. Οι έξι αυτοί πεσόντες είναι ταυτοποιημένοι και δεν πρόκειται να μεταφερθούν από τον κήπο της Ερμιόνης. Ούτε η ίδια το θέλει, ούτε και συντρέχουν λόγοι να εγκαταλείψουν τη φιλόξενη τελευταία τους κατοικία.
πάτερ Ηλίας Μάκος
Στο μεταξύ η Ερμιόνη Μπρίγκου, Ελληνίδα της Χειμάρας, «φιλοξενεί» έξι νεκρά «παιδιά», επί ογδόντα χρόνια, «εν τόπω χλοερώ», στην αυλή του σπιτιού της. Είναι έξι Έλληνες στρατιώτες που σκοτώθηκαν στον ελληνοϊταλικό πόλεμο στη μάχη της Χιμάρας και ο πατέρας της εννιάχρονης τότε Ερμιόνης, τους έθαψε σε δυο αυτοσχέδιους τάφους στον αυλόγυρο.
Το τίμημα ήταν βαρύ για τον πατέρα της, που επί κομμουνιστικού καθεστώτος εκτοπίστηκε επί ενάμισι χρόνο για την άρνησή του να αποκαλύψει που είχε ενταφιάσει τους Έλληνες στρατιώτες αλλά και η ίδια κράτησε επτασφράγιστο μυστικό την παρουσία τους στην αυλή του σπιτιού της, έως την ημέρα που κατέρρευσε το σύστημα του Χότζα.
Όλα αυτά τα χρόνια η Ερμιόνη Μπρίγκου φρόντιζε να μην λείπει τίποτα από τους «φιλοξενούμενους». Τους άναβε κρυφά κεριά, τους διάβαζε ευχές και πάνω από τα μνήματα είχε φυτέψει δυο αχλαδιές «για να έχουν ίσκιο τα παιδιά» και όταν αυτές με τα χρόνια στεγνώσαν τις αντικατέστησε με μυρτιές. Οι έξι αυτοί πεσόντες είναι ταυτοποιημένοι και δεν πρόκειται να μεταφερθούν από τον κήπο της Ερμιόνης. Ούτε η ίδια το θέλει, ούτε και συντρέχουν λόγοι να εγκαταλείψουν τη φιλόξενη τελευταία τους κατοικία.
πάτερ Ηλίας Μάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου