Α.- Τό οἰκωνύμιο Σαμαρίνα
Οἱ πιό παλιές γνωστές μας γραπτές πηγές πού μνημονεύουν τήν Σαμαρίνα τῶν Γρεβενῶν εἶναι οἱ ἀκόλουθες:
α) Ὁ κώδικας τῆς μονῆς Ζάβορδας Γρεβενῶν, πού ἀναφέρει ὅτι σέ κάποιο ἀπό τά ἔτη 1534-1692 μεταξύ τῶν ἀφιερωτῶν τῆς μονῆς ἦσαν καί 99 κάτοικοι τῆς Σαμαρίνας. β) Ἡ πρόθεση μονῆς τῶν Μετεώρων, πού ἀναφέρει ὅτι τό 1592 ἤ ἐνωρίτερα ὑπῆρξε ἀφιερωτής τῆς μονῆς καί ἕνας Σαμαρινιώτης. γ) Ἡ πρόθεση ἄλλης μονῆς τῶν Μετεώρων, πού ἀναφέρει ὅτι κάποιο ἔτος πρό τοῦ 1613 ἔγιναν ἀφιερωτές τῆς μονῆς καί 79 κάτοικοι τῆς Σαμαρίνας, καθώς καί δύο ἱερομόναχοι τῆς ἐκεῖ μονῆς τῆς ἁγίας Παρασκευῆς. δ) Ἱεροδικαστικά ἀρχεῖα τῆς Λάρισας, ἔτους 1650, μέ τήν ἑξῆς μνεία: «βοσκός προβάτων ἀπό τή Σαμαρίνα καί βοσκοί ἀπό τήν Γράμμοστα πού διαμένουν σέ μάντρες στή Λάρισα καί στό Βελεστίνο».[1]Στόν οἰκισμό τῆς Σαμαρίνας Γρεβενῶν, ὑπῆρξαν ἀπό παλιά δύο ναοί ἀφιερωμένοι στήν Παναγία Μαρία, ἡ ὁποία στά βλάχικα λέγεται Sta Maria (ἐκ τοῦ ἰταλικοῦ Santa Maria), καί μονή ἀφιερωμένη στήν ἁγία Παρασκευή, ἐνῶ οὐδέποτε ὑπῆρξε ναός ἀφιερωμένος στήν ἁγία Μαρίνα, ἡ ὁποία στά σέρβικα λεγόταν SamMarina, ὥστε νά μπορεῖ νά ἐτυμολογηθεῖ τό ὄνομα τοῦ οἰκισμοῦ ἀπό τό ὄνομα τέτοιου ναοῦ.[2]
Σέ δύο γεωγραφικούς χάρτες, οἱ ὁποῖοι ἐκδόθηκαν τό 1570 καί τό 1592 στήν Δυτ. Εὐρώπη καί ἀναγράφουν τά οἰκωνύμια στήν ἰταλική γλῶσσα, συνήθως παραποιημένα καί σέ θέσεις λανθασμένες, ἔχει σημειωθεῖ καί ὁ οἰκισμός S. Maria (= Santa Maria) βορειοδυτικῶς τῶν Ἰωαννίνων (Iana).[3] Ἄν θεωρηθεῖ ὅτι ὁ οἰκισμός αὐτός ὑποδηλώνει τήν Σαμαρίνα Γρεβενῶν, ὑποθέτω ὅτι ὁ οἰκισμός της κατά τόν 16ο αἰώνα: εἴτε λεγόταν Ἁγία Μαρία λόγω τῶν δύο ναῶν του πού ἦσαν ἀφιερωμένοι στήν Μαρία Θεοτόκο, εἴτε λεγόταν Σαμαρίνα ἀλλά σημειώθηκε ὡς Ἁγία Μαρία λανθασμένα.
Β.- Ἀρχικοί οἰκισμοί καί νέος οἰκισμός
- Κατά μία παράδοση, στήν τοποθεσία Κρεμασμένος Λύκος κατοικοῦσαν 24 οἰκογένειες, οἱ ὁποῖες ἐπειδή δεινοπαθοῦσαν ἀπό ἐπιδρομεῖς Ἀλβανούς, μετεγκαταστάθηκαν στον τόπο τῆς μετέπειτα μονῆς τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, ὅπου πολλά μέλη τους ἐργάζονταν ὡς σιδηρουργοί προς ἐξυπηρέτηση και τῶν γειτονικῶν κατοίκων, μερικά δε ἔγιναν κιβδηλοποιοί νομισμάτων. Ὁ ἀρχηγός τῶν κιβδηλοποιῶν, ἀπολογούμενος στόν Σουλτάνο, ἔγινε συμπαθής σέ αὐτόν καί τόν παρακάλεσε νά διατάξει νά συνοικισθοῦν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς στήν σημερινή θέση τοῦ χωριοῦ.[4]
Κατ’ ἄλλη παράδοση, ὑπῆρχαν ἀρχικά 3-4 οἰκισμοί, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἕνας βρισκόταν στόν τόπο τῆς μετέπειτα μονῆς, κατά δέ τόν 15ο αἰώνα, μέ πρωτοβουλία 4 οἰκογενειῶν τσελιγκάδων, οἱ κάτοικοι τῶν οἰκισμῶν ἐκείνων ἐγκαταστάθηκαν ὅλοι στήν σημερινή θέση τοῦ χωριοῦ.[5]
Σέ σημείωμα πού ἔγραψε τό 1856 ὁ συγχωριανός ἱερέας Χρύσανθος, μετέπειτα ἐπίσκοπος, ἀφηγήθηκε τά ἀκόλουθα:[6] Ἀρχικά τό χωριό βρισκόταν χαμηλότερα, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἡ μονή, καί εἶχαν κτισθεῖ σέ αὐτό ναοί τῆς ἁγίας Παρασκευῆς καί τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου καί παρεκκλήσι τοῦ ἁγίου Νικολάου. Οἱ κάτοικοί του ἦσαν λίγοι καί δέν παραχείμαζαν ἀλλοῦ, δηλαδή δέν ἦσαν νομάδες κτηνοτρόφοι, ὅπως ἀργότερα. Πρίν ἀπό 500 χρόνια (δηλαδή πρίν ἀπό τό 1556), οἱ κάτοικοι ἐκεῖνοι μετοίκησαν ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται τό κάτω τμῆμα τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ, ἔκτισαν ἐκεῖ ναό τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου καί ἐξακολούθησαν νά μήν φεύγουν τόν χειμώνα. Σύν τῷ χρόνῳ, οἱ κάτοικοι αὐξάνονταν καί ἔκτισαν ναούς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τοῦ προφήτη Ἠλία καί τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, ὁ δέ ναός τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου μετατράπηκε σέ παρεκκλήσι, ἔπειτα ἐρειπώθηκε καί ἀκολούθως ξανακτίσθηκε ἐντός τοῦ χωριοῦ ἀπό χωριανό πού ὑπῆρξε προσκυνητής τῶν Ἁγίων Τόπων. Στόν τόπο τοῦ ἀρχικοῦ χωριοῦ, ἐγκαταστάθηκαν ἀργότερα δύο μοναχοί τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οἱ ὁποῖοι ἔκτισαν ἕναν οἰκίσκο καί ἔπειτα κελλιά τῆς μονῆς, μετέπειτα δέ ὁ μοναχός Καλλίνικος ἔκτισε νέο ναό τῆς ἁγίας Παρασκευῆς ὡς καθολικό τῆς μονῆς, ἐνῶ ὁ μοναχός Στέφανος ἔκτισε ἀπέναντι τῆς μονῆς τόν ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ὁ ὁποῖος προηγουμένως ἦταν ἀφιερωμένος στήν ἁγία Παρασκευή.
- Κατά τήν ὡς ἄνω ἀφήγηση τοῦ Χρύσανθου, πρίν ἀπό τήν μετοίκηση τοῦ ἔτους 1556, ὑπῆρχε στόν χῶρο τῆς σωζόμενης μονῆς τῆς ἁγίας Παρασκευῆς ὁμώνυμος ναός (πού ἦταν ἐνοριακός προφανῶς), ἐνῶ ὕστερα ἀπό τήν μετοίκηση δύο ἁγιορεῖτες μοναχοί ἵδρυσαν ἐκεῖ τήν μονή (πού εἶχε ὡς καθολικό της τόν πρώην ἐνοριακό ναό) καί ἔκτισαν οἰκίσκο καί κελλιά.
Σύμφωνα μέ τά ἐκτιθέμενα παρακάτω ὑπό Γ΄ 2, στόν χῶρο τῆς μονῆς τό 1558 οἰκοδομήθηκε κάποιο κτήριο, ἴσως λίγο μετά τήν μετοίκηση (ὁπότε συστήθηκε ἡ μονή ἀπό τούς δύο ἁγιορεῖτες), ἀλλιῶς πρίν ἀπό τήν μετοίκηση.
Ἀπό δύο γραπτές πηγές, ἀναφερθεῖσες παραπάνω ὑπό Α΄, συνάγεται ὅτι τό 1592 ἤ ἐνωρίτερα ὑπῆρχε ὁ νέος οἰκισμός τῆς Σαμαρίνας Γρεβενῶν (ἕνας κάτοικός του ἔγινε τότε ἀφιερωτής σέ μονή τῶν Μετεώρων) καί ὅτι τό 1613 ὑπῆρχε ἡ ὡς ἄνω μονή τῆς Σαμαρίνας (δύο ἱερομόναχοί της, μαζί μέ 79 Σαμαρινιῶτες ἔγιναν τότε ἀφιερωτές σέ μονή τῶν Μετεώρων). Συνεπῶς, ἡ μετοίκηση στόν νέο οἰκισμό συνέβη πρίν ἀπό τό 1592.
Ὑποστηρίχθηκε ὅτι ἡ μετοίκηση ἀπό τόν χῶρο τῆς μονῆς στόν χῶρο τοῦ σημερινοῦ οἰκισμοῦ ἔγινε: α) τό 1556, β) τόν 16ο αἰώνα, γ) στίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰώνα.[7] Κατ’ ἄλλη γνώμη προηγήθηκε ἡ μετοίκηση στόν χῶρο τοῦ σημερινοῦ οἰκισμοῦ νομάδων κτηνοτρόφων τῆς Θεσσαλικῆς Σαμαρίνας κατά τόν 15ο ἤ τόν 16ο αἰώνα, ὁπότε ἀναπτυσσόταν ἡ κτηνοτροφία.[8]
- Βάσει τῶν προεκτεθέντων, σέ συνδυασμό μέ λίγες πρόσθετες πληροφορίες τοῦ ἱστορικοῦ Ἀπ. Βακαλόπουλου,[9] συμπεραίνω τά ἀκόλουθα. Στήν περιοχή ὅπου σήμερα βρίσκεται ἡ μονή τῆς Σαμαρίνας (Παλιοχώρι), ὑπῆρχε οἰκισμός, τοῦ ὁποίου οἱ κάτοικοι ἦσαν μικρογεωργοκτηνοτρόφοι καί βιοτέχνες, ὄχι κτηνοτρόφοι νομάδες, εἶχαν δέ ἐκεῖ τρεῖς ναούς καί συνεπῶς δέν ἦσαν λίγοι. Τό 1540 περίπου, στον χῶρο τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ ἐγκαταστάθηκαν κτηνοτρόφοι νομάδες τῆς Θεσσαλικῆς Σαμαρίνας καί συνέστησαν ἐκεῖ ἕναν πρῶτο οἰκισμό, ὁ ὁποῖος ὀνομάσθηκε Σαμαρίνα. Τό 1550 περίπου οἱ κάτοικοι τοῦ προαναφερθέντος παλαιοῦ οἰκισμοῦ, καθώς καί ἄλλων 2-3 μικρῶν γειτονικῶν οἰκισμῶν, μετοίκησαν κάτωθεν τοῦ νεοσύστατου οἰκισμοῦ τῆς Σαμαρίνας, πιθανότατα ἐπειδή θεώρησαν ὅτι ἐκεῖ θά μποροῦσαν νά ἀποκρούουν ἐπιτυχέστερα τούς ἐπίβουλους Ἀλβανούς ἐπιδρομεῖς ἑνωμένοι μέ τούς μέτοικους Θεσσαλούς, οἱ ὁποῖοι ἴσως εἶχαν καί ἁρμοδιότητες ὁδοφυλάκων.[10] Οἱ νέοι ἔποικοι ἔκτισαν ἐκεῖ ἐνοριακό ναό ἀφιερωμένο στόν ἅγιο Ἀθανάσιο καί ἐξακολούθησαν νά εἶναι μικρογεωργοκτηνοτρόφοι καί βιοτέχνες. Σύν τῷ χρόνῳ καί μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰώνα, οἱ οἰκογένειές τους μετεγκαταστάθηκαν παραπάνω, στόν χῶρο τῶν Θεσσαλῶν ἐποίκων κτηνοτρόφων, ὅπου ὑπῆρχε καί χάνι (δίπλα στον δρόμο πού ὁδηγοῦσε στήν Φούρκα), δημιουργήθηκε δέ ἐκεῖ ἐμπορική ἀγορά καί κτίσθηκαν ναοί ἀφιερωμένοι στην Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, στόν προφήτη Ἠλία και στήν Γέννηση τῆς Θεοτόκου, ἐνῶ ὁ ναός τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου ἐρειπώθηκε λόγω ἐγκατάλειψής του. Αὐτοί οἱ 4 ναοί κτίσθηκαν ἐκ νέου κατά τά ἔτη 1778-1799.
Στόν χῶρο τοῦ ἀρχικοῦ οἰκισμοῦ, μετά τήν μετοίκηση τῶν κατοίκων του προσῆλθαν δύο ἁγιορεῖτες μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ἔκτισαν ἐκεῖ ἕναν οἰκίσκο καί κελλιά, τό 1558, καί σύστησαν μονή, ἡ ὁποία εἶχε ὡς καθολικό της τόν προϋπάρχοντα ἐνοριακό ναό τῆς ἁγίας Παρασκευῆς. Ὁ ναός αὐτός τό 1715 κτίσθηκε ἐκ νέου ὅπως ὑπάρχει σήμερα.
Γ.- Ἡ μονή ἁγίας Παρασκευῆς
- Σύμφωνα μέ την ἀφήγηση τοῦ Χρύσανθου, στόν ἀρχικό οἰκισμό ὑπῆρχε ναός τῆς ἁγίας Παρασκευῆς,ὁ ὁποῖος,μετά τήν μετοίκηση τῶν κατοίκων του, ἀποτέλεσε τό καθολικό τῆς ὁμώνυμης μονῆς πού σύστησαν ἐκεῖ δύο ἁγιορεῖτες μοναχοί (πλησίον της ἔκτισαν οἰκίσκο καί κελλιά), ἐνῶ ἀργότερα ἐπανεγέρθηκε ἀπό τόν μοναχό Καλλίνικο. Ἡ ἀφήγηση δέν χρονολογεῖ τά γεγονότα.
- Λιθανάγλυφη ἐπιγραφή ἐπί τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου τοῦ σωζόμενου καθολικοῦ τῆς μονῆς μᾶς πληροφορεῖ: «Οὗτος ὁ ναός τῆς ἁγίας ἐνδόξου ὁσιοπαρθενομάρτυρος τοῦ Χριστοῦ Παρασκευῆς ἐκτίσθη ἀπό τῆς ἐνσάρκησις ἔτει 1715». Ἡ ἱστόρηση τοῦ καθολικοῦ ἔγινε σέ δύο φάσεις καί τό 1821 σέ μία τρίτη.[11]
Στόν δυτικό τοῖχο τοῦ καθολικοῦ, ἐξωτερικά καί ψηλά, δύο Ἄγγλοι ἀρχαιολόγοι τό 1910 εἶδαν μέ κυάλια μιά ἐντοιχισμένη ἐνεπίγραφη πέτρα, ἡ ὁποία εἶχε χρησιμοποιηθεῖ ἄλλοτε σέ κάποιο ἄλλο κτήριο, καί διάβασαν μέ δυσκολία τήν χαραγμένη στήν πέτρα χρονολογία ὡς 1066.[12] Θεωρῶ ὅτι οἱ δύο Ἄγγλοι παρανάγνωσαν τό πρῶτο ψηφίο τῆς χρονολογίας ὡς 1 ἀντί ὡς 7, δηλαδή ὅτι στήν πέτρα ἦταν χαραγμένη ἡ χρονολογία 7066, ἡ ὁποία εἶχε ὑπολογισθεῖ βάσει τοῦ ἔτους 5508 π.Χ. πού ἐθεωρεῖτο ὡς ἔτος κτίσεως τοῦ κόσμου. Γιά νά ὑπολογισθεῖ τό ἔτος 7066 βάσει τοῦ ἔτους γέννησης τοῦ Χριστοῦ, ἀφαιροῦνται 5508 ἔτη, ὁπότε προκύπτει ὅτι τό ἔτος 7066 ἀντιστοιχεῖ στό ἔτος 1558 μ.Χ.[13]
Ὑποθέτω ὅτι ἡ ὡς ἄνω πέτρα, τῆς ὁποίας ἡ ἐπιγραφή ὑποδηλώνει τό ἔτος 1558, εἶχε ἐντοιχισθεῖ ἀρχικά εἴτε σέ ἕναν ἀπό τούς τρεῖς ναούς πού εἶχαν κτισθεῖ στήν ἐν λόγω περιοχή πρίν ἀπό τήν μετοίκηση τῶν κατοίκων της, εἴτε στόν οἰκίσκο ἤ στά κελλιά πού εἶχαν κτισθεῖ ἀπό δύο μοναχούς μετά τήν μετοίκηση τῶν κατοίκων, καί ὅτι τό 1715, ὁπότε,σύμφωνα μέ τήν ἄλλη ἐπιγραφή, ὁ ναός τῆς ἁγίας Παρασκευῆς ἐπανακατασκευάσθηκε, ἐντοιχίσθηκε σέ αὐτόν.
- Ἡ μονή εἶχε ἰδιόκτητες γαῖες κυρίως στά χωριά Ἀρμάτοβο τῆς Κόνιτσας, Μαυραναῖοι καί Σκοτίνα (Παλιοσαμαρίνα) τῶν Τρικάλων, καθώς καί βιβλιοθήκη ἐκ 2.000-3.000 τόμων.[14] Τό 1910 τό κυριότερο ἀπό τά κτήρια τῆς αὐλῆς της εἶχε στό ἰσόγειό του σταύλους καί ἀποθῆκες, στόν α΄ ὄροφο μαγειρεῖα καί δωμάτια ὑπηρετῶν καί στόν β΄ ὄροφο κελλιά τῶν μοναχῶν καί δωμάτια φιλοξενίας, διέμεναν δέ στήν μονή τρεῖς καλόγεροι, μία γριά μαγείρισσα, μερικοί βοσκοί καί ἐργάτες καί 2-3 παιδιά, ἐνῶ ὁ πρόεδρος τῆς διαχειριστικῆς ἐπιτροπῆς ἐπώλησε τίς γαῖες τῆς Σκοτίνας, οἰκειοποιήθηκε τό τίμημα καί ἔφυγε στήν Ρουμανία.[15] Τό 1936 εἶχε ἕναν μόνο μοναχό καί ἡ στέγη της ἔπεσε, κατά δέ τό 1950 καταστράφηκαν κτήριά της καί 2.000 βιβλία κατόπιν πυρκαϊᾶς πού προκλήθηκε ἀπό ἀμέλεια τοῦ φύλακα. Μετέπειτα κτίσθηκαν νέα κτήρια στήν αὐλή τῆς μονῆς (ἡ ὁποία ἀπέχει 5 χιλιόμ. ἀπό τήν Σαμαρίνα).[16]
Ἀπό τούς Σαμαρινιῶτες μοναχούς τῆς μονῆς, γνωστοί μας εἶναι οἱ ἑξῆς: ὁ Στέφανος πού ἔκτισε τόν ναό τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Σωτῆρος περί τίς ἀρχέςτοῦ 19ου αἰῶνα (κατωτ. ὑπό Δ΄), ὁ νεομάρτυρας Δημήτριος πού θανατώθηκε τό 1809, ὁ Θεόδωρος, ἐθνογέρτης τοῦ 1821, ὁ Χρύσανθος, συντάκτης τῆς προαναφερθείσας ἀφήγησης, περί τό 1850, ὁ Ζήσης Μητροφάνης (1884-89), ὁ Μανδραβέλης (1900-1910 ἡγούμενος), ὁ Μελέτιος (1911;-1915), ὁ Ἰωάννης Μποσδούκης (1915-18;) πού παρέδωσε τήν διαχείριση τῆς μονῆς σέ Σαμαρινιώτη γιατρό διαμένοντα στά Τρίκαλα καί ὁ Ἰωακείμ Γιώτσας (1936).[17]
Δ.- Ἄλλοι ναοί
Κατά τήν ἀφήγηση τοῦ Χρύσανθου, στό ἀρχικό χωριό ὑπῆρχεν ναός τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, ναός τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου καί παρεκκλήσι τοῦ ἁγίου Νικολάου. Ὡστόσο, ἤδη τό 1936 δέν βρέθηκεν ἴχνη τῶν δύο τελευταίων ναῶν.[18]
Κατά τόν Χρύσανθο, μετά τήν (ἐπαν)έγερση τοῦ ναοῦ τῆς ἁγίας Παρασκευῆς ἀπό τόν Καλλίνικο (1715), ὁ μοναχός Στέφανος ἔκτισε πλησίον τῆς μονῆς δεύτερο ναό τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἀφιερώθηκε στήν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Αὐτός ὁ ναός ἦταν κοιμητηριακός πιθανότατα[19], ὑποθέτω δέ ὅτι διαδέχθηκε τό προαναφερθέν παρεκκλήσι τοῦ ἁγίου Νικολάου. Ἴσως κτίσθηκε στήν περίοδο 1790-1805, διότι γνωρίζομε ὅτι ὁ Στέφανος ζοῦσε καί στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰώνα, ἐπιγραφή δέ τοῦ 1819 ἐπί τοῦ ναοῦ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι «ἱστορήθη οὗτος ὁ ναός τῆς ἁγίας Παρασκευῆς… δι’ἐπιστασίας καί συνδρομῆς τῶν εὑρισκομένων πατέρων ἐν τῇ ἁγίᾳ μονῇ ταύτῃ… ἐν ἔτει ΑΩΙΘ… ἐτελειώθη».[20]
Κατά τόν Χρύσανθο, οἱ κάτοικοι πού μετοίκησαν ἀπό τήν ἀρχική στήν νέα θέση τοῦ χωριοῦ ἔκτισαν στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ ναό τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀργότερα μετατράπηκε σέ παρεκκλήσι, ἔπειτα ἐρειπώθηκε καί ἀκολούθως ξανακτίσθηκε σέ νέα θέση ἀπό χωριανό, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε προσκυνητής τῶν Ἁγίων Τόπων καί ὅρισε νά ἑορτάζει ὁ ναός τήν Κυριακή πού προηγεῖται τῆς 15ης Αὐγούστου. Τό 1910 ὁ ναός εἶχε κολῶνες κατασκευασμένες ἀπό κορμούς δένδρων, παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, σχολεῖο ἐρειπωμένο καί ἐπιγραφή ἄνωθεν τῆς θύρας του μέ τήν χρονολογία 1778 (ἡ ὁποία πιθανότατα μαρτυρεῖ τό ἔτος ἐπανέγερσής του ἀπό τόν χωριανό προσκυνητή). Ἐπιγραφή ἐπί τοῦ ξυλόγλυπτου τέμπλου του ἀναφέρει: «1793. Ἱστορήθησαν αἱ εἰκόνες δι’ἐξόδων Χριστιανῶν τῆς πολιτείας ταύτης». Τό 1936 οἱ οἰκίες τῆς ἐνορίας τοῦ ναοῦ ἦσαν ἐρειπωμένες.[21]
Κατά τόν Χρύσανθο, ἀρκετά ἔτη μετά τήν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου στό νέο χωριό καί πρίν ἀπό τήν ἐπανέγερσή του (1778), κτίσθηκε στό νέο χωριό ὁ ναός τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Τόν ναό αὐτό διαδέχθηκε ὁ σωζόμενος ὁμώνυμος, ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μέ ἐπιγραφή ἐπί τοίχου του, ἱστορήθηκε τό 1829. Ἔχει παρεκκλήσι τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, ἐξωτερικά δέ, στήν στέγη τοῦ ἱεροῦ του, ὑπῆρχε φυτρωμένο ἕνα μεγάλο πεῦκο τό 1910 ἀλλά καί μετέπειτα.[22]. Στήν ἑορτή τοῦ ναοῦ προσέρχονταν ἐπισκέπτες καί ἀπό τήν Ἤπειρο καί τήν Θεσσαλία. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἐθεωρεῖτο ὅτι εἶναι θαυματουργική καί ὅτι βρέθηκε μέσα στόν βράχο πού ὑπῆρχε στόν χῶρο τῆς ἀγορᾶς τοῦ χωριοῦ ὅταν ὁ βράχος σχίσθηκε χτυπημένος ἀπό κεραυνό.[23] Σύμφωνα μέ παράδοση πού καταγράφθηκε τό 1893, ὁ ἐπίτροπος τοῦ ναοῦ Γωγούσης εἶδε στόν ὕπνο του τήν Παναγία νά τοῦ ζητᾶ νά εἰδοποιήσει τόν παπά Θύμιο Βλαχάβα νά ἐπαναστατήσει, ὅταν δέ αὐτοί οἱ δύο, ἀνακρινόμενοι ἀπό τόν Ἀλῆ πασᾶ (1809), ἀνέφεραν τό ἐνύπνιο, ὁ Ἀλῆς διέταξε νά μεταφερθεῖ ἡ εἰκόνα στά Γιάννενα καί ἔπειτα τήν ἔστειλε στό Τεπελένι, ἀλλά ἐπειδή ἐκεῖ πέθανε ἕνα παιδί του λόγω ἐπιδημίας, διέταξε νά ἐπανέλθει ἡ εἰκόνα ἐν πομπῇ στήν Σαμαρίνα, ὅπου, πρό τῆς ἀποστολῆς της στόν Ἀλῆ, εἶχε ζωγραφισθεῖ ἀντίγραφό της.[24]
Κατά τόν Χρύσανθο, ὁ ἑπόμενος ναός πού κτίσθηκε στό νέο χωριό ἦταν αφιερωμένος στόν προφήτη Ἠλία. Ὁ ναός μνημονεύεται καί σέ δημοτικό τραγούδι τῆς ἐποχῆς τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Τότσκα πού ἔδρασε κατά τήν περίοδο 1750-1780: «Βόηθ’Ἁϊ Λιά τοῦ Μπουρμπουτσκό κι’ἀπό τήν Σαμαρίνα» (= καί τῆς Σαμαρίνας).[25] Δέν γνωρίζομε ἄν ὑπῆρχε τότε ὁ ἀρχικός ναός ἤ ὁ νέος πού ἱστορήθηκε τό 1828 καί ἔχει πλησίον του παρεκκλήσι τῶν ἁγίων Ἀναργύρων.[26]
Κατά τόν Χρύσανθο, ἑπόμενος ναός πού κτίσθηκε στό νέο χωριό ἦταν ὁ ναός τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἄνωθεν τῆς θύρας τοῦ ναοῦ τούτου, πού λέγεται καί Μικρή Παναγία, ὑπάρχουν τρεῖς ἐπιγραφές πού ἀναφέρουν ἡ μία τήν χρονολογία 1799, ἡ ἄλλη τήν χρονολογία 1855 καί ἡ τρίτη τά ἑξῆς: «Ἡ μέν καί παλαι(ός;) ναός τῆς Παναγίας περίβλεπτος οὗτος πόλεως Σαμαρίνας, ἀλλά καί αὖθις περικαλής ἀνεκτίσθη… δράμετε ἐδῶ… ἐν ἔτι 1865». Οἱ ἐπιγραφές αὐτές σημαίνουν εἴτε ὅτι ὁ ναός προϋπῆρχε, κτίσθηκε δέ ἐκ νέου τό 1799 καί διευρύνθηκε τό 1855, εἴτε ὅτι ὁ ναός πρωτοκτίσθηκε τό 1799 καί διευρύνθηκε τό 1855. Πλησίον τοῦ ναού τό 1910 ὑπῆρχαν σχολεῖο καί παρεκκλήσι τῶν ἁγίων Ἀναργύρων.[27]
Ε.- Διοικητικές αρχές, πληθυσμός, οικονομία
- Στήν Σαμαρίνα καί σέ ἄλλους οἰκισμούς τῆς Πίνδου (Ζαγόρι, Κούρεντα, Μαλακάσι κ.ἄ.), οἱ Τοῦρκοι κατακτητές παραχώρησαν προνόμια (αὐτοδιοίκηση, φορολογική ὑπαγωγή ὄχι σέ σπαχῆδες ἀλλά στή μάνα τοῦ σουλτάνου), ἐπειδή οἱ κάτοικοί τους εἴτε ὑποτάχθηκαν ἑκουσίως, εἴτε ὑπηρετοῦσαν ὡς ὁδοφύλακες (πού ἐξελίχθηκαν ἐνίοτε σέ ἀρματολούς), εἴτε προμήθευαν στό κράτος κτηνοτροφικά προϊόντα τους. Τά προνόμια αὐτά καταργήθηκαν ὡς πρός μερικούς οἰκισμούς στά τέλη τοῦ 17ου αἰώνα καί ὡς πρός ἄλλους ἐπί Ἀλῆ πασᾶ.[28]. Ὁ Ἀλῆ πασᾶς ἀρχικά ἀπέτυχε νά κάνει τσιφλίκι του τήν Σαμαρίνα λόγω ἀντιδράσεων τῶν κατοίκων της, ἐνῶ ἔπειτα τούς εὐνόησε καί μάλιστα ἐπέτρεψε νά ἐκδιώξουν ἀπό τό γειτονικό χωριό Χιλιμόδι τούς Βούλγαρους κατοίκους του πού σκότωσαν Σαμαρινιώτη καί νά τόν οἰκειοποιηθοῦν.[29]
Μέχρι τό 1867 ἡ Σαμαρίνα ὑπαγόταν διοικητικῶς στόν καζᾶ τῆς Κόνιτσας, ὁ ὁποῖος ἀπό τό 1490 ἀνῆκε στό σαντζάκι τῶν Ἰωαννίνων. Σέ στατιστική τοῦ 1845 χαρακτηρίσθηκε ὡς κώμη αὐτοδιοίκητη καί ἐλεύθερη (= δέν ἦταν τσιφλίκι). Ἀπό τό 1868 ἔγινε τυπικῶς ἕδρα μουδεριλικίου καί ἀπό τό 1885 ἕδρα ἀστυνομικῆς περιφέρειας.[30]
- Ἡ πληθυσμιακή ἐξέλιξη στήν Σαμαρίνα διαταράχθηκε κάποιες φορές, ὅπως στίς ἑξῆς περιπτώσεις: Τόν 18ο αἰώνα μετοίκησαν οἰκογένειές της στήν Νάουσα, στήν Σιάτιστα καί στό Τσοτύλι. Τό 1770 μετοίκησαν στόν οἰκισμό της ζωγράφοι τοῦ Λινοτοπίου. Τό 1800 μετοίκησαν στήν Νάουσα οἰκογένειές της καταπιεζόμενες ἀπό τόν Ἀλῆ πασᾶ, ἀλλά οἱ Ναουσαῖοι ἰσχυρίσθηκαν στόν ἀνακριτή του ὅτι οἱ Σαμαρινιῶτες εἶχαν ἔλθει ἐκεῖ πρίν ἀπό 30 ἔτη.[31] Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1854-60, οἱ οἰκογένειές της πού ἤθελεν να πουληθεῖ καί νά ἐγκαταλειφθεῖ τό χωριό ἠττήθηκαν ἀπό τό ἀντίπαλό τους κόμμα καί μετοίκησαν στήν Βέροια καί στήν Κατερίνη. Λόγω τῆς ἐνσωμάτωσης τῆς Θεσσαλίας στό ἑλληνικό κράτος τό 1881, πολλές νομαδικές οἰκογένειές της δέν ἐπανέρχονταν πλέον στό χωριό, μερικές δέ ἄλλαξαν ἐπάγγελμα.[32]
Σύμφωνα μέ τίς πιό παλιές γνωστές μας στατιστικές πληροφορίες γιά τήν Σαμαρίνα, οἱ οἰκογένειές της ἦσαν ἀριθμητικῶς (μέ χονδρικούς ὑπολογισμούς): τό 1800 800, τό 1845 700, τό 1850 1000[33]. Ὑπό τήν ἐκδοχή ὅτι κάθε οἰκογένεια εἶχε 7 μέλη κατά μέσο ὅρο, οἱ κάτοικοί της ἦσαν: τό 1806 5.600, τό 1845 4.900 καί τό 1850 7.000. Κατά νεότερες πηγές, (μερικές μειωμένης ἀξιοπιστίας), ὁ πληθυσμός τῶν κατοίκων ἐξελίχθηκε ὡς ἑξῆς:τό 1873 4.200, τό 1877 7.200, τό 1880 7.000, τό 1887 3.300, τό 1889 3000, τό 1891 5.000, τό 1904 3.000, τό 1909 7.000, τό 1914 5.200[34].
- Ἀπό τό 1750 περίπου, ἡ Σαμαρίνα ἄκμαζε οἰκονομικά, γι’αὐτό μᾶλλον μπόρεσε νά κτίσει 4 ναούς κατά τά ἔτη 1778-1799 ὅπως προαναφέραμε[35]. Λόγω τῆς ἐνσωμάτωσης τῆς Θεσσαλίας στό ἑλληνικό κράτος τό 1881, καθώς καί τοῦ πολέμου τοῦ 1897, ὁ πληθυσμός της μειώθηκε καί ἡ οἰκονομία της κάμφθηκε μέχρι τό 1908 περίπου, ὁπότε ἄρχισε ἡ ἀνάκαμψή της καί ἡ ἀνέγερση πολλῶν νέων σπιτιῶν, ἰδίως μέ τά χρήματα πού ἔστελναν ἀπό τήν Ἀμερική οἱ μετανάστες συγχωριανοί.[36]
Οἱ ἀκόλουθες πληροφορίες γιά τίς ἐπαγγελματικές δραστηριότητες τῶν κατοίκων ἀφοροῦν κυρίως στίς μετά τό 1850 ἐποχές. Ἡ παραγωγή σιτηρῶν ἐγκαταλείφθηκε καί οἱ κάτοικοι τά ἐπρομηθεύονταν πλέον ἀπό ἀλλοῦ, τά δέ δενδρομικά καί ἀμπελουργικά προϊόντα ἀπό τήν Μπριάζα[37]. Πολλοί Σαμαρινιῶτες ἦσαν νομάδες κτηνοτρόφοι πού παραχείμαζαν σέ περιοχές τῆς Θεσσαλίας, τῆς Ἠπείρου καί τῆς Μακεδονίας. Τό 1877 εἶχαν 80.000 πρόβατα, ἀλλά τό 1910 17.000. Παρήγαγαν καί ἐμπορεύονταν τυριά, δέρματα, μαλλιά, μάλλινα ὑφαντά κ.ἄ.[38]. Ἄλλοι παρήγαγαν καί ἐμπορεύονταν προϊόντα ὑλοτομίας, ἀργυροχρυσοχοΐας, ξυλογλυπτικῆς, μαχαίρια καί σπαθιά, σαμάρια, χτένια κ.ἄ. Οἱ χωριανοί ἀγωγιάτες, μέ 10-200 ὑποζύγια ἕκαστος, μετέφεραν τήν παραγωγή εἰς Ἤπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία, Βελιγράδι, Κωνσταντινούπολη κλπ. Τόν Αὔγουστο μετέφεραν στά λιμάνια τοῦ Ἰονίου 300 φορτώματα μάλλινων προϊόντων. Στό χωριό λειτουργοῦσαν ἐργαστήρια, ἐμπορικά καταστήματα, 27 ὑδρόμυλοι καί 12 χάνια[39]. Πολλοί ἦσαν καί οἱ χωριανοί ἁγιογράφοι, οἱ ὁποῖοι μετά τό 1770 περίπου κατέσπειραν ἔργα τους μέχρι τήν Πελοπόννησο, τήν Σερβία καί τήν Βουλγαρία[40].
ΣΤ.- Διακριθέντες Σαμαρινιῶτες
Στούς καταγόμενους ἀπό τήν Σαμαρίνα πού διακρίθηκαν στόν τόπο τους ἤ ἀλλοῦ γιά κάποια δραστηριότητά τους, περιλαμβάνω παρακάτω μόνον ἐκείνους γιά τούς ὁποίους βρῆκα βιογραφικές πληροφορίες στοιχειώδεις τουλάχιστον.
Γιάννης τοῦ παπᾶ ἤ Πρίφτης ἤ Παπανικόλα. Ἦταν κλεφταρματολός καί ἀπαίτησε ἀπό τόν Κούρτ πασᾶ νά τοῦ δώσει τά δερβένια τῆς Σαμαρίνας. Τό 1743 καταδίωξε τόν ληστόβιο πατέρα τοῦ Ἀλῆ πασᾶ ἀπό τήν Σαμαρίνα καί τό Κεράσοβο μέχρι τό Τεπελένι. Τό 1755 προάσπισε δύο χωριά τῆς Κολώνιας, μαζί μέ τοπικό καπετάνιο, καί ἀργότερα συνόδευσε τόν Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό κατά τήν ἐπίσκεψή του στά χωριά αὐτά. Τό 1770 κατατρόπωσε τόν ἐπιδρομέα Ἀρσάν μπέη τῆς Κολώνιας καί πῆρε ἀπό διερχόμενους Ἀλβανούς τά λάφυρα πού εἶχαν ἁρπάξει στήν Θεσσαλία. Τό 1775 ἴσως ἡγήθηκε τῶν Σαμαρινιωτῶν πού ἐνέδρευσαν καί σκότωσαν τόν βάναυσο δρεβέναγα τῆς Φούρκας Ἰσμαήλ Ντάμση. Τό 1780 περίπου καταδίωξε τόν ἅρπαγα Ἐλιούζ μπέη ἀπό τό Περιβόλι μέχρι τό Λεσκοβίκι,ὅπου, κατόπιν προδοσίας, τραυματίσθηκε θανάσιμα[41].
Μίχος. «Ἦταν στή Φούρκα ἀρματολός, στή Σαμαρίνα κλέφτης» (δημοτικό τραγούδι). Τό 1785 δολοφονήθηκε ἀπό τόν ἀποφυλακισθέντα συγχωριανό Ἰτρίζη ἐπειδή τόν εἶχε καταγγείλει ὡς κιβδηλοποιό[42].
Ζιώγας Χατζηκύριας καί Μίχας Κυριάνος. Διετέλεσαν γραμματικοί τοῦ Ἀλῆ πασᾶ. Λέγεται ὅτι λήστευσαν τρεῖς Ζαγορίσιους ἐπιστρέφοντες ἀπό τήν Βλαχιά, ὅτι τούς κατήγγειλαν στόν Ἀλῆ πασᾶ καί ὅτι αὐτός τούς ἐφυλάκισε[43].
Ἀδάμ. Τοπάρχης στό Δομένικο Ἐλασσόνας ἐπί Ἀλῆ πασᾶ, λέγεται ὅτι τόν φαρμάκωσαν μουσουλμάνοι[44].
Δημήτριος. Μοναχός τῆς μονῆς Σαμαρίνας. Προσπάθησε νά κατευνάσει τούς ἐξεγερ-θέντες ἀπό τόν παπά Θύμιο Βλαχάβα, ἀλλά κατηγορήθηκε ὡς δημεγέρτης, συνελήφθη τό 1809 μαζί μέ τόν Βλαχάβα, ἀνακρίθηκε καί βασανίσθηκε ἐπί δέκα ἡμέρες ἀπό τόν Ἀλῆ πασᾶ γιά νά καταδώσει τούς δῆθεν συνομῶτες του καί νά ἐξομώσει, ὑπερασπίσθηκε τήν πίστη του μέχρι νά ἐκπνεύσει. Ἐπακολούθησαν θαύματα καί παύση τῶν διωγμῶν κατά τῶν ἐξεγερθέντων καί ἔπειτα ἡ ἀναγνώρισή του ὡς ἁγίου[45].
Θεόδωρος. Μοναχός τῆς μονῆς Σαμαρίνας, ἀνεψιός τοῦ ὡς ἄνω Δημητρίου, ἐπισκέφθηκε περιοχές τῆς Μακεδονίας, τῆς Ἠπείρου καί τῆς Θεσσαλίας γιά νά τονώσει τίς ἐλπίδες ἀπελευθέρωσης, διογκώνοντας τίς διαδόσεις περί ἐπικείμενης βοήθειας ἀπό τή Ρωσία[46].
Ἰωάννης Μανάκας. Σχολάρχης στά Γρεβενά τό 1808 μέχρι πού ἀποχώρησε λόγω τῶν διενέξεων μεταξύ τῶν κατοίκων τῶν Γρεβενῶν πού ἦσαν ἄλλοι φίλοι τοῦ Ἀλῆ πασᾶ καί ἄλλοι ἐχθροί του[47].
Γιαννούλης Μίχας. Προεστός τοῦ χωριοῦ, 1845-56, ἔξυπνος, πολύ δραστήριος, καλός ρήτορας, ἀλλά καί φιλοχρήματος, ὑπέδειξε στούς χωριανούς νά συμπράξουν στήν ἐξέγερση τοῦ 1854, ἀλλά οἱ ἀντίζηλοί του τόν κατηγόρησαν στίς ὀθωμανικές ἀρχές ὅτι καταχράσθηκε χρήματα τῆς κοινότητας καί σέ λίγο πέθανε[48].
Μίλων Σακελλαρίου. Δάσκαλος πού δίδαξε σέ σχολεῖα τοῦ χωριοῦ του ἐπί δεκαετίες μέχρι τό 1888, ὁπότε ἦταν «λίαν προβεβηκώς τήν ἡλικίαν», ἀλλά ὁ πρόξενος Ἐλασσόνας ἐπρότεινε νά παραμείνει ἐν ἐνεργείᾳ λόγω τῶν πολύτιμων ὑπηρεσιῶν του πρός τόν ἑλληνισμό. Τό 1874 διετέλεσε δάσκαλος στήν Σαρακίνα[49].
Διοκλής Χρύσανθος Παπαϊωάννου. Μοναχός τῆς μονῆς Σαμαρίνας, ἔπειτα ἱερέας καί ὕστερα ἐπίσκοπος Δομοκοῦ, ἴσως γεννήθηκε τό 1800, ἀνῆκε στήν οἰκογένεια Χατζῆ Πύρρου. Τό 1856 στήν Λάρισα ἔγραψε (χωρίς ἐλπίδα νά ἐπιστρέψει στήν Σαμαρίνα) χειρόγραφο 210 σελίδων, στό ὁποῖο περιέχονται ἡ ἀναφερθεῖσα παραπάνω ὑπό Β΄ 1 ἀφήγησή του, τρεῖς ὁμιλίες του γιά τήν παιδεία καί γιά ἁγίους καί ὕμνοι σέ ἁγίους[50].
Λεωνίδας Ζ. Χατζημπύρος. Ἀπόφοιτος τῆς Ζωσιμαίας σχολῆς Ἰωαννίνων, πολύ ἔξυπνος καί ἐθνικιστής, ἔγινε ληστής τό 1875 μετά ἀπό κακοδικία σχετική μέ κτῆμα του στήν Θεσσαλία πού κληρονόμησε ἀπό τόν πλούσιο καί αὐστηρό πατέρα του. Ἀρχικά ἦταν πρωτοπαλλήκαρο τοῦ Ζούρκα καί συνεργάτης τοῦ Νταβέλη, ἔπειτα ἔγινε ἀρχηγός 12 ὁμάδων ληστῶν (συνολικῶς 500). Καταδίωξε λόχο στρατοῦ στό Βίτσι καί στήν Μπριάζα Κόνιτσας, αἰχμαλώτισε τόν ἔπαρχο Φλώρινας, πυρπόλησε 15 οἰκίες τῆς Σαμαρίνας καί τό Παλιοχώρι τῆς Λάιστας, ἔκανε ληστεῖες στό Ζαγόρι, στήν Μόλιστα τῆς Κόνιτσας, στήν Πρέβεζα, στά Φάρσαλα κ.ἀ. Διάβαζε ἐφημερίδες, βοηθοῦσε ναούς καί φτωχούς, εἶχε ἐπάνω του τεμάχιο τίμιου ξύλου. Τό 1881 καταδιώχθηκε κοντά στό Μπλάτσι, τραυματίσθηκε βαριά καί αὐτοκτόνησε[51].
Γεώργιος Λεπεντάτος ἤ καπετάν Ἀρκούδας. Μετά τήν συμμετοχή του στόν πόλεμο τοῦ 1897, μετεῖχε σέ ἀντάρτικες ὁμάδες, παραχείμαζε στήν Ἀθήνα, ὅπου ὑποκινοῦσε φοιτητές καί ἄλλους πρός ἀπελευθέρωση τῆς Μακεδονίας (ὁ γλύπτης Τόμπρος σμίλευσε τότε προτομή του), ὀργάνωσε ἐπιτροπές ἀγώνα σέ χωριά τῶν Γρεβενῶν, ἀντιμετώπισε ὡς ὁπλαρχηγός ἀποσπάσματα στρατοῦ στό Βόιο, στήν Καστοριά καί στό Ζαγόρι, ὅπου φονεύθηκε τό 1906. Γιά τόν θάνατό του ἔγραψαν καί εὐρωπαϊκές ἐφημερίδες.[52]
Ζ.- Ποικίλα περιστατικά
Ἀπό τίς βιβλιογραφικές πηγές πού μπόρεσα νά βρῶ πρός κατάρτιση τῆς παρούσας μελέτης κατά τούς μῆνες τῆς πανδημίας κορωνοϊοῦ, σταχυολογῶ καί τά ἀκόλουθα ἱστορικά περιστατικά πού ἀφοροῦν στήν Σαμαρίνα.
- Πλησίον τῆς Σαμαρίνας εἶχε σκαλισθεῖ ἐπί βράχου ἡ ἑξῆς ἐπιγραφή: «1778 ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΚΟΖΜΑ 1861», ἡ ὁποία ὑποδηλώνει ὅτι χαράχθηκε τό 1861 πρός ἀνάμνηση τῆς ἐπίσκεψης στό χωριό τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ τό 1778. Κατά τόν ἱστορικό Ἰ. Λαμπρίδη στήν ἐπαρχία Γρεβενῶν ὁ Πατροκοσμᾶς ἐνδιαφέρθηκε ἰδίως γιά «τάς ἀλλογλώσσους κωμοπόλεις Σαμαρίναν, Περιβόλιον, Σμίξιν καί Ἀβδέλαν, περί συστάσεως Σχολείων κηρύττων καί νουθετῶν»[53].
- Χειρόγραφη ἐνθύμηση γραμμένη ἐπί ἐκκλησιαστικοῦ βιβλίου τοῦ χωριοῦ, διεκτραγωδεῖ: «Κλαύσατε πάντες ἐσεῖς ὁπού ἔρχεσθε κατόπι μας», μᾶλλον λόγω κάποιας κακοποίησης τοῦ χωριοῦ τότε ἀπό Ἀλβανούς ἐπιδρομεῖς[54].
- Κατ’ ἄλλη χειρόγραφη ἐνθύμηση ἐπί τοῦ ἴδιου βιβλίου, οἱ Σαμαρινιῶτες μπόρεσαν νά ἐξοφλήσουν τό χρέος τους πρός τόν Ὀσμάν μπέη καί τόν Ἰσούφ ἀγᾶ τοῦ Μαυρονόρους (ἴσως ἐπειδή τότε εἶχαν πλέον οἰκονομικές δυνατότητες)[55].
1800 (;). Ὁ Ἀλῆ πασᾶς σχεδίασε ἀνεπιτυχῶς νά ἀπαγάγει μιά κοπέλλα τοῦ χωριοῦ, εἴτε ἐπειδή τήν ἐρωτεύθηκε, εἴτε γιά νά τήν δώσει ὡς νύφη στόν Μέγα Ναπολέοντα[56].
1821-26. Στό ἀρματολίκι Γρεβενῶν, Ἀνασελίτσας καί Κόνιτσας, ὑπαρχηγοί ἦσαν ὁ Γιώργος Δερβένας καί ὁ Καραγιῶργος Φουρκιώτης, πού ὑπῆρξαν ἀρχικά λήσταρχοι ἤ ἔμμισθοι προστάτες[57].
- Στήν φρουρά τοῦ Μεσολογγίου, μετεῖχαν καί 120 Σαμαρινιῶτες, ἐκ τῶν ὁποίων γλύτωσαν μόνον 33 κατά τήν ἔξοδο[58].
- Οἱ Σαμαρινιῶτες, ὑπό τόν Μίχο Χατζηζήση, ἀπέκρουσαν ἐπιδρομή τοῦ αὐθαιρετοῦντος τότε Ἀλβανοῦ Ἀσλάν μπέη, ἀλλά μετοίκησαν στό Βέρμιο 130 οἰκογένειες. Ὁ Μεχμέτ Ρεσίτ ἤ Κιουταχής, ὡς στρατηγός τῆς Ρούμελης, χρησιμοποίησε τούς Σαμαρινιῶτες, μαζί μέ ἄλλους βλάχους, γιά νά ὑποτάξει τούς ἀπείθαρχους Ἀλβανούς[59].
- Στούς ἐπιστρέφοντες ἀπό τά χειμαδιά τῆς Θεσσαλίας 2000 περίπου νομάδες τῶν χωριῶν Σαμαρίνα, Ἀβδέλα, Φούρκα καί Ντέντσικο, μέ 6.000 πρόβατα, ἐπιτέθηκαν 350 ἱππεῖς Τουρκομάνοι, στήν Φιλουριά, οἱ ὁποῖοι ἅρπαξαν γυναῖκες καί 1.000 πρόβατα, σκότωσαν 80 ἄτομα καί ἐτραυμάτισαν 150. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ὁ καπετάν Ζιάκας, μέ 300 ὁπλίτες του καί βοηθούμενος ἀπό Σαμαρινιῶτες, σκότωσε 250 ἀπό τούς ἱππεῖς[60].
- Λόγω ἐπιδημίας χολέρας, πέθαναν πολλοί χωριανοί[61].
- Ἱδρύθηκε σύλλογος Σαμαριναίων, μέ σκοπό τήν ἐκπαίδευση καί μέ κεφάλαιο 30.000 γροσίων[62].
- Λόγω κακοπραγιῶν πού ἔγιναν ἀπό Ἀλβανούς στήν Θεσσαλία, 94 οἰκογένειες Σαμαρινιωτῶν παρέμειναν τόν χειμώνα στό χωριό[63].
- Συστήθηκε στό χωριό ρουμανικό σχολεῖο, ἐνῶ λειτουργοῦσαν 4 ἀλληλοδιδακτικά σχολεῖα και ἕνα Ἑλληνικό[64].
- Ὁ λήσταρχος Καρατζᾶς ἀνάγκασε ὁμάδα μετακινουμένων Σαμαρινιωτῶν νά τοῦ δώσουν γιά κάθε μουλάρι τους μία λίρα, μετά δέ ἀπό λίγες ἡμέρες ζήτησε ὅμοια πληρωμή ἀπό ἄλλη ὁμάδα Σαμαρινιωτῶν πού εἶχε ληστευθεῖ τήν προηγούμενη ἡμέρα ἀπό τόν λήσταρχο Ζούρκα, ἀλλά ἕνας ἀπό τούς Σαμαρινιῶτες ὅρμισε μέ τσεκούρι καί τόν ἐξόντωσε[65].
- Ὁ χωριανός λήσταρχος Δεσπούλης καί 20 ὁπλίτες του ἔσφαξαν περίπου 30 Ἀλβανούς χωροφύλακες καί ἔπειτα, μαζί μέ ἄλλους 27 κλέφτες, συμφώνησαν μέ τόν ἐλθόντα στήν Σαμαρίνα διοικητή τῶν Ἰωαννίνων νά παραδοθοῦν καί νά ἀμνηστευθοῦν, ἀλλά ὁ διοικητής τούς συνέλαβε, σκότωσε τρεῖς καί φυλάκισε τούς ὑπόλοιπους[66].
- Ἐκπαιδευτήρια στό χωριό: α) Ἀστική σχολή 7 τάξεων μέ δασκάλους 5 καί μέ μαθητές 300. β) Παρθεναγωγεῖο, μέ δασκάλα, μαθήτριες 50 καί νήπια. γ) Ρουμανικό μέ δασκάλους 2 καί μαθητές 20-25[67].
- Οἱ ἐπίτροποι τοῦ ναοῦ τῆς Μεγάλης Παναγίας ἔδωσαν τά δύο διδακτήρια στούς ἑλληνόφρονες κατοίκους, ἀλλά οἱ ρουμανίζοντες ἐπέτυχαν, διά τῶν Ἀρχῶν, νά τά ἀνακαταλάβουν (δέν δέχθηκαν ἄλλο χῶρο ὡς σχολεῖο τους) κατέλαβαν δέ καί τόν ναό (γι’ αὐτό ὁ ἱερέας καθαιρέθηκε ἀπό τό Πατριαρχεῖο) καί ἔστειλαν στόν Ἕλληνα πρόξενο στά Γιάννενα συνομωτική ἐπιστολή τῶν ἐπιτρόπων, ἡ ὁποία ὅμως ἦταν πλαστή, ὅπως ἀποδείχθηκε δικαστικῶς[68].
- Ἐκπαιδευτήρια στό χωριό: α) Δύο Ἀστικές σχολές καί Δημοτικό, μέ δασκάλους 7 καί μαθητές 327. β) Παρθεναγωγεῖο μέ δασκάλες 2 καί μαθήτριες 142. γ) Ρουμανικό μέ δασκάλους 5, μαθητές 29, δασκάλες 2, μαθήτριες 142[69].
*Χαρίλαος Γ. Γκοῦτος
Ὁμ. Καθηγητής τοῦ Παντείου Πανεπιστημίου
1.Βλ. κατά σειρά: α) Γ. Τσότσος, Ἱστορική γεωγραφία τῆς Δυτ. Μακεδονίας, 2011 σελ. 263, 271, 298, β) αὐτόθι 300, 302, γ) αὐτόθι 310-312, Κ. Σπανός, εἰς Μακεδονικά, τ. 1991-92 137, δ) Τσότσος, ὅ.π. 329.
- Πρβλ. Κ. Κρυστάλλης, Οἱ βλάχοι τῆς Πίνδου, εἰς Ἑβδομάς, τ. 1891 σ. 4, Ἀπ. Βακαλόπουλος, Παγκαρπία Μακεδονικῆς γῆς, 1980 455.
- Βλ. Χ. Γκοῦτος, Ἀπό τήν ἱστορία τῆς ἐπαρχίας Κόνιτσας, τ. Α΄ 2017 483-488, Τσότσος, ὅ.π. 355-359.
4.Ἀνώνυμος, εἰς ἐφημ. Φωνή τῆς Ἠπείρου, φ. τῆς 25.2.1894.
5.Α. Wace/M. Thompson,Οἱνομάδες τῶν Βαλκανίων, 1989 144-146.
8.Τσότσος, ὅ.π. 440-442, παρομοίως Κ. Σπανός, εἰς Πρακτικά Α΄ Ἐπιστ. Συμποσίου Σαμαρίνας, 1998 15 ἑπ.
- Γιά τά προνόμια τῶν ὁδοφυλάκων καί τῶν προμηθευτῶν κτηνοτροφικῶν προϊόντων στό κράτος, βλ. Γκοῦτος, ὅ.π., τ. Β΄ 2021 26, 29.
11.Ν. Παπαγεωργίου, Τό καθολικό τῆς ἁγίας Παρασκευῆς Σαμαρίνας, 2004 45-47.
13.Μέπαραναγνώσειςτοῦψηφίου 7 ὡς 1, μεταγράφηκανλανθασμένακαίἄλλεςἐπιγραφές, ὅπωςἐκεῖνεςπούβρέθηκανστήνμονήΖέρμαςτῆςΚόνιτσας (1164 καί 1310), στήνμονήἙπταχωρίου (1133), σέπέτραἐκναοῦτῆςΚαστάνιανηςΚόνιτσας (1018), σέναότοῦΔελβινακίου (1127) κ.ἄ. Βλ. Γκοῦτος,ὅ.π., τ. Α΄ 211.
14.Wace/Thompson,ὅ.π., Βακαλόπουλος,ὅ.π. 460.
16.Βακαλόπουλος, ὅ.π. 461, Παπαγεωργίου, ὅ.π. 44.
17.Ἀπ. Παπαδημητρίου, Σελίδες ἱστορίας τῶν Γρεβενῶν, τ. Β΄ 2014 215-6, Βακαλόπουλος, ὅ.π. 460.
21.Wace/Thompson,ὅ.π. 88, Χ. Ἐνεισλίδης, Ἡ Πίνδος καί τά χωριά της, 1951 93, Βακαλόπουλος, ὅ.π. 459-460.
22.Wace/Thompson,ὅ.π. 84-86, Βακαλόπουλος, ὅ.π. 459, Ν. Μουτσόπουλος, Γρεβενά, 2006 326.
23.Κρυστάλλης, ὅ.π. 7, Ἀνώνυμος, εἰς Φωνή τῆς Ἠπείρου, 25.2.1894.
24.Π.Ν.Π., Αἱ δύο εἰκόνες τῆς Φανερωμένης ἐν Σαμαρίνῃ, εἰς Ἐλ. Σβορώνου, Μικρασιατικόν Ἡμερολόγιον, 1913 17-21.
25.Ἐνεισλίδης, ὅ.π. 116-117., Ἀπ. Παπαδημητρίου, ὅ.π., τ. Α΄ 319, 321, 323.
26.Wace/Thompson,ὅ.π. 87-88, Βακαλόπουλος, ὅ.π. 459.
27.Wace/Thompson,ὅ.π. 87-88, Βακαλόπουλος, ὅ.π. 459.
28.Π. Αραβαντινός, Χρονογραφία τῆς Ἠπείρου, τ. Β΄ 1856, 73, Ἰ. Λαμπρίδης, Ἠπειρωτικά μελετήματα, τχ Γ΄ 38-9, τχ Ε΄ 26-29, τχ Η΄ 42, 43, Wace/Thompson,ὅ.π. 193, 204, Γκοῦτος, ὅ.π. τ. Α΄ 39-40, 204, 332, Θ. Δασούλας, Ἀγροτικές κοινωνίες τοῦ ὀρεινοῦ χώρου κατά την ὀθωμανική περίοδο, 2009 46-51, 68-70, 61-73, 101, 307. Ἕνα κοντινό βλαχοχώρι ἦταν προνομιοῦχο μέχρι τό 1789, ὁπότε μειώθηκαν τά προνόμιά του ἀπό τόν Ἀλῆ πασᾶ (βλ. Θ. Σαράντης, Τό χωριό Περιβόλι Γρεβενῶν, 1977 127, 150, 175).
29.Λαμπρίδης, ὅ.π., τχ Β΄52. Wace/Thompson,ὅ.π. 150-151.
30.Μ. Κοκολάκης, Τό ὕστερο Γιαννιώτικο πασαλίκι, 2003 195, 155, 183, Γκοῦτος, ὅ.π. 127.
- Βλ. Ἀπ. Παπαδημητρίου, ὅ.π. 297, 342, 345, Wace/Thompson,ὅ.π. 153, 173, Σ. Λιάκος, εἰς Μακεδονική Ζωή, τχ 69/1972. Κατά τά ἔτη 1798-1810 μετοίκησαν καί Περιβολιῶτες καταπιεζόμενοι ἀπό τόν Ἀλῆ πασᾶ (Θ. Σαράντης, ὅ.π. 97-104).
32.Wace/Thompson,ὅ.π. 158, 166-168.
- Αὐτόθι, 49, Ἀραβαντινός, ὅ.π. 341, Β. Νικολαΐδης, Στρατιωτική γεωγραφία, 1851, 206-207, 383-384.
- Βλ. Παπαδημητρίου, ὅ.π. τ. Β΄310 305-306.
- Ἀνωτ. ὑπό Δ΄, πρβλ. Wace/Thompson,ὅ.π. 146, Βακαλόπουλος, ὅ.π. 466.
36.Wace/Thompson,ὅ.π. 166-168, 170.
38.Wace/Thompson,ὅ.π. 48, 74, 76, 78-83.
- Αὐτόθι, 73-75, 78-83, Κρυστάλλης, ὅπ. π.5-6, Παπαδημητρίου, ὅ.π., τ. Γ΄ 30, 36-38, 50, 54, Βακαλόπουλος, ὅ.π. 467, 472. Τό 1815 τά ἐξαγόμενα ἀπό τά Γιάννενα στήν Δύση προϊόντα «εἶναι μικρά κατ’ἀναλογίαν καί συνίστανται εἰς κάππας Σαμαρίνης καί Καλαρρυτῶν, λαγοτόμαρα καί ἄλλα τινά» (Ν. Παπαδόπουλος, Ἑρμῆς Κερδῶος, 1815 313). Τό 1913 γράφτηκε ὅτι «οἱ Σαμαρινιῶται εἶναι ἀμίμητοι εἰς τήν κατασκευήν διαφόρων μαχαιριδίων, ξυλίνων πινακίων πρός χρῆσιν φαγητοῦ καί κοχλυαρίων καί ἄριστοι ὁπλοποιοί» (Β. Τζαλόπουλος, Ἠπειρ. Ἡμερολόγιον, 1913 125).
40.Ἀπ. Παπαδημητρίου, ὅ.π., τ. Α΄377-378, τ. Γ΄ 78-87.
- Αὐτόθι, τ. Α΄ 315-317, 326, Χ. Γκοῦτος, ὅ.π., τ. Α΄ 290, 60, 333, Wace/Thompson, ὅ.π. 147-148, Βακαλόπουλος, Ἱστορία τῆς Μακεδονίας, 1992 296.
42.Ἀραβαντινός, Συλλογή δημωδῶν ἀσμάτων τῆς Ἠπείρου, 1880 45-46.
45.Κρυστάλλης,ὅ.π. 7, Γ. Λυριτζής, Οἱ ἀγωνισταί τῆς Σαμαρίνας Δημήτριος ὁνεομάρτυρας και Θεόδωρος ἐθνοκήρυκας, 1968.
47.Παπαδημητρίου,ὅ.π., τ. Β΄ 86.
48.ἩμερολόγιοΣαμαρίνας, τ. 1976 168, Wace/Thompson,ὅ.π. 154.
49.Παπαδημητρίου, ὅ.π. 87, 278.
50.Βακαλόπουλος, Παγκαρπία… 449-451, 454-455.
51.Κρυστάλλης, ὅ.π., Wace/Thompson,ὅ.π. 160, Παπαδημητρίου, τ. Β΄ 125, 140-3, 152, 158.
52.Παπαδημητρίου, ὅ.π., τ. Γ΄ 248, 263, 265-6, 279-280, 289-290.
53.Wace/Thompson,ὅ.π. 89, 46, Λαμπρίδης, Περί τῶν ἐν Ἠπείρῳ ἀγαθοεργημάτων, τ. Α΄1880 113, βλ. καί Δ. Ἀρετόπουλος, εἰς Ἡμερολόγιο Σαμαρίνας, τ. 1976 213-214.
57.Γκοῦτος,ὅ.π., τ. Β΄ 260, 271.
60.Παπαδημητρίου, ὅ.π. 112, Wace/Thompson,ὅ.π. 155, Βακαλόπουλος, ὅ.π. 469.
61.Βακαλόπουλος, ὅ.π. 472. Τό 1872 ἐνέσκηψε ἐπιδημία εὐλογιᾶς στήν Κόνιτσα καί στά πέριξ (Κόνιτσα, τχ 130-132/1973).
62.Λαμπρίδης, ὅ.π., τ. Β΄ 153.
65.Wace/Thompson,ὅ.π. 162-164.
66.Αὐτόθι 164, Βακαλόπουλος,ὅ.π. 473, Γκοῦτος,ὅ.π., τ. Β΄ 317-320.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου