Πριν από 60 χρόνια, ο μεγαλοεπιχειρηματίας Γιάννης Καρράς, αποφάσισε να επισκεφτεί το Άγιο Όρος,
με αφορμή τον εορτασμό των 1.000 χρόνων από τη δημιουργία της μοναστηριακής κοινότητας. Λόγω θαλασσοταραχής όμως, μπήκε με το σκάφος του στον Τορωναίο κόλπο για να προφυλαχθεί και τότε ερωτεύτηκε την περιοχή.Ο τόπος ήταν πανέμορφος, με μαγευτικά δάση και παραλίες με τυρκουάζ νερά και λευκή άμμο. Τότε αποφάσισε και αγόρασε από τη Μονή Αγίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους, 17.630 στρέμματα, με στόχο να δημιουργήσει ένα αυτόνομο θέρετρο του οποίου οι επισκέπτες θα μπορούσαν να ασχοληθούν με μία ποικιλία δραστηριοτήτων αναψυχής. Γι’ αυτό φύτεψε 45.000 ελιές και δημιούργησε έναν βιολογικό αμπελώνα που εκτείνεται σε 2.500 στρέμματα.
Με τη βοήθεια του «πατέρα» της σύγχρονης οινοποίησης, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μπορντό, Εμίλ Πεϊνό, δημιούργησε οινοποιείο και να παραχθούν κρασιά που τελικά απέσπασαν πολλά διεθνή βραβεία.
Αργότερα όμως, υπό το βάρος μεγάλων οικονομικών προβλημάτων, ο Γιάννης Καρράς πούλησε το συγκρότημα. Πριν δύο χρόνια εξαγοράστηκε από την Belterra Investments του Ιβάν Σαββίδη και μπήκε σε νέα εποχή.
Στους αμπελώνες, που είχαν εγκαταλειφτεί τα τελευταία χρόνια, σήμερα γίνονται εντατικές εργασίες προκειμένου τα κρασιά του κτήματος Πόρτο Καρρά να ανακτήσουν τη θέση που τους αξίζει.
Πρωταγωνίστρια σε αυτή την προσπάθεια είναι η Δρ αμπελουργίας Χαρούλα Σπινθηροπούλου η οποία εργάζεται ως σύμβουλος-ειδικός αμπελουργίας στο κτήμα. Αποφοίτησε από τη Γεωπονική Σχολή του ΑΠΘ και αργότερα συνέχισε τις σπουδές στην αμπελουργία, στην Ελλάδα και την Γαλλία ενώ το 2005 ανακηρύχτηκε Διδάκτορας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Όπως τονίζει η ίδια στόχος είναι το κτήμα του Πόρτο Καρράς να γίνει ένας από τους κορυφαίους οινικούς προορισμούς αφού πρόκειται για έναν από τους ομορφότερους αμπελώνες του κόσμου, με βιολογικά καλλιεργούμενα αμπέλια…
Πότε αποφασίσατε να ακολουθήσετε το επάγγελμα της οινολόγου;
Θεωρώ τον εαυτό μου κυρίως γεωπόνο-ειδικό στην αμπελουργία. Το πτυχίο της οινολογίας το πήρα για να αντιλαμβάνομαι καλύτερα το τι θα πρέπει να γίνει στο αμπέλι για να παραχθεί καλύτερο κρασί. Όταν όμως λέω ότι είμαι γεωπόνος, διδάκτορας αμπελουργίας και οινολόγος, όλοι θεωρούν ότι πιο σημαντικό είναι το πτυχίο του οινολόγου και μένουν σε αυτό. Η ειδικότητά μου όμως είναι η αμπελουργία, η γνώση της οποίας θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά σημαντική για την παραγωγή υψηλής ποιότητας κρασιών, γιατί το εξαιρετικό κρασί γίνεται στο αμπέλι και όχι στο οινοποιείο. Δηλαδή όταν έχεις άριστη πρώτη ύλη μπορείς να κάνεις εξαιρετικό κρασί. Όταν όμως έχεις μέτριο σταφύλι θα βγάλεις καλό κρασί αλλά εκεί παίζει ρόλο η χημεία και οι γνώστες αυτό το αντιλαμβάνονται.
Εγώ λοιπόν ξεκίνησα ως γεωπόνος της πρώτης Διεπαγγγελματικής Οργάνωσης στην Ελλάδα, του Διεπαγγελματικού Συνδέσμου Οίνων Ονομασίας Προελεύσεως «Νάουσα», το 1989. Τότε ο σύνδεσμος έψαχνε γεωπόνο για να στελεχώσει το γραφείο του και αφού έδωσα γραπτές εξετάσεις, πέρασα και ξεκίνησα να δουλεύω με τους αμπελουργούς της Νάουσας. Είχα την τύχη να «μαθητεύσω» δίπλα στη μεγάλη κυρία του ελληνικού κρασιού, την κυρία Σταυρούλα Κουράκου, που τότε ανέλαβε να φέρει σε πέρας ένα σημαντικό ερευνητικό έργο στη ζώνη της Νάουσας με στόχο την ανάδειξη του δυναμικού και των ιδιαιτεροτήτων του Ξινόμαυρου στα διαφορετικά αμπελοτόπια της ζώνης. Η επαφή μου μαζί της ήταν καθοριστική και επηρέασε βαθιά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνομαι τον κόσμο του κρασιού. Ήταν αυτή που με προέτρεψε να πάω στο Montpellier για να ειδικευτώ στην αμπελουργία. Ακολούθησε το Διδακτορικό μου στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, η ενασχόλησή μου με την κλωνική επιλογή ως εργαζόμενη στη ΒΙΤΡΟ Ελλάς, η συμβουλευτική μου δραστηριότητα και η δημιουργία στη συνέχεια μαζί με το σύζυγό μου, Παναγιώτη Γεωργιάδη, των αμπελώνων και του οινοποιείου της «Αργατίας».
Οι Έλληνες αμπελουργοί σήμερα έχουν τις γνώσεις και ακολουθούν σύγχρονες τεχνικές για να παράγουν ποιοτικά κρασιά;
Τους Έλληνες αμπελουργούς θα τους χώριζα σε 4 κατηγορίες. Στην πρώτη, είναι οι μεγάλης ηλικίας αμπελουργοί που ακολουθούν τις παραδοσιακές τεχνικές που γνωρίζουν καλά και δεν πρόκειται να τις αλλάξουν. Στη δεύτερη κατηγορία είναι οι νέοι αμπελουργοί που θεωρούν ότι δε χρειάζεται να τα ξέρουν όλα, έχουν το γεωπόνο και ακολουθούν ότι τους λέει χωρίς να σκέφτονται, είναι ευχαριστημένοι εάν τα σταφύλια τους είναι υγιή και δε θέλουν να πονοκεφαλιάζουν. Στην τρίτη κατηγορία είναι οι αμπελουργοί που θεωρούν ότι τα ξέρουν όλα και έχουν άποψη για όλα. Τέλος στην τελευταία κατηγορία είναι οι αμπελουργοί που φέρνουν την επανάσταση στο χώρο: Ανοικτοί στην εκπαίδευση, με κριτική στάση απέναντι στο νέο, πρόθυμοι όμως να δοκιμάσουν νέες τεχνικές στην καλλιέργεια, νέα προϊόντα, άνθρωποι που διαβάζουν, ενημερώνονται, συνεργάζονται με τους γεωπόνους των εταιριών που αγοράζουν το σταφύλι τους, ή παράγουν οι ίδιοι το δικό τους κρασί.
Τα ελληνικά κρασιά έχουν να ζηλέψουν κάτι από τα κρασιά του εξωτερικού;
Το βασικό πλεονέκτημα του ελληνικού κρασιού είναι ο πλούτος του ελληνικού αμπελώνα σε αυτόχθονες - γηγενείς ποικιλίες. Το πλεονέκτημα αυτό σε συνδυασμό με το πλούσιο ανάγλυφο της χώρας μας, δίνει τη δυνατότητα να παράγουμε ιδιαίτερα κρασιά, σε μία αγορά που αναζητεί πάντα το διαφορετικό. Δεν προσφέρουμε άλλο ένα Merlot ή ένα άλλο Chardonnay, προσφέρουμε στο διεθνή καταναλωτή κάτι μοναδικό. Η ποιότητα των ελληνικών κρασιών, ιδίως μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’90 έχει εκτοξευτεί.
Σε αυτό συνέβαλαν τόσο ο άρτιος πλέον εξοπλισμός των οινοποιείων, όσο και η γνώση των ανθρώπων που ασχολούνται με την παραγωγική διαδικασία. Και εάν τότε οι περισσότεροι οινολόγοι σπούδαζαν στο εξωτερικό και γνώριζαν να δουλεύουν τις διεθνείς ποικιλίες, τώρα ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν στις ελληνικές ώστε να «βγάλουν» τον καλύτερό τους χαρακτήρα. Παράλληλα η γνώση σε επίπεδο αμπελουργίας έχει βελτιωθεί σημαντικά, πλέον ξέρουμε πώς να καλλιεργούμε την κάθε ποικιλία. Αυτό που μας λείπει είναι η «σύγχρονη ιστορία» μας. Θεωρούμαστε παραδοσιακά αμπελουργική χώρα,, όμως η σύγχρονη αμπελοοινική μας ιστορία είναι πολύ μικρή, θα έλεγα ότι διαρκεί μόλις 30 χρόνια και μόλις 10 χρόνια διαρκεί η εξωστρέφειά μας, που οδήγησε σε μία μικρή ακόμη αναγνωρισιμότητα στο εξωτερικό. Εδώ θα πρέπει να επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας ως κλάδος, να «κτίσουμε» μία θέση περίοπτη στη διεθνή οινική σκηνή. Η ποιότητά των κρασιών μας και κυρίως η σχέση ποιότητας-τιμής νομίζω μας το επιτρέπει.
Όμως παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα παράγουμε άφθονο και ποιοτικό κρασί κάθε χρόνο εισάγουμε κρασιά όχι μόνο από ευρωπαϊκές χώρες αλλά από Αυστραλία, Καναδά μέχρι και Λατινική Αμερική. Πώς το εξηγείτε;
Είναι απόλυτα φυσιολογικό, όλοι θέλουμε κάποια στιγμή να γευόμαστε και άλλα κρασιά, άλλων χωρών, όπως θέλουμε να γεύονται τα δικά μας. Και εμείς κάνουμε εξαγωγές σε αυτές τις χώρες που και οι ίδιες είναι παραγωγοί κρασιού.
Μάλιστα φέτος κάναμε και ρεκόρ εξαγωγών;
Με εξαίρεση την περίοδο των περιορισμών και των απαγορεύσεων λόγω κορονοϊού, η συντονισμένη προσπάθεια όλου του κλάδου με το πρόγραμμα προώθησης των τοποποικιλιών που είχε προηγηθεί, συνέβαλε στην αύξηση των εξαγωγών των ελληνικών κρασιών σε όλο τον κόσμο, και κυρίως στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία κ.ά. όπου έτρεξαν τα προγράμματα προώθησης του ελληνικού κρασιού. Η εμφάνιση του κορονοϊού έβαλε φρένο, όμως φαίνεται ότι η επιβράδυνση ήταν προσωρινή και οι εξαγωγές ανακάμπτουν.
Τι πρέπει να προσέχει ο καταναλωτής όταν αγοράζει κρασί;
Με δεδομένη την ποιότητα των ελληνικών κρασιών, αυτό που ο καταναλωτής θα πρέπει να προσέχει είναι ο τρόπος που συντηρούνται τα κρασιά στους χώρους όπου τα προμηθεύεται. Εάν οι συνθήκες συντήρησης είναι καλές, ο καταναλωτής μπορεί άφοβα να αγοράζει το κρασί της αρεσκείας του.
Τι κάνετε αυτή την περίοδο στο κτήμα του Πόρτο Καρρά;
Από το Μάιο έχουμε αναλάβει μαζί με τον Παναγιώτη τη διαχείριση των αμπελώνων και των ελαιώνων του Πόρτο Καρράς. Πρόκειται για ένα από τα ιστορικά κτήματα της Ελλάδας, έκτασης 5.000 στρεμμάτων. Η μισή έκταση είναι φυτεμένη με αμπελώνες και η άλλη μισή με ελαιώνες. Για πολλά χρόνια δεν γινόταν καμία απολύτως επένδυση. Το κτήμα σχεδόν είχε εγκαταλειφτεί για περισσότερα από δέκα χρόνια. Εδώ και δύο χρόνια όμως η νέα ιδιοκτήτρια εταιρεία αποφάσισε να επενδύσει στο κτήμα. Η πρόκληση για μας ήταν μεγάλη. Αφήσαμε τη δική μας επιχείρηση στα χέρια των παιδιών μας και ήρθαμε να αναλάβουμε ένα ομολογουμένως πολύ δύσκολο έργο, αυτό της ανασύστασης κυρίως των αμπελώνων, αλλά και των ελαιώνων του κτήματος.
Έχοντας να παλέψουμε καθημερινά με όλα τα προβλήματα που δημιούργησε η επί πολλά χρόνια «εγκατάλειψη» του κτήματος (ανεξέλεγκτη βόσκηση στους αμπελώνες, ανυπαρξία βασικών υποδομών και εργαλείων, νοοτροπία του «τίποτε δεν αλλάζει» κ.λπ.), οπλιστήκαμε με υπομονή και επιμονή και αγωνιζόμαστε να διορθώσουμε όσα περισσότερα κακώς κείμενα ώστε να δημιουργήσουμε μία νέα εποχή για το κτήμα με την αίγλη που του αξίζει.
Ποιος είναι ο στόχος σας;
Είμαστε μία καινούρια ομάδα που ήρθαμε στο κτήμα και προσπαθούμε να το αναδείξουμε ως έναν από τους κορυφαίους οινικούς προορισμούς. Πρόκειται για έναν από τους ομορφότερους αμπελώνες του κόσμου, θα έλεγα ο ορισμός του terroir: βιολογικά καλλιεργούμενα αμπέλια και ελιές, περιτριγυρισμένα από καταπράσινα πεύκα και άλλα δασικά είδη, με διαφορετικές εκθέσεις, διαφορετικές κλίσεις, διαφορετικά εδαφικά προφίλ. Η πρόκληση για μας μεγάλη! Δίνουμε μεγάλη έμφαση στην ποικιλία «Μαλαγουζιά» που εδώ στο κτήμα δίνει μερικά από τα καλύτερα κρασιά της, αλλά και το «Ασύρτικο» μπορεί να γίνει η αιχμή του δόρατος μας. Το κτήμα είχε περισσότερες από 20 ετικέτες. Τώρα εμείς προσπαθούμε να βγάλουμε λιγότερες ετικέτες, αλλά επενδύοντας σε πιο υψηλής ποιότητας κρασιά.
Φέτος ήταν καλή χρονιά για την αμπελουργία;
Φέτος για μας ήταν μία καλή χρονιά γιατί προλάβαμε τις ασθένειες και είχαμε περισσότερους από 200 τόνους καλής ποιότητας σταφύλια. Οι βροχές του Αυγούστου μας βοήθησαν γιατί οι αμπελώνες μας δεν ποτίζονται. Αυτή τη στιγμή προσπαθούμε να αξιοποιήσουμε 1.500 στρέμματα για να εξασφαλίσουμε την βιωσιμότητα του κτήματος με στόχο να ξεπεράσουμε τους 600 τόνους.
Παράλληλα γράφετε και βιβλία για την αμπελουργία;
Ναι. Παράλληλα σκοπεύω να επανεκδώσω το βιβλίο μου «Οινοποιήσιμες ποικιλίες του ελληνικού αμπελώνα», συμπεριλαμβάνοντας και νέες ποικιλίες για τις οποίες πλέον υπάρχουν αρκετά δεδομένα, αλλά και διορθώνοντας ενδεχόμενα λάθη ή παραλήψεις της προηγούμενης έκδοσης (ήδη έχουν περάσει 20 χρόνια από την πρώτη), καθώς και μία σειρά βιβλίων-αφιερωμάτων σε σημαντικές γηγενείς ποικιλίες, με έμφαση στην καλλιεργητική τους συμπεριφορά.
*Του Νίκου Ασλανίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου