Ο Αγαθοκλής Αζέλης, συνάδελφος, φίλος και συγχωριανός, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Βιέννης, έμμισθος ερευνητής της Ακαδημίας Επιστημών της Αυστρίας, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, καθηγητής στο αγγλόφωνο «Vienna International School» , εργάζεται από το 1997 στη Μέση Εκπαίδευση στην Ελλάδα. Κατά τα έτη 1999 - 2003 οργάνωσε τα Γενικά Αρχεία του Κράτους του νομού Τρικάλων, ενώ παράλληλα συνέγραψε εξωσχολικά εκπαιδευτικά βοηθήματα, δημοσίευσε μελέτες σε ελληνικές και αυστριακές επιστημονικές επετηρίδες και συλλογικά έργα και βραβεύτηκε από το αυστριακό κράτος για τη μετάφραση γερμανόφωνης λογοτεχνίας στα ελληνικά. Συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά και εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, με τίτλο Νύχτες στο θρυμματισμένο ενυδρείο, (Μεταίχμιο, 2008), Εωθινές Επιγνώσεις, (Πλανόδιον, 2011) και Σκιές Ασωμάτων, (Λογείον, 2016).
Οι μυλόπετρες του χρόνου, είναι το πρώτο του πεζογράφημα ή πεζοτράγουδο με έντονο το αυτοβιογραφικό και ψυχογραφικό στοιχείο ενός παιδιού στην αρχή, εφήβου και ενήλικα στη συνέχεια, που έζησε έντονα τις μνήμες και τη σκληρή μοίρα της οικογένειάς του και την αναγκαστική μετάβαση από το ορεινό χωριό στην πρωτεύουσα, τις δυσκολίες της προσαρμογής, ένα φαινόμενο καθολικό που το βίωσαν πολλά παιδιά της μεταπολεμικής περιόδου. Τα τριάντα δύο μικρά αλλά πολύ περιεκτικά αφηγήματα τα διατρέχει μία ενότητα και συνοχή και εκτυλίσσονται με άξονα τον χρόνο από τις αρχές του 20ου μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, με πρωταγωνιστές οικεία και αγαπημένα πρόσωπα τριών γενιών , όπως διαφαίνεται και από το μότο από το μυθιστόρημα ΙΔ του Γιώργου Σεφέρη που προτάσσει: «χαράζοντας τη μοίρα μας με χρώματα και χειρονομίες ανθρώπων που αγαπήσαμε», αλλά και από τον πολύ επιτυχημένο τίτλο. Ο τόπος μοιράζεται στο αγαπημένο του χωριό, τη Μηλιά, στο οποίο γεννήθηκε το 1963 και έζησε τα πρώτα έξι του χρόνια και στην Αθήνα που φοίτησε στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή.
Όλα ξεκινούν από τη στιγμή που ο συγγραφέας αποφασίζει να αγοράσει από τους κληρονόμους το μισογκρεμισμένο πατρικό σπίτι και να το ξαναχτίσει, γιατί ένιωθε την ανάγκη να ξανασυνδεθεί με το αγαπημένο του χωριό που τόσο είχε στερηθεί στα παιδικά του χρόνια, αλλά και με την ανάμνηση των προγόνων του που την τροφοδότησαν τα κειμήλια που ανακάλυψε στην αζήτητη οικοσκευή, ένα φθαρμένο κείμενο και οι παλιές φωτογραφίες. Έτσι, αποφάσισε να αφηγηθεί με μορφή ημερολογίου την τραγική ιστορία της οικογένειάς του, που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι η ιστορία πολλών ελληνικών οικογενειών εκείνων των σκληρών χρόνων - προπολεμικά και μεταπολεμικά- κατά τους οποίους οι απλοί αλλά έντιμοι άνθρωποι της υπαίθρου αγωνίστηκαν σε πολύ αντίξοες συνθήκες για να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια, επιτελώντας με αυτό τον τρόπο το χρέος του απέναντι στους απογόνους του.
Στα πρώτα δεκαέξι διηγήματα ζωντανεύουν οι μνήμες των αγαπημένων του προσώπων από προφορικές μαρτυρίες της γιαγιάς της Λένως και των γονιών του Μίσιου (Μιχάλη) και Βάγγιως. Ο πόλεμος, η πείνα, ο φόβος, ο θάνατος και ο αγώνας για επιβίωση είναι τα κύρια θέματα που με μεγάλη τέχνη, αλλά και με πολύ εκφραστικό και πλούσιο λόγο πραγματεύεται ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας πολύ εύστοχα και ορισμένες φράσεις της βλάχικης γλώσσας. Έτσι το πρώτο κιόλας διήγημα ξεκινάει με τη φράση: «Αλιγκάτς, γίνου μπαρμπάστιλι ντι λα πόλιμου» που σημαίνει: «Τρέξτε, έρχονται οι άντρες απ’ τον πόλεμο» το 1922, τον μικρασιατικό στον οποίο είχε πάρει μέρος και ο προπάππος του ο Κόλας. Αυτό το όνομα ήταν συνδεδεμένο με τον θάνατο, καθώς, όπως πληροφορούμαστε στη συνέχεια, ο πρώτος Κόλας που δεν φοβήθηκε τον Κεμάλ, λόγω του παράτολμου χαρακτήρα του έπεσε από χέρι ληστών προσπαθώντας να σώσει τρεις νέους του χωριού που οι ληστές απήγαγαν για λύτρα. Ο δεύτερος Κόλας, που η γιαγιά Λένω τον αποκαλούσε χίλιου νι, δηλαδή γιε μου, γλεντζές και κουβαρντάς, έγινε αυτόχειρας για τα μάτια της Όλγας και ο τελευταίος Κόλας, ο αδελφός που δε γνώρισε, πέθανε βρέφος «κιρί φτσιόρλου, έσβησε το παιδί». Μεγάλη πρωταγωνίστρια η γιαγιά Λένω η οποία μετά τη δολοφονία του Κόλα, του αρραβωνιαστικού της , θα παντρευτεί τον αδελφό του τον Ντάσιο (Τριαντάφυλλο), μισθωτό βοσκό που κι αυτός θα χαθεί στα αλβανικά σύνορα για ασήμαντες διαφορές χορτονομής. Μεγάλωσε τα παιδιά της, γαλούχησε τα εγγόνια της και αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στη πρωτεύουσα χωρίς να γνωρίζει την επίσημη γλώσσα. Ο πατέρας του ο Μίσιος, αψίκορος αλλά έντιμος αγωνιστής που μικρός στο χωριό του έφτιαξε ανθεκτικά τσαρούχια από τον δερμάτινο φάκελο ενός νεκρού Γερμανού, που περιέθαλψε με κίνδυνο της ζωής του έναν τραυματισμένο αγωνιστή στο Εμφύλιο, που χτύπησε με τη κοπανίτσα έναν εφοριακό ο οποίος ήθελε να την αρπάξει ως φόρο, που ξεγέλασε, επί δικτατορίας, την εφορευτική επιτροπή του χωριού του η οποία ήθελε να ελέγξει την ψήφο της αγράμματης μάνας του και που, πάλι με κίνδυνο της ζωή του, περιέθαλψε έναν τραυματία φοιτητή στα επεισόδια του Πολυτεχνείου. Δεν μπόρεσε όμως κι αυτός να ξεφύγει τη μοίρα των αρσενικών της οικογένειας: άφησε την τελευταία του πνοή σε τροχαίο στην μεταδιδακτορική Αθήνα. Η Βάγγιω, η μητέρα του, από μικρή στη βιοπάλη, εργάστηκε σκληρά κι αυτή για να συμβάλει στο οικογενειακό εισόδημα και να μεγαλώσει με αξιοπρέπεια τα τρία της παιδιά. Έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα και αντιμετώπισε με στωικότητα τη μοίρα της.
Αν λοιπόν στα πρώτα διηγήματα παρακολουθούμε τη ζωή στο ορεινό χωριό, προπολεμικά και μεταπολεμικά, στα επόμενα ο συγγραφέας ως αυτόπτης μάρτυρας καταγράφει τα δικά του βιώματα από την αναγκαστική μετανάστευση στην πρωτεύουσα. Ο μικρός Αγαθοδαίμων, ωραίο εύρημα για τον ατίθασο χαρακτήρα του, - πήρε αυτό το παράξενο όνομα με αεροβάφτισμα για να ξεφύγει από τη μοίρα των αρσενικών και να αφηγηθεί την ιστορία της οικογένειας - θα βρεθεί σε ένα άξενο περιβάλλον, χωρίς να γνωρίζει την επίσημη γλώσσα και σιγά σιγά με τη βοήθεια ενός δασκάλου που τον ευγνωμονεί θα αναλάβει και θα μεταμορφωθεί και θα σημειώσει πολύ μεγάλη πρόοδο με αποτέλεσμα την εισαγωγή του στη Φιλοσοφική Σχολή. Οι δυσκολίες προσαρμογής όλων των μελών της οικογένειας, οι σκληρές συνθήκες εργασίας, το αφιλόξενο περιβάλλον της μεγαλούπολης αλλά και οι προσωπικές φιλίες που ύστερα από πολλά χρόνια αναθερμάνθηκαν είναι τα θέματα που κυριαρχούν σε αυτή την ενότητα. Ο επίλογος της ιστορίας όμως γράφεται στο ορεινό χωριό με τις ανακομιδές των λειψάνων και την τελευταία βόλτα της Βάγγιως στα βαθιά της γεράματα.
Ο Αγαθοκλής Αζέλης, όπως και άλλοι μεγάλοι λογοτέχνες με πρώτο και καλύτερο τον Γεώργιο Βιζυηνό, απέδειξε πως η προσωπική ιστορία και τα προσωπικά βιώματα μπορούν να γίνουν λογοτεχνία, διήγημα ή μυθιστόρημα, αν η γραφίδα του λογοτέχνη με την κατάλληλη δομή και διάρθρωση και τον ζωντανό λόγο, κατορθώσει να μεταπλάσει τα αγαπημένα του πρόσωπα σε αφηγηματικούς ήρωες δίνοντάς τους καθολικότητα και διαχρονικότητα και εντάσσοντάς τους στο ευρύτερο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο που διαμορφώνει τη μοίρα τους.
Αυτό το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί και εύχομαι να είναι καλοτάξιδο…
Στέργιος Πουρνάρας, φιλόλογος – μουσικός
Πρόεδρος Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Π.Ε. Γρεβενών
Αναδημοσίευση από το Περιοδικό ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τεύχος 211 - 212, χειμώνας ’22 - ‘23
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου