«Ένιωθα, γράφει, μια αθεράπευτη νοσταλγία γι’ αυτές τις ιερόστρατες, …, που τις διάβηκα, και ήθελα να τις ξαναδιαβώ για να ακούσω από τις πέτρες δεξιά και αριστερά της στράτας, που στοίχειωσαν και μαρμάρωσαν τ’ αγκομαχητά, τις φωνές, τις ορμήνειες, τα ποδοβολητά από τα ζώα, και το γλυκό ήχο από τους κύπρους και τα κουδούνια» !
Χρήστος Κ. Τσούβαλης του αγίου Δημητρίου άρχιζε η επιστροφή των βλάχων στα χειμαδιά….
Οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών της Πίνδου, είναι άνθρωποι που δεν διέθεταν και πολλές επιλογές όσον αφορά τις επαγγελματικές τους ενασχολήσεις. Στα κακοτράχαλα εδάφη της περιοχής μόνο η κτηνοτροφία μπορούσε να ευδοκιμήσει κι έτσι στην πλειοψηφία τους οι άνθρωποι ήταν κτηνοτρόφοι.
Τον χειμώνα τα χωριά σχεδόν ερήμωναν. Ο χειμώνας εδώ ήταν τραχύς και απειλούσε σοβαρά ανθρώπους και κοπάδια. Έτσι οι περισσότεροι, αναζητώντας πιο ήπιες καιρικές συνθήκες, κατηφόριζαν προς τα χειμαδιά και ξεχύνονταν στους κάμπους της θεσσαλικής γης ώσπου να περάσουν οι μήνες της κακοκαιρίας, μα όλον τον χειμώνα ονειρεύονταν «πότε θα έρθει η άνοιξη, θα’ ρθει το καλοκαίρι, να βγουν οι βλάχοι στα βουνά».
Την άνοιξη λοιπόν όλοι οι κάτοικοι ανηφόριζαν από τον κάμπο με μια φλόγα που την έτρεφαν όλον τον χειμώνα στην καρδιά τους με λαχτάρα και όλοι μαζί, παππούδες, γιαγιάδες, γονείς, παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, ένα πλήθος πολύχρωμο, όλοι με έναν κοινό πόθο στην ψυχή τους περπατούσαν τρία και τέσσερα μερόνυχτα ώσπου να φτάσουν στο αγαπημένο τους χωριό, στην αγαπημένη τους πατρίδα, γιατί, όποιον και να ρωτούσες από αυτούς από πού κατάγεται, δεν θα σου έλεγε ποτέ τον τόπο της χειμερινής διαμονής του, αλλά το ορεινό του χωριό, όπου περνούσε τον μισό χρόνο.
Αυτό ήταν η Ιθάκη τους και, σαν τον Οδυσσέα, με την ίδια λαχτάρα, ατένιζαν λίγο μετά τη Σμίξη τα πρώτα σπίτια και το καμπαναριό της εκκλησίας και το νεκροταφείο, όπου οι νεκροί τους περίμεναν – ύστερα από έξι μήνες ερημιάς – με τα πρώτα λουλούδια της άνοιξης πάνω στους τάφους τους, να γυρίσουν οι δικοί τους άνθρωποι και να φέξει το βράδυ ένα αχνό καντήλι, σημάδι πως στο χωριό άρχισε κι αυτή τη χρονιά η ζωή ύστερα από τον μαρασμό του χειμώνα.
Εδώ πρέπει να διευκρινίσω ότι η ζωή αυτών των ανθρώπων ήταν χωρισμένη σε δυο μεγάλες περιόδους: του χειμώνα και του θέρους. Του κάμπου και του βουνού. Επειδή λοιπόν οι άνθρωποι παλαιότερα ζούσαν με πιο φυσικούς ρυθμούς, γι’ αυτό και η ζωή τους και οι εκδηλώσεις τους ήταν πιο εναρμονισμένα με τις καιρικές συνθήκες και τη διαδοχή των εποχών.
Για τους ορεινούς πληθυσμούς ειδικότερα θα ήταν αδιανόητο να αναζητήσουμε αρραβώνες, γάμους και πανηγύρια από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη. Όλα αυτά τα μετέθεταν στους θερμούς μήνες του έτους, τότε που και πιο κατάλληλες ήταν οι καιρικές συνθήκες, αλλά και οι επαγγελματικές τους υποχρεώσεις το επέτρεπαν, γιατί το καλοκαίρι τα πρόβατα βοσκούσαν πάνω στα μαντριά, στα βοσκοτόπια των υψηλών ορεινών όγκων και απασχολούσαν ελάχιστα τους κτηνοτρόφους, δίνοντάς τους τη δυνατότητα για κοινωνικές εκδηλώσεις, για τις οποίες το χειμώνα ούτε λόγος δεν μπορούσε να γίνει.
Εξάλλου το χειμώνα οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν νομάδες, ζούσαν σε καλύβες και πάλευαν μέρα και νύχτα να ξεχειμωνιάσουν το κοπάδι τους, δουλειά δύσκολη και επίπονη. Πού καιρός για πολυτέλειες.
Το καλοκαίρι λοιπόν ήταν γι’ αυτούς μια όαση, η χαρά της ζωής. Ξανάνιωναν μέσα στην αναγέννηση της φύσης. Φρεσκάριζαν τα όμορφα πέτρινα σπίτια τους, τ’ ασβέστωναν, έστρωναν τα πολύχρωμα – κεντημένα στον αργαλειό – στρωσίδια τους, παντού καθαριότητα, τάξη, φρεσκάδα, νοικοκυροσύνη και ομορφιά. Τώρα η ζωή τους άλλαζε ρυθμούς, αποκτούσε μια ποικιλία που τους ήταν άγνωστη το χειμώνα και τη ζούσαν μόνο τα καλοκαίρια.
Κεντρικό σημείο αυτής της μεταβολής ήταν το μεγάλο πανηγύρι στο μέσον του καλοκαιριού, ένας μεγάλος ήλιος που φώτιζε και ζέσταινε τις ψυχές τους όλον το χρόνο, που το ονειρεύονταν όλον το χειμώνα στις κακουχίες που περνούσαν, που τους κρατούσε ζωντανούς να τα βγάλουν πέρα, και να ξανάρθει η άνοιξη, να γλυκάνει ο καιρός, να λιώσουν τα χιόνια, να ανηφορίσουν για τα βουνά και ν’ ανοίξουν τις εκκλησίες τους που ξεχειμώνιασαν έρημες, ν’ ανάψουν πάλι τα καντηλάκια τους, ν’ ακουστεί η καμπάνα πρωί-βράδυ και το χωριό να ζωντανέψει ξανά!
(Μαρία Ταμπακιώτη – Σίμου)
Τον χειμώνα τα χωριά σχεδόν ερήμωναν. Ο χειμώνας εδώ ήταν τραχύς και απειλούσε σοβαρά ανθρώπους και κοπάδια. Έτσι οι περισσότεροι, αναζητώντας πιο ήπιες καιρικές συνθήκες, κατηφόριζαν προς τα χειμαδιά και ξεχύνονταν στους κάμπους της θεσσαλικής γης ώσπου να περάσουν οι μήνες της κακοκαιρίας, μα όλον τον χειμώνα ονειρεύονταν «πότε θα έρθει η άνοιξη, θα’ ρθει το καλοκαίρι, να βγουν οι βλάχοι στα βουνά».
Την άνοιξη λοιπόν όλοι οι κάτοικοι ανηφόριζαν από τον κάμπο με μια φλόγα που την έτρεφαν όλον τον χειμώνα στην καρδιά τους με λαχτάρα και όλοι μαζί, παππούδες, γιαγιάδες, γονείς, παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, ένα πλήθος πολύχρωμο, όλοι με έναν κοινό πόθο στην ψυχή τους περπατούσαν τρία και τέσσερα μερόνυχτα ώσπου να φτάσουν στο αγαπημένο τους χωριό, στην αγαπημένη τους πατρίδα, γιατί, όποιον και να ρωτούσες από αυτούς από πού κατάγεται, δεν θα σου έλεγε ποτέ τον τόπο της χειμερινής διαμονής του, αλλά το ορεινό του χωριό, όπου περνούσε τον μισό χρόνο.
Αυτό ήταν η Ιθάκη τους και, σαν τον Οδυσσέα, με την ίδια λαχτάρα, ατένιζαν λίγο μετά τη Σμίξη τα πρώτα σπίτια και το καμπαναριό της εκκλησίας και το νεκροταφείο, όπου οι νεκροί τους περίμεναν – ύστερα από έξι μήνες ερημιάς – με τα πρώτα λουλούδια της άνοιξης πάνω στους τάφους τους, να γυρίσουν οι δικοί τους άνθρωποι και να φέξει το βράδυ ένα αχνό καντήλι, σημάδι πως στο χωριό άρχισε κι αυτή τη χρονιά η ζωή ύστερα από τον μαρασμό του χειμώνα.
Εδώ πρέπει να διευκρινίσω ότι η ζωή αυτών των ανθρώπων ήταν χωρισμένη σε δυο μεγάλες περιόδους: του χειμώνα και του θέρους. Του κάμπου και του βουνού. Επειδή λοιπόν οι άνθρωποι παλαιότερα ζούσαν με πιο φυσικούς ρυθμούς, γι’ αυτό και η ζωή τους και οι εκδηλώσεις τους ήταν πιο εναρμονισμένα με τις καιρικές συνθήκες και τη διαδοχή των εποχών.
Για τους ορεινούς πληθυσμούς ειδικότερα θα ήταν αδιανόητο να αναζητήσουμε αρραβώνες, γάμους και πανηγύρια από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη. Όλα αυτά τα μετέθεταν στους θερμούς μήνες του έτους, τότε που και πιο κατάλληλες ήταν οι καιρικές συνθήκες, αλλά και οι επαγγελματικές τους υποχρεώσεις το επέτρεπαν, γιατί το καλοκαίρι τα πρόβατα βοσκούσαν πάνω στα μαντριά, στα βοσκοτόπια των υψηλών ορεινών όγκων και απασχολούσαν ελάχιστα τους κτηνοτρόφους, δίνοντάς τους τη δυνατότητα για κοινωνικές εκδηλώσεις, για τις οποίες το χειμώνα ούτε λόγος δεν μπορούσε να γίνει.
Εξάλλου το χειμώνα οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν νομάδες, ζούσαν σε καλύβες και πάλευαν μέρα και νύχτα να ξεχειμωνιάσουν το κοπάδι τους, δουλειά δύσκολη και επίπονη. Πού καιρός για πολυτέλειες.
Το καλοκαίρι λοιπόν ήταν γι’ αυτούς μια όαση, η χαρά της ζωής. Ξανάνιωναν μέσα στην αναγέννηση της φύσης. Φρεσκάριζαν τα όμορφα πέτρινα σπίτια τους, τ’ ασβέστωναν, έστρωναν τα πολύχρωμα – κεντημένα στον αργαλειό – στρωσίδια τους, παντού καθαριότητα, τάξη, φρεσκάδα, νοικοκυροσύνη και ομορφιά. Τώρα η ζωή τους άλλαζε ρυθμούς, αποκτούσε μια ποικιλία που τους ήταν άγνωστη το χειμώνα και τη ζούσαν μόνο τα καλοκαίρια.
Κεντρικό σημείο αυτής της μεταβολής ήταν το μεγάλο πανηγύρι στο μέσον του καλοκαιριού, ένας μεγάλος ήλιος που φώτιζε και ζέσταινε τις ψυχές τους όλον το χρόνο, που το ονειρεύονταν όλον το χειμώνα στις κακουχίες που περνούσαν, που τους κρατούσε ζωντανούς να τα βγάλουν πέρα, και να ξανάρθει η άνοιξη, να γλυκάνει ο καιρός, να λιώσουν τα χιόνια, να ανηφορίσουν για τα βουνά και ν’ ανοίξουν τις εκκλησίες τους που ξεχειμώνιασαν έρημες, ν’ ανάψουν πάλι τα καντηλάκια τους, ν’ ακουστεί η καμπάνα πρωί-βράδυ και το χωριό να ζωντανέψει ξανά!
(Μαρία Ταμπακιώτη – Σίμου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου