Στις 10 το πρωί της επόμενης ημέρας, ο δικηγόρος κλειδώνει την πόρτα του υπνοδωματίου του και φεύγει βιαστικά. Λίγο αργότερα επιστρέφει, μένει στο σπίτι για μισή ώρα και ξαναφεύγει. Δείχνει ατάραχος. Στις 11 π.μ. επιβιβάζεται στο αυτοκίνητο και εξαφανίζεται.
Ο πατέρας της Άντας Σίμου, ο οποίος γνωρίζει για τα προβλήματα του ζευγαριού, συνηθίζει να καλεί την κόρη του κάθε πρωί στο τηλέφωνο για να μαθαίνει αν είναι καλά. Το ίδιο κάνει και την Τρίτη. Η Άντα Σίμου, όμως, δεν απαντά. Το κινητό της είναι κλειστό, ενώ στο δικηγορικό γραφείο που εργάζεται, δεν έχει εμφανιστεί ακόμη. Ο Νικήτας Σίμος, λοιπόν, αποφασίζει να πάει στο σπίτι του ζευγαριού για να δει τι έχει συμβεί.
Το αυτοκίνητο της κόρης του είναι σταθμευμένο ακριβώς έξω από το σπίτι. Χτυπά τις πόρτες αλλά κανείς δεν ανοίγει. Αποφασίζει να φέρει κλειδαρά. Με το που ανοίγουν την πόρτα, το θέαμα που αντικρίζουν τους κόβει την ανάσα. Η Άντα κείτεται νεκρή πάνω στο κρεβάτι, μ’ ένα λευκό σεντόνι να τη σκεπάζει ως τους ώμους.
Ο στραγγαλισμός και ο εξαφανισμένος δικηγόρος
Ο 40χρονος δολοφόνος και σύζυγος του θύματος εξαφανίζεται. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα συγγενικό του σπίτι και στη 1 τα μεσάνυχτα συγγενής του επικοινωνεί με δυο δικηγόρους, προκειμένου να τους μεταφέρει το αίτημα πως ο δράστης επιθυμεί να παραδοθεί.
Το επόμενο πρωινό, όμως, ο Γρηγόρης Κούλας επιχειρεί να βάλει τέλος στη ζωή του, καταπίνοντας ένα ολόκληρο κουτί με χάπια. Οι δικοί του τον προλαβαίνουν την τελευταία στιγμή και τον μεταφέρουν σε κωματώδη κατάσταση στο Ιατρικό Κέντρο Αμαρουσίου. Στην κλινική φτάνουν αμέσως και οι αστυνομικές αρχές, ωστόσο, ο δικηγόρος δεν έχει καμία επαφή με το περιβάλλον και δεν μπορεί να καταθέσει για το φονικό.
Η στιγμή της απολογίας
Ένα χρόνο μετά το φονικό, στις 29 Μαΐου 2000 ο συζυγοκτόνος κάθεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας. Φορά κατάμαυρα ρούχα και στο χέρι του κρατά ένα μπαστούνι. Ο ίδιος δεν δέχεται τις κατηγορίες για ακόμη μια φορά.
Φως στο έγκλημα θα δώσει η αδερφή της Άντας Σίμου που γνώριζε από πρώτο χέρι τις έντονες προστριβές μεταξύ του ζευγαριού. «Τη μισούσε και το δείχνει ο τρόπος που τη σκότωσε. Τη θεωρούσε κτήμα του. Δεν ανεχόταν την απόρριψη. Επειδή η Άντα ήθελε να χωρίσουν, δεν το άντεχε. Την έβριζε σκαιότατα μπροστά σε κόσμο. Την υποτιμούσε. Την παραμελούσε μονίμως» υποστηρίζει η ίδια.
Η αδερφή της αποκαλύπτει πως το τελευταίο διάστημα πριν από τη δολοφονία, η Άντα Σίμου διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση: «Η αδελφή μου γνώρισε τον Χ.Κ. από μένα το 1994. Τέσσερα χρόνια αργότερα μού εκμυστηρεύθηκε πως είχε δεσμό με τον Χ.Κ. και πως ήθελε να χωρίσει από τον κατηγορούμενο.
Περί τα τέλη Νοεμβρίου του 1998 μού είπε πως ο Χ.Κ. είχε μάθει ότι μια φιλή της Άντας διατηρούσε δεσμό με τον Γρηγόρη Κούλα. Κι ενώ ένα χρόνο νωρίτερα ο Κούλας με είχε καλέσει για να μου πει ότι απεχθάνεται την αδελφή μου, όταν έμαθε για τον Χρήστο άρχισε να επισκέπτεται τους γονείς μου και να κλαίει».
Στη δίκη καταθέτει και ο άντρας που είχε σχέση τους τελευταίες μήνες της ζωής της, η Άντα Σίμου. Σύμφωνα μ’ αυτόν : «Η Άντα θεωρούσε ότι την παραμελεί ο σύζυγός της. Ήταν πεπεισμένη πως είχε και άλλες σχέσεις και πως επιζητούσε ερωτικές απολαύσεις εκτός σπιτιού.
Όταν όμως τον Δεκέμβριο του 1998 εκείνη του ζήτησε να χωρίσουν, ο Κούλας άρχισε τους ψυχολογικούς εκβιασμούς. Της έλεγε πως αν τον άφηνε θα χανόταν. Κάποια στιγμή έμαθα και εγώ για τη σχέση της παλιάς συμμαθήτριας της Άντας, με τον Κούλα».
Ο ίδιος γνωρίζει προσωπικά τον δράστη και καταθέτει πως πρόκειται για έναν ακραίο χαρακτήρα, απότομο και αλαζονικό. Παρά τις δικαιολογίες του Κούλα, ότι πρόκειται για ένα έγκλημα που έκανε χωρίς να το καταλάβει, το δικαστήριο τον κηρύσσει ένοχο, κατά πλειοψηφία, χωρίς κανένα ελαφρυντικό, καταδικάζοντάς τον σε ισόβια κάθειρξη.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, ωστόσο, τέσσερα χρόνια αργότερα θα ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση και θα τον καταδικάσει κατά πλειοψηφία σε κάθειρξη είκοσι ετών. Η απόφαση αυτή προκαλεί τις αντιδράσεις τόσο των οικείων της Άντας Σίμου, όσο και του προέδρου του δικαστηρίου, ο οποίος χαρακτηρίζει την απόφαση των δικαστών «επιεική».
Η αποζημίωση στην οικογένεια του θύματος
Οι συγγενείς της νεκρής προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη ζητώντας αποζημίωση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν. Ένα από τα βασικά τους επιχειρήματα είναι πως ο κατηγορούμενος διαθέτει μεγάλη ακίνητη περιουσία. Το Εφετείο επιδικάζει τελικά το 2011 αποζημίωση σε καθέναν από τους δύο γονείς 200.000 ευρώ και στην αδελφή 150.000 ευρώ για βαριά ψυχική οδύνη.
Ο δικηγόρος ζητά την αναίρεση της απόφασης στη συνέχεια από τον Άρειο Πάγο, ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι η απόφαση του Εφετείου έχει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα αιτιολογία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου