Εδώ και αρκετές μέρες πιάνω τον εαυτό μου σε μία άνευ προηγουμένου αναστάτωση.
Μια καθολική, άκρως βιωματική αντίληψη της μη πραγμάτωσης των επιθυμιών και των εργασιών μου, που ομολογώ πως πρώτη φορά με «θερίζει» έτσι στα δύο χρόνια πανδημίας. Ίσως γιατί, όλους αυτούς τους μήνες, εστίαζα στη δημιουργία παράλληλων και νέων τρόπων καλλιτεχνικής έκφρασης, από εκπομπές στο ραδιόφωνο μέχρι μουσική εκπαίδευση σε πρόσφυγες, ως ακαριαία αντίδραση σε μια πρωτόγνωρη πραγματικότητα, που απαιτεί γρήγορα αντανακλαστικά.
Δύο χρόνια μετά, σε αυτό το τελευταίο κλείσιμο της Μουσικής, ακούω πάλι τον ήχο του σπαραγμού για την αυτονόητη διεκδίκηση αποζημιώσεων χιλιάδων ανθρώπων που ζουν από την Τέχνη.
Αλλά κυρίως για την Τέχνη.
Ο σπαραγμός ακούγεται σαν «Ανοίξτε τις Τέχνες, για να έχουμε δουλειά», και αυτό είναι το πρώτο μέλημα.
Όμως, αυτό που νιώθω είναι πως πρέπει να γίνει αντιληπτό τι συμβαίνει ή τι δεν συμβαίνει, όταν οι Τέχνες και ο Πολιτισμός στέκονται πίσω από μία κλειστή πόρτα ή υπολειτουργούν.
Όσο οι άνθρωποι της Τέχνης δεν γεννούν, τόσο η χυδαιότητα των υπόλοιπων Μέσων θα πολλαπλασιάζεται σαν το κεφάλι της Λερναίας Ύδρας.
Εξασθενεί η συσπείρωση.
Όπου παύει η συσπείρωση, το σμίλευμα, η ανταλλαγή ιδεών και στιγμών και η εξύψωση, από τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, τους «Μαγεμένους Αυλούς» και τα χορικά των αρχαίων τραγωδιών, εκεί παίρνει θέση η απομόνωση, η εξουσιαστική επιβολή της τηλεοπτικής αισθητικής και της υποκινούμενης δημοσιογραφίας.
Το μέγιστο πρόβλημα για μένα δεν είναι μόνο η μη διεξαγωγή μιας συναυλίας, όσο η δυσκολία στη γέννα ιδεών, αφού μουσικοί και δημιουργοί θα εξαναγκαστούν σε άλλες εργασίες προς επιβίωση. Όσο οι άνθρωποι της Τέχνης δεν γεννούν, τόσο η χυδαιότητα των υπόλοιπων Μέσων θα πολλαπλασιάζεται σαν το κεφάλι της Λερναίας Ύδρας.
Τα πηγάδια του ελληνικού πολιτισμού νιώθω ότι μπαζώνονται με μία ξεπερασμένη φτηνή κουλτούρα, με περικεφαλαίες και εορτασμούς επαναστάσεων και φυσικά με πακτωλούς αμοιβών σε καθοδηγητές αναίμακτης Τέχνης.
Βλέπω ακόμα κάποιους ρομαντικούς ή γενναίους ή ανόητους με το ποτιστήρι, να δροσίζουν τους αρνητές μιας κοινωνικής εξαθλίωσης, μιας αισθητικής και ηθικής κατρακύλας που σερβίρεται ως κανονικότητα και που φοβάμαι πως έχει πάρει μη αναστρέψιμες διαστάσεις.
Το πρώτο και βασικό περιουσιακό στοιχείο που σου ζητά η Τέχνη για να ζυμωθεί, είναι αυτό του πραγματικού και ποιοτικού χρόνου που φέρνει έμπνευση, ανταλλαγή ιδεών, δοκιμή, περιθώριο λάθους και έρευνα. Ένα κράτος Δικαίου, Πολιτισμού και Ανάπτυξης γνωρίζει πως η άνθιση και η ευτυχία των πολλών ξεκινά από την παιδεία και τα καθημερινά ερεθίσματα.
Ψάχνω τον Πολιτισμό στις στάσεις των λεωφορείων, στα ανοιχτά παράθυρα των ταξί, στις μουσικές των πολυκαταστημάτων, στις τηλεοράσεις, στις αίθουσες αναμονής των ιατρείων και όχι... «Δεν καταλαβαίνω, δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω».
Ήξερα πως οι συναυλίες μας ήταν ούτως ή άλλως ένα λουλούδι μοναχό και ατίθασο, φυτρωμένο σε πέτρινο μονοπάτι, μόνο που τώρα το βλέπω μαραζωμένο και απότιστο.
Όταν ήμουν παιδί ονειρευόμουν να τραγουδήσω στο Ηρώδειο. Σήμερα ονειρεύομαι να μη φτάσω στο σημείο να αυτοπαινευτώ πως κατάφερα να γίνω μονόφθαλμος στους τυφλούς, να βρω τρόπους να κρατήσω την αξιοπρέπειά μου ζωντανή, όταν μου κουνάνε επιδεικτικά το τυρί την ώρα που εγώ, όπως και πολλοί συνάδελφοί μου, θα πεινάω.
Φωτογραφίες: Χρήστος Τόλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου