Το θέμα όμως με τη Μαρία Παπαγεωργίου είναι ότι, ενώ όλα συντελούν στο να είμαι μια μάλλον επιφυλακτική θεατής με ιδιαίτερη ευαισθησία πλέον σε κάθε είδους «γιρλάντα», όσες φορές βρίσκομαι σε live της, με «ψήνει» σαν πρωτόβγαλτη. Ούτε αποστάσεις, ούτε αντικειμενικότητες, ούτε ισορροπίες, λες και τα σαρώνει όλα η ματιά του πρωτάρη θεατή. Αυτό που είδα τις προάλλες στο Gazarte όμως, το καταθέτει η άλλη μου πλευρά που έχει την εμπειρία: Είδα μια καλλιτέχνη που μπορεί να ποντάρει πλέον στο ότι θα γεμίσει η αίθουσα και μάλιστα θα γεμίσει με εκείνο το συνειδητό κοινό που ξέρει απέξω στίχους, που έχει φτιάξει συνήθειες, που μπορεί και της φωνάζει στο φινάλε «έλα ρε Μαράκι, βγες πάλι». Κοινό ζωντανό. Ενημερωμένο. Ενθουσιώδες και πιστό. Ώρες ώρες μου θυμίζει (και δεν είναι η πρώτη φορά που το λέω) τη σχέση που έκτιζε σιγά σιγά με το κοινό του στο Μετρό, ο Μάλαμας, back στα 90ς.
Θα μου πείτε, ναι αλλά αυτή τη φορά είχε και την Τάνια Τσανακλίδου καλεσμένη στο πρόγραμμα. Οκ. Δεν είναι λίγο. Όμως οι παρέες των γυναικών που Δευτέρα βράδυ πήραν των ομματιών τους και συναντήθηκαν στο Roof Stage του Gazarte -πολλές γυναίκες, πάρα πολλές (κορίτσια νέα, σκεπτόμενα, σημερινές νέες γυναίκες)- για το «Μαράκι» ήταν εκεί. Το «Μαράκι και την «κατάθλα» της. Μάλιστα μας προειδοποίησε μειδιώντας: «κατάθλα είναι όλα τα τραγούδια. Και σας έχω και τον πιο κατάλληλο άνθρωπο σήμερα».
Απαγγέλοντας τους στίχους της Λένας Κιτσοπούλου «Είναι η αγάπη» (από την «Γκόλφω» του Σπυρίδωνος Περεσιάδη και του Νίκου Καραθάνου), βγήκε εν μέσω θερμού χειροκροτήματος η Τάνια Τσανακλίδου, λίγο μετά το ξεκίνημα του προγράμματος, συγκινητική, γελαστή, φουλ από επικοινωνιακή ενέργεια κι ενώ η Μαρία έλεγε το «Δεν έχει αρχή» (Ξαρχάκου/Γκούφα) –μια ωραία σκηνοθετημένη «πάσα», που υπογράμμιζε το κλίμα της στιγμής. «Ξέρετε υπάρχει το κίνημα dark euphoria, μάλλον εγώ το εφηύρα» είπε γελώντας η Τάνια και αμέσως μετά μας έδωσε μια υπέροχη «dark euphoria» ερμηνεία με το κλασσικό «Πάτωμα» -για να γίνει μπαμ στο μάτι (πιο μπαμ δε γίνεται) πόσο κοινά μπορεί να έχουν οι ψυχισμοί δυο γυναικών, άλλης γενιάς, άλλης αφετηρίας, άλλης διαδρομής. «Καίγομαι Καίγομαι» και «Το παπάκι» του Άσιμου στη συνέχεια, με τις δυο γυναίκες μαζί, τι ωραίες γυναίκες (!) πόση συγκίνηση να σμίγουν οι εποχές, να καταργούνται οι γενιές, να μιλάει μόνο η συμπυκνωμένη μνήμη που έχει ο καθένας μας μέσα του .
Εντάξει τώρα σχεδόν κωλύομαι να γράφω για τραγούδια και τίτλους, γιατί το κλίμα μιας παράστασης δύσκολα μεταφέρεται αλλά, τέλος πάντων, θα το κάνω: Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος για ξεκίνημα με τον ηλεκτρισμό και την εσωτερικότητα της Μαρίας σε ένα πρόγραμμα που γενικά κινήθηκε με μια ροκ ένταση με τα ντραμς του Νίκου Παπαβρανούση να χαράζουν το τέμπο, την ηλεκτρική κιθάρα του Γιώργου Καρδιανού να υπογραμμίζει διονυσιακά περάσματα και την εσωτερικότητα και κλασικότητα των εγχόρδων (Σοφία Ευκλείδου-τσέλο και Γιώργος Ντάνης-κόντρα μπάσο) να έχουν πολλές φορές των πρώτο λόγο. Αγγελάκας (Θέλω να είμαι η μουσική), Πανούσης (Γαμάτε γιατί χανόμαστε), Παυλίδης, Αλκίνοος, Ane Brun (This Voice) και φυσικά τα δικά της: «Αυτό που βλέπουν τα πουλιά» (Στ. Ρουμελιώτη) «Θα σου ψιθυρίζω την Μαρκίζα» (Αλεξ. Εμμανουηλίδη), «Νεράιδα», «Μηλιά» (εν χωρώ όλο το Gazarte) για να επανέλθει προς το φινάλε η καλεσμένη της και να πουν μαζί το «Απ΄τα κουμπάκια ανάμεσα» του Νίκου Κυπουργού.
Το κλείσιμο της παράστασης έγινε εν χωρώ, με όλη την αίθουσα να τραγουδάει το «Μενεξέδες και ζουμπούλια» -τα λόγια βρίσκονταν τυπωμένα σε ένα χαρτί που υπήρχε εκ των προτέρων σε όλα τα τραπέζια.
Κάθε φορά που γράφω για μια παράσταση, σκέφτομαι ότι είναι αδύνατον να μεταφέρεις το κλίμα. Όπως είναι αδύνατον να βγεις από τον εαυτό σου και να γίνεις αντικειμενικός παρατηρητής. Δεν υπάρχει αντικειμενικότητα εδώ. Ή σε αφορά ένας καλλιτέχνης, γιατί σε πείθει με το έργο και την γενικότερη στάση του, ή δεν σε αφορά καθόλου –και δεν έχει νόημα να αναλύουμε το γιατί. Αυτό που μπορείς να κάνεις όμως είναι να τον παρακολουθήσεις από το ξεκίνημά του και να δεις αν ο δρόμος τον αλλάζει, προσθέτοντας – όχι αφαιρώντας. Να δεις ποιο είναι το κοινό του, πώς επικοινωνεί μαζί του, αν υπάρχει εκείνο το υπόγειο σημείο συνεννόησης που πάει πέρα απ΄ το τραγούδι και που είναι κατά κύριο λόγο αυτό το υπόγειο πεδίο η αιτία που κάθε χρόνο βλέπεις να γεμίζει όλο και μεγαλύτερους χώρους. Με τη Μαρία Παπαγεωργίου συμβαίνει ακριβώς αυτό. Κάθε χρόνο και πιο κει. Και πιο κει. Το διακινδυνεύω, αλλά θα το πω με πλήρη συναίσθηση. Αν η γενιά του ΄90 μας άφησε παρακαταθήκη την καταχνιά ενός Μάλαμα, η γενιά του 2020 θα μας αφήσει την dark euphoria μιας Μαρίας. Υποκειμενικό θα πείτε. Εντελώς υποκειμενικό. Αλλά με όση αντικειμενικότητα έχει κάποιος που παρακολουθεί την ιστορία…
ΥΓ 1 : Με το κλείσιμο των παραστάσεών της στο Gazarte, το κουτί στην έξοδο της αίθουσας μάζεψε 1000 ευρώ. Ήταν από την πώληση του βιβλίου της Μαρίας Παπαγεωργίου «Μια Χαραμάδα Πανικού», ποσό που θα διατεθεί για τα δικαστικά έξοδα της υπόθεσης Ζακ Κωστόπουλου (Ζακ/ZackieOh).
ΥΓ 2 :Δεν κατάλαβα με ποια λογική το roof stage του Gazarte θεωρείται ανοιχτός χώρος και δεν μας ζητήθηκαν πιστοποιητικά εμβολιασμού στην είσοδο, τη στιγμή που μόνο η πλευρά των παραθύρων ήταν ανοιχτή.? Πραγματικά δεν το καταλαβαίνω. Με μάσκα ήμουν σε όλη την παράσταση. Και με μια τσαντίλα που ακόμη δεν μου έχει περάσει.
Η φωτογραφία εξωφύλλου είναι της Ελευθερίας Άνθη και την ευχαριστούμε για την παραχώρηση.
Περισσότερες πληροφορίες για την οικονομική υποστήριξη για τα δικαστικά έξοδα της υπόθεσης του Ζακ Κωστόπουλου εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου